15 Νοεμβρίου 2016

Ο μυστηριώδης Έλληνας ηθοποιός Κωνσταντίνος Κοντογιάννης, που το 1916 εκτελέστηκε από τους Γάλλους για κατασκοπεία υπέρ των Γερμανών

Η εκτέλεση του Κοντογιάννη στην πρώτη σελίδα της Le Petit Parisien στις 27.05.1916

Όταν μιλάμε για κατασκόπους την περίοδο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, το μυαλό των περισσότερων πηγαίνει στη μνημειώδη Μάτα Χάρι. Ελάχιστοι ίσως γνωρίζουν την ύπαρξη κι ενός Έλληνα κατασκόπου, αν και όχι το ίδιο δαιμόνιου ή πετυχημένου στην κατασκοπευτική του δράση - εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, μιας και συνελήφθη από τους Γάλλους ως πράκτορας των Γερμανών! Ήταν ο Κωνσταντίνος Κοντογιάννης, ένας πρώην ηθοποιός, που τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα έζησε στο εξωτερικό κυνηγώντας μάταια κάποιον μεγάλο ρόλο, που ενίοτε ασχολήθηκε με το εμπόριο, για να καταλήξει να πέσει νεκρός από τις σφαίρες γαλλικού εκτελεστικού αποσπάσματος έχοντας καταδικαστεί για κατασκοπεία σε ηλικία 38 ετών.
Όταν ξέσπασε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος το καλοκαίρι του 1914, ο Κοντογιάννης βρισκόταν στο Βερολίνο σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση. Το γεγονός αυτό (η οικονομική ένδεια και κατ' επέκταση η αναζήτηση εύκολων χρημάτων) σε συνδυασμό με την πολύ καλή γνώση της αγγλικής και της γαλλικής γλώσσας ήταν οι λόγοι που φαίνεται ότι ώθησαν τις γερμανικές αρχές να τον επιλέξουν για κατάσκοπο.

Αρχικά τον έστειλαν στην Αμβέρσα, όπου φαίνεται ότι δεχόταν εντολές από την επικεφαλής του γερμανικού κατασκοπευτικού δικτύου στο Βέλγιο, η οποία ήταν γνωστή με το ψευδώνυμο "Miss Doctor". Από εκεί πήγε στο Παρίσι, ενώ το επόμενο διάστημα θα μοίραζε το χρόνο του σε Γαλλία και Αγγλία συγκεντρώνοντας πληροφορίες για το ηθικό των αμάχων, τις μεταφορές σε διάφορες γαλλικές πόλεις κλπ.

Μια γυναίκα μύησε τον Κοντογιάννη στα μυστικά της κατασκοπείας, αλλά και μια άλλη γυναίκα τον πρόδωσε στις γαλλικές αρχές, οι οποίες τον συνέλαβαν στο Παρίσι στις αρχές του 1916 κατάσχοντας και μια τσάντα του γεμάτη ενοχοποιητικά έγγραφα, που αποδείκνυαν την κατασκοπευτική του δράση.

Στις 16 Μαρτίου εμφανίστηκε ενώπιον του τρίτου πολεμικού συμβουλίου, ενώ την υπέραπισή του ανέλαβε δικηγόρος που διορίστηκε αυτεπάγγελτα. Ο Κοντογιάννης κρίθηκε ομόφωνα ένοχος, διότι "μεταξύ της 15ης Αυγούστου 1914 και της 9ης Δεκεμβρίου 1915 είχε παράσχει στη Γερμανία πληροφορίες σχετικές με τις θέσεις, τη δύναμη και τις κινήσεις των γαλλικών και των συμμαχικών δυνάμεων, τις μεταβιβάσεις στρατιωτών στη Γαλλία και τις αμυντικές εργασίες σε ορισμένα οχυρά, πληροφορίες που θα μπορούσαν να βλάψουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις ή να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των θέσεων ή άλλων στρατιωτικών θεσμών". Σε καιρό πολέμου, η ποινή δεν θα μπορούσε να είναι άλλη παρά η καταδίκη σε θάνατο.

Ο Κοντογιάννης άσκησε έφεση κατά της καταδικαστικής απόφασης, η οποία όμως απορρίφθηκε στις 13 Απριλίου. Λίγες μέρες αργότερα τέθηκε υπό ιατρική παρακολούθηση, καθώς εμφανιζόταν πνευματικά ασταθής. Ωστόσο, οι γιατροί έκριναν ότι είχε πλήρη συνείδηση, άρα η ποινή μπορούσε να εκτελεστεί κανονικά.

Ο ίδιος φαίνεται να έπεισε τον εαυτό του ότι η θανατική καταδίκη του δεν θα εκτελούταν ποτέ στην πράξη. Έτσι, η έκπληξή του ήταν μεγάλη όταν στις 2.30 το πρωί της 26ης Μαΐου 1916, εμφανίστηκαν στο κελί του πέντε αξιωματούχοι μαζί μ' έναν γιατρό, οι οποίοι τον ενημέρωσαν ότι "η ώρα της εξιλέωσης έφτασε". Ντύθηκε αργά αργά, ζητώντας να του δώσουν το περιθώριο να κάνει δηλώσεις, ενώ σε κάποια στιγμή ρώτησε τους αξιωματικούς: "Ώστε επιμένετε να με εκτελέσετε;"

Στις 4 το πρωί, ο Κοντογιάννης έφτασε στον τόπο της εκτέλεσης, όπου έβαλε τις φωνές: "Διαμαρτύρομαι! Διαμαρτύρομαι!". Του έδεσαν τα μάτια, όμως εκείνος έσκισε το μαντήλι με τα χέρια του και προσπάθησε μάταια ν' απευθυνθεί στους στρατιώτες, που αποτελούσαν το εκτελεστικό απόσπασμα. Οι περισσότερες γαλλικές εφημερίδες έγραψαν ότι περιορίστηκε απλά να πει "Γενναίοι Γάλλοι στρατιώτες", ενώ υπήρχαν και δημοσιεύματα - μάλλον αποκυήματα φαντασίας - που υποστήριζαν ότι τα τελευταία του λόγια ήταν "Η Ελλάδα θα σας εκδικηθεί".

Δώδεκα σφαίρες έγραψαν το τέλος, όταν το ρολόι έδειχνε 4.50΄ το πρωί. Ο γιατρός πιστοποίησε το θάνατο του Κοντογιάννη, το άψυχο σώμα του οποίου θάφτηκε στο νεκροταφείο του Βενσέν.


Η Ελλάδα όχι απλά δεν εκδικήθηκε το θάνατο του Κοντογιάννη, αλλά η εκτέλεσή του πέρασε απαρατήρητη. Κάποια μικρή δημοσιότητα είχε δοθεί λίγους μήνες νωρίτερα, όταν είχε εκδοθεί η καταδικαστική σε βάρος του απόφαση. Τότε οι εφημερίδες εμφανίζονταν έκπληκτες.

"Ποιος άρα γε να είνε ο Έλλην ηθοποιός Κοντογιάννης όστις συνελήφθη εν Παρισίοις ως κατάσκοπος των Γερμανών και ομολογήσας την πράξιν του κατεδικάσθη υπό του Γαλλικού Στρατοδικείου; Είνε πράγματι Έλλην ηθοποιός και μάλιστα Κοντογιάννης;" αναρωτιόταν το Εμπρός, που υποστήριζε ότι "Τουλάχιστον εδώ κανείς δεν γνωρίζει ηθοποιόν υπό τοιούτον όνομα".

Υπήρχε μάλιστα και μια γενική σύγχυση για τον τόπο καταγωγής του. Ενώ τα γαλλικά φύλλα έγραφαν ότι ο Κωνσταντίνος Κοντογιάννης είχε γεννηθεί στη Λευκάδα, κάποιες ελληνικές εφημερίδες προσδιόρισαν ως πιθανό τόπο καταγωγής του δυο νησιά του Αιγαίου, τη Σύμη και την Κάλυμνο, η δε εφημερίδα Πατρίς έσπευσε να αποκαταστήσει την "αλήθεια περί ενός κατασκόπου" ισχυριζόμενη ότι ο Κοντογιάννης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Τεργέστη από μητέρα Αυστριακή και ότι μάλιστα είχε δύο αδερφούς, οι οποίοι υπηρετούσαν στον αυστριακό στρατό ως αξιωματικοί!

Αν εξαιρέσουμε την ασάφεια σχετικά με τον ακριβή τόπο καταγωγής του Κοντογιάννη, σε γενικές γραμμές η στάση του ελληνικού τύπου απέναντί του ήταν μάλλον υποκριτική. Δεν χρειάζεται ν' ανατρέξουμε πολλά χρόνια πίσω. Τον Ιανουάριο του 1914, δηλαδή λίγους μήνες πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, ένα χρονογράφημα του Σωτήρη Σκίπη στην εφημερίδα Σκριπ ήταν αφιερωμένο στον "κακό ηθοποιό, αδέξιο βιοπαλαιστή [και] μικροαγύρτη τυχοδιώκτη" Κοντογιάννη.

Αφορμή για το τότε ξέσπασμα του Σκίπη ήταν ένα άρθρο σε γερμανική εφημερίδα, το οποίο υπέγραφε ο Κοντογιάννης καταφερόμενος εναντίον των Ελλήνων στρατιωτών. Χωρίς να ασχολείται περισσότερο με το συγκεκριμένο άρθρο, ο Σκίπης θυμόταν μια συνάντηση που είχε με τον ηθοποιό το 1911, όταν εκείνος είχε πρωτοέρθει "από πατριωτισμό να εργασθεί στην Ελλάδα" αφήνοντας πίσω μια αμφίβολη καριέρα στα θέατρα του Βερολίνου και συμμετέχοντας στο θίασο της Κυβέλης. Όπως θυμόταν ο ποιητής, ο Κοντογιάννης του είχε κάνει παράπονα ότι "Ο κύριος Τεοντωρίντη [σ.σ. ο Θεοδωρίδης, θεατρικός επιχειρηματίας και σύζυγος της Κυβέλης] είναι κακό άνθρωπο και με ζηλεύει. Δεν με πληρώνει παρά εκατό δραχμάς το μήνα", όταν ο ίδιος πίστευε ότι άξιζε για..δύο χιλιάδες φράγκα!

Εξάλλου, κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων, πολλές αθηναϊκές εφημερίδες είχαν θυμηθεί τον πρώην ηθοποιό του θιάσου της Κυβέλης, ο οποίος φερόταν τότε να ακολουθεί τον ελληνικό στρατό πουλώντας μικροπράγματα, όπως τσιγάρα, βελόνες, κουμπιά κλπ. Πώς μέχρι το 1916 τον είχαν ξεχάσει εντελώς σε σημείο ν' αναρωτιούνται "ποιος είναι αυτός ο Κοντογιάννης" παραμένει απορίας άξιο!

Ωστόσο, η ξεχασμένη σήμερα υπόθεση κατασκοπείας του Κωνσταντίνου Κοντογιάννη είχε κάνει το γύρο του κόσμου, καθώς ασχολήθηκαν εφημερίδες μέχρι και στη Νέα Ζηλανδία για την περίπτωση του "Έλληνα κατασκόπου" - ίσως γιατί ο συνδυασμός των ιδιοτήτων του κατασκόπου και του ηθοποιού (έστω και ατάλαντου) ήταν και είναι αρκετά ιντριγκαδόρικος από μόνος του. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου