26 Σεπτεμβρίου 2015

6 ελληνικά, κωμικά σίριαλ που "πήδηξαν τον καρχαρία".

Μια από τις κλασικές σειρές της αμερικάνικης τηλεόρασης ήταν το "Happy Days", που προβαλλόταν επί μια δεκαετία μεταξύ 1974 και 1984. Σ' ένα επεισόδιο του πέμπτου κύκλου, ένας από τους χαρακτήρες, ο Φόνζι, έκανε κάτι αδιανόητο: ενώ έκανε θαλάσσιο σκι πήδηξε πάνω από έναν καρχαρία. Η παράλογη αυτή σκηνή "γέννησε" τη φράση "πήδηξε τον καρχαρία" ("jumped the shark"), που άρχισε να χρησιμοποιείται κάποια χρόνια μετά για να υποδηλώσει τη στιγμή που ένα τηλεοπτικό σίριαλ χάνει τον αρχικό προσανατολισμό του ή αρχίζει να παρακμάζει. Αν και αυτός ο παραλληλισμός δεν χρησιμοποιείται στην ελληνική γλώσσα, το νόημα που αυτός περικλείει σίγουρα αφορά και ελληνικά σίριαλ, αφού είναι αναπόφευκτο κάποια στιγμή, όσο πετυχημένη κι αν είναι μια σειρά, να έρθει η ώρα της "κοιλιάς" ή της παρακμής. Αυτή είναι μια μικρή, δική μου συνεισφορά. Μπορείτε να καταθέσετε και τις δικές σας απόψεις.
Δυο ξένοι
Από άποψη πλοκής, η παρακμή άρχισε όταν η Μίνα εγκατέλειψε τον Κωνσταντίνο Μαρκορά την παραμονή του γάμου τους, όταν έμαθε ότι η άσπονδη φίλη της Μαρίνα Κουντουράτου ήταν έγκυος. Ως έξυπνη δικηγόρος κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν ο πατέρας του παιδιού, χωρίς να μπει στη διαδικασία της εξακρίβωσης της αλήθειας, αλλά ως χαζή δικηγόρος παράτησε το γραφείο της και εξαφανίστηκε σε άγνωστο μέρος για να ασχοληθεί με άγνωστο επάγγελμα παραδίδοντας τα όπλα αμαχητί, ενώ δεν σκέφτηκε να γυρίσει ούτε όταν (λογικά θα διάβαζε από κάποιο περιοδικό ότι) η Μαρίνα είχε δεσμό με τον Αίαντα. 
Ωστόσο, από άποψης σεναρίου, η σειρά "πήδηξε τον καρχαρία" λίγα επεισόδια πιο μετά, όταν ο Κωνσταντίνος έμαθε για την εγκυμοσύνη της Μαρίνας, με την τελευταία να ισχυρίζεται ότι δεν ήταν εκείνος ο πατέρας του παιδιού της. Το επεισόδιο εκείνο έμεινε στην ιστορία για το ρεκόρ βρισιών (τόσο από ποσοτική όσο και από - κακή - ποιοτική άποψη) που ακούστηκαν σ' ένα επεισόδιο ελληνικού σίριαλ, ενώ ουδέποτε προβλήθηκε στις αμέτρητες επαναλήψεις της σειράς. Σημείο χωρίς περιστροφή ήταν η χρησιμοποίηση κι ενός μικρού παιδιού, το οποίο ο Κωνσταντίνος έβαζε να βρίζει χυδαία τη Μαρίνα μέσω τηλεφώνου. Ξαφνικά, από τότε όλοι οι ήρωες του σίριαλ άρχισαν να βρίζουν ασύστολα με ή χωρίς αφορμή, δήθεν βγάζοντας γέλιο. Και οκ, ας μην είμαστε σεμνότυφοι, τα γαμωσταυρίδια είναι στην ημερήσια διάταξη των περισσότερων ανθρώπων. Δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Πρόβλημα είναι το να νομίζει ένας σεναριογράφος ότι μια βρισιά αποτελεί αστεία ατάκα ή να το παρακάνει βάζοντας την ακόμη στο στόμα του λάθος ήρωα. Πώς ας πούμε ο καθωσπρέπει, μη μου άπτου και πνευματικός άνθρωπος Κωνσταντίνος Μαρκοράς της πρώτης σεζόν μιλάει ξαφνικά ωμά σαν αλάνι της πιάτσας; 
(Θα μπορούσε κανείς να πει ότι μαζί με τους "Δυο ξένους" τότε πήδηξαν τον καρχαρία και οι δυο σεναριογράφοι, Αλέξανδρος Ρήγας και Δημήτρης Αποστόλου, οι οποίοι έκτοτε άρχισαν γενικότερα να γράφουν σενάρια με έξαλλους διαλόγους, που χάνουν την ουσία και προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με κατινίστικους διαλόγους, όπου οι κόντρες των ηρώων εξελίσσονται σε μαραθώνιο βρισιδιών. Μπάστα ρε φίλε... Και οι Αμερικάνοι βρίζουν στα σίριαλ τους (ειδικά σ' εκείνα της καλωδιακής τηλεόρασης), αλλά αυτό γίνεται στη σωστή δόση και όχι σε βάρος της εξέλιξης του σεναρίου!)


Το Καφέ της Χαράς
Η σειρά ξεκίνησε ως μια ρομαντική κωμωδία χαμηλών τόνων, με το γνωστό ωστόσο χιούμορ των Ρώμα - Χατζησοφιά, όπου όλοι οι ήρωες (ανεξαρτήτως χαρακτήρα και υποβάθρου) επαναλαμβάνουν παρόμοιου ύφους λογοπαίγνια. Με το που άρχισε να χτυπάει πενηντάρια στην τηλεθέαση, άρχισε να μεταλλάσσεται σε σαπουνόπερα, όπου όλοι οι ήρωες ζούσαν απίστευτες δραματικές καταστάσεις, διανθισμένες με προβλέψιμες κωμικές ανάσες σε επίπεδο ατάκας και μόνο - τα προαναφερθέντα λογοπαίγνια. Έτσι, η γραφική δασκάλα του χωριού κατέληξε να γίνει μια τρελή δασκάλα, ο αναχρονιστικός Πώποτας έγινε ο "λογικός" του χωριού, η δυναμική Χαρά έγινε βασανισμένη, η από την αρχή ταλαιπωρημένη Σταυρούλα κατέληξε αξιολύπητη (αν και στο τέλος πήρε το αίμα της πίσω), τα παιδιά 10 ετών άρχισαν να μιλούν σαν μικρομέγαλα, οι 18άρηδες σαν 35άρηδες κλπ. Είναι απορίας άξιος πώς δεν άλλαξε και ο τίτλος σε "Πικρό καφέ της Χαράς". 


Λαβ Σόρρυ
Γενικότερα, πολλοί Έλληνες σεναριογράφοι κάτι παθαίνουν, όταν η κωμικά σειρά που γράφουν, γίνεται μεγάλη επιτυχία και νομίζουν ότι οφείλουν να δώσουν στους τηλεθεατές κάτι πιο "σοβαρό", που συνήθως είναι και... δραματικό. Κλασική η περίπτωση του "Λαβ Σόρι", που αποτέλεσε την απροσδόκητα μεγαλύτερη επιτυχία της σαιζόν 1994-1995. Η εκνευριστικά σοβαρή, άχρωμη και υπεροργανωτική Λίλη έχει ένα one night stand με τον Σάκη τον υδραυλικό, ένα βαρβάτο αρσενικό παλιάς κοπής, που πουλά μαγκιά και ξετρελαίνει τις γυναίκες. Αυτή η αντίθεση των χαρακτήρων - και λιγότερο η αναχρονιστική ταξική σύγκρουση που επίσης θιγόταν στο σενάριο - είχε ενδιαφέρον και χάρισε στη σειρά σχετικά μεγάλες τηλεθεάσεις, ώστε γρήγορα βρέθηκε στις πρώτες θέσεις του πίνακα τηλεθέασης. Ε, αυτό ήταν και η αρχή του τέλους. Σιγά- σιγά οι αντιθέσεις των χαρακτήρων δεν ανέδυαν γέλιο και χαρά, αλλά κατέληγαν σε καβγάδες, συγκρούσεις και μια μόνιμα ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα διακατείχε τους πάντες, ενώ η σειρά άρχισε να θυμίζει σαπουνόπερα. Αποκορύφωμα το δραματικό φινάλε του χωρισμού με κλάματα, που δεν ταιριάζει σε σειρά που θέλει να λέγεται κωμική (αν και μεταξύ μας, βλέποντας το σε επανάληψη, οι κωμικές στιγμές ήταν ελάχιστες και ελάχιστα απολαυστικές, μάλλον εκνευριστικές θα έλεγα).


Η ώρα η καλή
Είναι πολύ σημαντικό για μια σειρά να τελειώνει στην ώρα της, ώστε να μην αφήνει στο τέλος μια περίεργη ανάμνηση. Ε, η "Ώρα η καλή" δεν το κατάφερε. Τι κι αν οι δύο βασικές πρωταγωνίστριες, οι αντίζηλες για την καρδιά του πλοίαρχου Στέφανου Φωτιάδη, Μπέσυ Μάλφα και Ζέτα Δούκα, έφυγαν από τη σειρά, ο σεναριογράφος Πάνος Αμαρντίδης ήθελε να γράψει και τρίτο κύκλο. Και αφού... "ξεμπέρδεψε" με την απουσία της Σοφίας Επιτροπούλου, την οποία υποδυόταν η Μάλφα, παρουσιάζοντάς της  ως την ανόητη μητέρα που παρατά το σχεδόν νεογέννητο(!!) παιδί της στον πατέρα του (από φωνή της λογικής στις δύο πρώτες σεζόν), προσπάθησε σ' όλη την τρίτη σεζόν να μας πείσει ότι ο μεγάλος έρωτας του Στέφανου Φωτιάδη ήταν μια γυναίκα από το πολύ μακρινό παρελθόν του! Και γιατί όλη αυτή η σεναριακή ανατροπή της τρίτης σεζόν δεν μπορούσε να αποτελέσει τον καμβά ενός νέου σίριαλ, αλλά έπρεπε σώνει και καλά να φέρει την ταμπέλα "Η ώρα η καλή";


Εμείς κι εμείς
Προσωπικά δεν κατάλαβα ποτέ γιατί η συγκεκριμένη σειρά κατέχει το μοναδικό ρεκόρ προβολής επί τέσσερις σαιζόν, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που η - αθώα και ταυτόχρονα παμπόνηρη -καλτ Παρθένα Ουσταμπασίδου (ο πιο χαρακτηριστικός τηλεοπτικός ρόλος της Ελένης Γερασιμίδου και η πιο καλτ ) σταμάτησε να εμφανίζεται λίγο πριν το τέλος του τρίτου κύκλου. Αλλά αυτό ήταν το μικρότερο κακό, καθώς η σειρά είχε πηδήξει τον καρχαρία πολύ πριν την αναχώρησή της. Στον τρίτο κύκλο, λοιπόν, οι σεναριογράφοι Πάνος Αμαραντίδης και Σπύρος Μεταλληνός, αποφάσισαν να δώσουν στη σειρά λίγη αύρα παλιάς ελληνικής ταινίας. Έτσι, σκέφτηκαν να επεκτείνουν τα - συχνά ανάλατα - αστεία της σειράς στους δρόμους μιας υποτίθεται παραδοσιακής συνοικίας της Αθήνας με τα σκηνικά να φωνάζουν από μακριά ότι όλο αυτό ήταν μια κακής αισθητικής σκηνογραφία σε στούντιο. Και όχι απλά αυτά, αλλά η σειρά έγινε και μιούζικαλ με τραγούδια περασμένων δεκαετιών, που συχνά οι ήρωες τραγουδούσαν έξω στον - υποτιθέμενο - δρόμο. Ότι δηλαδή στα τέλη της δεκαετίας του '90 έβλεπε κανείς να βγαίνουν παρέες στις γειτονιές και να στήνουν σκετς, να τραγουδάνε επιτυχίες του Ζαμπέτα κλπ. και όλο αυτό ήταν φυσιολογικό. Μα, τι σκέφτονταν στο Μέγκα και όταν διάβασαν τις αλλαγές δεν κατάλαβαν ότι οι δύο σαιζόν ήταν υπεραρκετές;


Οι Αυθαίρετοι
Μια από τις πρώτες σειρές της ελληνικής τηλεόρασης που "πήδηξε τον καρχαρία" ήταν οι "Αυθαίρετοι", καθώς μέχρι την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης οι περισσότερες σειρές είχαν αυστηρά συγκεκριμένο αριθμό επεισοδίων, γυρισμένων συνήθως προτού να ξεκινούσε η προβολή τους. (Κατά τη γνώμη μου ήταν η δεύτερη σειρά μετά το "Πατήρ, υιός και πνεύμα", που ξεκίνησε ως σίριαλ 26 επεισοδίων και κατέληξε με διπλάσιο αριθμό, αλλά επειδή ελάχιστοι ίσως το θυμούνται, δεν σχολιάζω περισσότερο). Ο πρώτος κύκλος ήταν υπέροχος, ένα μικρό διαμάντι που αξίζει να προβάλλεται ακόμη και σήμερα στην ελληνική τηλεόραση μετά από 25 χρόνια. Ωστόσο, τα προβλήματα άρχισαν στα πρώτα επεισόδια του δεύτερου κύκλου, όταν οι πρώην ορκισμένοι εχθροί Χατζηγιώργηδες και Μακρυκώστηδες αποφάσισαν να συνεταιριστούν. Δεν ήταν τόσο θέμα πλοκής, όσο έμπνευσης του σεναριογράφου Βασίλη Νεμέα, ο οποίος φαίνεται ότι κάπου κόλλησε. Η εξέλιξη της πλοκής άρχισε να γίνεται πολύ αργά και τα 20 λεπτά του κάθε επεισοδίου έμοιαζαν πολύ λίγα για να προχωρήσει η ιστορία. Αποκορύφωμα ήταν το τέλος της σειράς, που ούτε λίγο ούτε πολύ ξετυλίχθηκε σε... πέντε (αν θυμάμαι καλά) επεισόδια! 
Θυμάμαι σε μια συνέντευξη την εποχή εκείνη, η Βάσια Τριφύλλη είχε πει ότι ο Νεμέας είχε επηρεαστεί από τον πόλεμο στον Περσικό κόλπο, γι' αυτό και η σειρά τελείωσε πρόωρα, πολύ πριν το τέλος της σαιζόν. Πιθανόν αυτή ήταν και η αιτία της αργής και συχνά αλλοπρόσαλλης εξέλιξης του σεναρίου στο μεγαλύτερο μέρος του δεύτερου κύκλου, που δεν θύμιζε σε τίποτα την έξυπνη κωμωδία της πρώτης σαιζόν.



Σχετικά θέματα:
-- Ελληνίδες ηθοποιοί σε τηλεοπτικούς ρόλους μακριά από τις πραγματικές τους ηλικίες

-- 7 τηλεοπτικές μανάδες που έγραψαν ιστορία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου