Στις 21 Μαΐου 1962, η 25χρονη δημοτική υπάλληλος Σουζάν Βαντεπούτ εισήχθη στο μαιευτικό τμήμα του νοσοκομείου Ροκούρ της Λιέγης. Σε λίγες ώρες η νεαρή γυναίκα θα έφερνε στον κόσμο ένα κοριτσάκι, το οποίο ήταν γενικά υγιές, όμως δεν είχε μπράτσα και τα χέρια του έβγαιναν απευθείας από τους ώμους.
Η παραμόρφωση του μωρού οφειλόταν σ' ένα εξαιρετικά δημοφιλές - εκείνα τα χρόνια - καταπραϋντικό φάρμακο, που περιείχε την ουσία θαλιδομίδη, η οποία, όπως διαπιστώθηκε, ευθυνόταν για τη γέννηση πολλών βρεφών με σωματικές αναπηρίες σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, όταν καταναλωνόταν από εγκυμονούσες γυναίκες.
Η πρώτη επίσημη καταγγελία είχε γίνει από τον καθηγητή Λεντς της παιδιατρικής κλινικής του Αμβούργου στα πλαίσια επιστημονικού συνεδρίου στις 18 Νοεμβρίου 1961. Ωστόσο, παρότι τα συμπεράσματά του επιβεβαιώθηκαν και από άλλους ερευνητές, που επίσης είχαν διαπιστώσει την εμφάνιση ανωμαλιών αλλά και το θάνατο εξαιτίας της θαλιδομίδης, το συγκεκριμένο φάρμακο εξακολουθούσε να πωλείται από τα βελγικά φαρμακεία και μοιραία το κατανάλωσε και η Σουζάν Βαντεπούτ.
Επί τέσσερις ημέρες μετά τη γέννα, ύστερα από σχετική εισήγηση του διευθυντή του νοσοκομείου, δεν επιτρεπόταν στην Σουζάν να δει το μωρό της, τη νεογέννητη Καρίν, η οποία τρεφόταν με τεχνητό θηλασμό. Μετά όμως από τέσσερις μέρες ανησυχίας και ανυπομονησίας, η Σουζάν δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Ήθελε να δει το κοριτσάκι της. Όμως η εικόνα που αντίκρισε, τη σόκαρε. "Είναι ένα τέρας!" σπάραξε. "Δεν μπορείτε ν' αφήσετε να ζήσει ένα τέτοιο πλάσμα" έλεγε στους γιατρούς προειδοποιώντας: "Αν δεν την σκοτώσετε εσείς, θα την σκοτώσω εγώ, μόλις βγω από εδώ".
Οι κραυγές της μητέρας ελήφθησαν σοβαρά από τους γιατρούς και το διευθυντή της μαιευτικής κλινικής, ο οποίος μάλιστα έκανε σχετική αναφορά στις εισαγγελικές αρχές της Λιέγης λίγες ώρες μετά την έξοδο της γυναίκας από το μαιευτήριο. Έτσι, το πρωί της 30ης Μαΐου, ένας αστυνομικός χτύπησε το κουδούνι της οικίας των Βαντεπούτ.
"Η μικρή πέθανε απόψε. Την βρήκα νεκρή, όταν σηκώθηκα για να τη θηλάσω" ήταν η πρώτη αντίδραση της Σουζάν, η οποία όμως ύστερα από μια ώρα θα αποκάλυπτε όλη την αλήθεια: "Ναι, εγώ σκότωσα την κόρη μου, με υπνωτικό. Δεν άντεχα στην ιδέα πώς θα την έβλεπα να ζει. Δεν μπορούσα να υποφέρω τη σκέψη πως θα μεγάλωνε και θα γινόταν γυναίκα. Σκέφτηκα και τον εαυτό μου. Ντρεπόμουν γι' αυτό το μικρό τέρας. Ντρεπόμουν να το δείξω ακόμη και στον άνδρα μου. Θα την έκρυβα απ' όλους, αν μπορούσα".
Ήταν μια κλασική περίπτωση ευθανασίας, ύστερα από απόφαση που είχε λάβει ομόφωνα η οικογένεια (δηλαδή η Σουζάν, ο σύζυγος, η αδερφή και η μητέρα της) μαζί με τον γιατρό Καστέρ ύστερα από οικογενειακό συμβούλιο το αμέσως προηγούμενο βράδυ. Αφού όλοι συμφώνησαν ότι το καλύτερο για το παιδί θα ήταν να μην ταλαιπωρούταν άλλο σ' αυτήν την ζωή και μ' αυτήν την εκ γενετής παραμόρφωση που είχε, η Σουζάν ανέλαβε δράση. Ζέστανε το γάλα, έλιωσε πέντε παστίλιες χάπια στο μπιμπερό, πρόσθεσε και λίγο μέλι, ώστε να μην αρνηθεί το μωρό να πιεί το ρόφημά του και αυτό ήταν. Τρεις ώρες μετά, η εννιά ημερών Καρίν θα ξεψυχούσε.
Η υπόθεση, που έφερε στο προσκήνιο την υπόθεση των ακραίων παρενεργειών της ουσίας θαλιδομίδη συντάραξε όχι μόνο τη βελγική, αλλά και γενικότερα την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Στη Βρετανία, όπου σε διάστημα λίγων μηνών είχαν γεννηθεί 500 βρέφη με παραμορφώσεις εξαιτίας της θαλιδομίδης, ένας βουλευτής του Συντηρητικού κόμματος ζήτησε την ψήφιση νόμου, που θα επέτρεπε την θανάτωση όσων μωρών γεννιόντουσαν με μεγάλες παραμορφώσεις λόγω της συγκεκριμένης ουσίας, ενώ αναπτύχθηκε κι ένας προβληματισμός μήπως θα έπρεπε να νομιμοποιηθούν και οι αμβλώσεις σε περιπτώσεις γυναικών που είχαν κάνει χρήση των επικίνδυνων φαρμάκων.
Η οικογένεια Βαντεπούτ και ο γιατρός Ζακ Καστέρ κατηγορήθηκαν για ανθρωποκτονία και οδηγήθηκαν σε δίκη, η οποία διεξήχθη τις πρώρες μέρες του Νοεμβρίου. Η κοινή γνώμη του Βελγίου ήταν στο πλευρό των κατηγορουμένων, όπως έδειχναν οι δημοσκοπήσεις, καθώς το 70% των ερωτώμενων τάσσονταν υπέρ της αθώωσης τους, ενώ οι ευθύνες επιρρίπτονταν κυρίως στις υγειονομικές υπηρεσίες, οι οποίες είχαν διενεργήσει πλημμελείς ελέγχους σε σχέση με το ένοχο φάρμακο.
Η "δίκη της ευθανασίας" ή "δίκη του αιώνα", όπως χαρακτηρίστηκε από τις βελγικές εφημερίδες, κράτησε τέσσερις ημέρες (εξέταση μαρτύρων και αγορεύσεις του Εισαγγελέα και των συνηγόρων υπεράσπισης). Απευθυνόμενος στους ενόρκους, ο εισαγγελέας διαπίστωσε ότι "μεταξύ τόσων άλλων γονιών, οι Βαντεπού είναι οι μόνοι που ακολούθησαν το δρόμο της απελπισίας και του εγκλήματος", ενώ ανέδειξε την ηθική προβληματική της ιστορίας αυτής: "Το άτυχο θύμα, σύμφωνα με την ενεργηθείσα νεκροψία, είχε βέβαια έρθει στην ζωή με ένα σοβαρό σωματικό μειονέκτημα. Κανείς δεν το αρνείται. Ωστόσο δεν επρόκειτο περί τέρατος. Γνώρισα, κύριοι ένορκοι, ένα δικηγόρο, ο οποίος στερούταν ένα βραχίονα, αλλά διακρινόταν για τη μόρφωση και την ευγλωττία του. Μήπως πρέπει να θεωρούνται μειωμένοι και εκείνοι, οι οποίοι έχασαν τους βραχίονές τους στο πεδίο της μάχης;".
Την ειλικρινή πεποίθηση των κατηγορουμένων ότι δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική λύση από αυτήν που τελικά επέλεξαν, μετέφερε ένας εκ των συνηγόρων, ο οποίος σημείωσε ότι η δίκη καθαυτή αποτέλεσε τη μεγαλύτερη τιμωρία για το ζεύγος Βαντεπούτ, που πάντως ευχόταν να αποκτούσε σύντομα ένα κοριτσάκι.
Έτερος συνήγορος ανέγνωσε στο δικαστήριο την επιστολή καθηγητή της Σορβόνης, πατέρας ανήλικου παιδιού με αναπηρία, ο οποίος έγραφε: "Χρειάζεται ξεχωριστό θάρρος για ν' αποφασίσει κανείς το θάνατο ενός παιδιού. Ακόμη και οι χειρότερες συμφορές, δεν είναι τίποτε μπροστά στα βασανιστήρια που υπόκεινται τα δυστυχισμένα αυτά πλάσματα. Δεν υπερβάλλω, πιστέψτε με. Δεν ζητούμε τον οίκτο, αλλά μια ακριβή κατανόηση της θέσης μας. Ας μας συγχωρήσουν που μας έλειψε το θάρρος και που μεγαλώσαμε έτσι τον κατάλογο των μαρτύρων. Δεν πρέπει, θα ήταν φοβερό να καταδικαστούν οι γονείς κι ένας γιατρός, που είχαν αυτήν τη διορατικότητα και αυτό το θάρρος".
Αν και θα περίμενε κανείς ότι ένα τόσο λεπτό ζήτημα θα μπορούσε να προκαλέσει έντονες διαφωνίες μεταξύ των δώδεκα ενόρκων, αυτοί κατέληξαν στην ιστορική ετυμηγορία τους μέσα σε 90 λεπτά. "Το βρέφος υπήρξε θύμα φόνου;" ήταν η ερώτηση που ο πρόεδρος του δικαστηρίου απηύθυνε στον επικεφαλής των ενόρκων και εκείνος απάντησε, "Όχι" εν μέσω χειροκροτημάτων και επευφημιών από το ακροατήριο, που είχε γεμίσει ασφυκτικά την αίθουσα και ήταν σαφέστατα ικανοποιημένο από την αθώωση των κατηγορουμένων.
...............................................
Αυτή δεν ήταν η πρώτη υπόθεση ευθανασίας που απασχόλησε τη διεθνή κοινή γνώμη, ήταν όμως η πιο συνταρακτική. Μάλιστα, τα πρακτικά της δίκης της οικογένειας Βαντεπούτ και του γιατρού Καστέρ δήλωναν ότι είχαν εξετάσει και οι Νέστορας Μάτσας και Κώστας Ασημακόπουλος για τη συγγραφή του σεναρίου της πρώτης ελληνικής ταινίας, που έθιξε το θέμα της ευθανασίας. Ήταν το δικαστικό δράμα "Αθώα ή ένοχη" με πρωταγωνίστρια την Αντιγόνη Βαλάκου, στο ρόλο μιας γυναίκας που κατηγορείται για το θάνατο του συζύγου της (Νίκος Τζόγιας). Το ρόλο του εισαγγελέα υποδυόταν ο Μάνος Κατράκης. Μάλιστα, προκειμένου να μην διαρρεύσει η τελική ετυμηγορία για την τύχη της κατηγορουμένης, τα γυρίσματα της ταινίας κρατήθηκαν μυστικά, κάτι σπάνιο για ελληνική ταινία του '60.
Λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου, που ξεκίνησε να προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες από τις 4 Μαρτίου 1963:
Μια γυναίκα δικάζεται στο Κακουργιοδικείο με τη φοβερή κατηγορία ότι σκότωσε τον άντρα της, Ολυμπιονίκη και διάσημο αθλητή της ιστιοπλοΐας. Όλα είναι εναντίον της. Ακόμα και η μητέρα του θύματος καταθέτει ότι η κατηγορουμένη έφθασε στο έγκλημα για να κληρονομήσει τη μεγάλη περιουσία του άντρα της. Αυτήν δεν μιλά. Είναι αποφασισμένη για την καταδίκη. Μέσα της έχουν τελειώσει όλα απ' τη στιγμή που ένιωσε ότι μια ανελέητη μοίρα είχε σφραγίσει με το θάνατο τον άντρα της. Όσο προχωρεί η δίκη, αρχίζουν ν' αποκαλύπτονται τα αληθινά αίτια που την οδήγησαν στο φόνο, ως τη στιγμή που η ίδια σ' ένα δραματικό ξέσπασμα φωνάζει:
- Τον σκότωσα, γιατί τον αγαπούσα.
Για την Βαλάκου, αυτός ήταν "ένας από τους πιο αληθινούς και από τους πιο ανθρώπινους" που είχε παίξει μέχρι στον κινηματογράφο, ενώ δήλωνε συγκινημένη από τη "δύναμη που κλείνει αυτή η ηρωίδα για να φθάσει στο φόνο από αγάπη". Όσον αφορά το ζήτημα της ευθανασίας, η ηθοποιός απέφυγε σε συνέντευξή της να πάρει σαφή θέση, όμως επισήμανε την ανάγκη αντιμετώπισης του θέματος αυτού "με γενναιότητα και πιστότητα καρδιάς και μυαλού".
Η ταινία, που σίγουρα ξεχωρίζει για το ιδιαίτερο θέμα της αν και φαίνεται ότι σε κάποιο βαθμό δεν ξέφυγε από τα κλισέ του ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του '60, δεν προβάλλεται συχνά στην ελληνική τηλεόραση, που γενικά τα τελευταία χρόνια αποφεύγει να προβάλλει - όλες και χωρίς διακρίσεις - τις δραματικές ελληνικές ταινίες του ασπρόμαυρου ελληνικού σινεμά. Αυτό το τρέιλερ υπάρχει μόνο στο Youtube από παλιότερη προβολή του έργου από την ΕΤ-3.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου