Στις 1 Νοεμβρίου 1903 έκανε πρεμιέρα στο Βασιλικό Θέατρο η τριλογία "Ορέστεια" του Αισχύλου σε μια αρκετά προχωρημένη μετάφραση του Χρηστομάνου, που θα προκαλούσε αντιδράσεις στους κύκλους των υπέρμαχων της καθαρεύουσας και θα οδηγούσε σε αιματηρά επεισόδια μια εβδομάδα αργότερα, γνωστά ως "Ορεστειακά". Πάντως, η παράσταση είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον του κοινού, που είχε κατακλύσει το θέατρο, ενώ και τα πρώτα δημοσιεύματα των εφημερίδων δεν καλλιεργούσαν ένα συγκρουσιακό κλίμα, αν και ασκούσαν κριτική στη μετάφραση της αρχαίας τραγωδίας, σε μια εποχή, κατά την οποία το γλωσσικό ζήτημα άναβε τα αίματα - είχαν περάσει μόλις δύο χρόνια από τα περίφημα "Ευαγγελικά" το Νοέμβριο του 1901.
Χαρακτηριστικό ήταν το ρεπορτάζ/κριτική της εφημερίδας "Χρόνος" στις 02.11.1903:
"Το θέατρον ήτο σχεδόν πλήρες. Εις τα βασιλικά θεωρεία ήτο μόνον η Α.Β. Υ. ο Διάδοχος μετά του πρίγκηπος Γεωργίου και εις τα των υπασπιστών οι υπασπισταί αυτών μετά του κ. Μεσαλά.
Από της πλατείας παρηκολούθησαν την παράστασιν πολλοί εκ του καλού κόσμου της πολιτικής, του στρατού και των γραμμάτων, μεταξύ των οποίων διεκρίνετο ο κύριος Θεοτόκης. Γυναικείος κόσμος εν σχέσει ολιγώτερος του ανδρικού, αλλ' αρκετός. Την εννάτην και τέταρτον ήρθη το παραπέτασμα. Αμέσως μετά το προσκήνιον η προτομή του Αισχύλου επί βάθρου και παρ' αυτήν η δεσποινίς Μ. Κοτοπούλη εν αρχαία περιβολή και με κλάδον φοίνικος ανά χείρας απήγγειλε το προς τον αρχαίον δραματαικόν ποίημα του κ. Κ. Παλαμά με έντονον μεταλλικήν φωνήν και με ευκρινή των λέξεων απαγγελίαν. Μετά τούτο αρχίζει η τριλογία της "Ορέστειας".
Περί του έργου κατόπιν των όσων εγράφησαν είνε περιττόν να προστεθή τι, αλλά περί της από σκηνής διδασκαλίας, όχι μόνον δύναται να λεχθή, αλλά και πρέπει, διότι είνε ανάγκη να γνωρίση το κοινόν, ότι τα έργα αυτά των μεγάλων δραματικών της αρχαιότητος, διά των οποίων εφωτίσθησαν και διδάσκονται πάντες οι πεπολιτισμένοι λαοί, αφ' ης εγράφησαν μέχρι σήμερον, δεν είνε πάντοτε εκείνα τα οποία βλέπουν από σκηνής διδασκόμενα και φέροντα τον τίτλον και το όνομα ενός μεγάλου συγγραφέως. Πράγμα το οποίον δυστυχώς δύναται να λεχθή και περί της χθεσινής παραστάσεως.
Διά να γείνουν πρώτον καταληπτά τα έργα αυτά και δεύτερον να εννοηθή το ύψος των εννοιών των και ο σκοπός αυτών, χρειάζονται, εκτός της σκηνογραφίας και των φορεμάτων, άλλα πράγματα, τα ουσιωδέστατα, διά να μη κινήσουν τον γέλωτα των ακροατών των όπως χθες.
Χρειάζονται πρωτίστως γλώσσαν και γλώσσαν.
Γλώσσαν δηλαδή μεταφράσεως αριστοτεχνικήν και εύληπτον και γλώσσαν των υποκριτών ικανήν να μεταδώση την δύναμιν ή την χάριν ή το ύψος των εννοιών των δαιμονίων αυτών έργων.
Και η μετάφρασις του έργου εις δημώδη, αλλά και εις γραφομένην, αλλά και εις αρχαΐζουσαν συγχρόνως, υπήρξεν η πρώτη καταστροφή του έργου.
Οι δε υποκριταί του Β. Θεάτρου, οι οποίοι ομολογουμένως είνε απολύτως καλοί και σχετικώς προς τους Έλληνας κράτιστοι, έπαιξαν όλοι επί ξένου εδάφους. Διότι είνε οι κράτιστοι διά πάσαν άλλην θεατρικήν εργασίαν εκτός της τραγωδίας.
Η διεύθυνσις του Β. Θεάτρου, αφού τον θίασόν του δεν κατήρτισε διά τραγωδίας, ουδέ έπρεπε να σκεφθή καν περί της αναβιβάσεως τοιούτων έργων, έχουσα υπ' όψιν της, ότι το κοινόν δυνατόν να βλέπη και ν' ακούη επί βραδυές τα μπουμπουνητά και τα φώσφορα του "Ονείρου", αλλά δεν ανέχεται να κάθηται επί ώρας εις το κάθισμά του, με το ιερόν πόθον ν' ακούση εν έργον του Αισχύλου και να μη νοιώθη τίποτε. Διότι ουδείς χθες έννοιωσε τίποτε".
[Σχετικά θέματα: Οι ταραχώδεις Νοέμβριοι της ελληνικής ιστορίας.]
Στις 1 Νοεμβρίου 1913, με δοξολογία στη Μητρόπολη γιορτάστηκε η υπογραφή ελληνοτουρκικής συνθήκης στην Αθήνα, που ρύθμιζε τα ζητήματα των σουλτανικών κτημάτων, των βακουφικών και τα δικαιώματα των Μουσουλμάνων που ζούσαν στην Ελλάδα.
Στις 02.11.1913, η εφημερίδα "Πατρίς" περιέγραφε σχετικά με το πανηγυρικό κλίμα.που επικράτησε στην πρωτεύουσα:
"Η είδησις της υπογραφής της ειρήνης, γνωσθείσα χθες την πρωίαν διά των εφημερίδων, προυκάλεσεν ακράτητον ενθουσιασμόν μεταξύ του κόσμου, όστις εξεδηλούτο παντοιοτρόπως.
Οι γνωστοί συνέχαιρον αλλήλοις επί τω ευφροσύνω γεγονότι, και αι οικογένειαι αι οποίαι έχουν μέλη των στρατιώτας, μακράντων, εις το στρατόπεδον ευρισκομένους, έχαιρον ιδιαιτέρως, και η ευχαρίστησίς των είχε ζωγραφηθή εις τα πρόσωπα όλων.
Πυροβολισμοί πυκνοί εξ όλων των μερών της πρωτευούσης ριπτόμενοι και αι χαρμόσυνοι κωδωνοκρουσίαι των κωδώνων των εκκλησιών συνετέλουν εις την ζωηροτέραν εκδήλωσιν της χαράς, ήτις ήτο γενική...."
Στις 1 Νοεμβρίου 1920 πραγματοποιήθηκε μια από τις πιο κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας. Παρά την τεράστια διπλωματική επιτυχία του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος χάρη στην προσωπική του συμβολή πέτυχε την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, οι Φιλελεύθεροι εξέλεξαν μόλις 110 βουλευτές έναντι 260 της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης. Μάλιστα, ο Βενιζέλος δεν κατάφερε να εκλεγεί ούτε καν βουλευτής, αν και θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η αποτυχία των Φιλελευθέρων οφειλόταν αποκλειστικά στον εκλογικό νόμο, μιας και σε απόλυτους αριθμούς είχαν συγκεντρώσει ελαφρά μεγαλύτερο συνολικό ψήφων στο σύνολο της επικράτειας.
Ήταν χαρακτηριστική η πρόβλεψη της εφημερίδας "Πατρίς" (01.11.1920), η οποία εκτιμούσε ότι "κατά τους μάλλον αντικειμενικούς υπολογισμούς" οι Φιλελεύθεροι θα σάρωναν εκλέγοντας 298 βουλευτές έναντι μόλις 70 του αντιπολιτευόμενου συνασπισμού. ".. Η πλειοψηφία των Φιλελευθέρων είνε ησφαλισμένη και εις την Παλαιάν Ελλάδα την προ του 1912, και εις τας επαρχίας τας κτηθείσας κατά το 1912-1913. Πανηγυρική δε θα είνε καθ' άπασαν την έκτασιν της Μεγάλης Ελλάδος", εκτιμούσε η εφημερίδα, που τελικά δεν επαληθεύτηκε στις προβλέψεις της.
Να σημειώσουμε ότι την ημέρα των εκλογών οι φιλοβενιζελικές εφημερίδες της εποχής, όπως η "Πατρίς" και ο "Ελεύθερος Τύπος", δημοσίευαν χάρτες που συνέκριναν την Ελλάδα του 1910, πριν δηλαδή ορκιστεί ο Βενιζέλος για πρώτη φορά πρωθυπουργός, με την υπερδιπλάσια σε έκταση Ελλάδα του 1920. Ωστόσο, αυτό που κυριάρχησε στην προεκλογική ατζέντα εξ αιτίας και του αιφνίδιου θανάτου του βασιλιά Αλέξανδρου, ήταν το πολιτειακό ζήτημα και το ζήτημα της επιστροφής του Κωνσταντίνου στο θρόνο, ενώ τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν είχαν σταματήσει τις αναφορές στα αιματηρά γεγονότα των Ιουλιανών, παραλείποντας όμως την απόπειρα δολοφονίας κατά του Βενιζέλου την επόμενη του διπλωματικού θριάμβου των Σεβρών.
Χαρακτηριστικό ήταν το κύριο άρθρο της εφημερίδας "Εσπερινή" την επόμενη μέρα της εκλογικής διαδικασίας (01.11.1920), που είχε τη μεγαλύτερη κυκλοφορία την εποχή εκείνη και η οποία έδινε τον αντιπολιτευτικό τόνο: ".. Ο εχθρός του Λαού, ο Βενιζελισμός, ηττήθη κατά κράτος. Ο Λαός, ο κυρίαρχος, ο εξουσιαστής των πάντων, εβροντοφώνησε διά της ψήφου του απ' άκρου εις άκρον της Ελλάδος προς τον κ. Βενιζέλον την πλήρη αποδοκιμασίαν του διά την εσωτερικήν πολιτικήν του, διά την τυραννίαν του.... Και τώρα ο αντιλαϊκός δικτάτωρ κείται υπό το λαϊκόν πλήγμα πολιτικόν πτώμα. Ο διχοτομήσας το Κράτος αποπέμπεται ως ο έσχατος εγκληματίας". Λιγότερο από δυο χρόνια μετά, πολλοί θα μετάνιωναν για την ψήφο τους σ' εκείνες τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου