Ευνοημένη από τη γεωγραφική της θέση,
ευρισκόμενη σε κοντινή απόσταση σε σχέση με τις όμορες προς την Ελλάδα χώρες, η
Θεσσαλονίκη ήταν η πρώτη ελληνική πόλη που μίλησε τηλεφωνικά με το εξωτερικό
και μάλιστα πολύ πριν την Αθήνα.
Η αρχή έγινε το 1930, όταν ξεκίνησαν να
κατασκευάζονται δύο τηλεφωνικές γραμμές που ένωναν την Ελλάδα με το βασίλειο
της Γιουγκοσλαβίας μέσω Γευγελής και με τη Βουλγαρία μέσω Σερρών και
Σιδηροκάστρου.
Λόγω της μικρότερης χιλιομετρικής απόστασης (μόλις 100 χλμ. μήκος), η πρώτη που ολοκληρώθηκε ήταν η σύνδεση με τη Γιουγκοσλαβία, η οποία κόστισε περίπου 600.000 δραχμές. Για κάποιους ίσως έμοιαζε με ψέμα, όταν την πρωταπριλιά του 1931 και ώρα 8 το πρωί η Θεσσαλονίκη μίλησε για πρώτη φορά με τα Σκόπια και το Βελιγράδι. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, η λειτουργία της γραμμής ήταν σχετικά καλή, λαμβανομένης υπόψη της κακοκαιρίας που επικρατούσε εκείνες τις μέρες στο γειτονικό κράτος, έχρηζε όμως βελτιώσεων.
Σε δηλώσεις του, ο διευθυντής του
τηλεφωνικού κέντρου Θεσσαλονίκης, Πετυχάκης, ανέφερε: «Είμαι ευτυχής ότι διευθύνω το τηλεφωνικόν αυτόν κέντρον, το οποίον
παρέχει εις το Κοινόν μας την ευχέρειαν της τηλεφωνικής επικοινωνίας με το
εξωτερικόν. Ιδιαιτέρως με ευχαριστεί το γεγονός ότι το μέγα τούτο βήμα της
προόδου επιτελείται προς την γείτονα και φίλην Νοτιοσλαβίαν. Είμαι απολύτως
βέβαιος ότι η υπηρεσία των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων με τα Σκόπεια και το
Βελιγράδιον θα διεξάγεται απροσκόπτως προς το συμφέρον αμφοτέρων των Κρατών
χάρις εις τα ληφθέντα μέτρα, μεταξύ των οποίων εν είνε ότι ετοποθετήθησαν εις
το ενταύθα Κέντρον και επί της όλης γραμμής άριστα κατηρτισμένοι και γλωσσομαθείς
υπάλληλοι».
Επιχειρήθηκαν συνολικά επτά ιδιωτικές
συνδιαλέξεις, όλες μετά από ελληνική πρωτοβουλία. Αντίθετα, καμία τηλεφωνική
πρόσκληση δεν έγινε από τις δύο γιουγκοσλαβικές πόλεις προς τη Θεσσαλονίκη. Εκ
των εφτά τηλεφωνημάτων, το ένα πραγματοποίησε η εφημερίδα Νέα Αλήθεια της
Θεσσαλονίκης προς τα γραφεία της σερβικής Εντεπαντάν, μόνο που οι σέρβοι
δημοσιογράφοι... δεν απάντησαν. Το πρόβλημα δεν αφορούσε μόνο τη συγκεκριμένη
τηλεφωνική συνδιάλεξη, αλλά ήταν γενικότερο και σχετιζόταν με τη γλώσσα. Το
ελληνικό τηλεφωνικό κέντρο διέθετε μεν υπάλληλο που μιλούσε τη γαλλική, όμως
στο τηλεφωνικό κέντρο του Βελιγραδίου δεν υπήρχε γαλλομαθής υπάλληλος, ώστε η
συνεννόηση και κατ’ επέκταση η τηλεφωνική επικοινωνία ήταν πρακτικά αδύνατη!
Πάντως το πρόβλημα διευθετήθηκε τις επόμενες μέρες...
Σ’ ό,τι αφορά το κόστος των τηλεφωνικών
συνδιαλέξεων, για τους συνδρομητές ορίστηκε στα 3.60 χρυσά φράγκα (δηλαδή 54
δρχ.) για τρίλεπτη συνομιλία με τα Σκόπια και στα 5.40 χρυσά φράγκα (δηλαδή 81
δρχ.) για τρίλεπτη συνομιλία με το Βελιγράδι για συνδιαλέξεις από τις 8 το πρωί
μέχρι τις 8 το βράδυ σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ενώ τις βραδινές ώρες το
κόστος έπεφτε στα 2/5.
Αναφορικά δε με το όνειρο μιας τηλεφωνικής
επικοινωνίας με το Παρίσι μέσω Βελιγραδίου ή τηλεφωνικής σύνδεσης της ελληνικής
πρωτεύουσας με το εξωτερικό, ήταν αμφότερες αδύνατο να πραγματοποιηθούν «διότι αι υφιστάμεναι γραμμαί δεν έχουν την
απαιτουμένην προς τούτο έντασιν ρεύματος» (Νέα Αλήθεια, 31.03.1931).
Στις 8 το πρωί της 1ης Οκτωβρίου 1931 εγκαινιάστηκε
η τηλεφωνική σύνδεση της Θεσσαλονίκης με τη Σόφια, η κατασκευή της οποίας είχε
ξεκινήσει το Σεπτέμβριο της προηγούμενης χρονιάς. Σε αντίθεση με τη σύνδεση με
τη Γιουγκοσλαβία, στη συγκεκριμένη περίπτωση εγκαταστάθηκε κύκλωμα (μήκους 140
χλμ.) και όχι γραμμή, δηλαδή διπλό σύρμα για μία γραμμή τηλεφωνικής
συνδιάλεξης. Το τέλος επικοινωνίας για τους συνδρομητές ήταν 3.50 χρυσά φράγκα
(ή 54 δρχ.) για κάθε τρίλεπτη συνομιλία.
Η πρώτη συνδιάλεξη έγινε ανάμεσα στους
διευθυντές των δύο τηλεφωνικών κέντρων και σύμφωνα με τα Μακεδονικά Νέα «διεξήχθη εις φιλικώτατον τόνον και αρκετά
φιλοφρόνως διά την επιτευχθείσαν τηλεφωνικήν σύνδεσιν των δύο χωρών ήτις θα
επεκταθή και εις άλλα επίπεδα».
Τα Χριστούγεννα του 1931, και ενώ οι
Αθηναίοι εξακολουθούσαν να μιλούν μόνο ελληνικά από τηλεφώνου (εκτός κι αν
κάποιοι αισθάνονταν «σνομπαρίες», όπως θα έλεγε η μαντάμ Σουσού, και
χρησιμοποιούσαν τη γαλλική), έγιναν οι πρώτες δοκιμαστικές τηλεφωνικές
επικοινωνίες από τη Θεσσαλονίκη με το Βουκουρέστι, την Κωνσταντινούπολη και την
Άγκυρα –όλες μέσω Σόφιας. Ωστόσο η κακοκαιρία δεν επέτρεψε την ικανοποιητική
λειτουργία του τηλεφώνου.
Πιο συγκεκριμένα, γύρω στις 1.30 τα
ξημερώματα της 26ης Δεκεμβρίου, ο πρόεδρος της Τουρκίας, Μουσταφά Κεμάλ,
επιχείρησε να συνομιλήσει από την Άγκυρα με το δήμαρχο Θεσσαλονίκης, Χαρίσιο Βαμβακά.
Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι έπρεπε πρώτα να συνεννοηθούν τα τηλεφωνικά κέντρα της
Άγκυρας, της Κωνσταντινούπολης, της Σόφιας και της Θεσσαλονίκης... Και ενώ ο
δήμαρχος της Θεσσαλονίκης άκουσε κανονικά τον τούρκο πρόεδρο, η φωνή του δεν
έφτασε στην Άγκυρα λόγω προβλήματος στη γραμμή Άγκυρας - Κωνσταντινούπολης!
Τελικά, η πρώτη ολοκληρωμένη τηλεφωνική
επικοινωνία της ελληνικής συμπρωτεύουσας με την Τουρκία επιτεύχθηκε κατά τις 3
τα ξημερώματα ανάμεσα σε δύο υπαλλήλους των αντίστοιχων τηλεφωνικών υπηρεσιών, τον
Κωνσταντινίδη και τον Νετζατή εφέντη. Πιο συγκεκριμένα, ο Νετζατή εφέντης
διαβίβασε από την Κωνσταντινούπολη μήνυμα του τούρκου υπουργού Εξωτερικών προς
τον Βαμβακά, «διά του οποίου εδηλούτο ότι ο Μ. Κεμάλ επεθύμει
πολύ να συνδιαλεχθή μετά του Δημάρχου Θεσσαλονίκης, επειδή όμως δεν το
κατώρθωσε, διαβιβάζει τους εγκαρδίους χαιρετισμούς του εις τον Δήμαρχον
Θεσσαλονικέων». Με τη σειρά του ο Κωνσταντινίδης «καθ’ ην είχεν εντολήν διεβίβασε τα φιλικά αισθήματα του κ. Βαμβακά προς
τον Πρόεδρον της Τουρκικής Δημοκρατίας» (Μακεδονία, 28.12.1931).
Τις πρωινές ώρες της 27ης Δεκεμβρίου
έγιναν και οι δοκιμαστικές συνομιλίες με το Βουκουρέστι και με την
Κωνσταντινούπολη. Από ελληνικής πλευράς μίλησαν ο διευθυντής της Τηλεφωνικής
Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης, Πετυχάκης, και ο αρχιμηχανικός των ΤΤΤ, Χριστοδούλου.
«Τα αποτελέσματα των δοκιμών ήσαν
ικανοποιητικά. Ημείς εντεύθεν είμεθα θαυμασίως ακουστοί. Εν τούτοις, λόγω της
κακοκαιρίας, η ακουστικότης είχον απωλείας τινας και διά τον λόγον τούτον αι
δοκιμαί θα επαναληφθούν σήμερον Δευτέραν περί ώραν 12ην» έγραφε η Μακεδονία
στις 28.12.1931.
Πράγματι, οι δοκιμές επαναλήφθηκαν στις 28
Δεκεμβρίου, αυτήν τη φορά με την προσθήκη και της Βουδαπέστης μέσω της γραμμής
Σόφιας - Βουκουρεστίου. Μεταξύ άλλων συνομίλησαν για λίγα λεπτά ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης με τον τούρκο υπουργό Εξωτερικών
«εις την γαλλικήν και εις εγκάρδιον τόνον».
Όσον αφορά τα αποτελέσματα των δοκιμαστικών τηλεφωνημάτων με το εξωτερικό «υπήρξαν λίαν ικανοποιητικά και ενθαρρυντικά
εκ παραλλήλου διά την επέκτασιν της τηλεφωνικής επικοινωνίας μετά του Βερολίνου
και των Παρισίων, υπό την προϋπόθεσιν πάντως της εγκαταστάσεως των απαιτουμένων
ενισχυτών και της βελτιώσεως των μεθοριακών γραμμών».
Για τους ιδιώτες, επίσημα η τηλεφωνική
επικοινωνία της Θεσσαλονίκης με το Βουκουρέστι, την Κωνσταντινούπολη και την
Άγκυρα ξεκίνησε την πρωτοχρονιά του 1932 με κόστος 6.90 χρυσά φράγκα (ή 103.50
δρχ.) για μια τρίλεπτη επικοινωνία με το Βουκουρέστι, 4.50 χρυσά φράγκα για
επικοινωνία με την Κωνσταντινούπολη και 7.50 χρυσά φράγκα για ένα τρίλεπτο τηλεφώνημα
με την Άγκυρα –εννοείται μόνο για τους συνδρομητές, καθώς υπήρχαν ειδικές χρεώσεις για τον υπόλοιπο
πληθυσμό.
Και ενώ στις αρχές του 1932 σχεδιαζόταν
επί χάρτου η ενίσχυση της τηλεφωνικής γραμμής που συνέδεε την Αθήνα με τη
Θεσσαλονίκη, ώστε να επισπευδόταν το τηλεφωνικό άνοιγμα της πρωτεύουσας στα
Βαλκάνια, ήταν η «νύφη του Θερμαϊκού» που μίλησε πρώτη με την αμερικανική
ήπειρο τον Ιανουάριο του 1933.
Το πρώτο υπερατλαντικό τηλεφώνημα πραγματοποιήθηκε
στις 10 το πρωί της 20ης Ιανουαρίου 1933, όταν ο πρόξενος της Βραζιλίας στη
Θεσσαλονίκη συνομίλησε με τον υπουργό Εξωτερικών της χώρας του. Τη συνδιάλεξη,
άγνωστο σε ποια γλώσσα, όπως και τις αντιδράσεις των αυτήκοων μαρτύρων
αναπαρήγαγε η αθηναϊκή εφημερίδα Πατρίς δυο μέρες αργότερα:
«- Αλλό! Αλλό!... Ρίον Ιανέιρον;
Υπουργείον των Εξωτερικών;
- Εδώ, μάλιστα! Ποιος
αυτού;
- Ο εν Θεσσαλονίκη
πρόξενος της Βραζιλίας. Μπορώ να μιλήσω, παρακαλώ, με την Αυτού Εξοχότητα;
- Πάρτε τον κύριο
υπουργό. – Αλλό! εδώ ο ...
- Τα σέβη μου, κύριε
υπουργέ.
- Καλησπέρα, φίλτατέ
μου.
- Καλημέρα σας,
εξοχώτατε.
Οι παρακολουθούντες
άρχισαν προς στιγμήν ν’ αμφιβάλλουν. Μερικοί εξ αυτών εφαντάσθησαν ότι θα ήτο
κάποιος φαρσέρ απ’ το Βαρδάρι ίσως που απαντούσε και όχι από τη Βραζιλία. Αυτό
το «καλησπέρα» και «καλημέρα» τους εσύγχιζε. Και όμως ήτο το φυσικώτερον των
πραγμάτων.
Το τηλεφώνημα ελάμβανε
χώραν την 10ην πρωινήν –ώραν Θεσσαλονίκης. Αλλά ταυτοχρόνως και την 5 1/2 μεταμεσημβρινήν
ώραν Ρίου Ιανεΐρου. Εφ’ ω και εκείνο που ήτο «καλημέρα» για το ένα ακουστικό,
ήτο «καλησπέρα» για το άλλο. [Σ.σ. οι ώρες δεν μπορεί να ανταποκρίνονται στην
πραγματικότητα, αν μη τι άλλο διότι όταν χειμωνιάτικα στην Ελλάδα είναι πρωί,
στη Βραζιλία δεν έχει ακόμη αρχίζει να χαράζει!]
Αλλά πόσο πιο περίεργα
εφάνησαν τα πράγματα, όταν, έπειτα από τας εκατέρωθεν τυπικάς επισήμους παρατηρήσεις,
ο πρόξενος Θεσσαλονίκης έκρινε καλό να ερωτήση και τα περί της υγείας του
προϊσταμένου του. Η απάντησις έφερεν αναστάτωσιν.
- Καλά είμαι, ευχαριστώ,
μόνο που, ξεύρετε... με πειράζει πάντα η μεγάλη ζέστη.
- Έχετε... πυρετόν;
- Όχι! Δεν εννοώ αυτό!
Έχομε μια διαβολεμένη ζέστη. Τριανταέξη βαθμούς Κελσίου!...
- Υπό το μηδέν;
Θέλησε να ρωτήση
κάποιος. Ο πρόξενος επανέλαβε με γέλια την ερώτησιν:
- Ερωτώ, Εξοχώτατε, αν
είνε υπό το μηδέν!
- Πού.. τέτοια τύχη!
Υπέρ, βεβαίως. Μας έχει εξαντλήσει η ζέστη! Και σεις πώς τα πάτε;...
- Σ’ εμάς, Εξοχώτατε...
Κατά περίεργον
σύμπτωσιν, την στιγμήν εκείνην εχιόνιζε στη Θεσσαλονίκη.
- Απίστευτο!
Ηκούσθη από το άλλον
άκρον η φωνή.
- Δεν μας πιστεύετε ότι
χιονίζει;
- Απίστευτος θέλω να πω
η... ευτυχία σας! Αλλά βέβαια, εσείς είστε στα φυλλοκάρδια του χειμώνος, όπως εμείς
είμαστε στα φυλλοκάρδια του θέρους...
Τώρα μόλις άρχισαν να
καταλαβαίνουν οι παριστάμενοι και παρακολουθούντες. Όλα αυτά τα αφύσικα δεν
ήσαν παρά τα φυσικώτερα των πραγμάτων. Η Βραζιλία βρίσκεται στους αντίποδάς μας.»
Κάτι σχετικό και εξίσου ενδιαφέρον: Από την προϊστορία του τηλεφώνου στην Ελλάδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου