Μεγαλύτερος αδερφός της Σοφίας
Μινέικο, θείος του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, τον οποίο όμως έζησε ελάχιστα, καθώς έφυγε από την ζωή το 1924, πριν καν συμπληρώσει μισό αιώνα ζωής, ο
Στανίσλαος Μινέικος υπήρξε ένα πρόσωπο, για τον οποίο σήμερα γνωρίζουμε
ελάχιστα πράγματα. Γνωρίζουμε ότι γεννήθηκε στα Ιωάννινα γύρω στα 1875, ότι
σπούδασε ιατρική, έγινε παιδίατρος και για ένα διάστημα (οπωσδήποτε το 1910) διηύθυνε
το βρεφοκομείο Πάτρας. Εξάλλου, το Μάιο του 1919 με απόφαση του υπουργικού
συμβουλίου στάλθηκε στην Ελβετία, προκειμένου να
ενημερωθεί για τις τελευταίες ιατρικές προόδους και κατ’ αυτόν τον τρόπο να συμβάλει - μετά την επιστροφή του - στην αναδιοργάνωση των ελληνικών σανατορίων.
Όμως εκτός από γιατρός, ο
Στανίσλαος Μινέικος είχε και ποιητικές ανησυχίες. Έγραψε ποιήματα για την
ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Ιωάννινα, για τον αγώνα των Κρητικών ν’ αποτινάξουν
τον οθωμανικό ζυγό, αλλά και κάποια ερωτικά. Μια σειρά ερωτικών σονέτων του,
που δημοσιεύτηκαν στη σατιρική εφημερίδα Νέος Αριστοφάνης σε διάστημα δύο ετών,
από το Φεβρουάριο του 1894 μέχρι το Μάρτιο του 1896, περιέγραφαν την αγωνία
μιας βαθιά και βασανιστικά ερωτοχτυπημένης ψυχής, που πέθαινε για τα μαύρα
μάτια κάποιας Λιένως, χωρίς όμως να βρίσκει εκ μέρους την αναμενόμενη
ανταπόκριση. Στους λυρικούς και συχνά υπερβολικούς στίχους των ποιημάτων του,
χωρίς να ξεχνάμε ότι ο ίδιος ο έρωτας είναι από τη φύση του υπερβολικός,
αποτυπώνονται η ένταση των συναισθημάτων του, οι επίμονες σκέψεις ακόμα και για
αυτοκτονία ή για να σκοτώσει κάποιον – πραγματικό ή φανταστικό – αντίζηλο, οι
ικεσίες για μια ευκαιρία.
Το πρώτο ερωτικό ποίημα του Στανισλάου
Μινέικο δημοσιεύτηκε στο Νέο Αριστοφάνη στις 27 Φεβρουαρίου 1894 και ήταν μια έμμετρη ερωτική εξομολόγηση.
ΠΟΘΟΣ
Όταν τα
μαύρα μάτια σου στα μάτια μου καρφώνεις
Μου
φαίνεται σα μια φωτιά στα σπλάχνα μου π’ ανάφτεις
Και στην
καρδιά με πύρινες σαΐτες με πληγώνεις
Και κάτι
μες τα στήθια μου βαθειά πώς μου ξεθάφτεις.
Δε θέλω
πια τη λάμψ’ αυτή να βλέπω της ματιάς σου
Κι
αποτραβώ τα μάτια μου, μα κείνα δε βαστούνε
Και
γέρνουνε δακρίζοντα, να πέσουν στη φωτιά σου
Που
έχουνε τα μάτια σου κι εκεί για να καγούνε.
Αχ! πώς
μου φαίνεται αυτή τα μάτια μου να μοιάζουν
με
πεταλούδες δύστυχες που στη φωτιά γυρνούνε
Κι εκεί
που τόσο χαίρονται κι εκεί που φτερουγιάζουν
αι φλόγες
τας αρπάζουνε και πέφτουν να καγούνε.
Άφησε πια
το μίσος σου και σβύσ’ αυτή τη λάμψη!
λυπήσου
με το δύστυχο προτού προτού με κάψει,
ή όχι ας
γενόμουνα φωτιά για να σε κάψω
και στην
καρδιά σου τη φωτιά την τόση μου να θάψω.
Κάτι παραπάνω από ένα χρόνο μετά,
στις 14 Μαρτίου 1895 ο Στανίσλαος επανέρχεται στην ανώνυμη μαυρομάτα, που του
είχε κλέψει την καρδιά, την οποία πλέον κατονομάζει, αφού το ποίημά του είναι
αφιερωμένο σε κάποια δεσποινίδα Λιένω Λ. Οι δώδεκα μήνες που μεσολάβησαν από το
πρώτο εκείνο ποίημα δεν στάθηκαν ικανοί να τον βοηθήσουν να την ξεχάσει, αλλά
αντιθέτως τη νοσταλγεί με το ίδιο πάθος.
ΘΥΜΑΜΑΙ
(Αφιερούται τη δεσπ. Λιένω Λ.)
Θυμάμαι
πώς με μάγευαν τα μαύρα σου τα μάτια
όταν
αχτίδες σκόρπιζαν στη δόλια μου καρδιά
και πώς
σε χίλια ξέσχιζες τα στήθια μου κομμάτια
τα στήθια
που φαρμάκωσε μονάχα μια ματιά.
Θυμάμαι ο
αντίλαλος όταν γλυκά μιλούσε
το
κοραλένιο στόμα σου, μ’ αρπούσε στα φτερά
και στα
αιθέρια μ’ έφερνε ψηλά όπου πετούσε,
εκεί όπου
μου έκλεψες της νειώτης τη χαρά.
Θυμάμαι
πάντα μάγισσα, του κάκου να ξεχάσω
και με το
δάκρυ της καρδιάς τα στήθια μου ραντίζω.
Δεν ήταν
το μαντήλι σου γραφτό για να το χάσω
εκείνο
που μου χάρισες το δάκρυ να σφογκίζω.
Στις 31 Μαρτίου 1895 ο Στανίσλαος
είναι τόσο απογοητευμένος από την έλλειψη ανταπόκρισης της Λιένως στα συναισθήματά
του, ώστε δηλώνει έτοιμος ακόμη και για αυτοκτονία!
ΠΟΘΟΣ
(εν τω νεκροταφείω Αθηνών)
Αφιαιρούται τη δεσπ. Λιένω Λ.
Εδώ που
ριζοβόλησε βαθιά το κυπαρίσσι
μέσα στα
σπλάχνα τ’ άγρια της μαυροφόρας γης.
Εδώ όπου
αιώνια κοιμάτ’ η μαύρη φύση
κ’ οι κοιμισμένοι
δεν ξυπνάν τον ύπνο της σιγής.
Θα στήσω
το μνημούρι μου σα ζωνταποθαμένος
πριχού ν’
ανθίσουν τα κλαριά τ’ αηδόνια πριν λαλήσουν
σαν
κρίνος που μαράθηκε, σαν πεύκος παγωμένος,
να ρθουν
όσοι μ’ αγάπησαν και δάκρυα να χύσουν.
Μα σαν το
μνήμα μου ψηλά χορτάρι το σκεπάσει
το
σαπισμένο κούφαρο, την κόρη ν’ αγκαλιάσει
εκείνη
που το έκανε τον κόσμο να μισήσει.
Δεν θέλω
μές τον ύπνο μου κανείς να με ξυπνήσει
κι ούτε
τραγούδια λυπηρά ν’ ακούσω μές το μνήμα
κι εκείνη
ούτε δάκρυο λυπητερό να χύσει.
Οι πεθαμένοι
δε σχωρνάν ποτέ ποτέ το κρίμα.
Στις 7 Απριλίου νέο ποίημα, νέα
ικεσία προς την αδιάφορη Λιένω και νέες σκέψεις θανάτου με την ελπίδα ότι σε
μια άλλη ζωή ίσως οι ψυχές τους συναντιόντουσαν και έμεναν για πάντα μαζί.
ΣΤΗ ΝΕΡΑΪΔΑ ΛΙΕΝΩ Λ**
Γλυκιά
νεράιδα οπού μ’ αρπάζεις
στα
μαγεμένα χρυσά φτερά
γιατί τη
δόλια καρδιά τρομάζεις
γιατί την
κάνεις και λαχταρά;
Και τρέμ’
η μαύρη σα δειλιασμένο
αηδόνι
έρμο και μοναχό
μακριά π’
το ταίρι κυνηγημένο
πώχει
τραγούδι μαύρον αχό.
Κι ωσάν
τ’ αστέρια που τρεμοσβύνουν
σε μια
αχτίδα του φεγγαριού
και
ανατέλλουν εκεί που δύνουν
πίσω σε
σύννεφο του Γεναριού.
Θαρρώ η
καρδιά μου που τρεμοσβύνει
και
ξαναζάει εκεί με μια
γιατί
στον κόσμο ζωή της δίνει
και λάμψ’
ακοίμητη, μαύρη ματιά.
Δος τα
φτερά σου δος τα και πάλι
στα
μεσουράνια για να διαβεί
και σαν
πουλάκι γλυκά να ψάλλει
προτού
στη δύση για να κρυβεί.
Χλωρά
στεφάνια από λουλούδια
εμάς τα
δύο θα στεφανώνουν
όταν
αντάμα σαν αγγελούδια
οι δυο καρδιές μας θε ν’ ανταμώνουν.
Πέρασαν αρκετοί μήνες σιωπής, ώσπου στις 22 Σεπτεμβρίου
έρχεται ένα νέο ξέσπασμα, όμως στο στόχαστρο του Στανισλάου δεν βρίσκεται η
κοπέλα, αλλά ένας άνδρας, πολύ μεγαλύτερός της, με τον οποίο φαίνεται ότι κάτι
έπαιζε. Πλέον ο Στανίσλαος δεν σκέφτεται να σκοτωθεί, αλλά να σκοτώσει εκείνον,
τον αντίζηλο.
ΤΙ ΕΛΕΓΑ ΚΑΙ ΤΙ ΕΛΕΓΕΣ
Σε
κοίταζα γλυκά στα μάτια
με
κοίταζες κρυφά και συ
γενίκανε
τα στήθια μου κομμάτια
και είχες
συ καρδιά μισή.
Δεν ήτον βολετό
να σε σιμώσω
Και συ
σιμά μου για να ρθεις
γλυκό
φιλί να σου δώσω
και μετ’
εμέ ν’ αντικρυσθείς.
Αχ! είπα
τότε, να μπορούσα
φτερά να
είχ’ απ’ τα πουλιά
να σ’
έκλεβα και να πετούσα
μαζί να
σιάναμε φωλιά.
Το ίδιο
αν έλεγες δεν ξέρω
μονάχα σ’
έβλεπα κοιτούσες,
κι έλεγα
μέσα μου, το γέρο
που ήταν
σιμά σου να γελούσες.
Άπλων’ η
νύχτα το σκοτάδι
και γω
σιμά σας ακλοθούσα
κι έλεγα
μόνος, εις τον Άδη
το γέρο
να στελν’ αν μπορούσα.
Και
συλλογιώμουν να σιμώσω
κρυφά
εκείνον να χτυπήσω
φιλί
κλεφτό για να σου δώσω
κι αυτόν
μονάχο του ν’ αφήσω.
Όμως τα δολοφονικά σχέδια του
Στανισλάου δεν κρατούν πολύ και ακριβώς μια εβδομάδα μετά επιστρέφουν οι
αυτοκτονικές σκέψεις.
(Αφιερούται
τη Λιένω Λ...)
Για κείνη θε ν’ αποθάνω
Ψέλνουν
αγγέλοι γλυκά τραγούδια
κι η
φύσις όλη χρυσοντυμένη
με
μυρωμένα παντού λουλούδια
λες και
νεράιδα καμιά προσμένει.
Λες και
νεράιδα πώχει παλάτι
μέσα σε
λόγγους βαθειούς κρυμμένο
εκεί που
ήλιου δεν βλέπει μάτι
στον
κόσμο θα βγει το στολισμένο.
Στον
κόσμο θα βγει για να μαγέψει
τις κρύες
βρύσες και τα πλατάνια
κι απ’
αγριολούλουδα εκεί να πλέξει
ζευγάρ’
αχτίμητο χρυσά στεφάνια.
Ζευγάρι’
αχτίμητο μαύρα στεφάνια
κι απέ με
πέπλο θα τα στολίσει
το πέπλο
που χουν και τα ουράνια
αποσπερίτης
προ του να δύσει.
Αποσπερίτης
προτού να δύσει
και
τρεμοσβύνει στη ράχ’ απάνω
τότε τον
κόσμο κι αυτή θ’ αφήσει
κι εγώ
για κείνη θε ν’ αποθάνω.
Στο επόμενο μήνα, που
δημοσιεύτηκε στο Νέο Αριστοφάνη στις 3 Νοεμβρίου, επιστρέφει ζωηρή η ανάμνηση της
πρώτης συνάντησης και του πρώτου «σ’ αγαπώ». Άραγε θα ξανασμίξουν κάποια στιγμή
οι καρδιές τους;
Τη δεσπ. Λ. Β.
Της στιγμής (αυτοσχέδιον)
Πρώτη
βολά που σ’ είδα δεν ξέρω τ’ έχω νοιώσει
βαθιά
μέσ’ την καρδιά μου κρυφά να σπαρταρά.
Αν είναι
της ματιάς σου η δύναμή της τόση
βαθιά για
να πληγώνει αχ! πες μου το κυρά.
- «Γιατί
με μάτι τόσο με βλέπεις δακρυσμένο»
«μου
είπες συ χθες βράδυ και έγυρες σιμά μου»
«γιατί το
πρόσωπό σου να φαίνεται θλιμμένο»
«αχ! πες
μου, πες μου τ’ έχεις και θλίβεις την καρδιά μου».
Έγυρα
τότ’ αγάλια στα στήθια σου απάνω
σε φίλησα
και σου είπα πως σ’ αγαπώ πολύ,
κι από
την ώρα κείνη για σε το νου μου χάνω
και είναι
η καρδιά μου πετούμενο πουλί.
Αχ!
πότε! πότε πάλι τα δυο μας θα σμιχθούμε
γλυκά να
με φιλήσεις κι εγώ να σε φιλήσω;
Αχ! πες
μου, πότε πάλι σφιχτά θ’ αγκαλιασθούμε
και πότε
την ψυχή μου στα στήθια σου θα κλείσω;
Αν τό
ξερα κυρά μου αυτό πότε θα γίνει
φιλήματα
χιλιάδες θα φύλαγα για σε
και κάθε
φίλημά μου τη λαύρα σου θα σβήνει.
Αχ! πες
μου το, καλή μου, συ άγγελε χρυσέ.
Περνούν οι εβδομάδες, έρχονται οι
γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, όμως το πάθος συνεχίζει να
σιγοκαίει στην καρδιά του Στανισλάου Μινέικο, που παρακαλάει για μόνο ματιά της.
Το ποίημα δημοσιεύτηκε στο Νέο Αριστοφάνη στις 19 Ιανουαρίου 1896. Είναι ενδιαφέρον
πώς η Λιένω Λ. αναφέρεται πλέον ως Λ.Β.
SONNETO
Τη δεσποινίδι Λ. Β.
Είμαι
πουλί δίχως φτερά
γεράκι
λαβωμένο
κι απ’
των ματιών σου την πυρά
το δόλι’
αρρωστημένο.
Τώρα με
μία σου ματιά
αγάπη μου
αν θέλεις
μου δίνει
πάλι την καρδιά.
Στον τάφο
αλλιώς με στέλλεις.
Αχ! ας
μου χάριζες κακιά
το τι μου
χεις κλεμμένο
να δεις
πώς γίνουμαι με μια
πουλί
ευτυχισμένο.
Και στις
φτερούγες μου ψηλά
να δεις
πώς σ’ ανεβάζω...
Τότε η
καρδιά μου θα γελά
και πια
δεν θα στενάζω.
2 Φεβρουαρίου 1896. Ακόμη ένα ικετευτικό
ποίημα προς τη Λ.Β., να δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση. Αν όμως πρόκειται να του
πει πως δεν τον αγαπά, να μη βιαστεί να απαντήσει, να αναλογιστεί ότι ο έρωτάς
του για εκείνη δεν είναι ένα απλό, συνηθισμένο αίσθημα. (Μεταξύ μας, και μόνο
που είχε κολλήσει μαζί της σχεδόν δυο χρόνια, αποδείκνυε του λόγου το αληθές
για τα λεγόμενά του, όμως πόση πίεση ν’ αντέξει μια κοπέλα για τόσο μεγάλο
διάστημα, ειδικά αν δεν είναι το ίδιο θερμή στα δικά της συναισθήματα;)
ΤΗ Λ. Β.
Θέλω η καρδιά σου να το πει
Στάσου,
μη πεις πως μ’ αγαπάς, ω μη το πεις ακόμα,
Θέλω η
καρδιά σου να το πει, εκείνη να το ψάλλει.
Δε θέλω
λέξεις έρωτος να λέγεις με το στόμα,
Γιατί
είν’ ο έρως μου φωτιά, είναι φωτιά μεγάλη.
Δεν είναι
φλόγα πρόσκαιρη που μια στιγμή να σβήσει.
Είναι
φωτιά ακοίμητη, ω, στάσου, στάσου πρώτα·
Είδες την
λάμψη μοναχά και λες πως δεν θα ζήσει.
Γνώρισε
φίλη τη φωτιά και την καρδιά σου ρώτα.
-
«Μπορείς καρδιά μου τη φωτιά εκείνη ν’ αγκαλιάσεις;»
Αν η
καρδιά σου δεν μπορεί ας μην το πει το στόμα.
Πρέπει
εκείνη να το πει τον ουρανό να φθάσεις.
Ω! μη μου
πεις πως μ’ αγαπάς, ω! μη το πεις ακόμα.
Μπορείς
μαζί μου ν’ ανεβείς εις τ’ ουρανού τ’ αστέρια,
Δεν είν’
ο έρως μου κοινός δεν αγαπώ σαν όλοι
Δε στέκει
κάτω εις τη γη μόν’ φεύγει στα αιθέρια
Κ’ ούτ’
εκείνοι τ ‘ ουρανού δεν τον χωρούν οι θόλοι.
Έχεις
παρθένα μου καρδιά θεόρατη μεγάλη
Που να
δεχθεί το αίσθημα, πες μου αθώα φίλη
Μπορείς
στα αστέρια ν’ αναβείς μέσ’ τη δικιά μ’ αγκάλη;
Ω! ας το
πεις με την ψυχή, δεν θέλω με τα χείλη.
Η απάντηση δεν ήρθε και στις 12
Μαρτίου, στο τελευταίο ερωτικό – αλλά όχι το τελευταίο γενικότερα - ποίημα του
Στανισλάου Μινέικο στο Νέο Αριστοφάνη, ο ερωτοχτυπημένος ποιητής συνομιλεί με
την καρδιά του αναζητώντας το φάρμακο για να ξεχάσει εκείνη...
SONNETO
Καρδιά
μου πες μου τι πονείς και βαργιαναστενάζεις;
Πες μου
γιατί στις φλέβες σου ξεχείλισε το αίμα
Και πάντα
συ μ’ απελπισιά τον κόσμ’ αυτόν κοιτάζεις
Και μια
πεθαίνεις και μια ζεις μ’ ένα γλυκό της βλέμμα;
Ακόμ’
ακόμα δεν ξεχνάς την άπιστη παρθένα;
Δεν είπες
πια ποτέ γι’ αυτή ποτέ δε θα στενάζεις;
Τι όρκο
έδωκες καρδιά, λησμόνησες σ’ εμένα,
Κι είπες
γυναίκα πως καμιά, καμιά δε θα κοιτάζεις;
Αχ! ξέχασες
τι μ’ έλεγες καρδιά μου πονεμένη.
Γι’ αυτό
επάγωσες με μια σαν είδες την νεράιδα,
Την κόρη
που αγάπησες και σ’ έχει πληγωμένη
Και χίλια
χρώματα με μιας ν’ αλλάζεις σε ξανάειδα.
Πες μου
με τι σε μάγεψε να βρω τη γιατριά σου;
Γιατί στα
στήθια μου χτυπάς και θες για να τα σπάσεις
Γιατί
μονάχα σαν τη δεις να χάσεις την θωριά σου,
Αχ! πότε
πες μου δύστυχη καρδιά μου θα συχάσεις;
……………………………..
Του κάκου
πάντα την ρωτώ δεν θέλει ν’ απαντήσει
Και μόνο
με τους κτύπος της μου λέγει λυπημένα
Πως λίγος
είναι ο καιρός ακόμα που θα ζήσει
Γιατί την
εφαρμάκωσε η άπιστη παρθένα.
Τι απέγινε τελικά η ιστορία με τη
Λιένω Λ. ή Λ.Β., δεν μπορούμε να το μάθουμε παρακολουθώντας στο εξής τον
ποιητικό οίστρο του Στανισλάου Μινέικο μέσω του Νέου Αριστοφάνη, όπου το
επόμενο διάστημα δημοσιεύτηκαν – με την υπογραφή Στανίσλαος Σ. Μινέικος – άλλα,
μη ερωτικά ποιήματά του. Πάντως, γνωρίζουμε ότι τον Απρίλιο του 1901 ο
Στανίσλαος αρραβωνιάστηκε την Ελένη Κ. Βούρλη, μια «δια σπανίων προτερημάτων
περικοσμούμενη κόρη», κατά την περιγραφή του κοσμικογράφου της εφημερίδα Σκριπ,
τα αρχικά της οποίας μας θυμίζουν τη Λ.Β. – ήταν άραγε σύμπτωση; – του
1895-1896.
Κάτι ακόμα που μπορεί να βρείτε ενδιαφέρον:
-- Ένας λυρικός ύμνος στο μήνα Μάιο από το Γεώργιο Παπανδρέου την πρωτομαγιά του 1906
-- Η ιστορία πίσω από ένα ποίημα: Ο τραγικός έρωτας του ποιητή Αχιλλέα Παράσχου και της Μαρίας Σεραφείμ.
Κάτι ακόμα που μπορεί να βρείτε ενδιαφέρον:
-- Ένας λυρικός ύμνος στο μήνα Μάιο από το Γεώργιο Παπανδρέου την πρωτομαγιά του 1906
-- Η ιστορία πίσω από ένα ποίημα: Ο τραγικός έρωτας του ποιητή Αχιλλέα Παράσχου και της Μαρίας Σεραφείμ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου