24 Σεπτεμβρίου 2018

Η αντιπάθεια Αμερικανίδας κριτικού κινηματογράφου στο Μίμη Φωτόπουλο λόγω της εμφάνισής του!


Ο χαρισματικός κι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ηθοποιούς του 20ου αιώνα, Μίμης Φωτόπουλος, μάλλον δύσκολα θα μπορούσε να διαγράψει μια αντίστοιχα μεγάλη κινηματογραφική καριέρα στο Χόλιγουντ. Όχι γιατί του έλειπε το κωμικό ταλέντο (πάντα με μέτρο και εσωτερική εκφραστικότητα, χωρίς να καταφεύγει στην εύκολη λύση των υπερβολικών μορφασμών), αλλά γιατί ήταν αρκετά μεγάλος (η πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση έγινε το 1948 σε ηλικία 35 ετών) και ελάχιστα ελκυστικός, όπως τον αξιολόγησε μια από τις σημαντικότερες κριτικούς κινηματογράφου των ΗΠΑ, η Irene Thirer.

Η Thirer ήταν κριτικός και διευθύντρια στο κινηματογραφικό ρεπορτάζ της New York Post, ενώ μετά το θάνατό της το Φεβρουάριο του 1964 σε ηλικία μόλις 59 ετών, στη σχετική νεκρολογία των New York Times περιγραφόταν ως μια από τις «ανώτερες κριτικούς κινηματογράφου» των ΗΠΑ. Εξαιρετικά κινηματογραφόφιλη, παρακολουθούσε και σχολίαζε με τα άρθρα της όσο το δυνατόν περισσότερες ταινίες, ακόμη και κάποιες ελληνικές που προβάλλονταν σ’ έναν εξαιρετικά περιορισμένο κύκλο διανομής για το ελληνικό κυρίως κοινό με συνήθως μέτριους ή κακούς αγγλικούς υποτίτλους, που ελάχιστα βοηθούσαν στην προσέλκυση του ενδιαφέροντος των αγγλόφωνων Αμερικανών.

Ανάμεσα στις ελληνικές ταινίες, που σχολίασε με τα άρθρα της η Thirer, ήταν και κάποιες με πρωταγωνιστή το Μίμη Φωτόπουλο, ταινίες της δεκαετίας του ’50, ίσως οι καλύτερες του ηθοποιού, ο οποίος όμως υποδυόταν τον πρωταγωνιστή, που ήταν ερωτευμένος με κάποια γλυκιά, πολύ νεότερη συνάδελφό του. Για τους Έλληνες θεατές της εποχής δεν είχε τόσο μεγάλη σημασία η εξωτερική εμφάνιση του ταλαντούχου Φωτόπουλου, όμως για την Thirer, συνηθισμένη από τους ζεν πρεμιέ του Χόλιγουντ, η εξωτερική εμφάνιση αποτελούσε το Α και το Ω της κριτικής της.

Στις αρχές Μαρτίου 1958, στον κινηματογράφο Cameo της Νέας Υόρκης προβαλλόταν το «Σωφεράκι». Ο Φωτόπουλος υποδυόταν τον ήρωα της ταινίας, ένα φτωχό σοφεράκι, κάπως αλητάκος, που άκουγε στο όνομα Βάγγος και ήταν ερωτευμένος με Λέλα, η μητέρα της οποίας δεν ήταν και πολύ σύμφωνη με τη σχέση αυτή.

Στην κριτική της (New York Post, 03.03.1958), η Irene Thirer ασχολήθηκε ελάχιστα με την ταινία και περιέλαβε κανονικά το Μίμη Φωτόπουλο, τον οποίο περιέγραφε ως «κάπως στραβομουτσουνιασμένο (σ.σ. όπως έπρεπε να είναι ο ρόλος που υποδυόταν), με έντονο πιγούνι, που προφανώς, για τα κριτήρια μιας ελληνικής ταινίας, δεν τον εμποδίζουν να είναι ακαταμάχητος στις γυναίκες. Δεν θα τα κατάφερνε το ίδιο θεαματικά στις ΗΠΑ. Δεν είσαι γοητευτικός, Μίμη», ενώ απορούσε «τι βλέπει στο Μίμη» μια τόσο «γλυκιά» και «εμφανίσιμη σε κάθε χώρα» κοπέλα, όπως η ηρωίδα που υποδυόταν η Σμαρούλα Γιούλη!

Κι όταν το Μάιο του 1961 προβλήθηκε στη Νέα Υόρκη – και πάλι στο Cameo – η «Καφετζού», η Irene Thirer δεν παρέλειψε να σχολιάσει για το Φωτόπουλο ότι ήταν ένας «διασκεδαστικός, οικείος τύπος», που όμως «δεν μοιάζει στο Λοτάριο (σ.σ. το πρότυπο ανδρικής ομορφιάς), όμως παρόλ’ αυτά είναι ο ρομαντικός άνδρας πρωταγωνιστής» (New York Post, 22.05.1961).

Αυτήν τη φορά, βέβαια, η Thirer ασχολήθηκε περισσότερο με την ίδια την ταινία, εστιάζοντας – πολύ ορθά – σε κάποιες άστοχες και άσχετες με την εξέλιξη της πλοκής σκηνές, όπως η σκηνή του Καρναβαλιού λίγο πριν το τέλος, όσο η κυρά-Καλλιόπη (Γεωργία Βασιλειάδου) διαβάζει το φλιτζάνι στον επιχειρηματία Τσαρδή ή Γιαβάση (Περικλής Χριστοφορίδης) και του εξιστορεί τις παλιές του απατεωνιές. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία. 

Σε κάθε περίπτωση, τα αισθήματα της Αμερικανίδας κριτικού κινηματογράφου για το Φωτόπουλο δεν άλλαξαν στην τριετία που μεσολάβησε, κρίνοντάς τον λιγότερο για το ταλέντο του και περισσότερο για το πρόσωπό του, συνηθισμένη από έναν κινηματογράφο που εστίαζε και εστιάζει στη ματαιοδοξία της επιφάνειας και λιγότερο στο βάθος του ταλέντου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου