Όπως θυμόμαστε όλοι από το γυμνάσιο και το λύκειο, στην αρχαία Ελλάδα οι ηθοποιοί ονομάζονταν "υποκριτές". Και μπορεί η συγκεκριμένη λέξη να έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα, ωστόσο το περιεχόμενο της είναι καταφανώς αρνητικά φορτισμένο, σε βαθμό να θεωρείται προσβλητικός χαρακτηρισμός, αν περιγράψουμε κάποιον ως "υποκριτή".
Μια άγνωστη λεπτομέρεια της ιστορίας του ελληνικού θεάτρου υπήρξε η στιγμή εκείνη, που έπρεπε να λυθεί το δίλημμα: "υποκριτής ή ηθοποιός" σε μια εποχή που γενικότερα διεξαγόταν η συζήτηση για τη στενότερη σύνδεση του σύγχρονου ελληνισμού με την αρχαία του κληρονομιά και τον προσδιορισμό της ελληνικής ταυτότητας. Παρενέργεια αυτής της συζήτησης ήταν η προσπάθεια επιβολής μιας "καθαρεύουσας" (καθαρής) γλώσσας με τη χρήση αρχαϊκών λέξεων, πολλές από τις οποίες δεν χρησιμοποιούνταν πλέον από το λαό ή έστω είχαν διαφορετικό περιεχόμενο. Μια από τις λέξεις αυτές ήταν και ο "υποκριτής", που είχε ήδη αποκτήσει μια έντονα αρνητικά φορτισμένη σημασία. Πώς όμως ο "ηθοποιός" γλίτωσε από την επέλαση της καθαρεύουσας και δεν έγινε "υποκριτής";
Ιούλιος 1840. Ύστερα από κάποιες αποτυχημένες απόπειρες, το θέατρο στην Αθήνα βρισκόταν σε κατάσταση ανυπαρξίας. Τότε φτάνει από το Βουκουρέστι ο Κωνσταντίνος Κυριακός Αριστίας, ο οποίος παίρνει πρωτοβουλίες για τη σύσταση Φιλοδραματικής εταιρίας, με σκοπό την υποστήριξη του ελληνικού θεάτρου. Στην εταιρία εκείνη συμμετείχαν οι Γ. Λεβέντης, Ι. Ρίζος, Παναγιώτης Σούτσος, Σπ. Π. Τριανταφύλλης, Π.Σ. Ομηρίδης, Κ. Γκαρμπολάς, Κ.Ν. Γαλάνης, Λουκάς Πύρρος, Γ. Γεννάδιος, Ι.Α. Σωμάκης, Α. Ρ.Ραγκαβής, Δ. Δρόσος, Κ. Δομνάδος, Π.Κ. Ηπίτης, Δ.Ν. Φωτίλας και Κ. Κοκκίδης.
Μετά τη σύστασή της, η Φιλοδραματική Εταιρία εξέδωσε μια πολυσέλιδη πρόσκληση "περί Ελληνικού θεάτρου", σ' ένα σημείο της οποίας γινόταν ειδική αναφορά στο γλωσσικό δίλημμα και διευκρινιζόταν γιατί πρέπει να επικρατήσει και επίσημα η λέξη "ηθοποιός":
"Ηθοποιοί, όχι πλέον υποκριταί. Η λέξις υποκριτής ας μείνη διά τους Ταρτούφους, διά τους εγωιστάς, διά τους ιδιοτελείς λυμεώνας, δι' όλους όσοι, απατώνται και απατώμενοι, κίβδηλοι εκ γενετής, διδασκόμενοι και διδάσκοντες, μετέρχονται την υπόκρισιν. Η λέξις υποκριτής ας μείνη δι' αυτούς και δι' οιονδήποτε άλλον, όστις τολμήσει να εξυβρίση και αυτήν την ωραίαν τέχνην, υποκριτάς επονομάζων τους Ηθοποιούς Έλληνας. Η λέξις υποκριτής αν και αρχαία, αλλ' όχι κατάλληλος εις το πράγμα, κατά την σημερινήν σημασίαν, και μάλιστα τότε, όταν εκείνοι οι της Οικουμένης διδάσκαλοι, ποιηταί μας τραγωδοποιοί, παρίστανον οι ίδιοι τα ποιήματά των, ως άλλοι αυτουργοί θρησκείας τινός, θεμελιωταί και λειτουργοί συγχρόνως. Ο φύσει άξιος του ιστορουμένου ηρωικού προσώπου τραγικός δεν υποκρίνεται, οικειούται το ήθος, ηθοποιεί, πάσχει, αναλίσκεται εις το πάθος του και αποθνήσκει επί σκηνής πολλάκις· αλλ' ο φύσει ανόσιος, φύσει υποκριτής, ποτέ δεν θέλει παραστήσει αξίως τον ευσυνείδητον, τρυφερόν και φιλάνθρωπον χαρακτήρα. Ο φύσει λοιπόν μιαρός είνε και πρέπει να λέγεται υποκριτής· αλλ' ο ευαίσθητος, φιλότεχνος της Μελπομένης γόνος, Ηθοποιός".
[Η μαρτυρία προέρχεται από τον συγγραφέα Νικόλαο Λάσκαρη, που ασχολήθηκε επισταμένως με την ιστορία του θεάτρου στην Ελλάδα. Ο Λάσκαρης είχε αγοράσει το μοναδικό αντίτυπο αυτής της πρόσκλησης και δημοσίευσε τις παραπάνω πληροφορίες σε άρθρο του στην εφημερίδα Αθήναι τον Ιανουάριο του 1915]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου