Στις 14 Νοεμβρίου 1896 συντελέστηκε μια από τις φοβερότερες πλημμύρες στην περιοχή της Αθήνας και του Πειραιά με πολλές καταστροφές και δεκάδες πνιγμούς ανθρώπων. "Σπανίως διά το ήπιόν μας κλίμα ο ουρανός έδειξε τόσον αδυσώπητον και τόσον απειλητικήν μορφήν και σπανίως επιμονώτερον συνωμότητσαν τα νέφη και ποτέ τόσοι ωκεανοί υδάτων δεν εσκέφθησαν να επιπέσουν ενωμένοι επί του ιοστεφάνου, το οποίον μετεβλήθη εις νεφοστέφανον άστυ", έγραφε την επόμενη μέρα η εφημερίδα "Το Άστυ", προτού καλά-καλά γίνει αντιληπτή όλη η έκταση των καταστροφών.
Στο ρεπορτάζ της η εφημερίδα έδινε το χρονικό των καιρικών φαινομένων, όπως αυτά εκτυλίχθηκαν: "Από της 2 μ.μ. η ατμοσφαίρα κατάφορτος ηλεκτρισμού ήρχισε να επιδεικνύη απειλητικάς διαθέσεις. Μετ' ολίγον ψεκάδες χονδρής βροχής και αστραπαί, υπερισχύουσαι του φωτός της ημέρας, προανήγγειλαν επερχομένην την θύελλαν. Ο Υμηττός είχε καλυφθή τόσον από πυκνά και μαύρα σύννεφα, ώστε σχεδόν δεν εφαίνετο διόλου, το σκότος δε καθίστατο επαισθητότερον, ώστε από τας 3 μ.μ. ανήφθησαν οι φανοί των καταστημάτων και των οικιών και αι οδοί ηρημώθησαν.
Αι αστραπαί καθ' όσον η ώρα προυχώρει καθίσταντο πυκνότεραι. Βρονταί ηχηρόταται και κεραυνοί πολυπληθείς διέσχιζον τον ουρανόν, ο οποίος εφαίνετο ως να είχεν ανοίξει όλους τους καταράκτας του. Τα σύννεφα διέτρεχον άνωεθν της πόλεως με ταχύττα δαιμονιώδη, τινά δ' εξ αυτών τόσον χαμηλά, ώστε εκάλυπτον την κορυφήν του Λυκαβητού και το κάτωθεν αυτού μικρόν άλσος των πεύκων.
Τέλος την 3 και 20 ακριβώς ήρχισε πυκνοτάτη χάλαζα, έχουσα μέγεθος λεπτοκαρύου και μετ' αυτήν βροχή πρωτοφανούς ορμής και πυκνότητος. Οι δρόμοι μετά τινα λεπτά της ώρας ήταν αδιάβατοι και η βροχή κοπάσασα επί τινα λεπτά επανελήφθη έπειτα ορμητικωτέρα. Ποταμοί ύδατος εσχηματίσθησαν και εις τα κεντρικώτερα μέρη της πόλεως. Η οδός Ερμού παρείχε θέαμα δρόμου της Βενετίας, εκτισμένου επί διώρυγος, η οδός Σταδίου διεβρέχετο υπό χειμάρρου υδάτων, κατερχομένων μεθ' ορμής από τα υψηλότερα άκρα του Κολωνακίου και της Νεαπόλεως.
Όταν μετά ημίσειαν ώραν η θύελλα όπως δήποτε εκόπασεν ολίγον, εγνώσθη εις την πόλιν ότι καταστροφαί εγένοντο εις την συνοικίαν Βατραχονησίου και εις τα όπισθεν του μεγάρου του Διαδόχου εκ του εκχειλίσαντος Ιλισσού".
Στις 14 Νοεμβρίου 1919 (ιουλιανό ημερολόγιο) και ώρα 10.30΄ π.μ., υπογράφτηκε η συνθήκη του Νεϊγύ, με την οποία η Βουλγαρία παραχωρούσε τη Δυτική Θράκη στην Ελλάδα. Το επίσημο τηλεγράφημα του Αθηναϊκού Πρακτορείου έλεγε τα εξής:
"ΠΑΡΙΣΙΟΙ, 15 Νοεμβρίου.
Η υπογραφή της βουλγαρικής συνθήκης εγένετο χθες την 10.30΄ π.μ. εις την αίθουσαν των τελετών του δημαρχείου Νεγύ.
Η ωραία αυτή αίθουσα, μήκους 25 μέτρων και πλάτους 9, έχει μίαν εξαιρετικήν διακόσμησιν. Μία λεπτομέρεια. Οι Βούλγαροι πληρεξούσιοι εύρον εις την αίθουσαν ταύτην την εικόνα της πριγκηπίσσης Κλημεντίνης, θυγατρός του Βασιλέως της Γαλλίας Λουδοβίκου Φιλίππου και μητρός του Τσάρου Φερδινάνδου της Βουλγαρίας.
Η αίθουσα είχεν επιπλωθή με έδρας και τάπητας θαυμασίως. Το μελανοδοχείον το οποίον εχρησίμευσε διά την υπογραφήν προσεφέρθη υπό της πόλεως του Νεγύ η οποία θα το φυλάξη ως ενθύμιον της τελετής.
Το Αντώτατο Συμβούλιον απεφάσισεν όπως καταρτισθή πρωτόκολλον όπερ θα παρέχη εις τους Ρουμάνους πληρεξουσίους προθεσμίαν 8 ημερών όπως υπογράψουν την συνθήκην μετά της Βουλγαρίας. Και κρατεί πράγματι η γνώμη ότι τα ζητήματα τα αφορώντα την Ρουμανίαν συνθήκην μειονοτικών κλπ. θα διακανονισθούν εν τω μεταξύ.
Ταυτόχρονος προς την συνθήκην της ειρήνης μετά της Βουλγαρίας υπεβλήθη προς υπογραφήν και η σύμβασι μεταναστεύσεως μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας. Επίσης υπεγράφη πράξις διά της οποίας οι Νοτιοσλαύοι πληρεξούσιοι δηλούν ότι η χώρα των αποδέχεται την συνθήκην του Σαιν Ζερμαίν με τας εγγυήσεις περί μειονοψηφιών.
Ο κ. Βενιζέλος θα επανέλθη εις Παρισίους ευθύς ως η Διάσκεψις ή το Ανώτατο Συμβούλιον επαναλάβουν τας εργασίας των".
Στις 14 Νοεμβρίου 1920, δύο εβδομάδες μετά την απροσδόκητη ήττα του στις εκλογές, ο Ελευθέριος Βενιζέλος έφτασε στη Νίκαια της Γαλλίας, ενώ το Αθηναϊκό Πρακτορείο δημοσίευε δηλώσεις του, με τις οποίες επιχειρούσε να εξηγήσει το εκλογικό αποτέλεσμα:
"Παρασυρθείς υπό του ενθουσιασμού και όλος αφοσιωμένος εις το έργον μου, επέβαλον εις την Χώραν μου μίαν λίαν τραχείαν προσπάθειαν. Ποίον Έθνος δεν θα εδείκνυε κόπωσιν, προκειμένου να παραμείνη επιστρατευμένον δύο έτη μετά τον τερματισμόν του πολέμου; Αλλά δεν εσκεπτόμην ειμή εις το να επαναλάβη ο Ελληνισμός κατόπιν ταπεινώσεως αιώνων, την θέσιν του επί των ακτών της Ασίας και της Βαλκανικής χερσονήσου. Εσκεπτόμην ότι ουδεμία θυσία θα ήτο υπερβολική όπως της εξασφαλίση εν ένδοξον μέλλον και την τελικήν ασφάλειαν. Ίσως να ηπατήθην, αλλά νομίζω ότι κατόπιν εμού, ουδεμία άλλη Κυβέρνησις θα δυνηθή ν' ασκήση άλλην πολιτικήν χωρίς να προδώση το καθήκον της έναντι της χώρας".
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ
Στις 14 Νοεμβρίου 1912, η "Πατρίς" δημοσίευσε φωτογραφίες από τη Χίο, η οποία είχε απελευθερωθεί τρεις μέρες νωρίτερα από τον ελληνικό, πολεμικό στόλο.
Στις 14 Νοεμβρίου 1940, η εφημερίδα "Ακρόπολις" δημοσίευσε την πρώτη ανταπόκριση του απεσταλμένου της στο αλβανικό μέτωπο, Άγγελου Περή, ο οποίος φερόταν ως ο μοναδικός Έλληνας δημοσιογράφος, που βρισκόταν στο πεδίο των μαχών.
"Εις το μέτωπο, υπό την βοήν των κανονιών και τους εξαφνικούς ήχους των μηχανών των αεροπλάνων και των εκρηγνυομένων πού και πού βομβών των, ένας δημοσιογράφος εργάζεται υπό τον πυρετόν που δημιουργούν τα μεγάλα και φοβερά γεγονότα, τα εναλασσόμενα κάθε λεπτόν της ώρας και αποτελούντα το πλουσιώτερον ρεπορτάζ, που είνε δυνατόν να υπάρξη διά μίαν εφημερίδα", ξεκινούσε η ανταπόκριση του Περή, την οποία μπορείτε να διαβάσετε όλη εδώ: Η πρώτη πολεμική ανταπόκριση από το αλβανικό μέτωπο, που δημοσιεύτηκε σε ελληνική εφημερίδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου