Βασική προϋπόθεση για να μπορέσει κάποιος - είτε πρόκειται για δημοσιογράφο είτε για πολιτικό είτε και για τον οποιονδήποτε πολίτη - να πείσει το κοινό του, είναι το να γνωρίζει πολύ καλά γιατί μπορεί κάποιος που βρίσκεται απέναντί του, να έχει σχηματισμένη μια τελείως διαφορετική άποψη. Με άλλα λόγια, να μην είναι αυτάρεσκος και να μη θεωρεί ότι το σύμπαν κινείται γύρω από τον ίδιο και μόνο. Όταν αυτό λείπει, αρχίζουν τα προβλήματα. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τον τρόπο με τον οποίο τα περισσότερα ελληνικά μέσα ενημέρωσης αντιμετωπίζουν τη Χρυσή Αυγή.
Περιστατικό πρώτο: Το βράδυ των εκλογών της 10ης Μαΐου 2012. Ένας λίγο περίεργος τύπος, τον οποίο ελάχιστοι γνώριζαν μέχρι τότε κι ας ήταν μουσικός (τρόπος του λέγειν), φωνάζει ένα προκλητικό στρατιωτικό παράγγελμα στους δημοσιογράφους, που ήθελαν να μεταδώσουν την ανακοίνωση του αρχηγού ενός - ρατσιστικού, για να μην ξεχνιόμαστε - κόμματος, που έμπαινε για πρώτη φορά στη Βουλή. Η αντίδραση όλων των παρουσιαστών, τηλεσχολιαστών, αρθρογράφων και γενικά όλου του δημοσιογραφικού κόσμου ήταν η αποθέωση της αυταρέσκειας. Το νόημα των επιχειρημάτων τους ήταν μια έκπληξη για το πώς τόλμησε να μιλήσει κανείς σε τέτοιο τόνο σ' εκπροσώπους του τύπου.
Λίγες μέρες αργότερα, όταν ο αρχηγός του ακροδεξιού, ρατσιστικού αυτού κόμματος έμπαινε στο προεδρικό μέγαρο, όπου κλήθηκε από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας αναγκαστικά εκ του Συντάγματος, ώστε να βρεθεί μια λύση στο πολιτικό αδιέξοδο, οι δημοσιογράφοι, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, όχι απλά δεν του έδωσαν μικρόφωνο, αλλά έκαναν κάτι πολύ "επαναστατικό" - ή έτσι το πρόβαλαν: ξαπλωμένοι στο πάτωμα, εξέφρασαν την περιφρόνησή τους στο συγκεκριμένο πρόσωπο, που σήμερα βρίσκεται προφυλακισμένος ως αρχηγός εγκληματικής οργάνωσης.
Λίγες μέρες αργότερα, όταν ο αρχηγός του ακροδεξιού, ρατσιστικού αυτού κόμματος έμπαινε στο προεδρικό μέγαρο, όπου κλήθηκε από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας αναγκαστικά εκ του Συντάγματος, ώστε να βρεθεί μια λύση στο πολιτικό αδιέξοδο, οι δημοσιογράφοι, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, όχι απλά δεν του έδωσαν μικρόφωνο, αλλά έκαναν κάτι πολύ "επαναστατικό" - ή έτσι το πρόβαλαν: ξαπλωμένοι στο πάτωμα, εξέφρασαν την περιφρόνησή τους στο συγκεκριμένο πρόσωπο, που σήμερα βρίσκεται προφυλακισμένος ως αρχηγός εγκληματικής οργάνωσης.
Περιστατικό δεύτερο: Δύο βουλευτές του συγκεκριμένου ρατσιστικού κόμματος, που σύμφωνα με τις δικαστικές αρχές δεν είναι απλό κόμμα, αλλά εγκληματική οργάνωση, προφυλακίζονται με κοινή απόφαση ανακριτή και εισαγγελέα. Ξεσπούν ταραχές έξω από τα δικαστήρια με επιθέσεις κατά δημοσιογράφων. Την επόμενη μέρα, ένας άλλος βουλευτής του κόμματος, που είναι και ο εκπρόσωπος τύπου, κάνει δηλώσεις με τις οποίες όχι μόνο αρνείται να καταδικάσει τα επεισόδια, αλλά σχεδόν τα δικαιολογεί προκαλώντας τη δικαιολογημένη αγανάκτηση των παρισταμένων ρεπόρτερ, οι οποίοι κατεβάζουν τα μικρόφωνα. Το ίδιο βράδυ, τα δελτία ειδήσεων έπαιξαν "καρέ-καρέ" το περιστατικό, σαν να επρόκειτο για ακόμη μια επαναστατική πράξη του δημοσιογραφικού κόσμου, ενώ στα διάφορα ΜΜΕ τονίζεται πανηγυρικά πώς οι δημοσιογράφοι "άφησαν σύξυλο" το συγκεκριμένο βουλευτή.
Φυσικά, η αντίδραση ενός δημοσιογράφου, όπως κι ενός ανθρώπου γενικότερα, απέναντι στις προκλήσεις που δέχεται, είναι και αναμενόμενη και φυσικό επακόλουθο. Όταν κάποιος σε φτύνει, δεν κάθεσαι να σε φτύσει κι άλλο ούτε του λες "ευχαριστώ", αλλά σηκώνεσαι και φεύγεις, αντιδράς. Και στα δύο περιστατικά, που αναφέρθηκαν, οι αντιδράσεις κινούνταν σ' αυτό το πλαίσιο. Το πρόβλημα δημιουργείται στη συνέχεια, από τη λάθος διαχείριση αυτών των αντιδράσεων από τα ίδια τα ΜΜΕ.
Καλώς ή κακώς, υπάρχει ένα δεδομένο στην ελληνική κοινωνία. Ήδη πριν από την οικονομική κρίση, υπήρχε μια γενικότερη απαξία της κοινής γνώμης για τους δημοσιογράφους, η αίσθηση ότι δεν έκαναν ανεξάρτητα και αντικειμενικά τη δουλειά τους, αλλά λειτουργούσαν ως "παπαγαλάκια" του "συστήματος". Αν ανατρέξει κανείς στις κατά καιρούς έρευνες, που είδαν το φως της δημοσιότητας, θα το διαπιστώσει. Μετά το ξέσπασμα της κρίσης, αυτή η πεποίθηση γιγαντώθηκε και στη μεγάλη πλειοψηφία της κοινής γνώμης, ο δημοσιογραφικός κόσμος απαξιώθηκε ακόμη περισσότερο, όπως άλλωστε και όλοι οι θεσμοί του κράτους.
Καλώς ή κακώς, οι δημοσιογράφοι βρίσκονται στη δυσάρεστη θέση να χρειαστεί ν' αποδείξουν ότι δεν είναι "ελέφαντες" ή ότι δεν είναι όλοι ίδιοι - γιατί, μεταξύ μας, υπάρχουν και "ελέφαντες" δημοσιογράφοι, ενίοτε ορατοί διά γυμνού οφθαλμού. Όμως, αν αυτό δεν συμβεί, αν δηλαδή δεν κερδίσουν και πάλι την εκτίμηση της κοινής γνώμης για το λειτούργημά τους, οι φωνές τύπου "τώρα ο κόσμος ξέρει τι είναι η Χρυσή Αυγή", απλά και μόνο επειδή εξυβρίστηκαν - κάκιστα - κάποιοι δημοσιογράφοι, δεν θα έχει πρακτικό αντίκτυπο. Άλλωστε, δεν είναι απλά αυτό το πρόβλημα με τη Χρυσή Αυγή, ότι βρίζει δημοσιογράφους ή ότι χρησιμοποιούν προσβλητικές εκφράσεις μέσα στο Κοινοβούλιο.
Σε μια κοινωνία που "βράζει" και θέλει να σαρώσει τα πάντα, συμπαρασύροντας ακόμη και τα θετικά, τέτοιου είδους επιχειρήματα, όταν μάλιστα ακούγονται από άτομα που θεωρούνται απαξιωμένα, είτε το αξίζουν είτε όχι, μοιάζουν περισσότερο με αντουανετικού τύπου καθωσπρεπισμούς, μια μορφή περιαυτολογίας ανθρώπων, που δείχνουν σαν να βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου, από αυτό που απασχολεί πραγματικά την κοινωνία. Δεν συμμερίζομαι αυτήν την άποψη, αλλά δεν μπορώ να κλείσω τα μάτια σ' αυτό που βλέπω γύρω μου και εισπράττω ως γενική αίσθηση.
Το ότι δεν μου αρέσει ή δεν με βρίσκει σύμφωνο όλο αυτό το ισοπεδωτικό κλίμα, δεν σημαίνει ότι θα προσποιηθώ πως δεν υπάρχει, ελπίζοντας ότι θα καταλαγιάσει ως εκ θαύματος από μόνο του κάποια στιγμή (πότε, αλήθεια;).Υπάρχει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, που σχεδόν επιζητεί αυτήν την αγένεια, όσο παρανοϊκό κι αν μοιάζει αυτό. Μόνο που το φαινόμενο δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά, κουνώντας το δάχτυλο και κάνοντας υποδείξεις, όπως ο δάσκαλος σ' έναν κακό μαθητή. Άλλωστε, όταν ο δάσκαλος δεν απολαμβάνει την εκτίμηση του μαθητή του, καμία υπόδειξη δεν θα έχει πραγματικό αποτέλεσμα.
Αυτό που πρέπει να κάνει ο δημοσιογραφικός κόσμος κατ' αρχήν είναι να κερδίσει τη χαμένη του αξιοπιστία. Είναι ένας αγώνας πάρα πολύ δύσκολος μέσα σ' αυτές τις συνθήκες που ζούμε, όμως πρέπει να γίνει. Είναι απαραίτητη προϋπόθεση, ώστε να έχει πραγματική δύναμη η όποια παρέμβαση, η οποία δεν θα μοιάζει ως υπαγορευμένη από κάποια - υπαρκτά ή μη - σκοτεινά συμφέροντα διαπλοκής, αλλά ως αυθεντική έκφραση της πραγματικότητας. Πώς θα ανακτηθεί η χαμένη αξιοπιστία; Αυτό πρέπει να είναι το στοίχημα των δημοσιογράφων σήμερα.
Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, το πρόβλημα με το κόμμα αυτό δεν είναι το αν βρίζει τους δημοσιογράφους ή όχι, αυτό είναι συγκριτικά το μικρότερο κακό. Από τις εκλογές του 2012 μέχρι σήμερα, θα έπρεπε να διαβάζει κανείς βρετανικές και αμερικανικές εφημερίδες, ώστε να πληροφορηθεί για επιθέσεις μελών της Χρυσής Αυγής κατά μεταναστών. Αντίθετα, στα ελληνικά ΜΜΕ, η όποια αναφορά περί του κόμματος αυτού, σχεδόν εξαντλούνταν σε σκηνές απείρου κάλλους στην αίθουσα του Κοινοβουλίου με πρωταγωνιστές βουλευτές του ή σε αντιδικίες με δημοσιογράφους, ενώ σχεδόν ήταν εξαφανισμένα τα περιστατικά βίας κατά των μεταναστών ή άλλων μειονοτήτων.
Ακόμη κι όταν επισκέφτηκε τη χώρα μας ο Ευρωπαίος επίτροπος για τα ανθρώπινα δικαιώματα και συνέταξε έκθεση με τα συμπεράσματά του σχετικά με τη δράση της Χρυσής Αυγής, η είδηση είχε θαφτεί κάπου σ' ένα μονόστηλο στις εσωτερικές σελίδες των περισσότερων εφημερίδων ή προβλήθηκε λίγο πριν τις αθλητικές ειδήσεις στα τηλεοπτικά δελτία. Όμως αυτές οι αγριότητες ήταν πολύ πιο σημαντικές, πολύ πιο διδακτικές για να καταλάβει ο κόσμος τι είναι πραγματικά η Χρυσή Αυγή, από το αν είναι αγενείς οι βουλευτές της ή όχι, αν συμπαθούν ή όχι τους δημοσιογράφους. Όσο πιο νωρίς συνέβαινε αυτό, δηλαδή όσο πιο νωρίς δημοσιοποιούνταν τέτοιες υπαρκτές ιστορίες τρόμου, τόσο πιο μεγάλος θα ήταν ο αντίκτυπος. Αντίθετα, όσο περισσότερο ταυτίζεται ο ψηφοφόρος μ' ένα κόμμα, τόσο πιο δύσκολο είναι να αποστασιοποιηθεί από αυτό, ειδικά όταν πρόκειται για ένα κόμμα που ασκεί εύκολη και λαϊκιστική αντιπολίτευση.
Καλό το savoir vivre και το savoire faire στη δημόσια ζωή, αλλά δυστυχώς σε εποχές εντονότατης οικονομικής και πολιτικές κρίσεις, μοιάζουν με περιττές πολυτέλειες, που βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου, τουλάχιστον για ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Κάτι πήγε ν' αλλάξει μετά το μπαράζ συλλήψεων και αποκαλύψεων με αφορμή τη δολοφονία Φύσσα, όμως και πάλι το κλίμα ευτελίστηκε με σχόλια όπως "έπεσα από τα σύννεφα", με αναφορές στο πόσο αστεία είναι η κόρη του Μιχαλολιάκου ντυμένη ως Χιονάτη - με ρατσιστικού χαρακτήρα αναφορές στα κιλά της - ή αν ψάχνει λατίνο εραστή στο διαδίκτυο!
Ξαφνικά, το σοβαρό, η ιδεολογική αποδόμηση της Χρυσής Αυγής μέσα από ντοκουμέντα, υποχώρησε μπροστά σε παρεϊστικα αστεία, που αναγορεύτηκαν σε σημαντικές ειδήσεις. Όμως, πιστεύει κανείς ότι αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα με τη Χρυσή Αυγή, το αν φαίνεται αστεία η Ουρανία Μιχαλολιάκου ντυμένη ως Χιονάτη ή αν είναι κοινωνικά αμόρφωτοι οι βουλευτές της;
Καλώς ή κακώς, υπάρχει ένα δεδομένο στην ελληνική κοινωνία. Ήδη πριν από την οικονομική κρίση, υπήρχε μια γενικότερη απαξία της κοινής γνώμης για τους δημοσιογράφους, η αίσθηση ότι δεν έκαναν ανεξάρτητα και αντικειμενικά τη δουλειά τους, αλλά λειτουργούσαν ως "παπαγαλάκια" του "συστήματος". Αν ανατρέξει κανείς στις κατά καιρούς έρευνες, που είδαν το φως της δημοσιότητας, θα το διαπιστώσει. Μετά το ξέσπασμα της κρίσης, αυτή η πεποίθηση γιγαντώθηκε και στη μεγάλη πλειοψηφία της κοινής γνώμης, ο δημοσιογραφικός κόσμος απαξιώθηκε ακόμη περισσότερο, όπως άλλωστε και όλοι οι θεσμοί του κράτους.
Καλώς ή κακώς, οι δημοσιογράφοι βρίσκονται στη δυσάρεστη θέση να χρειαστεί ν' αποδείξουν ότι δεν είναι "ελέφαντες" ή ότι δεν είναι όλοι ίδιοι - γιατί, μεταξύ μας, υπάρχουν και "ελέφαντες" δημοσιογράφοι, ενίοτε ορατοί διά γυμνού οφθαλμού. Όμως, αν αυτό δεν συμβεί, αν δηλαδή δεν κερδίσουν και πάλι την εκτίμηση της κοινής γνώμης για το λειτούργημά τους, οι φωνές τύπου "τώρα ο κόσμος ξέρει τι είναι η Χρυσή Αυγή", απλά και μόνο επειδή εξυβρίστηκαν - κάκιστα - κάποιοι δημοσιογράφοι, δεν θα έχει πρακτικό αντίκτυπο. Άλλωστε, δεν είναι απλά αυτό το πρόβλημα με τη Χρυσή Αυγή, ότι βρίζει δημοσιογράφους ή ότι χρησιμοποιούν προσβλητικές εκφράσεις μέσα στο Κοινοβούλιο.
Σε μια κοινωνία που "βράζει" και θέλει να σαρώσει τα πάντα, συμπαρασύροντας ακόμη και τα θετικά, τέτοιου είδους επιχειρήματα, όταν μάλιστα ακούγονται από άτομα που θεωρούνται απαξιωμένα, είτε το αξίζουν είτε όχι, μοιάζουν περισσότερο με αντουανετικού τύπου καθωσπρεπισμούς, μια μορφή περιαυτολογίας ανθρώπων, που δείχνουν σαν να βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου, από αυτό που απασχολεί πραγματικά την κοινωνία. Δεν συμμερίζομαι αυτήν την άποψη, αλλά δεν μπορώ να κλείσω τα μάτια σ' αυτό που βλέπω γύρω μου και εισπράττω ως γενική αίσθηση.
Το ότι δεν μου αρέσει ή δεν με βρίσκει σύμφωνο όλο αυτό το ισοπεδωτικό κλίμα, δεν σημαίνει ότι θα προσποιηθώ πως δεν υπάρχει, ελπίζοντας ότι θα καταλαγιάσει ως εκ θαύματος από μόνο του κάποια στιγμή (πότε, αλήθεια;).Υπάρχει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, που σχεδόν επιζητεί αυτήν την αγένεια, όσο παρανοϊκό κι αν μοιάζει αυτό. Μόνο που το φαινόμενο δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά, κουνώντας το δάχτυλο και κάνοντας υποδείξεις, όπως ο δάσκαλος σ' έναν κακό μαθητή. Άλλωστε, όταν ο δάσκαλος δεν απολαμβάνει την εκτίμηση του μαθητή του, καμία υπόδειξη δεν θα έχει πραγματικό αποτέλεσμα.
Αυτό που πρέπει να κάνει ο δημοσιογραφικός κόσμος κατ' αρχήν είναι να κερδίσει τη χαμένη του αξιοπιστία. Είναι ένας αγώνας πάρα πολύ δύσκολος μέσα σ' αυτές τις συνθήκες που ζούμε, όμως πρέπει να γίνει. Είναι απαραίτητη προϋπόθεση, ώστε να έχει πραγματική δύναμη η όποια παρέμβαση, η οποία δεν θα μοιάζει ως υπαγορευμένη από κάποια - υπαρκτά ή μη - σκοτεινά συμφέροντα διαπλοκής, αλλά ως αυθεντική έκφραση της πραγματικότητας. Πώς θα ανακτηθεί η χαμένη αξιοπιστία; Αυτό πρέπει να είναι το στοίχημα των δημοσιογράφων σήμερα.
Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, το πρόβλημα με το κόμμα αυτό δεν είναι το αν βρίζει τους δημοσιογράφους ή όχι, αυτό είναι συγκριτικά το μικρότερο κακό. Από τις εκλογές του 2012 μέχρι σήμερα, θα έπρεπε να διαβάζει κανείς βρετανικές και αμερικανικές εφημερίδες, ώστε να πληροφορηθεί για επιθέσεις μελών της Χρυσής Αυγής κατά μεταναστών. Αντίθετα, στα ελληνικά ΜΜΕ, η όποια αναφορά περί του κόμματος αυτού, σχεδόν εξαντλούνταν σε σκηνές απείρου κάλλους στην αίθουσα του Κοινοβουλίου με πρωταγωνιστές βουλευτές του ή σε αντιδικίες με δημοσιογράφους, ενώ σχεδόν ήταν εξαφανισμένα τα περιστατικά βίας κατά των μεταναστών ή άλλων μειονοτήτων.
Ακόμη κι όταν επισκέφτηκε τη χώρα μας ο Ευρωπαίος επίτροπος για τα ανθρώπινα δικαιώματα και συνέταξε έκθεση με τα συμπεράσματά του σχετικά με τη δράση της Χρυσής Αυγής, η είδηση είχε θαφτεί κάπου σ' ένα μονόστηλο στις εσωτερικές σελίδες των περισσότερων εφημερίδων ή προβλήθηκε λίγο πριν τις αθλητικές ειδήσεις στα τηλεοπτικά δελτία. Όμως αυτές οι αγριότητες ήταν πολύ πιο σημαντικές, πολύ πιο διδακτικές για να καταλάβει ο κόσμος τι είναι πραγματικά η Χρυσή Αυγή, από το αν είναι αγενείς οι βουλευτές της ή όχι, αν συμπαθούν ή όχι τους δημοσιογράφους. Όσο πιο νωρίς συνέβαινε αυτό, δηλαδή όσο πιο νωρίς δημοσιοποιούνταν τέτοιες υπαρκτές ιστορίες τρόμου, τόσο πιο μεγάλος θα ήταν ο αντίκτυπος. Αντίθετα, όσο περισσότερο ταυτίζεται ο ψηφοφόρος μ' ένα κόμμα, τόσο πιο δύσκολο είναι να αποστασιοποιηθεί από αυτό, ειδικά όταν πρόκειται για ένα κόμμα που ασκεί εύκολη και λαϊκιστική αντιπολίτευση.
Καλό το savoir vivre και το savoire faire στη δημόσια ζωή, αλλά δυστυχώς σε εποχές εντονότατης οικονομικής και πολιτικές κρίσεις, μοιάζουν με περιττές πολυτέλειες, που βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου, τουλάχιστον για ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Κάτι πήγε ν' αλλάξει μετά το μπαράζ συλλήψεων και αποκαλύψεων με αφορμή τη δολοφονία Φύσσα, όμως και πάλι το κλίμα ευτελίστηκε με σχόλια όπως "έπεσα από τα σύννεφα", με αναφορές στο πόσο αστεία είναι η κόρη του Μιχαλολιάκου ντυμένη ως Χιονάτη - με ρατσιστικού χαρακτήρα αναφορές στα κιλά της - ή αν ψάχνει λατίνο εραστή στο διαδίκτυο!
Ξαφνικά, το σοβαρό, η ιδεολογική αποδόμηση της Χρυσής Αυγής μέσα από ντοκουμέντα, υποχώρησε μπροστά σε παρεϊστικα αστεία, που αναγορεύτηκαν σε σημαντικές ειδήσεις. Όμως, πιστεύει κανείς ότι αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα με τη Χρυσή Αυγή, το αν φαίνεται αστεία η Ουρανία Μιχαλολιάκου ντυμένη ως Χιονάτη ή αν είναι κοινωνικά αμόρφωτοι οι βουλευτές της;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου