Σήμερα το πρωί, στο ελληνικό Κοινοβούλιο διαδραματίστηκε η πρώτη πράξη μιας ιλαροτραγωδίας. Οι 300 βουλευτές που εξελέγησαν ύστερα από την εκλογική αναμέτρηση της 6ης Μαΐου, ορκίστηκαν προκειμένου να; συγκροτηθεί σε σώμα το Κοινοβούλιο, το οποίος όμως αύριο θα διαλυθεί, ώστε να προκηρυχθούν νέες εκλογές για τις 17 Ιουνίου. Πρόκειται για το συντομότερο διάστημα διεξαγωγής δεύτερης εκλογικής αναμέτρησης σε ολόκληρη την ιστορία του κοινοβουλευτικού βίου της χώρας. Θα ήταν αρκετά ιλαρό όλο αυτό το σκηνικό, εάν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το ελληνικό κράτος δεν ήταν σοβαρά και τόσο πιεστική η ανάγκη επίλυσής τους. Επειδή δε η χώρα μας δεν είναι αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, ούτε η ελληνική ιστορία είναι η μόνη στην οποία θα πρέπει να ανατρέχουμε για να θέτουμε τα διλήμματα του μέλλοντος, καλό θα ήταν να ρίξουμε μια ματιά στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία και ειδικότερα στην πρόσφατη ιστορία του Βελγίου.
Στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 2010 μεγαλύτερο κόμμα αναδείχτηκε το εθνικιστικό "Νέα Φλαμανδική Συμμαχία" (N-VA) του Μπαρτ ντε Βεβέρ, στο πρόγραμμα του οποίου περιλαμβάνεται η ανεξαρτησία της περιοχής της Φλάνδρας και η διάλυση του βελγικού κράτους. Το κόμμα του Βεβέρ απέσπασε το 17.40 % του συνόλου των ψήφων, ενώ δεύτερο ήταν το γαλλόφωνο "Σοσιαλιστικό Κόμμα" με ποσοστό μόλις 13.70%. Μάλιστα, στην περιοχή της Φλάνδρας, το ποσοστό του N-VA ανήλθε περίπου στο 30%. Να σημειωθεί ότι λόγω του ομοσπονδιακού χαρακτήρα του βελγικού κράτους, υπάρχουν διαφορετικά κόμματα στις δύο επαρχίες του (την ολλανδόφωνη Φλάνδρα και τη γαλλόφωνη Βαλονία), τα οποία συνεργάζονται μεταξύ τους για το σχηματισμό κυβέρνησης κοινής αποδοχής, την ώρα που το βελγικό κοινοβούλιο είναι από τα πιο πολυκομματικά του κόσμου. Καθώς όμως οι πολύμηνες διαπραγματεύσεις είχαν περιέλθει σε αδιέξοδο, με τη διαφωνία να επικεντρώνεται στις συνταγματικές αλλαγές που θα μπορούσαν να γίνουν αναφορικά με την περαιτέρω αποκέντρωση του Βελγίου, τα μικρότερα φλαμανδικά κόμματα, που αρχικά κρατούσαν την απαρέγκλιτη στάση ότι δε συμμετέχουν στο σχηματισμό νέας κυβέρνησης χωρίς το N-VA, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μπροστά στην ανάγκη να κυβερνηθεί επιτέλους το κράτος και να προλάβουν ενδεχόμενη έκθεση της χώρας στη δημοσιονομική κρίση που πλήττει το μεγαλύτερο μέρος της ευρωζώνης. Έτσι, 18 ολόκληρους μήνες ύστερα από τις εκλογές σχηματίστηκε κυβέρνηση με τη συμμετοχή έξι κομμάτων (από τα 12 που εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο της χώρας), τρία ολλανδόφωνα και τρία γαλλόφωνα, χωρίς όμως τη συμμετοχή του N-VA.
Δεν αμφιβάλλω ότι η Ελλάδα δεν είναι Βέλγιο, όμως αν το σκεφτεί καλά κανείς θα διαπιστώσει πως η μόνη ουσιαστική διαφορά είναι ότι το Βέλγιο έχει την πολυτέλεια να κυβερνάται με υπηρεσιακό πρωθυπουργό για 18 μήνες, ενώ η Ελλάδα δεν αντέχει ούτε για 18 ημέρες. Από εκεί και μετά η ανάγκη σχηματισμού κυβέρνησης για το καλό της χώρας, ως ελάχιστη εθνική υποχρέωση των κομμάτων, είναι εξίσου σημαντική και στις δύο χώρες. Ενώ όμως στο Βέλγιο τόλμησαν το σχηματισμό κυβέρνησης χωρίς τη συμμετοχή του μεγαλύτερου κόμματος, το οποίο αναπόφευκτα γλυτώνει από τη φθορά της εξουσίας και στα τελευταία γκάλοπ βλέπει τη δύναμή του να ανεβαίνει, στην Ελλάδα το βασικό ζητούμενο των συζητήσεων μεταξύ των πολιτικών αρχηγών της περασμένης εβδομάδας ήταν το πώς θα πληγεί ο ΣΥΡΙΖΑ, πώς θα μπει στο κάδρο των ευθυνών, και όχι ποιο είναι το καλό της χώρας. Άλλωστε, δε νομίζω να αμφισβητεί κανείς ότι ακόμα και μια κακή κυβέρνηση είναι χίλιες φορές προτιμότερη για μια χώρα που απειλείται με πτώχευση απ' ότι μια παρατεταμένη ακυβερνησία.
Όταν η χώρα απειλείται με χρεωκοπία, όπως τουλάχιστον εκτιμούν οι υπέρμαχοι της συνέχισης εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής με ελαφρές τροποποιήσεις, δεν μπορώ να αντιληφθώ γιατί οι δυνάμεις που αυτοπροβάλλονται ως "εγγύηση σταθερότητας και ασφάλειας για τη χώρα" προτιμούν να παίζουν παιχνίδια τακτικισμού. Αφού καλά καλά τρόμαξαν μια μερίδα του κόσμου ότι η χώρα θα καταρρεύσει από στιγμή σε στιγμή, με αποτέλεσμα ορισμένοι από αυτούς να τρέξουν ασμένως στις τράπεζες και να σηκώσουν τις καταθέσεις τους για να προλάβουν το κακό, αν και στην πραγματικότητα με αυτόν τον τρόπο το πρόβλημα απλά επιδεινώθηκε, προτίμησαν τελικά να συρθεί η χώρα και πάλι σε εκλογές μέσα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα παρατείνοντας την περίοδο ακυβερνησίας, μόνο και μόνο για να εκτεθεί ένα πολιτικό κόμμα, που σημείωσε μεγάλη άνοδο στην εκλογική αναμέτρηση της 6ης Μαΐου. Δε λέω... ήταν απόλυτα θεμιτό το αίτημα να σχηματιζόταν κυβέρνηση που να αντανακλούσε ουσιαστικά το αποτέλεσμα της κάλπης λαμβάνοντας την ευρύτερη δυνατή συναίνεση. Από τη στιγμή όμως που ο ΣΥΡΙΖΑ, ο ουσιαστικός νικητής των εκλογών της 6ης Μαΐου, είχε καταστήσει σαφές ότι δε σκόπευε να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση με τη συμμετοχή ή την ανοχή των κομμάτων του πρώην δικομματισμού, δεν μπορώ να αντιληφθώ ποιος ήταν ο ουσιαστικός λόγος να μη σχηματιστεί κυβέρνηση, έστω με τη συμμετοχή ή την ανοχή του κόμματος της Δημοκρατικής Αριστεράς, το οποίο εξάλλου εμφανιζόταν ως πιο διαλλακτικό όλο αυτό το διάστημα. Να σχηματιζόταν έστω μια κυβέρνηση λίγων μηνών, ώστε να μπουν κάποια πράγματα σε τάξη και να γίνει μια προσπάθεια αναθεώρησης βασικών όρων του μνημονίου, εφόσον και οι τρεις δυνάμεις συναινούσαν στο να γίνει κάτι τέτοιο. Το αν αυτό θα έδινε αέρα στα δημοσκοπικά πανιά του ΣΥΡΙΖΑ ή όχι, θα έπρεπε να ήταν το τελευταίο που θα τους απασχολούσε. Άλλωστε, η εμπιστοσύνη του κόσμου κερδίζεται ή χάνεται όχι μόνο από τις υψηλές αντιπολιτευτικές κορώνες, αλλά και από το αποτελεσματικό ή όχι κυβερνητικό έργο. Εκτός κι αν αυτή η εμμονή της καθοιονδήποτε τρόπο συμμετοχής του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, αποτελεί έμμεση ομολογία ανικανότητας να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα προβλήματα της χώρας και να ανταποκριθούν στις προσδοκίες του ελληνικού λαού, ακόμα και των ψηφοφόρων τους.
Εάν απλά επικράτησε η λογική του μικροπολιτικού τακτικισμού, ειλικρινά λυπάμαι πολύ για το χαμηλό επίπεδο των ηγεσιών των κομμάτων, που θέλουν να σώσουν την Ελλάδα. Εάν πάλι ομολογούν εμμέσως πλην σαφώς ότι απλά δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις προσδοκίες του λαού, τότε το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να διαλυθούν ησύχως, να μην κατέβουν στις εκλογές της 17ης Ιουνίου και να δώσουν τη θέση τους σε νέα κόμματα ή σε νέες ηγεσίες, οι οποίες θα μπορέσουν να εμπνεύσουν ελπίδα στο λαό. Άλλωστε, ανεξάρτητα από τα διλήμματα "μνημόνιο ή μη μνημόνιο" και "ευρώ ή δραχμή", αυτό που πραγματικά αναζητά η πλειοψηφία του ελληνικού λαού είναι η ελπίδα και αυτήν μπορούν να την εμπνεύσουν μόνο εκείνοι οι φορείς, εκείνα τα πρόσωπα που είναι σε θέση να αναλαμβάνουν πλήρως τις ευθύνες τους μακριά από πολιτικά παιχνίδια και χωρίς να παίζουν με το φόβο των πολιτών. Υπάρχει κανείς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου