Η μετανάστευση είναι συνήθως ένα θέμα δραματικό: πρώτα πρώτα για τον ίδιο τον άνθρωπο που ξεσπιτώνεται, αποχαιρετά φίλους και συγγενείς και αλλάζει πατρίδα (συχνά στην άλλη άκρη του κόσμου) αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Υπάρχουν όμως και κάποιες κωμικοτραγικές ιστορίες με ήρωες μετανάστες, οι οποίες μας θυμίζουν ότι στην ζωή το αστείο και το τραγικό συχνά συμβαδίζουν. Αυτή είναι μια επιλογή τέτοιων κωμικοτραγικών ιστοριών Ελλήνων μεταναστών σε Αμερική και Αυστραλία.
1. Το επίθετο που έγινε είδηση (και έριξε στα πατώματα Αμερικανό υπάλληλο)
Δεν ξέρω αν τελικά προτίμησε κι αυτός την ίδια λύση, πάντως στις πρώτες μέρες του στον αποκαλούμενο και Νέο Κόσμο, ένας Έλληνας ονόματι Παππακανελλακόπουλος - επίθετο γλωσσοδέτης ακόμη και για τους ομιλούντες ελληνικά! - έριξε στα πατώματα έναν Αμερικανό, που προσπαθούσε να καταγράψει το μακροσκελάστατο αυτό όνομα μέσω τηλεφώνου. Πώς έχει η ιστορία.
Τον Ιούλιο του 1900, ο Παππακανελλακόπουλος έφτασε στη Νέα Υόρκη μαζί μ' ένα γνωστό του, ο οποίος θα κατευθυνόταν στο Σικάγο, όπου άλλωστε διέμενε χρόνια, όμως για λίγες μέρες αποφάσισε να κρατήσει παρέα στο φίλο του. Στο μεταξύ, η ναυτιλιακή εταιρία είχε μπερδέψει τα μπαούλα των δύο φίλων κι έτσι τα πράγματα του Παππακανελλακόπουλου βρέθηκαν στο Σικάγο και ο ίδιος κράτησε τα πράγματα του φίλου του. Τηλεφώνησε, λοιπόν, στα γραφεία της εταιρίας, για να εξηγήσει την κατάσταση, ενώ ο υπάλληλος, που άκουγε στο αμερικανικότατο όνομα Μάικ, έπρεπε να γράψει κάπου τα στοιχεία του ανθρώπου, που είχε χάσει τα πράγματά του. Ε, αυτό αποδείχτηκε πραγματικός εφιάλτης για τον απροετοίμαστο Μάικ, που ξόδεψε εννιά φύλλα χαρτιού μέχρι να πετύχει σωστά την ορθογραφία του επιθέτου Παππακανελλακόπουλος! Και μάλιστα τρομοκρατήθηκε τόσο πολύ από το δύσκολο αυτό έργο, ώστε απέφυγε να ρωτήσει το βαφτιστικό όνομα αυτού του Παππακανελλακόπουλου - μεταξύ μας, πόσοι άλλοι Νεοϋορκέζοι να είχαν τέτοιο επίθετο! - φοβούμενος ίσως έναν δεύτερο, παρόμοιο εφιάλτη. "Όποιος καταφέρει να πλαστογραφήσει το όνομα αυτού του ανθρώπου, τα δικαιούται όλα" ήταν απλά το σχόλιό του.
2. Ευρωπαίες ή Ασιάτισσες;
Σε ποια ήπειρο ανήκουν τα νησιά του Αιγαίου; Ευρώπη ή Ασία; Αστεία ερώτηση θα σκεφτεί κάποιος, όμως η απάντηση δεν ήταν πάντοτε αυτονόητη. Το Σεπτέμβριο του 1918, η αυστραλέζικη εφημερίδα Daily Herald μετέφερε την "αγανάκτηση" που επικρατούσε στο Ντάργουιν της μακρινής αυτής χώρας, επειδή κάποιες Ελληνίδες με καταγωγή από τα νησιά του Αιγαίου, οι οποίες είχαν πρόσφατα μεταναστεύσει στην Αυστραλία, αντιμετωπίζονταν από τις αρχές ως.. Ασιάτισσες, δηλαδή δεν τους χορηγούταν το νόμιμο επίδομα μητρότητας, καθώς σύμφωνα με την τότε ισχύουσα νομοθεσία δεν επιτρεπόταν η είσοδος μεταναστών από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Μην ξεχνάμε ότι ο παγκόσμιος πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη και η Οθωμανική αυτοκρατορία θεωρούταν εχθρικό κράτος για την Αυστραλία, που συμμετείχε ενεργά στις πολεμικές συγκρούσεις στην περιοχή (πιο χαρακτηριστική, η μάχη στην Καλλίπολη). Πιθανότατα, οι γυναίκες εκείνες είχαν φτάσει στην Αυστραλία πριν την απελευθέρωση των νησιών, εξ ου και δημιουργήθηκε το σχετικό μπέρδεμα, ώστε έπρεπε "να αποδείξουν την ελληνική τους καταγωγή".
3. Ο Έλληνας που προσέφυγε στο δικαστήριο ζητώντας αποζημίωση ή γάμο από την πρώην του
Πρωταγωνιστής της ιστορίας ήταν ο Στέλιος Βούλγαρης, ένας εύπορος Έλληνας της Αμερικής, εστιάτορας (όπως οι περισσότεροι Έλληνες μετανάστες εκείνη την εποχή), γόνος οικογένειας με κύρος. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος, ο θείος του, Ιωάννης Βούλγαρης, είχε διατελέσει καθηγητής Φυσικομαθηματικών και ηγεμονικός επίτροπος στην Κρήτη, ενώ ο αδελφός του, Μιχαήλ Βούλγαρης, διατηρούσε κλινική στην Αθήνα.
Πώς όμως ξεκίνησαν όλα; Δεκαπενταύγουστος 1928. Ο 27χρονος Στέλιος Βούλγαρης, που στο μεταξύ είχε αλλάξει το βαφτιστικό του όνομα στο πιο αμερικανοπρεπές Στάνλεϊ, επισκέφθηκε για επαγγελματικούς λόγους το ξενοδοχείο Ουόλντορφ Αστόρια. Σε κάποια στιγμή, το βλέμμα του διασταυρώθηκε με εκείνο της Όλιβ Σπένσερ, την οποία ερωτεύθηκε κεραυνοβόλα. Μάλιστα, προσφέρθηκε να την οδηγήσει στο σπίτι της, σ' ένα διαμέρισμα της οδού 232 Ρίβερ Σάιντ Ντάιβ. Φαίνεται ότι τα αισθήματα ήταν αμοιβαία, καθώς, ενώ την επομένη η Σπένσερ θα έπρεπε ν' αναχωρήσει για το Σάρλοτ της Βόρειας Καρολίνας, προκειμένου να τακτοποιήσει προσωπικές της υποθέσεις, παρέτεινε την παραμονή της στη Νέα Υόρκη επί ενάμιση μήνα, σαλιαρίζοντας στο μεταξύ με τον Βούλγαρη. Η επιστροφή της Σπένσερ το Δεκέμβριο του 1928 αναθέρμανε το ειδύλλιο, όμως ο Βούλγαρης θα γνώριζε μια αναπάντεχη ψυχρολουσία, όταν η Όλιβ θα του σύστηνε τον... σύζυγό της, Τζον Λικς Σπένσερ, ιδιοκτήτη εργοστασίων και τραπεζίτη! Οι προσπάθειές του να κάνει μια καινούρια αρχή χωρίς την Όλιβ, θα ήταν ατελέσφορες. Τα τηλεφωνήματα και τα ερωτικά ραβασάκια διαδέχονταν το ένα το άλλο, ώσπου κάποια στιγμή, τα δάκρυα της Όλιβ έκαμψαν την αντίσταση του Στάνλεϊ.
Πέρασε κάποιος καιρός και στις 3 Ιουνίου 1930 ο Τζον Λικς Σπένσερ πέθανε. Η Όλιβ έμεινε χήρα και ο Στάνλεϊ ήταν εκεί για να την.. παρηγορήσει. Σύντομα όμως άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τη σχέση τους. Κάτι η αδυναμία του Βούλγαρη να προσαρμοστεί στην απαιτητική ζωή της νεοϋορκέζικης χάι λάιφ, κάτι τα φλερτ των ανδρών απέναντι στην Όλιβ (η οποία μπορεί να μην ήταν καλλονή, δεν έπαυε όμως να είναι χήρα τραπεζίτη), οδήγησαν στο χωρισμό. Μόνο που ο Έλληνας δεν μπορούσε να δεχτεί αυτήν την εξέλιξη.
Ο Στέλιος ή Στάνλεϊ άσκησε αγωγή εναντίον της χήρας ζητώντας αποζημίωση 250.000 δολαρίων, αναλυόμενη ως εξής: 200.000 δολάρια αποζημίωση για την.. πληγωμένη του καρδιά λόγω αθέτησης της υπόσχεσης γάμου, 25.000 για τις ζημίες που υπέστη η επιχείρησή του (αφού ο Στέλιος ή Στάνλεϊ δεν είχε μυαλό για δουλειά, παρασυρόμενος από τα ερωτικά ραβασάκια, ποιηματάκια και κάθε είδους τηλεγραφήματα της χήρας Σπένσερ τύπου "Έλα, είμαι άρρωστη κι αν δεν έρθεις θα πεθάνω", με αποτέλεσμα να φαληρίσει η επιχείρησή του), ενώ ίσης αξίας ήταν και τα δώρα που είχε κάνει στην ενάγουσα κατά τη διάρκεια της σχέσης τους, όπως για παράδειγμα η επίπλωση του σπιτιού της, όπου υποτίθεται ότι θα διέμεναν μετά τον υποτιθέμενο γάμο τους. Αυτά τουλάχιστον ισχυρίστηκε στην αγωγή του, ωστόσο ενώπιον δικαστή και ενόρκων κατά τη συζήτηση της υπόθεσης από το Ανώτατο Δικαστήριο της πολιτείας της Νέας Υόρκης στις 18 Μαΐου 1934, ο Βούλγαρης διακήρυττε ότι δεν ενδιαφερόταν για τα χρήματα, αλλά ζητούσε από την εναγομένη "να φανεί συνεπής στους όρκους και στις υποσχέσεις τις οποίες έδωσε, ότι θα με πάρει".
Όμως εκείνη ήταν ανένδοτη. "Θα τον δεχόσασταν ως σύζυγο;" ρώτησε την Όλιβ ο συνήγορος του Βούλγαρη κι εκείνη ήταν κατηγορηματική: "I would not". Επιθετικός ο συνήγορος της Σπένσερ, έφτασε στο σημείο να κατηγορήσει τον Βούλγαρη ως "ζιγκολό, ο οποίος ζητά να παντρευτεί με το ζόρι μια Αμερικανίδα". Φυσικά, η κατηγορία αυτή ήταν τελείως αστήρικτη και αναληθής, όπως ο ίδιος ο δικαστής Ουίλιαμ Χέρμαν Μπλακ, που προήδρευε της διαδικασίας, έσπευσε να διευκρινίσει: "Ο ζιγκολό τρώει από τη γυναίκα που τον ευνοεί, ενώ ο Βούλγαρης, όπως απέδειξε, είχε δαπανήσει για την εναγομένη. Δεν είχε πάρει χρήματα από αυτήν".
Για το ότι ο Βούλγαρης είχε ξοδέψει χρήματα για την Όλιβ, δεν υπήρχε αμφιβολία. Ήταν όμως αυτός ένας ικανός λόγος, ώστε εκείνη να τον παντρευτεί με το ζόρι; Η σύσκεψη των ενόρκων κράτησε μόλις 40 λεπτά. Η ετυμηγορία τους; Αθώα η εναγομένη, δεν είχε καμιά υποχρέωση να παντρευτεί τον Έλληνα μετανάστη και πρώην εστιάτορα, ο οποίος πάντως δήλωνε δικαιωμένος... ηθικά!
Ναι, η... "καλλονή" της πάνω φωτογραφίας ήταν η Όλιβ Σπένσερ και ο "δον Ζουάν" κάτω δεξιά ήταν ο Βούλγαρης!
4. Θέμα γλώσσας
30 Δεκεμβρίου 1956. Η νεαρή Μαρία Φλεβάρα, που είχε πρόσφατα μεταναστεύσει στην Αυστραλία, εκμεταλλεύτηκε τον καλό καιρό (μιας και στην Αυστραλία ο Δεκέμβρης είναι καλοκαιρινός μήνας), επισκέφτηκε το Εθνικό Πάρκο λίγο έξω από το Σίδνεϊ και θεώρησε σωστό να ετοιμάσει ένα τσάι. Τι το θελε κι εκείνη; Οι συνθήκες τα έφεραν έτσι, ώστε, λίγο αφότου άναψε το βραστήρα, η φωτιά ξέφυγε και επεκτάθηκε στο Πάρκο καίγοντας 20.000 εκτάρια επί 5 ημέρες.
Στις εβδομάδες που ακολούθησαν, η Μαρία παντρεύτηκε έναν Έλληνα της Αυστραλίας. Πιθανότατα δε, αυτός ήταν και ο λόγος που κι εκείνη μετανάστευσε στην άλλη άκρη του πλανήτη. Ωστόσο, η νεόνυμφη Μαρία έπρεπε να περάσει έναν Γολγοθά, καθώς κατηγορήθηκε για εμπρησμό, η δε δίκη της πραγματοποιήθηκε στις αρχές Ιουλίου 1957.
Ο σύζυγός της εμφανίστηκε στο δικαστήριο ως μάρτυρας υπεράσπισης αποκαλύπτοντας στους δικαστές την αλήθεια πίσω από την πυρκαγιά. Η Μαρία αγνόησε τις προειδοποιητικές πινακίδες, που απαγόρευαν το άναμμα φωτιάς στην περιοχή τη συγκεκριμένη, επικίνδυνη για πυρκαγιές χρονική περίοδο, εξ αιτίας της. κακής σχέσης της με την αγγλική γλώσσα. Η Μαρία δεν μιλούσε ούτε διάβαζε γρι αγγλικά κι αυτό αποδείχτηκε εξαιρετικά επικίνδυνο, μετατρέποντας τη νεαρή γυναίκα σε δημόσιο κίνδυνο. Το δικαστήριο πείστηκε από τις εξηγήσεις, έδειξε κατανόηση και κάπως έτσι, η Μαρία τη γλίτωσε με πρόστιμο μόλις 20 λιρών (ή 48 δολαρίων)! Λογικά, τα επόμενα χρόνια το επίπεδο των αγγλικών της θα βελτιώθηκε αρκετά, αλλιώς η Μαρία Φλεβάρα κατά πάσα πιθανότητα θα πρωταγωνιστούσε και σε άλλες, αντίστοιχες ιστορίες για γέλια και κλάματα.
Στις εβδομάδες που ακολούθησαν, η Μαρία παντρεύτηκε έναν Έλληνα της Αυστραλίας. Πιθανότατα δε, αυτός ήταν και ο λόγος που κι εκείνη μετανάστευσε στην άλλη άκρη του πλανήτη. Ωστόσο, η νεόνυμφη Μαρία έπρεπε να περάσει έναν Γολγοθά, καθώς κατηγορήθηκε για εμπρησμό, η δε δίκη της πραγματοποιήθηκε στις αρχές Ιουλίου 1957.
Ο σύζυγός της εμφανίστηκε στο δικαστήριο ως μάρτυρας υπεράσπισης αποκαλύπτοντας στους δικαστές την αλήθεια πίσω από την πυρκαγιά. Η Μαρία αγνόησε τις προειδοποιητικές πινακίδες, που απαγόρευαν το άναμμα φωτιάς στην περιοχή τη συγκεκριμένη, επικίνδυνη για πυρκαγιές χρονική περίοδο, εξ αιτίας της. κακής σχέσης της με την αγγλική γλώσσα. Η Μαρία δεν μιλούσε ούτε διάβαζε γρι αγγλικά κι αυτό αποδείχτηκε εξαιρετικά επικίνδυνο, μετατρέποντας τη νεαρή γυναίκα σε δημόσιο κίνδυνο. Το δικαστήριο πείστηκε από τις εξηγήσεις, έδειξε κατανόηση και κάπως έτσι, η Μαρία τη γλίτωσε με πρόστιμο μόλις 20 λιρών (ή 48 δολαρίων)! Λογικά, τα επόμενα χρόνια το επίπεδο των αγγλικών της θα βελτιώθηκε αρκετά, αλλιώς η Μαρία Φλεβάρα κατά πάσα πιθανότητα θα πρωταγωνιστούσε και σε άλλες, αντίστοιχες ιστορίες για γέλια και κλάματα.
5. Έρως ανίκατε μάχαν...
Παραμένουμε στην Αυστραλία και στο έτος 1957, όταν η αναπάντεχη εξέλιξη του προξενιού μιας Ελληνίδας με Έλληνα της Αυστραλίας, απασχόλησε επί μέρες τον τοπικό τύπο. Στις 13 Ιουνίου, η 18χρονη (ή 20χρονη, ανάλογα με το δημοσίευμα) Βασιλική Μαστρογιαννοπούλου έφτασε στη Μελβούρνη για να παντρευτεί τον Γιώργο Τσίπιρα, τον οποίο δεν γνώριζε μέχρι τότε. Φωτογραφία του μέλλοντα συζύγου είχε δει λίγο πριν αναχωρήσει το πλοίο από το λιμάνι του Πειραιά. Διαπίστωσε ότι ο γαμπρός δεν ήταν ένας 23χρονος νέος, όπως της είχαν υποσχεθεί, αλλά ένας αρκετά μεγαλύτερος άνδρας (36 ετών, σε μια εποχή που οι 36άρηδες δεν είχαν κερδίσει ακόμη το δικαίωμα της παρατεταμένης νιότης). Κι όχι μόνο αυτό, της φάνηκε κοντός, με άλλα λόγια η κοπέλα δεν γοητεύτηκε στο ελάχιστο από τη φωτογραφία, αλλά ήταν πλέον αργά να κάνει πίσω. Το σκάνδαλο θα ήταν τεράστιο για τα δεδομένα της εποχής. Και τελικά, προέκυψε ένα σκάνδαλο ακόμη μεγαλύτερο.
Όταν το πλοίο έπιασε λιμάνι στη Μελβούρνη, ο Τσίπιρας περίμενε να γνωρίσει - για πρώτη φορά κι αυτός - τη μέλλουσα σύζυγό του, της οποίας δεν είχε δει ούτε καν φωτογραφία, όμως μάταια. Τι είχε συμβεί; Ταξιδεύοντας επί εβδομάδες με το υπερωκεάνιο, η Βασιλική έγινε φίλη με μια άλλη κοπέλα, την Ειρήνη, η οποία είχε συγγενείς στην Αυστραλία. Φθάνοντας, λοιπόν, το πλοίο στο λιμάνι, όπως ήταν αναμενόμενο, ήρθαν να υποδεχτούν την Ειρήνη οι συγγενείς της, μεταξύ των οποίων κι ο ψηλός - ψηλότερος από τον Τσίπιρα - 28χρονος αδερφός της, Γεώργιος Ιγνατιάδης. Ο έρωτας ήταν παραπάνω από κεραυνοβόλος. Αφήνοντας το γαμπρό στα κρύα του λουτρού, η Βασιλική έφυγε με την Ειρήνη και τον αδερφό της, ο οποίος το ίδιο κιόλας βράδυ της έκανε πρόταση γάμου. Η Βασιλική δεν το σκέφτηκε πολύ και το επόμενο κιόλας πρωί τηλεγράφησε στους δικούς της ζητώντας τους την άδεια να παντρευτεί τον Ιγνατιάδη!
Στο μεταξύ, ο Τσίπιρας, που δεν είχε ιδέα για όλα αυτά, έψαχνε σαν τρελός να μάθει τι απέγινε η μέλλουσα νύφη, τα ίχνη της οποίας είχαν εξαφανιστεί μυστηριωδώς! Η δήλωση στην αστυνομία σχετικά με την "εξαφάνιση" της Βασιλικής έγινε θέμα στον τοπικό τύπο, από όπου κι εκείνη πληροφορήθηκε ότι ο παραλίγο σύζυγός της την αναζητούσε. Τέλος πάντων, η "αγνοούμενη" επικοινώνησε με τις αρχές ξεκαθαρίζοντας πώς είχε η κατάσταση, όμως η υπόθεση δεν έληξε εκεί.
Ο "εξαπατημένος" γαμπρός είχε απαιτήσεις. Δεν ήθελε, βέβαια, να παντρευτεί πλέον τη Βασιλική, νιώθοντας θιγμένος από τη συμπεριφορά της, όμως ήγειρε οικονομικές διεκδικήσεις από το κορίτσι ή έστω από τον Ιγνατιάδη. Συγκεκριμένα, ζητούσε τα 30 δολάρια Αυστραλίας που είχε ξοδέψει σε ταξί αναζητώντας επί ένα 24ωρο τη Βασιλική (όπως τουλάχιστον ο ίδιος ο Τσίπιρας ισχυριζόταν), 170 δολάρια για την αγορά του εισιτηρίου με το οποίο εκείνη ταξίδεψε μέχρι την Αυστραλία, συν τα έξοδα που είχε κάνει όλο το προηγούμενο διάστημα αγοράζοντας ρούχα και άλλα δώρα για εκείνη, θεωρώντας την ως τη μέλλουσα σύζυγό του.
(Το ακριβές ύψος των χρηματικών ποσών βέβαια ποικίλλει ανάλογα με το δημοσίευμα. Για παράδειγμα, μιλώντας στην εφημερίδα Sydney Morning Herald, ο Τσίπιρας έκανε λόγο για έξοδα 120 λιρών στο ταξί, 40 και 50 λιρών για την αγορά δαχτυλιδιού και ρούχων για τη Βασιλική. Αντίστοιχα, ανάλογα με το δημοσίευμα, ποίκιλλε και η ηλικία του ατυχούς γαμπρού, η οποία κυμαινόταν από 36 μέχρι 38 ετών).
Δημοσιογράφοι είχαν συγκεντρωθεί έξω από το σπίτι του Ιγνατιάδη, όπου γίνονταν οι οικονομικές διαπραγματεύσεις και μετέφεραν το κλίμα έντασης που επικρατούσε, συνεπικουρούμενοι και από ικανό αριθμό... γειτόνων, οι οποίοι είχαν διάθεση για κουτσομπολιό (παρντόν, αυτό λέγεται αγωνία για την έκβαση της υπόθεσης). Γράφτηκε ότι υπήρξε ακόμη και παρέμβαση της αστυνομίας για να κατευνάσει την ένταση, αν και φαίνεται ότι τα πράγματα δεν εκτραχύνθηκαν πολύ, ο Ιγνατιάδης δήλωσε σε αυστραλέζικη εφημερίδα ότι "Τρέφουμε συμπάθεια για τον Τσίπιρα, όμως δεν θεωρούμε ότι τα έξοδα του ταξί είναι δικό μας πρόβλημα", ο Τσίπιρας απείλησε με μήνυση, όμως αν αυτό τελικά συνέβη ή αν η Βασιλική Μαστρογιαννοπούλου και ο Γεώργιος Ιγνατιάδης έζησαν μια ευτυχισμένη ζωή σαν παραμύθι, όπως παραμυθένια ήταν η γνωριμία και η ξαφνική απόφασή τους να παντρευτούν, είναι ερωτήματα που δεν μπορεί ν' απαντήσει το ταπεινό αυτό αφιέρωμα...
Αυτά ήταν ωστόσο τα τρία πρόσωπα της ιστορίας:
Όταν το πλοίο έπιασε λιμάνι στη Μελβούρνη, ο Τσίπιρας περίμενε να γνωρίσει - για πρώτη φορά κι αυτός - τη μέλλουσα σύζυγό του, της οποίας δεν είχε δει ούτε καν φωτογραφία, όμως μάταια. Τι είχε συμβεί; Ταξιδεύοντας επί εβδομάδες με το υπερωκεάνιο, η Βασιλική έγινε φίλη με μια άλλη κοπέλα, την Ειρήνη, η οποία είχε συγγενείς στην Αυστραλία. Φθάνοντας, λοιπόν, το πλοίο στο λιμάνι, όπως ήταν αναμενόμενο, ήρθαν να υποδεχτούν την Ειρήνη οι συγγενείς της, μεταξύ των οποίων κι ο ψηλός - ψηλότερος από τον Τσίπιρα - 28χρονος αδερφός της, Γεώργιος Ιγνατιάδης. Ο έρωτας ήταν παραπάνω από κεραυνοβόλος. Αφήνοντας το γαμπρό στα κρύα του λουτρού, η Βασιλική έφυγε με την Ειρήνη και τον αδερφό της, ο οποίος το ίδιο κιόλας βράδυ της έκανε πρόταση γάμου. Η Βασιλική δεν το σκέφτηκε πολύ και το επόμενο κιόλας πρωί τηλεγράφησε στους δικούς της ζητώντας τους την άδεια να παντρευτεί τον Ιγνατιάδη!
Στο μεταξύ, ο Τσίπιρας, που δεν είχε ιδέα για όλα αυτά, έψαχνε σαν τρελός να μάθει τι απέγινε η μέλλουσα νύφη, τα ίχνη της οποίας είχαν εξαφανιστεί μυστηριωδώς! Η δήλωση στην αστυνομία σχετικά με την "εξαφάνιση" της Βασιλικής έγινε θέμα στον τοπικό τύπο, από όπου κι εκείνη πληροφορήθηκε ότι ο παραλίγο σύζυγός της την αναζητούσε. Τέλος πάντων, η "αγνοούμενη" επικοινώνησε με τις αρχές ξεκαθαρίζοντας πώς είχε η κατάσταση, όμως η υπόθεση δεν έληξε εκεί.
Ο "εξαπατημένος" γαμπρός είχε απαιτήσεις. Δεν ήθελε, βέβαια, να παντρευτεί πλέον τη Βασιλική, νιώθοντας θιγμένος από τη συμπεριφορά της, όμως ήγειρε οικονομικές διεκδικήσεις από το κορίτσι ή έστω από τον Ιγνατιάδη. Συγκεκριμένα, ζητούσε τα 30 δολάρια Αυστραλίας που είχε ξοδέψει σε ταξί αναζητώντας επί ένα 24ωρο τη Βασιλική (όπως τουλάχιστον ο ίδιος ο Τσίπιρας ισχυριζόταν), 170 δολάρια για την αγορά του εισιτηρίου με το οποίο εκείνη ταξίδεψε μέχρι την Αυστραλία, συν τα έξοδα που είχε κάνει όλο το προηγούμενο διάστημα αγοράζοντας ρούχα και άλλα δώρα για εκείνη, θεωρώντας την ως τη μέλλουσα σύζυγό του.
(Το ακριβές ύψος των χρηματικών ποσών βέβαια ποικίλλει ανάλογα με το δημοσίευμα. Για παράδειγμα, μιλώντας στην εφημερίδα Sydney Morning Herald, ο Τσίπιρας έκανε λόγο για έξοδα 120 λιρών στο ταξί, 40 και 50 λιρών για την αγορά δαχτυλιδιού και ρούχων για τη Βασιλική. Αντίστοιχα, ανάλογα με το δημοσίευμα, ποίκιλλε και η ηλικία του ατυχούς γαμπρού, η οποία κυμαινόταν από 36 μέχρι 38 ετών).
Δημοσιογράφοι είχαν συγκεντρωθεί έξω από το σπίτι του Ιγνατιάδη, όπου γίνονταν οι οικονομικές διαπραγματεύσεις και μετέφεραν το κλίμα έντασης που επικρατούσε, συνεπικουρούμενοι και από ικανό αριθμό... γειτόνων, οι οποίοι είχαν διάθεση για κουτσομπολιό (παρντόν, αυτό λέγεται αγωνία για την έκβαση της υπόθεσης). Γράφτηκε ότι υπήρξε ακόμη και παρέμβαση της αστυνομίας για να κατευνάσει την ένταση, αν και φαίνεται ότι τα πράγματα δεν εκτραχύνθηκαν πολύ, ο Ιγνατιάδης δήλωσε σε αυστραλέζικη εφημερίδα ότι "Τρέφουμε συμπάθεια για τον Τσίπιρα, όμως δεν θεωρούμε ότι τα έξοδα του ταξί είναι δικό μας πρόβλημα", ο Τσίπιρας απείλησε με μήνυση, όμως αν αυτό τελικά συνέβη ή αν η Βασιλική Μαστρογιαννοπούλου και ο Γεώργιος Ιγνατιάδης έζησαν μια ευτυχισμένη ζωή σαν παραμύθι, όπως παραμυθένια ήταν η γνωριμία και η ξαφνική απόφασή τους να παντρευτούν, είναι ερωτήματα που δεν μπορεί ν' απαντήσει το ταπεινό αυτό αφιέρωμα...
Αυτά ήταν ωστόσο τα τρία πρόσωπα της ιστορίας:
Ο Γεώργιος Ιγνατιάδης... |
ο παρά λίγο γαμπρός, Γιώργος Τσίπιρας... |
και η πέτρα του σκανδάλου, Βασιλική Μαστρογιαννοπούλου |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου