«Τρέμει το χέρι μου που πιάνω να χαράξω για σένα λόγια χλωμά και λόγια πρόχειρα. Μα με κάνει να τολμώ η σκέψη», έγραφε ο Κωστής Παλαμάς στην εφημερίδα Ακρόπολις στις 28 Οκτωβρίου 1912, δυο μέρες μετά την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη. Ήταν ένα άρθρο ύμνος στην πόλη γεμάτο ιστορικές αναφορές, γραμμένο στην ιδιότυπη και για πολλούς δυσνόητη γλώσσα του εθνικού ποιητή, ο οποίος παρατηρούσε εξ αρχής ότι «Η ποίηση δεν στέκεται αγνάντια κ’ ενάντια στα πράγματα, η ποίηση είναι η άλλη όψη του πραγματικού. Το βλέπουμε. Κ’ έτσι ό,τι άλλοτε θα ήτανε λαμπρό και κούφιο σαν ρητορική, το βλέπουμε χεροπιαστό σαν τη ζωή και μας κυριεύει. Κ’ έτσι η μεταφυσική, φυσική γίνεται».
Ο Παλαμάς περιέγραψε αρχικά την πανηγυρική
ατμόσφαιρα στην πρωτεύουσα μετά τη γνωστοποίηση του μεγάλου νέου:
«Μαύρος
ο ουρανός. Βρέχει, βρέχει. Μα πώς ξαφνίζουν και πώς γιομίζουν τον αέρα οι
καμπάνες. Και πώς ανταποκρίνονται στα χτυπήματά τους, μυστικώτερα,
θρησκευτικώτερα, τελειωτικά, οι χτύποι των καρδιών. Θυμάστε σήμαντρο αναστάσιμο
να σας προσκάλεσε άλλοτε ποτέ σε τέτοιο πανηγύρι; Πώς φέγγουν από ήλιον άπλετον
οι λογισμοί και πώς λαμποκοπάν τα πρόσωπα. Στη χώρα πια δεν είναι εγώ κ’ εσύ
και ο άλλος. Στη χώρα είμαστ’ εμείς. Τα πάντα φαντάζουνε γύρω μου σαν ένας
ακομμάτιαστος μεγάλος.
Σημαίνουν οι καμπάνες πανευφρόσυνα, η χώρα ως πέρα ενός θριάμβου αλλαλαγμός. Δακρύζουν και τα μάτια των αδάκρυτων. Όλοι σαν να περπατάμε στυλωμένοι απάνου σε βάθρα τετράψηλα. Έξαφνα ο νους μου γυρίζει προς τα πίσω εικοσιέξη χρόνια. [Σ.σ. στη συνέχεια θυμόταν την ορκωμοσία του βασιλιά Κωνσταντίνου, τότε διάδοχος του θρόνου, ως στρατιώτης το 1886]
[...] Από ένα νεανικό μου στιχούργημα, τυπωμένο στη φιλολογική Εστία (30 Νοεμβρίου 1886) παίρνω τους στίχους τούτους.
Καθώς
η θύρα η φανταστή, των αντρειωμένων ένοια,
Που
κλει ρουμπίνια ονειρωτά και πλούτη διαμαντένια
Και
στέκει αιώνες και καιρούς κλειστή και στοιχειωμένη
Κι
ανήμπορος κι ο γίγαντας μπροστά της απομένει
Που
σειούνται από τα χέρια του σαν τα δεντράκια οι βράχοι,
Μα
μ’ ένα λόγο μαγικό ανοίγεται μονάχη,
Έτσι
κατάκλειστη για μας της Μοίρας στέκει η πύλη.
Μα
το δικό σου τόνομα φτάνει να πουν τα χείλη,
Κι
ανοίγει ευθύς, και βλέπουμε καιρούς οπού θαρθούνε,
Κι
αναγαλλιάζουν οι καρδιές κ’ οι φαντασίες μεθούνε
Μπρος
σε πατρίδα ολόφωτη, κι ανθίζουν σαν και πρώτα
Στον
Κολωνόν ο νάρκισσος κ’ η δάφνη στον Ευρώτα.»
Μετά από ιστορικές αναδρομές στην
κατάλυση του σταυροφορικού βασιλείου της Θεσσαλονίκης από τον Θεόδωρο Άγγελο
Κομνηνό Δούκα το 1223 και –ακόμη παλιότερα– στην άλωση τη Θεσσαλονίκης από το
Λέοντα τον Τριπολίτη το 904, ο Παλαμάς ύμνησε την για τρίτη φορά
απελευθερωθείσα πόλη:
«Χαρά μεγάλη χαίρεσαι, βασίλισσα της Μακεδονίας, πρώτη χώρα, ύστερ’ από
τη μεγάλη Πόλι, που μπροστά της δείχνεσαι, πατρίκισσα Ζωστή στο πλάγι της
Αυγούστας. “Πολυτίμητε και κλεινή πόλις” Αιώνες όλους, εσύ πηγή αστείρευτη της
Ελληνικής φυλής και για τα στρατιωτικά της τα κατορθώματα και για τη δύναμί της
την εκπολιτιστική. Σε ζωγραφίζει η ιστορία να κρατάς με το ένα χέρι το σπαθί,
με το άλλο το Βαγγέλιο. Χώρα από τες δυνατώτερες και τες πλουσιώτερες της
Χριστιανωσύνης. Ο Παύλος κήρυξε σ’ εσένα το νέο Θεό, κ’ εσένα διάλεξε λημέρι
του ο Στρατιώτης Άγιος, του κόκκινου άλογου ο τροπαιοφόρος καβαλλάρης. Ζωγράφοι
ξακουστοί και λογοτέχνες φύτρωσαν από τα χώματά σου. Παλληκαριά και βιομηχανία,
εμπόριο, τέχνη, θρησκεία, ο νους ο Ελληνικός πρόκοψε μέσα στα κάστρα σου,
χύθηκε από τους δρόμους σου. Της θρησκείας και της τέχνης, του εμπορίου και του
πολέμου η χρυσόπορτες να που ξανανοίγονται διάπλατες. Δέξου.»
Και έκλεισε το άρθρο του με
χαρακτηριστικούς στίχους από τη «Φλογέρα του Βασιλιά» υπενθυμίζοντας παράλληλα
ότι «Ο ποιητής δεν είναι ό,τι γράφει.
Είναι ό,τι έγραψε»:
Κι
απάνου απ’ όλα η δόξα Του πάει προς τη χώρα που είναι
το
Παγγαίο το λογάρι της κ’ είν’ η Θεσσαλονίκη
βασίλισσά
της, κ’ η Έδεσσα μάννα της, βρυσομάννα,
κ’
είναι του Σλάβου τόνειρο και του Ρωμιού η λαχτάρα.
Απλώνεται
κι οργώνεται κι ανθίζει και πατιέται
στη
μέση του Αλιάκμονα και του Αξιού που πάντα
ποτάμια
ντεληπόταμα, Βαρδάρι και Βιστρίτσα,
δε
στέκουν, όλο ξεχειλούν, κι αγριεύουνε και τρέχουν,
και
τη φυλάγουν και τη ζουν τη χώρα [...]
Κι
απάνου απ’ όλα η δόξα Του πάει κ’ έρχεται στη χώρα
και
διαβατάρα από παντού, σπιτώθηκε εδώ, και ήρθε [...]
Κι’
αφού αγωνίστηκε τρανός το δοξασμένο αγώνα,
Στάθηκε.
Ανάπαψη; Ποτέ.
Το τριήμερο 17-19 Δεκεμβρίου 1927,
ο Κωστής Παλαμάς φιλοξενήθηκε στη Θεσσαλονίκη, η οποία φωταγωγήθηκε τα δύο
πρώτα βράδια προς τιμήν του, και βραβεύτηκε με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων παρουσίας
στα ελληνικά γράμματα. Ανακηρύχθηκε επίτιμος δημότης της πόλης, διοργανώθηκε
προς τιμήν του φιλολογική γιορτή στον
κινηματογράφο Διονύσια, στο πλαίσιο της οποίας ο πρωτοετής φοιτητής της
Φιλοσοφικής Σχολής Νικόλαος Σφενδόνης –εκ μέρους όλων των φοιτητών του
Πανεπιστημίου– του πρόσφερε ένα δάφνινο στεφάνι, ενώ την τελευταία μέρα της
παραμονής του στη Θεσσαλονίκη έδωσε διάλεξη
στη Μικρασιατική Λέσχη με θέμα την ποίηση. Ήταν η μοναδική φορά που ο
Παλαμάς επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη και παράλληλα ήταν το πρώτο ταξίδι του εκτός
των τειχών της Αθήνας, καθώς ο ίδιος δεν αγαπούσε ιδιαίτερα τις μετακινήσεις.
Μέσω της αρθρογραφίας στον τοπικό
τύπο εκφράστηκαν βέβαια και φωνές που αμφισβήτησαν την αξία του ποιητικού έργου
του Παλαμά και την ταμπέλα του «εθνικού ποιητή», που από χρόνια εκείνος είχε
κατακτήσει, αλλά δεν εξέφραζαν κάτι περισσότερο από τις –είτε καλοπροαίρετες είτε
κακοπροαίρετες– υποκειμενικές απόψεις των αρθρογράφων.
Μετά την αναγόρευση του ως
επίτιμος δημότης της πόλης, ο Παλαμάς απάντησε με ενθουσιασμό:
«Ο Δήμος της Θεσσαλονίκης μου απονέμει τη μεγαλύτερη τιμή που είχε την
ευκαιρία να χαρεί ποιητής. Ποιητής που δεν έκλεισεν ακόμη το στάδιόν του, που
βρίσκεται ακόμη στη ζωή, την έκθετη πολύ περισσότερο στην περιπέτεια και στη μεταβολή.
Ευτυχώς την τόσο για μένα τιμητική σας απόφαση, την αιτιολογεί κάποιο έργο που
ξετύλιξε απαρασάλευτη αγάπη και θρησκευτικός ενθουσιασμός για την ποίηση. Σας
ευχαριστώ και σας ευγνωμονώ. Και ακόμη σας συγχαίρω. Γιατί η υποδοχή που μου
γίνεται σήμερα στη δοξασμένη Θεσσαλονίκη, την υπερβάλλει την ταπεινή μου
προσωπικότητα. Συμβολίζει όχι τόσο την συμπάθεια και την αναγνώριση προς το
άτομο. Συμβολίζει την ωραία προσπάθεια που ανυψώνει για μια στιγμή την ψυχή
προς τους πνευματικούς ορίζοντας, τους γαλήνους ναούς, καθώς τους ονομάζει ο
αρχαίος ποιητής. Είναι η χειρονομία πρωτοφανής. Η Θεσσαλονίκη, η προνομιακή
πόλις καθώς την ονόμαζε προ ολίγου καιρού ένας από τους πολιτικούς ηγέτας μας,
τιμά όχι ένα ποιητή, αλλά την απρόσωπη νέα ελληνική ποίησιν».
Στη διάλεξή του στη Μικρασιατική
Λέσχη, ο Κωστής Παλαμάς ξεκίνησε την ομιλία του με μια σύντομη αναφορά στη
Θεσσαλονίκη και σε δύο σημαντικούς εκπροσώπους της πνευματικής της ζωής στο
πέρασμα των αιώνων:
«Η Θεσσαλονίκη δεν είναι μόνον ο πελώριος βράχος που συντριβόταν επάνω
του, κατά το λόγο του ιστορικού, “επί αιώνας αιώνων η μανία των βορείων λαών”·
ούτε μονάχα η μεγάλη χώρα που συνοψίζονται μέσα της, θαρρείς, με την
ανυπέρβλητη στρατηγική σπουδαιότητά της οι περιπέτειες που σχηματίζουν την
ιστορία του όλου Γένους. Δεν είναι μόνο, κατά την ευτυχισμένη, προ ολίγου
καιρού, διατύπωση του εγκρίτου δημοσιογράφου μας μέσα στο “Ελεύθερο Βήμα” “η
πολυτάραχος πόλις που μέσ’ από τα χθεσινά ερείπιά της εξεπετάχθη επιβλητική,
γραφική, πλουσία, οιονεί συμβολίζουσα το θαύμα της ελληνικής αναδημιουργίας.”
Γνώρισε χρόνου ακμής, που κάνουν τον ιστορικό να βεβαιώνη: “Η Θεσσαλονίκη
υπήρξε, προ πάντων από του δωδεκάτου αιώνος, κέντρον πνευματικόν μέγα.” Η
βυζαντινή ψυχή, κακογνωρισμένη ακόμη σε πολλά, που γέννησε την ποίηση των Ρωμανών
και τη σοφία των Ψελλών, στο μακροχρόνιο ξετύλιμά της, η ίδια ψυχή, πηγή του
ζωντανού μας ως τώρα και λόγου και στίχου, ετελετούργησε κ’ εδώ. Έζησεν εδώ και
μόχθησεν, ταιριάζοντας ο καθένας αχώριστα τη μοίρα του με τις τύχες της
μακεδονικής βασίλισσας δύο υπέροχα πνεύματα σε διαφορετικές εποχές, πόνο μεταξύ
τους διαφορετικό· ο ένας στο δωδέκατο και ο άλλος στο δέκατο τέταρτο αιώνα, και
οι δύο αρχιεπίσκοποι της Θεσσαλονίκης. Ο Ευστάθιος ο ένας, ο άλλος ο άγιος
Γρηγόριος Παλαμάς. [...]»
Όταν στις 8 Ιουλίου 1938
παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο θεατρόφιλο κοινό της Θεσσαλονίκης η
«Τρισεύγενη», το μοναδικό θεατρικό έργο του Κωστή Παλαμά, ο ποιητής δεν ήταν σε
θέση να παρευρεθεί, έστειλε όμως επιστολή με ημερομηνία 5/7/1938 προς τον
προσωπάρχη του Βασιλικού Θεάτρου, Μ. Λιδωρίκη, για να τον ευχαριστήσει,
αναπολώντας παράλληλα τις όμορφες στιγμές που είχε ζήσει έντεκα χρόνια νωρίτερα
στην πόλη, την οποία θεωρούσε τρίτη πατρίδα του:
«[...] Η παράσταση της Τρισεύγενης ένα γεγονός ήταν, αλλά το μεγάλο συμβάν της ζωής μου, που είναι απέραντο και που ρυθμίζει τη ζωή μου, είνε η ίδια η Θεσσαλονίκη. Αυτή και στον πεζό λόγο και στο στίχο μου μου θυμίζει το μεγάλο και σημαντικό γεγονός, το πέρασμά μου προ χρόνων από κει. Θέλω ακόμη και άλλη μια φορά να ειπωθή πως βρίσκεται ακόμη στη μνήμη μου, με όλους τους φίλους που ακόμα ζουν και με δέχθηκαν και με γνώρισαν εκεί, με όλους που τους εσκέπασεν ο αξύπνητος ύπνος, με όλους εκείνους που με θυμούνται και που είνε η δόξα μου. Συγχωρήστε με που δεν με βοηθεί το χέρι μου, αρρωστημένο και αυτό από το κορμί μου, να προχωρήσω και να συμπληρώσω τις λίγες γραμμές μου σ’ έναν ύμνο. Το Μεσολόγγι με είδε μικρό και [με] μεγάλωσε με τα αισθήματα που κάμουν τον άνθρωπο· η Αθήνα είνε για πάντα η πατρίδα του κλασσικισμού και του ιερού χορού των Μουσών· η Θεσσαλονίκη είνε η Ελλάδα που απλώνει, που μεγαλώνει. Τρεις πατρίδες έχω ιερές. Ζω ευλαβικά με τη μεγαλοσύνη τους. Φίλε κ. Λιδωρίκη, φθάνουν οι τρεις χώρες που έζησα και έτσι απλά, ειπωμένες για να συγκινήσουν την ψυχή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου