Κατά μία άποψη, στην Ελλάδα «είσαι ό,τι δηλώσεις» -
άσχετα αν αυτό που κάποιος δηλώνει, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ή όχι.
Όταν όμως πρόκειται για πολιτικούς, η φράση μάλλον τροποποιείται στο «είσαι
ό,τι δηλώσουν για σένα οι φανατικότεροι των οπαδών ή των εχθρών σου». Κάπως
έτσι, ανάλογα και με το μέσο από το οποίο επιλέγει ένας απλός πολίτης για να
ενημερωθεί, ένα πολιτικό πρόσωπο μπορεί ταυτόχρονα να είναι μεγάλος ρήτορας και
μεγάλος απατεώνας, ένας πρώην πρωθυπουργός μπορεί να ήταν ταυτόχρονα ο
καλύτερος πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης και ο πιο διαπλεκόμενος απ’ όλους.
Κάποια από τα επίθετα, που με μεγάλη ευκολία μοιράζονται
από τους οπαδούς των πολιτικών και κυρίως μέσω του τύπου, μένουν για πάντα,
ανεξάρτητα αν τις ασπάζεται η πλειοψηφία των πολιτών ή όχι – αν και από ένα
χρονικό σημείο και μετά, όταν πλέον περνούν μία και δύο γενιές – πολλοί είναι
εκείνοι που απλά δέχονται ό,τι διαβάζουν για πρόσωπα που δεν βρίσκονται στην
ζωή, χωρίς να το ψάχνουν περισσότερο.
Κάπως έτσι, οι φανατικοί Νεοδημοκράτες – ανεξαρτήτου
ηλικίας – έχουν ταυτίσει το πρόσωπο του Κωνσταντίνου Καραμανλή με το
χαρακτηρισμό του «εθνάρχη», παρότι ο αείμνηστος δεν συνέδεσε την πολιτική του
σταδιοδρομία με κάποια επέκταση των εθνικών συνόρων (όπως για παράδειγμα ο
Ελευθέριος Βενιζέλος, στον οποίο θα ταίριαζε όντως ο συγκεκριμένος επιθετικός
προσδιορισμός) ούτε ήταν ένα πρόσωπο κοινής αποδοχής που ενσάρκωσε κάποιο
υπερκομματικό εθνικό ιδεώδες κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του, ειδικά αν
σταθούμε στην πρώτη οκταετή διακυβέρνηση της χώρας από τον ίδιο (1955-1963).
Πάντως, ο πρώτος Έλληνας πολιτικός που αποκαλέστηκε
«Εθνάρχης» από τους οπαδούς του δεν ήταν ούτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ούτε ο
Ελευθέριος Βενιζέλος, αλλά ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης το μακρινό 1892!
Ο Δηλιγιάννης δεν θα μπορούσε να συγκριθεί ούτε με το
μικρό δαχτυλάκι των δύο άλλων – μεταγενεστέρων του – πρωθυπουργών, καθώς ήταν ο
πιο λαϊκιστής, αλλά ταυτόχρονα και ο πιο δημοφιλής ίσως πολιτικός αρχηγός στην
ιστορία του ελληνικού κράτους.
Από τα πολλά που έχουν γραφεί για το λαϊκισμό και τη
δημοφιλία του Δηλιγιάννη, είναι και το παρακάτω απόσπασμα από χρονογράφημα στην
εφημερίδα Εμπρός με ημερομηνία 26.08.1903, με αφορμή μια ακόμα επικοινωνία του
γηραιού πολιτικού με τους ψηφοφόρους του από τον εξώστη του σπιτιού του:
«Ό,τι προ πάντων
χαρακτηρίζει τον δηλιγιαννισμόν, δηλαδή το αίσθημα το οποίον συνδέει μίαν
μεγάλην μερίδα του αθηναϊκού λαού προς τον κ. Δηλιγιάννην, είνε συγγενική τις οικειότης,
ήτις φθάνει μέχρις αστεϊσμών, χωρίς να υπερβαίνη τα όρια του σεβασμού. Η
πολιτική γλώσσα του κ. Δηλιγιάννη είνε γνωστόν πόσον ευρίσκεται εις τας
περιστροφάς και τους επαμφοτερισμούς· και όμως ουδενός άλλου πολιτευτού η
γλώσσα βαίνει τόσον κατ’ ευθείαν εις την αρέσκειαν του πλήθους. Και όταν ακόμη
εννοούν ότι δεν λέγει την αλήθειαν, ενθουσιάζονται, διότι τα λέγει τόσον καλά,
και τα λέγει μετά τόσης πονηρίας, ήτις εις την νεοελληνικήν γλώσσαν όπως πολλάκις
και εις την αρχαίαν ταυτίζεται με την αγχίνοιαν και βαθύνοιαν».
«Δεν θα πεθάνεις ποτέ», «Το ‘πε ο γέρος» και «Πες το,
λοιπόν, να μας ζήσεις, γέρο» ήταν μερικές από τις φράσεις, με τις οποίες το
κοινό αντιδρούσε διακόπτοντας την ομιλία του Δηλιγιάννη και ανοίγοντας διάλογο
μαζί του τον Αύγουστο του 1903. Λόγω και του προχωρημένου της ηλικίας του (79 ετών), είχε από καιρό κερδίσει
τον προσδιορισμό «γέρος» ή – σαν ένας δεύτερος Κολοκοτρώνης – «γέρος του Μωριά»,
δίπλα στα «Μπάρμπας», «Κορδοναρούμπαρος» (από το κορδόνι, που ήταν το σύμβολο
του Εθνικού Κόμματος, όπως ονομαζόταν επίσημα η δηλιγιαννική παράταξη) κλπ.
Μεταξύ των πολλών κοσμητικών επιθέτων ήταν και ο τίτλος
του «Εθνάρχη», ο οποίος εκείνη την εποχή αποδιδόταν μόνο στον εκάστοτε
Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ως πρόσωπο που αποτελούσε σημείο
αναφοράς ολόκληρου του ελληνισμού.
Ο τίτλος του «εθνάρχη» αποδόθηκε στο Δηλιγιάννη στα
πλαίσια ενός άρθρου της εφημερίδας Επιθεώρησις στις 2 Απριλίου 1892 με αφορμή
την έναρξη της περιοδείας του πολιτικού εν όψει της εκλογικής αναμέτρησης της 3ης
Μαΐου, την οποία όμως θα κέρδιζε ο Χαρίλαος Τρικούπης. Το άρθρο της Επιθεωρήσεως
είχε τίτλο «Ο ΑΡΧΗΓΟΣ» και ήδη από την εισαγωγή του αντιλαμβανόταν κανείς τον
ασυγκράτητο ενθουσιασμό του αρθρογράφου:
«Ο πολυσέβαστος
πρόεδρος της τέως κραταιάς κοινοβουλευτικής κυβερνήσεως, ο δημοφιλής αρχηγός
του ευρυτάτου λαϊκού κόμματος, όπερ από δεκαετίας αμύνεται υπέρ της ευνομίας
και ευημερίας της χώρας, ο εθνικώτατος των επιζώντων πολιτικών ανδρών κ. Θεόδωρος
Π. Δηλιγιάννης απέρχεται σήμερον την πρωίαν διά του σιδηροδρόμου Πελοποννήσου
εις την ιδιαιτέραν αυτού επαρχίαν, οπόθεν τιμών την γενέτειραν γην, θέλει
εκπέμψει ως γιγαντομάχος πολεμάρχης εν τη πολιτική του τόπου το σύνθημα του
αγώνος, εις ον ο ελληνικός λαός κέκληται να κατέλθη [..]».
Και μετά από έναν καταιγιστικό, εκτενή λιβανωτό, το άρθρο
κατέληγε: «Τοιούτος τυγχάνει ο μεγάτιμος
των ημερών ημών εθνάρχης, επισπάται τας ευλογίας των σωφρονούντων πολιτών πάσης
τάξεως και προπέμπεται σήμερον διά των θερμοτέρων ευχών του λαού της πρωτευούσης».
Αυτό ήταν. Ένας νέος τίτλος προστέθηκε στο στόμα και στη
γραφίδα των οπαδών του Δηλιγιάννη, οι οποίοι πλέον θα τον προσφωνούσαν συχνά τα
επόμενα χρόνια ως «εθνάρχη» είτε κατά τις περιοδείες του είτε και ανοίγοντας
διάλογο μαζί του στις πολιτικές του ομιλίες.
Βέβαια για τις αντιπολιτευόμενες εφημερίδες ο τίτλος αυτός
αποτελούσε μια πρώτης τάξεως αφορμή για σάτιρα. Ο ανταποκριτής της εφημερίδας
Το Άστυ στην Τρίπολη μετέδιδε: «Χθες,
μίαν ημέραν μόλις μετά την πρωταπριλιάν, αφίχθη ενταύθα διά του σιδηροδρόμου ο
τέως πρωθυπουργός κ. Θ. Π. Δηλιγιάννης, κομίζων μεθ’ εαυτού και το φύλλον της επιθεωρήσεως,
δι ου εις τα μέχρι τούδε ονόματά του προσετίθετο και το του «μεγάλου εθνάρχου»»,
αν και, όπως διαπίστωνε (μάλλον υπερβολικά, καθώς ο Δηλιγιάννης είχε σταθερά
μεγάλη δύναμη στην ιδιαίτερη πατρίδα του), ο πρώην πρωθυπουργός δεν έτυχε
θερμής υποδοχής στην πόλης, καθώς μόλις 100 με 150 πολίτες βρέθηκαν στο
σιδηροδρομικό σταθμό της Τρίπολης για να τον προϋπαντήσουν.
Εξαιρετικά επιτυχημένο και το καυστικό σχόλιο της εφημερίδας
Ακρόπολις σχετικά με το νέο τίτλο του Δηλιγιάννη...
Το Σεπτέμβριο του 1895, το Σκριπ διαπίστωνε ότι «οι
τίτλοι του κ. πρωθυπουργού υφίστανται από καιρού εις καιρόν σπουδαίαν εξέλιξιν,
και ο εις διαδέχεται τον άλλον, πλέον βαρύς και επιβλητικώτερος». Αφορμή ήταν
ένα ακόμα υμνητικό – «ομοιάζοντα πάντοτε
βυζαντινόν ύμνον προς τον εθνάρχην» – άρθρο της εφημερίδας Πρωία, που
αποτελούσε το κατεξοχήν δημοσιογραφικό όργανο του Θεόδωρου Δηλιγιάννη. Και ο
αρθρογράφος του Σκριπ καυτηρίαζε την τάση των φίλων του τότε πρωθυπουργού να
τον αποθεώνουν με σειρά βαρύγδουπων τιμητικών τίτλων:
«Εις το κύριον
άρθρον της χθεσινής Πρωίας βλέπομεν ότι ο ηγούμενος της κυβερνήσεως είνε ο αυτός
πάντοτε, - δεν έχομεν καμμίαν αντίρρησιν – ο χρόνος λευκαίνει τας τρίχας της κεφαλής
του, αλλά το πατριωτικόν πυρ σφοδρότερον θερμαίνει τα στήθη του κτλ. Κτλ.
Υποθέτομεν ότι ο αρθρογράφος της Πρωίας δεν θα δυσκολευθή να διορίση τον
ηγούμενον κ. Δηλιγιάννην και Μητροπολίτην εις άλλον άρθρον του, με την
πεποίθησιν ότι θα ενεργήση και διά το ζήτημα της ενώσεως των εκκλησιών. Η
εκκλησιαστική ονομασία δικαιολογείται άλλως τε, αφού ανωτέρω το άρθρον λέγει «κατεπέσαμεν
οικονομικώς και καθολικώς εκλονίσθημεν».
Διά τούτο εις τα μέλλοντα φύλλα της Πρωίας ο κ. Δηλιγιάννης ίσως
προσλάβη και καθολικόν αξίωμα μεγαλοπρεπέστερον, ανακηρυσσόμενος Πάπας ή Ποντίφηξ, και κρατών τον τίτλον του
ηγουμένου όταν μονάζη εν Κηφισσία.
Αλλ’ εάν γίνη και Πάπας θα τολμήση να ισχυρισθή ότι θα ήνε και
αναμάρτητος;»
Τον Αύγουστο του 1897, εν μέσω γενικότερης πολιτικής
αναστάτωσης μετά την ήττα στον πόλεμο των 30 ημερών με τους Τούρκους τον
Απρίλιο της ίδιας χρονιάς, άρθρο του Εμπρός στοχοποιούσε τους «φρενιτιώντες
κορδονορούμπαρους» οπαδούς του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, οι οποίοι «ανεκήρυξαν
εθνάρχην τον απαίσιον καταστροφέα του Ελληνισμού», μια σαφής αναφορά του αρθρογράφου
στη μοιραία ευθύνη του Δηλιγιάννη, ο οποίος πρώτα συνέβαλε καθοριστικά στην
έξαψη του φιλοπολεμικού κλίματος στην Αθήνα και στη συνέχεια κήρυξε τον πόλεμο
χωρίς κάποια ουσιαστική προετοιμασία, οδηγώντας τον ελληνικό στρατό σε μια
περιττή και απόλυτα ταπεινωτική ήττα, που πάντως μακροπρόθεσμα δεν έβλαψε το
πολιτικό του μέλλον, όπως θα έδειχνε η ιστορία.
Όμως αυτή η στρατιωτική ήττα, που οδήγησε σε μια επαχθή
οικονομικά συνθήκη ειρήνης με την Οθωμανική αυτοκρατορία και έφερε στην Ελλάδα
το Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, δεν σηματοδότησε το πολιτικό τέλος του Δηλιγιάννη,
ο οποίος θα διοριζόταν και πάλι πρωθυπουργός (δύο θητείες: από 24 Νοεμβρίου 1902 έως 14
Ιουνίου 1903 και από 16 Δεκεμβρίου 1904 έως τη δολοφονία του στις 31 Μαΐου 1905,
έχοντας στο μεταξύ κερδίσει και τις εκλογές της 20ης Φεβρουαρίου),
ενώ ο τίτλος του «εθνάρχη» αποτελούσε σταθερό σημείο αναφοράς μεταξύ των οπαδών
του, οι οποίοι προφανώς αδιαφορούσαν για το ασύμβατο του τίτλου αυτού με το
γεγονός ότι το πολιτικό τους είδωλο ευθυνόταν για την πιο μαύρη σελίδα της σύγχρονης
ελληνικής ιστορίας μέχρι τότε.
Ρίξτε μια ματιά και στο παρακάτω, σύντομο δημοσίευμα:
Όταν ένας πρωθυπουργός έβαλε στο στόχαστρο της οικονομικής του πολιτικής μια γάτα
Ρίξτε μια ματιά και στο παρακάτω, σύντομο δημοσίευμα:
Όταν ένας πρωθυπουργός έβαλε στο στόχαστρο της οικονομικής του πολιτικής μια γάτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου