Οι ιστορίες των παιδιών της Αφρικής που απήχθησαν από τους αντάρτες και εκπαιδεύθηκαν, τους έγινε πλύση εγκεφάλου, ώστε να γίνουν στρατιώτες μαθαίνοντας να λεηλατούν, να καταστρέφουν και να σκοτώνουν, αποτελούν μία από τις πολλές τραγωδίες της Αφρικής που βαραίνουν τη συνείδηση του προηγμένου κόσμου. Το τέλος της αποικιοκρατίας στην αφρικανική ήπειρο συνοδεύτηκε από μια προσπάθεια διατήρησης των πολιτικών και οικονομικών ισορροπιών επί τη βάσει των στενών συμφερόντων των πρώην αποικιοκρατών, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν άγριοι και πολυετείς εμφύλιοι πόλεμοι στα περισσότερα κράτη της Μαύρης Ηπείρου.
Ο φωτογράφος και δημοσιογράφος Μαρκ Έλισον αποφάσισε πριν μερικά χρόνια να αφήσει την ευημερούσα και άνετη ζωή του στον Καναδά και να ασχοληθεί με την κατάσταση που επικρατεί στην Αφρική και δίνοντας έμφαση σε πρώην παιδιά στρατιώτες και μάλιστα σε νεαρές γυναίκες, που κατά την παιδική τους ηλικία απήχθησαν από τους αντάρτες, έπιασαν όπλο στα χέρια τους και άρχισαν να σκοτώνουν, όπως τους είχαν διδάξει. Ο Έλισον ταξίδεψε μέχρι την Ουγκάντα, όπου δρα ο LRA (Lord's Resistance Army, "Στρατός Αντίστασης του Κυρίου" στα ελληνικά), επικεφαλής του οποίου είναι ο διαβόητος Τζόζεφ Κόνυ, κατηγορούμενος για σωρεία φρικτών εγκληματικών πράξεων από το δικαστήριο της Χάγης από το 2005, χωρίς να έχει συλληφθεί μέχρι σήμερα.
Το 2011, ο Έλισον έκανε ένα συγκλονιστικό οδοιπορικό το στην περιοχή της βόρειας Ουγκάντα, όπου γνώρισε πέντε κορίτσια (την Alice, την Christine, την Janet, την Jennifer, και τη Mary), πρώην παιδιά στρατιώτες που απήχθησαν από τον LRA και κάποια στιγμή δραπέτευσαν και επέστρεψαν στα σπίτια τους. Το πραγματικά πολύ πλούσιο - και ποσοτικά και ποιοτικά - υλικό που συγκέντρωσε, το ανέβασε στο σάιτ www.dwogpaco.com. Μέσα από βίντεο-ντοκουμέντα, τα κορίτσια περιγράφουν τη ζωή τόσο στις τάξεις του LRA, όσο και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν σήμερα εξ αιτίας των κοινωνικών προκαταλήψεων, αλλά και των τύψεων που αισθάνονται μέσα τους, για τους ανθρώπους που σκότωσαν κατά το παρελθόν.
Η ιστορία της Alice Oyella είναι συγκλονιστική. Είναι η μόνη από τις νεαρές γυναίκες που μίλησαν στον Έλισον, που δε δείχνει απολογητική. Η Alice απήχθη από τους στρατιώτες του LRA το 2000 σε ηλικία μόλις 7 ετών, την ώρα που βρισκόταν μόνη της στο σπίτι στο χωριό Oyanala και ξεδιάλεγε λαχανικά, τα οποία στη συνέχεια θα πωλούσαν οι γονείς της. Ακολούθησε η τελετή εισδοχής του μικρού κοριτσιού στην ένοπλη ομάδα: Άλειψαν το σώμα της με λάδι από ξηρούς καρπούς αναμεμιγμένο με βότανα, κρέμασαν το μπουκάλι που περιείχε το λάδι γύρω από το λαιμό της για την προστατεύει από τη μάχη, ενώ με φτερό κοτόπουλου ζωγράφισαν ένα σταυρό στο μέτωπο, στο στήθος, στα χέρια και στα πόδια της. Την έβαλαν να σκοτώσει, όπως και όλους στην ομάδα, ώστε να γίνουν σκληρόκαρδοι, ενώ τους απειλούσαν ότι σε περίπτωση που κάποιος δραπέτευε, θα τον έβρισκαν οι υπόλοιποι και θα τον σκότωναν.
Αν και έμεινε μόλις 5 χρόνια στον στρατό των ανταρτών, η πλύση εγκεφάλου που της έγινε ήταν τέτοιου μεγέθους, ώστε να ομολογεί ακόμη και σήμερα πως όποτε βλέπει στρατιώτες του UPDF (του επίσημου στρατού της Ουγκάντας), αισθάνεται την επιθυμία να τους σκοτώσει, κάτι που δεν μπορεί όμως να κάνει, επειδή δεν έχει όπλο. Εξίσου κυνικά ομολογεί ότι πολλές φορές αισθάνεται την επιθυμία να κλέψει άλλους πολίτες. Αυτό της έμαθαν οι αντάρτες, όσον καιρό ζούσε μαζί τους: "Όταν έφυγα από το LRA έχασα το υψηλό κοινωνικό στάτους που είχα... Εκεί έπαιρνες ό,τι χρειαζόσουν, μόνο και μόνο επειδή είχες όπλο. Τώρα, στο σπίτι δεν έχω τον ίδιο σεβασμό".
Βέβαια, αυτό δε σημαίνει ότι δεν έχει και ενοχές, καθώς δηλώνει ότι εξακολουθούν να την κυνηγούν τα πνεύματα των ανθρώπων που σκότωσε, όπως ένα αγόρι που είχαν απαγάγει οι αντάρτες. "Με χτύπησε και το τρύπησα με ξιφολόγχη. Εμφανίζεται (στον ύπνο) σαν λευκός άγγελος δίπλα σ' έναν τάφο. Τότε ξυπνάω, δυσκολεύομαι ν' αναπνεύσω, η καρδιά μου χτυπάει και αρχίζω να κλαίω" αποκαλύπτει η ίδια. Σύμφωνα με τις δοξασίες των ανθρώπων στην Ουγκάντα, πρόκειται για cen, για το πνεύμα ενός ανθρώπου που σκοτώθηκε άδικα κι επιστρέφει για να εκδικηθεί το δολοφόνο του, αυτό που η επιστήμη ονομάζει "τύψεις".
Η Alice, όπως και τα υπόλοιπα παιδιά-στρατιώτες που επιστρέφουν στο σπίτι τους, αντιμετώπιζε προβλήματα με την οικογένεια της - πέραν από τις προκαταλήψεις των άλλων ανθρώπων. Ο πατέρας της ήθελε να την παντρέψει μ' ένα φίλο του στρατιωτικό, τον οποίο, όμως, η Alice μισούσε. Μάλιστα, ο πατέρας της την ανάγκασε να κοιμηθεί μαζί του με αντάλλαγμα ένα σαπούνι, ένα ποδήλατο και 30.000 σελίνια, δηλαδή 12 δολάρια. Οι πιο ηλικιωμένοι της οικογένειας, οι "αρχηγοί" κατά κάποιον τρόπο, τιμώρησαν τον φριχτό αυτόν πατέρα, όμως η Alice έμεινε έγκυος και ο πατέρας του παιδιού την εγκατέλειψε, επειδή θα γεννούσε έναν αντάρτη, όπως την κατηγορούσε.
Η νεαρή κοπέλα αντιμετωπίζει ιατρικά προβλήματα εξ αιτίας των βαριών όπλων που ήταν αναγκασμένη να κουβαλάει τα χρόνια που ζούσε με τους άνδρες του LRA, αλλά και των βιασμών που υπέστη την περίοδο εκείνη. Ωστόσο, εκείνο για το οποίο η ίδια ντρέπεται περισσότερο είναι που δεν έλαβε καμία μόρφωση, ενώ δεν μπορεί ούτε καν να διαβάσει. "Ρωτάω τους ανθρώπους έξω από την Ουγκάντα: Τι μπορείτε να κάνετε για μας; Εμείς ήδη είμαστε τυφλοί, επειδή αν δεν μπορείς να διαβάσεις είσαι τυφλός. Τι μπορούν οι ξένοι να κάνουν για μας; Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς, για να γίνουμε σαν τους άλλους;" είναι η κραυγή αγωνίας της.
Η Christine Adung απήχθη το 1992 σε ηλικία 13 ετών την ώρα που επέστρεφε στο σπίτι της από το σχολείο. Η ίδια υποστηρίζει ότι σκότωσε μόνο έναν άνθρωπο και ότι το κύριο καθήκον της ήταν να μεταφέρει αποσκευές. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι το στίγμα έχει φύγει από πάνω της. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να την προσβάλλουν, όποτε τη συναντούν. Οι άνδρες την πλησιάζουν μόνο όταν πέσει το σκοτάδι, για να μην στιγματιστούν μαζί κι εκείνοι, ενώ κάθε φορά που την αφήνει κάποιος έγκυο, αμέσως την εγκαταλείπει. Συνολικά, η Christine έχει 5 παιδιά ηλικίας από 3 μέχρι 16 ετών, όλα από διαφορετικούς πατεράδες. Ο μεγαλύτερος γιος της γεννήθηκε την περίοδο που βρισκόταν με τους αντάρτες, με αποτέλεσμα να κατηγορείται συχνά ως "το παιδί του αντάρτη". "Θέλω να σπουδάσω τα παιδιά μου, για να κάνουν κάτι καλύτερο και να μη σκάβουν χωράφια σαν εμένα. Τουλάχιστον, θα το προσπαθήσω όσο περισσότερο μπορώ" λέει μπροστά στην κάμερα η Christine. Πόσο εύκολο, όμως, είναι να ξεφύγει από τις προκαταλήψεις του κόσμου, που θα της επιτρέψουν να κάνει τ' όνειρο της πραγματικότητα;
Για πολύ καιρό, οι άνθρωποι του χωριού όπου ζει η ίδια, κατηγορούσαν αυθαίρετα την Christine, ότι έπασχε από τον ιό του HIV. Χωρίς η ίδια να έχει υποβληθεί σε οποιαδήποτε ιατρική εξέταση, οι άνθρωποι κατέληξαν σ' αυτό το συμπέρασμα, μόνο και μόνο επειδή ο άντρας της είχε πεθάνει ξαφνικά, όπως και το παιδί που εκείνος είχε αποκτήσει από μια άλλη γυναίκα. Οι κατηγορίες εναντίον της ήταν τόσο έντονες, ώστε τις πίστεψε ακόμη και η ίδια, ότι μάλλον πάσχει από την ασθένεια αυτή, χωρίς όμως να το έχει πιστοποιήσει κάποιος γιατρός. Την πρώτη φορά που την επισκέφθηκε ο Έλισον, η Christine ήταν έγκυος για έκτη φορά και του δήλωνε με δάκρυα στα μάτια πόσο φοβόταν να πάει για εξετάσεις. Όταν, τελικά βρήκε το θάρρος να το κάνει, τον Ιούλιο του 2011, το τεστ βγήκε αρνητικό. Δεν έπασχε από HIV, όπως οι κοινωνικές προλήψεις την είχαν οδηγήσει να πιστεύει. "Αν είχα ακούσει τους ανθρώπους, θα είχε αυτοκτονήσει" παραδέχεται στην κάμερα.
Αυτό, πάντως, από το οποίο δύσκολα μπορεί να ξεφύγει, είναι, όπως και στην περίπτωση της Alice Oyella, από τα cen. "Το πνεύμα μ' επισκέφθηκε, όταν πήγα να μαζέψω ξύλα. Χάθηκα στην άγρια φύση και μύριζα κάτι παράξενο. Εκεί κοντά ήταν ένας δρόμος. κάποιος με ρώτησε τι περίμενα και απάντησα ότι χάθηκα. Είδα καπνό γύρω μου και μου είπαν ότι τα μάτια μου ήταν πρησμένα. Ξαφνικά, κάτι άρχισε να κινείται στο σώμα μου. Έτρεμα και λιποθύμησα. Όταν ξύπνησα, ήμουν γυμνή και δεμένη σ' ένα δέντρο. Με έλυσαν και με δέχτηκαν στην κοινότητα. Όταν μετά άκουγα ξανά φωνές, με ξαναέδεσαν". Την επισκέφθηκε ένας ajwaka (μάγος θεραπευτής), η ίδια πήγε στην εκκλησία, όμως παραδέχεται ότι εξακολουθεί να βλέπει εφιάλτες τη νύχτα.
Η Janet Aciro από το χωριό Lira της βόρειας Ουγκάντα απήχθη από μέλη του LRA το 2998 σε ηλικία 9 ετών, ενώ απέδρασε το Μάρτιο του 2010, ύστερα από 12 ολόκληρα χρόνια. Η κύρια αποστολή της ήταν να φροντίζει τα μωρά, να μαγειρεύει και να πλένει τα ρούχα, ενώ σε ηλικία 15 ετών παντρεύτηκε έναν από τους στρατηγούς των ανταρτών. Καταγγέλλει πως, όταν επέστρεψε στο χωριό της, τη βίασαν 3 κυβερνητικοί στρατιώτες, με αποτέλεσμα να μείνει έγκυος. Αυτό που τη θυμώνει είναι που το παιδί της θα μεγαλώσει χωρίς πατέρα, καθώς και το γεγονός ότι η ίδια δεν έχει ιατρική περίθαλψη. Όπως λέει χαρακτηριστικά, κάθε φορά που αρρωσταίνει, προσεύχεται στο Θεό να της χαρίσει υγεία, επειδή η ίδια δεν έχει τα μέσα να φροντίσει τον εαυτό της. Ωστόσο, η Janet δε μετανιώνει που έφυγε από τον LRA: "Αν και η ζωή είναι σκληρή, είναι καλύτερα εδώ" παραδέχεται, καθώς "εκεί ήμαστε συνέχεια σε πόλεμο και όλο τρέχαμε. Δεν έχω πλέον τόσο θυμό μέσα μου, όσο τότε".
Η Jennifer Apio ήταν 10 ετών, όταν την απήγαγαν οι αντάρτες τον Οκτώβριο του 1992. "Με απήγαγαν το βράδυ από το σπίτι του θείου μου. Μπόρεσα να τρέξω και κρύφτηκα, όμως ανάγκασαν την αδερφή μου να τους δείξει πού κρυβόμουν. Με έδειραν, επειδή κρύφτηκα" θυμάται η ίδια. Με τους αντάρτες έζησε για μια δεκαετία. Δε σκότωσε ποτέ, άλλα έκανε κυρίως αγροτικές δουλειές, ενώ έμαθε να κλέβει. Η μητέρα της της έχει πει ξεκάθαρα ότι την αγαπάει λιγότερα από τ' αδέρφια της, ενώ ο μεγαλύτερος αδερφός της την αποκαλεί "πόρνη", επειδή όταν γύρισε πίσω είχε μαζί της ένα παιδί.
Σε ηλικία 15 ετών, η Jennifer είχε παντρευτεί έναν αντάρτη στρατηγό, ο οποίος αργότερα σκοτώθηκε,. Στο στρατόπεδο υποδοχής, γνώρισε και παντρεύτηκε τον Christopher Oyat, ένα αγόρι που επίσης είχε απαχθεί από τους αντάρτες, με τον οποίο ζουν μαζί μέχρι σήμερα. Η Jennifer είναι η μοναδική από τις γυναίκες που συνάντησε ο Έλισον και είναι σήμερα παντρεμένη.
Ο Cristopher καταγγέλλει την κυβέρνηση της χώρας του ότι δεν έκανε τίποτε για πρώην αντάρτες σαν εκείνον "εκτός από το να μας χορηγήσει αμνηστία, να μας δώσει ένα στρώμα, κουβέρτες και λίγα ρούχα για ν' αρχίσουμε μια νέα ζωή. Πολλοί λευκοί έχουν δωρίσει στην κυβέρνηση χρήματα για μας, όμως ποτέ δεν έχουν φτάσει", δηλώνει. "Κάποιοι άνθρωποι λένε ότι όσοι επιστρέφουν είναι τυχεροί, επειδή πήραν κάποια βοήθεια. Όμως για ένα αυτό δεν είναι τύχη. Τυχερός είσαι, όταν κάποιος σου δίνει γη και υπάρχει ένα σπίτι χτισμένο για σένα" προσθέτει στα λεγόμενα του συζύγου της και η ίδια η Jennifer.
Η πιο συγκινητική ιστορία είναι αυτή της Mary Achege. Ήταν 6 ετών, όταν την απήγαγαν οι αντάρτες. Βρισκόταν στη βρύση, όταν τους είδε να πλησιάζουν και να της ζητάνε να μην τρέξει. Τα πρώτα τρία χρόνια φρόντιζε απλά τα μωρά του αρχηγού, όμως στη συνέχεια έλαβε στρατιωτική εκπαίδευση, οπότε άρχισε να κλέβει, να πολεμάει και να σκοτώνει. Σε ηλικία 12 ετών παντρεύτηκε με το ζόρι, ενώ από το γάμος της απέκτησε παιδιά, τα οποία, όμως, μισεί η μητέρα της. Πολλοί είναι οι άνθρωποι που την αγνοούν, επειδή νομίζουν ότι η Mary ευθύνεται προσωπικά για το συγγενή ή το φίλο τους που έχασαν κάποια στιγμή από τις δυνάμεις των ανταρτών.
Όπως και τ' άλλα κορίτσια που μίλησαν στον Έλισον, και η Mary βασανιζόταν τα πρώτα χρόνια από τα "cen" τις τύψεις που την κυνηγούσαν με τη μορφή των ανθρώπων που σκότωσε κατά καιρούς. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της, τα οράματα σταμάτησαν, όταν άρχισε να πηγαίνει στην εκκλησία, οπότε κι έγινε ξαναγεννημένη χριστιανή. Αυτό δε σημαίνει, όμως, ότι η ζωή της είναι εύκολη - κάθε άλλο. Τον καιρό που βρισκόταν στους αντάρτες, η Mary κόλλησε HIV, ενώ σήμερα δυσκολεύεται να ακολουθήσει την απαιτούμενη φαρμακευτική αγωγή. Το τοπικό κέντρο υγείας έχει συχνά έλλειψη φαρμάκων ακόμη και για 3 ολόκληρους μήνες, με αποτέλεσμα να πρέπει να ταξιδεύει με λεωφορείο μέχρι μια γειτονική πόλη, το Kalongo. Ωστόσο, το εισιτήριο είναι ακριβό και αντιστοιχεί στο μισθό μιας εβδομάδας, με αποτέλεσμα να μένει χωρίς φάρμακα, όταν τα λεφτά δεν της φτάνουν.
"Οι περισσότεροι από εμάς που επιστρέψαμε, αφεθήκαμε στην τύχη μας και κανείς δε νοιάζεται για μας" υποστηρίζει η νεαρή γυναίκα, που παραμένει ακόμη αναποφάσιστη αν άξισε ο κόπος να εγκαταλείψει τους αντάρες και να γυρίσει πίσω: "Η ζωή είναι καλύτερη στο σπίτι, υπό την έννοια ότι τα προβλήματα από τις συνεχείς ενέδρες του στρατού της Ουγκάντα και τις αεροπορικές επιθέσεις δε συνεχίζονται. Αλλά σε ό,τι αφορά τη φροντίδα των παιδιών μου, η ζωή ήταν καλύτερη εκεί, επειδή μπορούσες ν' αρπάξεις τα πράγματα που χρειαζόσουν δια ης βίας, ενώ εδώ πρέπει να σκάβεις τη γη των άλλων".
Για περισσότερες πληροφορίες, επισκεφθείτε την ιστοσελίδα www.dwogpaco.com.
Επίσης, στο ola-ta-kala.blogspot.com δημοσιεύτηκε τον περασμένο Φεβρουάριο η συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ένα πρώην παιδί στρατιώτης (αγόρι) από το Μπουρουντί και η οποία είχε δημοσιευτεί στη γερμανική εφημερίδα Die Welt. Η συνέντευξη εκείνη είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική για την πρώτη φορά που σε ηλικία 13 ετών, το παιδί χρειάστηκε να σκοτώσει έναν αιχμάλωτο. Διαβάστε περισσότερα κάνοντας κλικ εδώ.
Εξίσου ενδιαφέρον παρουσιάζει η ομιλία ενός πρώην παιδιού-στρατιώτη στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ το Νοέμβριο του 2001, την οποία μπορείτε να διαβάσετε κάνοντας κλικ εδώ.
Αν και έμεινε μόλις 5 χρόνια στον στρατό των ανταρτών, η πλύση εγκεφάλου που της έγινε ήταν τέτοιου μεγέθους, ώστε να ομολογεί ακόμη και σήμερα πως όποτε βλέπει στρατιώτες του UPDF (του επίσημου στρατού της Ουγκάντας), αισθάνεται την επιθυμία να τους σκοτώσει, κάτι που δεν μπορεί όμως να κάνει, επειδή δεν έχει όπλο. Εξίσου κυνικά ομολογεί ότι πολλές φορές αισθάνεται την επιθυμία να κλέψει άλλους πολίτες. Αυτό της έμαθαν οι αντάρτες, όσον καιρό ζούσε μαζί τους: "Όταν έφυγα από το LRA έχασα το υψηλό κοινωνικό στάτους που είχα... Εκεί έπαιρνες ό,τι χρειαζόσουν, μόνο και μόνο επειδή είχες όπλο. Τώρα, στο σπίτι δεν έχω τον ίδιο σεβασμό".
Βέβαια, αυτό δε σημαίνει ότι δεν έχει και ενοχές, καθώς δηλώνει ότι εξακολουθούν να την κυνηγούν τα πνεύματα των ανθρώπων που σκότωσε, όπως ένα αγόρι που είχαν απαγάγει οι αντάρτες. "Με χτύπησε και το τρύπησα με ξιφολόγχη. Εμφανίζεται (στον ύπνο) σαν λευκός άγγελος δίπλα σ' έναν τάφο. Τότε ξυπνάω, δυσκολεύομαι ν' αναπνεύσω, η καρδιά μου χτυπάει και αρχίζω να κλαίω" αποκαλύπτει η ίδια. Σύμφωνα με τις δοξασίες των ανθρώπων στην Ουγκάντα, πρόκειται για cen, για το πνεύμα ενός ανθρώπου που σκοτώθηκε άδικα κι επιστρέφει για να εκδικηθεί το δολοφόνο του, αυτό που η επιστήμη ονομάζει "τύψεις".
Η Alice, όπως και τα υπόλοιπα παιδιά-στρατιώτες που επιστρέφουν στο σπίτι τους, αντιμετώπιζε προβλήματα με την οικογένεια της - πέραν από τις προκαταλήψεις των άλλων ανθρώπων. Ο πατέρας της ήθελε να την παντρέψει μ' ένα φίλο του στρατιωτικό, τον οποίο, όμως, η Alice μισούσε. Μάλιστα, ο πατέρας της την ανάγκασε να κοιμηθεί μαζί του με αντάλλαγμα ένα σαπούνι, ένα ποδήλατο και 30.000 σελίνια, δηλαδή 12 δολάρια. Οι πιο ηλικιωμένοι της οικογένειας, οι "αρχηγοί" κατά κάποιον τρόπο, τιμώρησαν τον φριχτό αυτόν πατέρα, όμως η Alice έμεινε έγκυος και ο πατέρας του παιδιού την εγκατέλειψε, επειδή θα γεννούσε έναν αντάρτη, όπως την κατηγορούσε.
Η νεαρή κοπέλα αντιμετωπίζει ιατρικά προβλήματα εξ αιτίας των βαριών όπλων που ήταν αναγκασμένη να κουβαλάει τα χρόνια που ζούσε με τους άνδρες του LRA, αλλά και των βιασμών που υπέστη την περίοδο εκείνη. Ωστόσο, εκείνο για το οποίο η ίδια ντρέπεται περισσότερο είναι που δεν έλαβε καμία μόρφωση, ενώ δεν μπορεί ούτε καν να διαβάσει. "Ρωτάω τους ανθρώπους έξω από την Ουγκάντα: Τι μπορείτε να κάνετε για μας; Εμείς ήδη είμαστε τυφλοί, επειδή αν δεν μπορείς να διαβάσεις είσαι τυφλός. Τι μπορούν οι ξένοι να κάνουν για μας; Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς, για να γίνουμε σαν τους άλλους;" είναι η κραυγή αγωνίας της.
Η Christine Adung απήχθη το 1992 σε ηλικία 13 ετών την ώρα που επέστρεφε στο σπίτι της από το σχολείο. Η ίδια υποστηρίζει ότι σκότωσε μόνο έναν άνθρωπο και ότι το κύριο καθήκον της ήταν να μεταφέρει αποσκευές. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι το στίγμα έχει φύγει από πάνω της. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να την προσβάλλουν, όποτε τη συναντούν. Οι άνδρες την πλησιάζουν μόνο όταν πέσει το σκοτάδι, για να μην στιγματιστούν μαζί κι εκείνοι, ενώ κάθε φορά που την αφήνει κάποιος έγκυο, αμέσως την εγκαταλείπει. Συνολικά, η Christine έχει 5 παιδιά ηλικίας από 3 μέχρι 16 ετών, όλα από διαφορετικούς πατεράδες. Ο μεγαλύτερος γιος της γεννήθηκε την περίοδο που βρισκόταν με τους αντάρτες, με αποτέλεσμα να κατηγορείται συχνά ως "το παιδί του αντάρτη". "Θέλω να σπουδάσω τα παιδιά μου, για να κάνουν κάτι καλύτερο και να μη σκάβουν χωράφια σαν εμένα. Τουλάχιστον, θα το προσπαθήσω όσο περισσότερο μπορώ" λέει μπροστά στην κάμερα η Christine. Πόσο εύκολο, όμως, είναι να ξεφύγει από τις προκαταλήψεις του κόσμου, που θα της επιτρέψουν να κάνει τ' όνειρο της πραγματικότητα;
Για πολύ καιρό, οι άνθρωποι του χωριού όπου ζει η ίδια, κατηγορούσαν αυθαίρετα την Christine, ότι έπασχε από τον ιό του HIV. Χωρίς η ίδια να έχει υποβληθεί σε οποιαδήποτε ιατρική εξέταση, οι άνθρωποι κατέληξαν σ' αυτό το συμπέρασμα, μόνο και μόνο επειδή ο άντρας της είχε πεθάνει ξαφνικά, όπως και το παιδί που εκείνος είχε αποκτήσει από μια άλλη γυναίκα. Οι κατηγορίες εναντίον της ήταν τόσο έντονες, ώστε τις πίστεψε ακόμη και η ίδια, ότι μάλλον πάσχει από την ασθένεια αυτή, χωρίς όμως να το έχει πιστοποιήσει κάποιος γιατρός. Την πρώτη φορά που την επισκέφθηκε ο Έλισον, η Christine ήταν έγκυος για έκτη φορά και του δήλωνε με δάκρυα στα μάτια πόσο φοβόταν να πάει για εξετάσεις. Όταν, τελικά βρήκε το θάρρος να το κάνει, τον Ιούλιο του 2011, το τεστ βγήκε αρνητικό. Δεν έπασχε από HIV, όπως οι κοινωνικές προλήψεις την είχαν οδηγήσει να πιστεύει. "Αν είχα ακούσει τους ανθρώπους, θα είχε αυτοκτονήσει" παραδέχεται στην κάμερα.
Αυτό, πάντως, από το οποίο δύσκολα μπορεί να ξεφύγει, είναι, όπως και στην περίπτωση της Alice Oyella, από τα cen. "Το πνεύμα μ' επισκέφθηκε, όταν πήγα να μαζέψω ξύλα. Χάθηκα στην άγρια φύση και μύριζα κάτι παράξενο. Εκεί κοντά ήταν ένας δρόμος. κάποιος με ρώτησε τι περίμενα και απάντησα ότι χάθηκα. Είδα καπνό γύρω μου και μου είπαν ότι τα μάτια μου ήταν πρησμένα. Ξαφνικά, κάτι άρχισε να κινείται στο σώμα μου. Έτρεμα και λιποθύμησα. Όταν ξύπνησα, ήμουν γυμνή και δεμένη σ' ένα δέντρο. Με έλυσαν και με δέχτηκαν στην κοινότητα. Όταν μετά άκουγα ξανά φωνές, με ξαναέδεσαν". Την επισκέφθηκε ένας ajwaka (μάγος θεραπευτής), η ίδια πήγε στην εκκλησία, όμως παραδέχεται ότι εξακολουθεί να βλέπει εφιάλτες τη νύχτα.
Η Janet Aciro από το χωριό Lira της βόρειας Ουγκάντα απήχθη από μέλη του LRA το 2998 σε ηλικία 9 ετών, ενώ απέδρασε το Μάρτιο του 2010, ύστερα από 12 ολόκληρα χρόνια. Η κύρια αποστολή της ήταν να φροντίζει τα μωρά, να μαγειρεύει και να πλένει τα ρούχα, ενώ σε ηλικία 15 ετών παντρεύτηκε έναν από τους στρατηγούς των ανταρτών. Καταγγέλλει πως, όταν επέστρεψε στο χωριό της, τη βίασαν 3 κυβερνητικοί στρατιώτες, με αποτέλεσμα να μείνει έγκυος. Αυτό που τη θυμώνει είναι που το παιδί της θα μεγαλώσει χωρίς πατέρα, καθώς και το γεγονός ότι η ίδια δεν έχει ιατρική περίθαλψη. Όπως λέει χαρακτηριστικά, κάθε φορά που αρρωσταίνει, προσεύχεται στο Θεό να της χαρίσει υγεία, επειδή η ίδια δεν έχει τα μέσα να φροντίσει τον εαυτό της. Ωστόσο, η Janet δε μετανιώνει που έφυγε από τον LRA: "Αν και η ζωή είναι σκληρή, είναι καλύτερα εδώ" παραδέχεται, καθώς "εκεί ήμαστε συνέχεια σε πόλεμο και όλο τρέχαμε. Δεν έχω πλέον τόσο θυμό μέσα μου, όσο τότε".
Η Jennifer Apio ήταν 10 ετών, όταν την απήγαγαν οι αντάρτες τον Οκτώβριο του 1992. "Με απήγαγαν το βράδυ από το σπίτι του θείου μου. Μπόρεσα να τρέξω και κρύφτηκα, όμως ανάγκασαν την αδερφή μου να τους δείξει πού κρυβόμουν. Με έδειραν, επειδή κρύφτηκα" θυμάται η ίδια. Με τους αντάρτες έζησε για μια δεκαετία. Δε σκότωσε ποτέ, άλλα έκανε κυρίως αγροτικές δουλειές, ενώ έμαθε να κλέβει. Η μητέρα της της έχει πει ξεκάθαρα ότι την αγαπάει λιγότερα από τ' αδέρφια της, ενώ ο μεγαλύτερος αδερφός της την αποκαλεί "πόρνη", επειδή όταν γύρισε πίσω είχε μαζί της ένα παιδί.
Σε ηλικία 15 ετών, η Jennifer είχε παντρευτεί έναν αντάρτη στρατηγό, ο οποίος αργότερα σκοτώθηκε,. Στο στρατόπεδο υποδοχής, γνώρισε και παντρεύτηκε τον Christopher Oyat, ένα αγόρι που επίσης είχε απαχθεί από τους αντάρτες, με τον οποίο ζουν μαζί μέχρι σήμερα. Η Jennifer είναι η μοναδική από τις γυναίκες που συνάντησε ο Έλισον και είναι σήμερα παντρεμένη.
Ο Cristopher καταγγέλλει την κυβέρνηση της χώρας του ότι δεν έκανε τίποτε για πρώην αντάρτες σαν εκείνον "εκτός από το να μας χορηγήσει αμνηστία, να μας δώσει ένα στρώμα, κουβέρτες και λίγα ρούχα για ν' αρχίσουμε μια νέα ζωή. Πολλοί λευκοί έχουν δωρίσει στην κυβέρνηση χρήματα για μας, όμως ποτέ δεν έχουν φτάσει", δηλώνει. "Κάποιοι άνθρωποι λένε ότι όσοι επιστρέφουν είναι τυχεροί, επειδή πήραν κάποια βοήθεια. Όμως για ένα αυτό δεν είναι τύχη. Τυχερός είσαι, όταν κάποιος σου δίνει γη και υπάρχει ένα σπίτι χτισμένο για σένα" προσθέτει στα λεγόμενα του συζύγου της και η ίδια η Jennifer.
Η πιο συγκινητική ιστορία είναι αυτή της Mary Achege. Ήταν 6 ετών, όταν την απήγαγαν οι αντάρτες. Βρισκόταν στη βρύση, όταν τους είδε να πλησιάζουν και να της ζητάνε να μην τρέξει. Τα πρώτα τρία χρόνια φρόντιζε απλά τα μωρά του αρχηγού, όμως στη συνέχεια έλαβε στρατιωτική εκπαίδευση, οπότε άρχισε να κλέβει, να πολεμάει και να σκοτώνει. Σε ηλικία 12 ετών παντρεύτηκε με το ζόρι, ενώ από το γάμος της απέκτησε παιδιά, τα οποία, όμως, μισεί η μητέρα της. Πολλοί είναι οι άνθρωποι που την αγνοούν, επειδή νομίζουν ότι η Mary ευθύνεται προσωπικά για το συγγενή ή το φίλο τους που έχασαν κάποια στιγμή από τις δυνάμεις των ανταρτών.
Όπως και τ' άλλα κορίτσια που μίλησαν στον Έλισον, και η Mary βασανιζόταν τα πρώτα χρόνια από τα "cen" τις τύψεις που την κυνηγούσαν με τη μορφή των ανθρώπων που σκότωσε κατά καιρούς. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της, τα οράματα σταμάτησαν, όταν άρχισε να πηγαίνει στην εκκλησία, οπότε κι έγινε ξαναγεννημένη χριστιανή. Αυτό δε σημαίνει, όμως, ότι η ζωή της είναι εύκολη - κάθε άλλο. Τον καιρό που βρισκόταν στους αντάρτες, η Mary κόλλησε HIV, ενώ σήμερα δυσκολεύεται να ακολουθήσει την απαιτούμενη φαρμακευτική αγωγή. Το τοπικό κέντρο υγείας έχει συχνά έλλειψη φαρμάκων ακόμη και για 3 ολόκληρους μήνες, με αποτέλεσμα να πρέπει να ταξιδεύει με λεωφορείο μέχρι μια γειτονική πόλη, το Kalongo. Ωστόσο, το εισιτήριο είναι ακριβό και αντιστοιχεί στο μισθό μιας εβδομάδας, με αποτέλεσμα να μένει χωρίς φάρμακα, όταν τα λεφτά δεν της φτάνουν.
"Οι περισσότεροι από εμάς που επιστρέψαμε, αφεθήκαμε στην τύχη μας και κανείς δε νοιάζεται για μας" υποστηρίζει η νεαρή γυναίκα, που παραμένει ακόμη αναποφάσιστη αν άξισε ο κόπος να εγκαταλείψει τους αντάρες και να γυρίσει πίσω: "Η ζωή είναι καλύτερη στο σπίτι, υπό την έννοια ότι τα προβλήματα από τις συνεχείς ενέδρες του στρατού της Ουγκάντα και τις αεροπορικές επιθέσεις δε συνεχίζονται. Αλλά σε ό,τι αφορά τη φροντίδα των παιδιών μου, η ζωή ήταν καλύτερη εκεί, επειδή μπορούσες ν' αρπάξεις τα πράγματα που χρειαζόσουν δια ης βίας, ενώ εδώ πρέπει να σκάβεις τη γη των άλλων".
Για περισσότερες πληροφορίες, επισκεφθείτε την ιστοσελίδα www.dwogpaco.com.
Επίσης, στο ola-ta-kala.blogspot.com δημοσιεύτηκε τον περασμένο Φεβρουάριο η συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ένα πρώην παιδί στρατιώτης (αγόρι) από το Μπουρουντί και η οποία είχε δημοσιευτεί στη γερμανική εφημερίδα Die Welt. Η συνέντευξη εκείνη είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική για την πρώτη φορά που σε ηλικία 13 ετών, το παιδί χρειάστηκε να σκοτώσει έναν αιχμάλωτο. Διαβάστε περισσότερα κάνοντας κλικ εδώ.
Εξίσου ενδιαφέρον παρουσιάζει η ομιλία ενός πρώην παιδιού-στρατιώτη στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ το Νοέμβριο του 2001, την οποία μπορείτε να διαβάσετε κάνοντας κλικ εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου