Η
εγγραφή της Ιωάννας Στεφανόπολι, της πρώτης γυναίκας φοιτήτριας σε ελληνικό
πανεπιστήμιο, τον Οκτώβριο του 1890 δεν προκάλεσε ιδιαίτερες αντιδράσεις μεταξύ
των συμφοιτητών της γένους αρσενικού. Όπως έγραφε τότε η Εφημερίδα των Κυριών,
«Οι φοιτηταί της φιλολογικής σχολής, ου
μόνον ουδαμώς εφάνησαν εκπλαγέντες διά το πρωτοφανές, της εν ταις παραδόσεσιν
αυτών φοιτήσεως γυναικός, αλλά μετά σεβασμού και υπερηφανείας εδέχθησαν την
πνευματικήν αυτών αδελφήν, πιστοποιούντες ούτω την περί του ευγενούς χαρακτήρος
του Έλληνος φοιτητού....». Ακολούθησαν οι εγγραφές και άλλων φοιτητριών, οι
οποίες εντάχθηκαν επίσης ομαλά στην πανεπιστημιακή κοινότητα, ώστε το
Φεβρουάριο του 1895, η Καλιρρόη Παρρέν σχολίαζε (και πάλι) στην Εφημερίδα των
Κυριών ότι «απαρατήρητος σχεδόν
παρέρχεται από το πολύ κοινόν η φοίτησις γυναικών εν τω ημετέρων Πανεπιστημίω».
Το σχόλιο αυτό ενδεχομένως να αποτύπωνε την πραγματικότητα, όπως ήταν
διαμορφωμένη στο μοναδικό – τότε – Πανεπιστήμιο της χώρας, όμως λίγους μήνες
αργότερα θα αποδεικνυόταν ότι για ορισμένους φοιτητές οι συμφοιτήτριές τους
αποτελούσαν κόκκινο πανί.
Τον
Οκτώβριο του 1895, η πανεπιστημιακή κοινότητα έζησε στιγμές απίστευτου κάλλους
με τον ξεσηκωμό κάποιων φοιτητών της ιατρικής σχολής στους χώρους του Χημείου
και του Ανατομείου. Αυτοί φιλοδοξούσαν βέβαια να γίνουν θετικοί επιστήμονες,
όμως οι αντιλήψεις τους ήταν τόσο πρωτόγονες, ώστε έθεσαν τις συμφοιτήτριές
τους υπό διωγμό με ποδοκρουσίες, ραβδοκρουσίες, σφυρίγματα, φωνές και κραυγές
μέσα στις αίθουσες από τη στιγμή που η πρώτη γυναίκα τολμούσε να πατήσει το
πόδι της στο πανεπιστήμιο και μέχρι την έναρξη των παραδόσεων, ενώ μια μέρα ομάδα
φοιτητών βανδάλισε την πανεπιστημιακή αίθουσα αποσπώντας την καρέκλα, που
προοριζόταν για τις φοιτήτριες, και περιφέροντάς τη σαν τρόπαιο.
«Οι φοιτηταί, ως φαίνεται, διά παντός μέσου
σκοπούσι την παρεμπόδισιν της ακροάσεως εις τας φοιτητρίας. Διατί; Τας
φοβούνται;» αναρωτιόταν η εφημερίδα Το Άστυ στις 25 Οκτωβρίου 1895. Γενικά, τα δημοσιεύματα
του τύπου ήταν έντονα επικριτικά απέναντι σε τέτοιες απολίτιστες και
οπισθοδρομικές συμπεριφορές, με μοναδική εξαίρεση μια ασήμαντη εφημερίδα, που
άκουγε στο όνομα Μηνύτωρ. Αυτή σχολίαζε στις 28 Οκτωβρίου 1895: «Πέτρα Πανεπιστημιακού σκανδάλου κατήντησαν
αι κυρίαι φοιτήτριαι. Μη αρκούμεναι εις την εξαιρετικήν θέσιν ην επιμόνως κατά
τας παραδόσεις καταλαμβάνουσι μεταχειρίζονται μέτρα εξαγριούντα ευλόγως τους φοιτητάς».
Ποιο
ήταν το σκάνδαλο κατά την εφημερίδα; Ότι ορισμένοι άνδρες φοιτητές τις υπερασπίζονταν
χρησιμοποιώντας ρόπαλα για να αποκρούσουν... τα ρόπαλα εκείνων που δεν τις ήθελαν
στις παραδόσεις! Άλλωστε, οι ταραχές διακόπτονταν με την είσοδο του καθηγητή
και την παρέμβαση κάποιου αξιωματικού ή φοιτητών που υποστήριζαν και
υπερασπίζονταν τις συμφοιτήτριές τους, ενώ δεν έλειπαν οι φοιτητικοί εμφύλιοι
με μαγκούρες στο προαύλιο του Πανεπιστημίου.
Η
κατάσταση εξομαλύνθηκε, όταν – μετά από ολιγοήμερη σιωπή – η πρυτανεία του
Εθνικού Πανεπιστημίου εξέδωσε ανακοίνωση, με την οποία επέπληττε τους ταραξίες
λέγοντας μεταξύ άλλων: «[..] Δεν αρμόζει
εις φοιτητάς του Πανεπιστημίου να προσβάλλωσι δικαιώματα άλλων, αυτοί οίτινες
πρέπει να δεικνύωσι το παράδειγμα της ευλαβείας και της υπακοής εις τους νόμους.
Έπειτα είνε ατοπώτατα τα ατακτήματα
ταύτα, διότι η κατά γυναικών επίθεσις δεν συμβιβάζεται προς την γενναιοφροσύνην
και την ευγένειαν, ην οφείλουσιν άνδρες προς το γυναικείον φύλον, το οποίον ευ ηγμένοι
άνδρες ου μόνον δεν πρέπει να υβρίζωσιν, αλλά και υβριζόμενοι να υποστηρίζωσι
παντί σθένει. Τούτο είνε ανεγνωρισμένον αξίωμα εν πάση πεπολιτισμένη κοινωνία
[..]».
Οι
υπεύθυνοι των επεισοδίων ούτε τιμωρήθηκαν ούτε καν αναζητήθηκαν, αλλά η
ομαλότητα επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο. Ή μήπως όχι; Γιατί στο μεταξύ είχαν
προκύψει αντιπαραθέσεις μεταξύ των αρρένων φοιτητών, που είχαν εκ διαμέτρου
αντίθετες αντιλήψεις στο ζήτημα που δημιουργήθηκε. Κάποιες φορές οι
αντιπαραθέσεις αυτές απέκτησαν και προσωπικό χαρακτήρα.
16
Νοεμβρίου 1895, γύρω στις 8.30΄ το πρωί, στα προπύλαια του Χημείου. Ο
Παναγιώτης Καζάκος, φοιτητής Ιατρικής με καταγωγή από τη Δημητσάνα, πυροβόλησε
και τραυμάτισε στην αριστερή ωμοπλάτη τον 23χρονο Γεώργιο Τόμπρο (ή Ντόμπρο), φοιτητή
Φαρμακευτικής και παράλληλα μαθητευόμενο σε φαρμακείο της Αθήνας, με καταγωγή από
τις Κυδωνιές της Μικράς Ασίας, ο πατέρας του οποίου ήταν παλιότερα γυμνασιάρχης
στην Κεφαλονιά και το τελευταίο διάστημα δίδασκε σε ιδιωτικό σχολείο της
πρωτεύουσας.
Οι ρίζες της φιλονικίας μεταξύ των
δύο νέων βρίσκονται στα επεισόδια του Οκτωβρίου. Ο Καζάκος ήταν μεταξύ των φοιτητών
που δεν επιθυμούσαν την παρουσία γυναικών στο πανεπιστήμιο, ενώ ο Τόμπρος τις υπερασπιζόταν.
Η μεταξύ τους ένταση συνεχίστηκε με διαμάχες και εκτός του πανεπιστημίου με
αποκορύφωμα την απόπειρα δολοφονίας του Τόμπρου από τον Καζάκο.
Σύμφωνα με μία εκδοχή, εκείνο το
πρωινό ο Τόμπρος ζήτησε από τον Καζάκο το λόγο, επειδή τον έβριζε με ανάρμοστες
εκφράσεις στα καφενεία, όπου σύχναζαν οι φοιτητές. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, οι
δυο τους τσακώθηκαν – για πολλοστή φορά – μέσα στην αίθουσα πριν την έναρξη της
παράδοσης και βγήκαν έξω για να λύσουν τις διαφορές τους. Μόλις ο Τόμπρος γύρισε
την πλάτη και άρχισε ν’ ανεβαίνει ήσυχος τη σκάλα θεωρώντας το ζήτημα λήξαν, ο
Καζάκος έβγαλε περίστροφο και πυροβόλησε τραυματίζοντας στην αριστερή ωμοπλάτη
τον ανύποπτο φοιτητή, ο οποίος σωριάστηκε στο πάτωμα και οδηγήθηκε από τους
συμφοιτητές του στο Δημοτικό νοσοκομείο. Ο Καζάκος τό βαλε στα πόδια, όμως λίγη
ώρα αργότερα συνελήφθη και οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα Νεαπόλεως.
Για ακόμη μια φορά, τα αντανακλαστικά
της Πρυτανείας αποδείχτηκαν αργά. Μια εβδομάδα μετά τη δολοφονική απόπειρα
αποφασίστηκε η διεξαγωγή έρευνας για τις συνθήκες του επεισοδίου, ενώ με την τοιχοκόλληση
μιας ανακοίνωσης υπενθυμιζόταν απλά στους φοιτητές ότι έπρεπε να συμμορφωθούν με την
αστυνομική διάταξη, που απαγόρευε την οπλοφορία. Τελικά, λίγες μέρες αργότερα,
με κοινή απόφαση της Ακαδημαϊκής Συγκλήτου και του υπουργείου Παιδείας, ο
Καζάκος διαγράφηκε οριστικά από το Μητρώο του Πανεπιστήμιου. Όπως δε σημείωσε η
εφημερίδα Καιροί (08.12.1895), «πρώτην
φοράν επιβάλλεται εις φοιτητήν παρομοία ποινή από της συστάσεως του
Πανεπιστημίου» το Μάιο του 1837.
Διαβάστε ακόμη:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου