ΕΛΛΗΝΙΚΗ, 26.07.1928 |
Η αυτοκτονία του σημαντικού ποιητή μας Κώστα Καρυωτάκη στην Πρέβεζα στις 21 Ιουλίου 1928 άργησε να γίνει γνωστή στην Αθήνα. Δημοσιοποιήθηκε για πρώτη φορά στις απογευματινές εφημερίδες της 25ης του μηνός και στις πρωινές της επομένης. Κοινό στοιχείο όλων των δημοσιευμάτων η σύνδεση της αυτοκτονίας με τις ταπεινώσεις που είχε δεχτεί ο Καρυωτάκης ως υπάλληλος του υπουργείου Προνοίας (πρόστιμα, μειώσεις μισθών, δυσμενείς μεταθέσεις όπως η τελευταία στην Πρέβεζα) από τον υπουργό Μιχαήλ Κύρκο. Ακόμα και η Πατρίς, από τις πιο πιστές εφημερίδες του κόμματος των Φιλελευθέρων, κατήγγειλε τον πρώην - πλέον - υπουργό, που τότε ανήκε στο κόμματου Βενιζέλου (σ.σ. πολλά χρόνια αργότερα θ' άλλαζε ιδεολογία και θα εντασσόταν στην Αριστερά).:
"Ένας από τους καλλίτερους μας νέους ποιητάς, από τους εκλεκτότερους αντιπροσώπους των σημερινών γραμμάτων, σεμνός το ήθος, γιομάτος από όλας τας αρετάς, άνθρωπος τέλειος με μιαν λέξιν, συνδυάζων το ήθος, γιομάτος από όλας τας αρετάς, συνδυάζων τον ποιητήν με τον άνθρωπον τον γιομάτον καλωσύνην, ηυτοκτόνησε προ τεσσάρων ημερών εις την Πρέβεζαν: ο ποιητής Κ. Καρυωτάκης, υπάλληλος του υπουργείου Προνοίας. Θύμα του τραγικού και οικτρού Κίρκου, διότι δεν εγένετο όργανον των κομματικών του επιθυμιών, υπέστη πάσαν την δίωξιν του φαύλου πρώην υπουργού", έγραφε το σχετικό ρεπορτάζ της Πατρίδος στις 26.07.1928 και συνέχιζε:
"Ο Καρυωτάκης σεμνός και καλός από χαρακτήρος δεν διεμαρτυρήθη ποτέ κατά των συστηματικών αδικιών του Κίρκου, ο οποίος συν τοις άλλοις τον είχε παραλείψει και κατά τας τελευταίας προαγωγάς, ενώ είχε μίαν πενταετίαν εις τον αυτόν βαθμόν και ήτο δικηγόρος, προήχθησαν δε τελειόφοιτοι του Γυμνασίου με διετή μόνον υπηρεσίαν προστατευόμενοι του κ. Κίρκου. Η λεπτή όμως και ποιητική του ψυχή εγέμισε πικρίαν και απογοήτευσιν, η οποία σιγά-σιγά τον έφερεν εις την απόγνωσιν που τον έκαμε να δώση τέρμα εις την ωραίαν και γεμάτην ελπίδας ζωήν του..."
Από όλα τα "φιλολογικά μνημόσυνα", που δημοσιεύτηκαν τις επόμενες μέρες στις εφημερίδες, αξίζει να σταθούμε στο κείμενο του ποιητή και κριτικού Κλέωνα Παράσχου, ο οποίος ήταν και προσωπικός φίλος του Κώστα Καρυωτάκη. Στην ανάλυσή του, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πρωία στις 28 Ιουλίου 1928, ο Παράσχος έδινε μια διαφορετική εικόνα του ποιητή, ο οποίος μέχρι και σήμερα θεωρείται σημείο αναφοράς του πεσιμισμού στην ελληνική τέχνη. Ο Παράσχος δεν στάθηκε στην εξωτερική διαπίστωση της απαισιοδοξίας, που διέπνεε το μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού έργου του Καρυωτάκη, αλλά προσπαθούσε να εξηγήσει αυτό το χαρακτηριστικό βάσει της προσωπικής τους γνωριμίας. Είναι ένα ενδιαφέρον κείμενο, που θα βοηθήσει, όσους ενδιαφέρονται να μάθουν περισσότερα για τον Καρυωτάκη, ν' αποκτήσουν μια πληρέστερη εικόνα για την αινιγματική προσωπικότητά του, καθώς και για το βαθύτερο νόημα του ποιητικού του έργου. Ακολουθούν δυο μεγάλα αποσπάσματα:
"Πάνε πέντε μέρες που έμαθα εντελώς τυχαία και αιφνίδια τον θάνατο του ποιητού Κώστα Καρυωτάκη και ακόμη δεν τον πιστεύω, και ακόμη μου φαίνεται σαν κάτι που δεν έγινε, που δεν είναι δυνατόν νάχη γίνει· τόσο απροσδόκητος ήταν. Τις παραμονές της αυτοκτονίας του, της τόσο τραγικής, μουείχε στείλει ένα σύντομο δελτάριο. Στις τρεις τέσσερις φράσεις που περιείχε, εύρισκε τον τρόπο να κάνη πνεύμα! Και όμως θα είχε κιόλας αποφασίσει την μοιραία πράξι του και η ψυχή του θα εξεχείλιζε απ' την τρομερώτερη θλίψι. Αλλ' έπρεπε να κρυφθή, και τις τελευταίες του στιγμές ακόμη, να κρυφθή απ' όλους, γιατί τέτοια ήταν η φύσις του, και γιατί αυτό του επέβαλλε η αξιοπρέπειά του. Το να φανέρωνε όχι βέβαια ό,τι ετοιμαζότανε να κάνη, αλλά και οποιοδήποτε άλλο μικρότερο μυστικό του, θα το θεωρούσε βεβήλωσι. Ο ψυχικός του κόσμος ήταν δικός του, ολόδικός του, ένα άδυτο, στο οποίον δεν επέτρεπε να έμπη κανείς, ούτε και όσοι ευρίσκοντο πλησιέστερά του. Έτσι κλεισμένο στον εαυτό του, λιγόλογο, σχεδόν σιωπηλό, τον εγνώρισα, τον εγνωρίσαμε όλοι. Δέκα σχεδόν χρόνια φιλίας που μας συνέδεαν δεν τον έκαναν λιγώτερο επιφυλακτικό παρ' ό,τι μου φάνηκε την πρώτη στιγμή που τον γνώρισα. Έμεινε ως το τέλος ο ίδιος.
Η επιφυλακτικότης του αυτή να ωφείλετο τάχα στην μελαγχολική του ιδιοσυγκρασία; Δεν το πιστεύω. Και οι μελαγχολικώτεροι ακόμη, και οι πιο κλεισμένοι στον εαυτό τους, έχουν στιγμές όπου αισθάνονται την ανάγκη να φανερώσουν στους άλλους κάτι βαθύτερο της ψυχής των. Είναι κάτι που τους ξελαφρώνει, που τους ανακουφίζει, έστω και προσωρινώς. Με τον Καρυωτάκη δεν συνέβαινε ποτέ αυτό. Τον εσωτερικό του κόσμο τον εμαθαίναμε μόνον από τα ποιήματά του. Ό,τι μας έλεγε ο ίδιος, ήταν η εξωτερική του ζωή, πράξεις και κινήσεις καθημερινές, χωρίς καμμιά σημασία.
Σε όλους όσους των εγνώρισαν έκανε εντύπωσι απαισιόδοξου. Και ήταν πράγματι απαισιόδοξος ο Καρυωτάκης. Όχι όμως ξώδερμα και επιπόλαια όπως άλλοι, αλλ' ως τα κόκκαλα. Η απαισιοδοξία του επήγαζε από ένα βαθύτατο ζύγισμα των πραγμάτων, και απ' την ιδιοσυγκρασία του. Αλλ' όχι από κανένα σωματικό μειονέκτημα ή από καμμιά αρρώστεια όπως συμβαίνει με άλλους απαισιοδόξους. Ίσως να μην ήτανε πρότυπο υγιούς ανθρώπους, αλλά δεν ήταν και άρρωστος. Η αρρώστεια του ήταν ψυχική. Ψυχική και μόνον. Ούτε καν νευρασθένεια. Τουλάχιστον δεν είχε καμμιά εξωτερική εκδήλωσι νευρασθενικού, ούτε παραπονέθηκε ποτέ για τίποτε. Η ψυχή του τσάκισε, λύγισε και τον έφερε εκεί που τον έφερε.
Η απαισιοδοξία διαπνέει όλα τα ποιήματα του Καρυωτάκη, από τα νεανικώτερά του, τον "Πόνο των Ανθρώπων και των Πραγμάτων", ως την τρίτη και τελευταία του συλλογή, τα "Ελεγεία και Σάτυρες" που την εξέδωκε προ ολίγων μηνών. Ποτέ στην νεοελληνική ποίησι, αλλά και στην παγκόσμια, σπανίως εξεδηλώθη με τόση αποκλειστικότητα, με τόση μονομέρεια, αλλά και με τόση οξύτητα συγχρόνως, σε ποιητικό έργο, η απαισιοδοξία. Στον Καρυωτάκη καταντούσε να έχη κάτι το νοσηρό. Τόσο έμμονη ήταν. Όσο και αν εγνώριζε κανείς τον ποιητή και όσο και αν δεν αμφέβαλλε για την ειλικρίνειά του (και τώρα περισσότερο παρά ποτέ δεν μας επιτρέπεται ν' αμφιβάλλωμε) έκανε εντύπωσι ωστόσο αυτή η αποκλειστική του προσήλωσι σε ό,τι θλιβερό έχει η ζωή. Η θανατοφιλία του ήταν σαν μια διαστροφή, σαν ένας σαδισμός που τον έκαμνε ν' αντλή την ηδονή από την καλλιέργεια της θλίψεώς του. Ο νιχιλισμός του, εντελώς απελπισμένος. Δεν εύρισκε διέξοδο πουθενά. Για τον Καρυωτάκη πουθενά δεν υπήρξε σωτηρία, ούτε παρηγοριά, ούτε ανακούφισις, παρά μόνον στον θάνατο. Η Φύσις γι' αυτόν δεν ήταν παρά μια άψυχη ύλη που έχει ανάγκην από τον θάνατό μας για ν' ανανεωθή, μια άσπλαχνη μητρυιά που δεν συμπονεί την δυστυχία μας, γιατί δεν την αισθάνεται..
..............................................................................................................................
Ποιητής φύσει απαισιόδοξος, αλλά και ποτισμένος όμως απ' όλο τον απελπισμένο νιχιλισμό της εποχής μας, ο Καρυωτάκης εξέφρασε το δράμα της ψυχής του με μιάν οξύτητα πρωτοφανή στην νεοελληνική ποίησι. Υπάρχουν τόνοι, κραυγές, εκρήξεις απελπισμένες, αλλά και λυγμοί πνιγμένοι και δάκρυα που μόλις τ' αφίνει να φανούν, και ένα πικρό χιούμορ στην ποίησί του, που σε πολύ ολίγους και από τους καλύτερους ακόμη ευρωπαίους ποιητάς της ιδιοσυγκρασίας του, συναντούμε. Και εδώ, εκτός από την καλλιτεχνική φύσι, βλέπομε πόσο εθαυματούργησε ακόμη μια φορά το αίσθημα. Ήταν τόσο ποτισμένος απ' το τραγικό αίσθημά του ο Καρυωτάκης, ήταν τόσο ειλικρινές και γνήσιο το αίσθημά του αυτό, ώστε όταν το εξεδήλωνε, εύρισκε αυθόρμητα την τελειότερη και οξύτερη έκφρασι. Ο στίχος του έχει όλες τις συσπάσεις, όλες τις πτώσεις, όλα τα πονεμένα λιγίσματα, όλες τις αναπάλσεις και τα φρικιάσματα της απελπισμένης του ψυχής. Γι' αυτό και τόσο μας συγκινεί. Αισθανόμαστε ότι δεν επιτηδεύεται, ότι δεν επιζητεί να κάνη εντύπωσι με τους στίχους του ο ποιητής αυτός, αλλ' ότι εκφράζει, όσο ειλικρινέστερα γίνεται, τον πόνο του.
Η ποίησίς του ήτανε μια οδυνηρότατη, μια σπαρακτική κραυγή που της έδινε αρμονία η τέχνη του. Ήταν η ίδια του πνοή. Ό,τι έγραψε ο Καρυωτάκης, το έγραψε με το αίμα του. Τώρα περισσότερο παρά ποτέ πρέπει να το πιστέψωμε".
Κομβικό σημείο στην απόφαση του Καρυωτάκη ν' αυτοκτονήσει αποτέλεσε η μετάθεσή του από την αγαπημένη του Αθήνα στην ήσυχη πόλη της Πρέβεζας, μια πόλη την οποία δεν κατάφερε - ή δεν άφηεο τον εαυτό του - ν' αγαπήσει τον ένα μήνα της εκεί διαμονής του. Τα δύο παρακάτω ποιήματα, από τα πιο γνωστά του Καρυωτάκη, αναδεικνύουν αυτήν την αντίθεση των συναισθημάτων για τις δυο πόλεις.
"Πάνε πέντε μέρες που έμαθα εντελώς τυχαία και αιφνίδια τον θάνατο του ποιητού Κώστα Καρυωτάκη και ακόμη δεν τον πιστεύω, και ακόμη μου φαίνεται σαν κάτι που δεν έγινε, που δεν είναι δυνατόν νάχη γίνει· τόσο απροσδόκητος ήταν. Τις παραμονές της αυτοκτονίας του, της τόσο τραγικής, μουείχε στείλει ένα σύντομο δελτάριο. Στις τρεις τέσσερις φράσεις που περιείχε, εύρισκε τον τρόπο να κάνη πνεύμα! Και όμως θα είχε κιόλας αποφασίσει την μοιραία πράξι του και η ψυχή του θα εξεχείλιζε απ' την τρομερώτερη θλίψι. Αλλ' έπρεπε να κρυφθή, και τις τελευταίες του στιγμές ακόμη, να κρυφθή απ' όλους, γιατί τέτοια ήταν η φύσις του, και γιατί αυτό του επέβαλλε η αξιοπρέπειά του. Το να φανέρωνε όχι βέβαια ό,τι ετοιμαζότανε να κάνη, αλλά και οποιοδήποτε άλλο μικρότερο μυστικό του, θα το θεωρούσε βεβήλωσι. Ο ψυχικός του κόσμος ήταν δικός του, ολόδικός του, ένα άδυτο, στο οποίον δεν επέτρεπε να έμπη κανείς, ούτε και όσοι ευρίσκοντο πλησιέστερά του. Έτσι κλεισμένο στον εαυτό του, λιγόλογο, σχεδόν σιωπηλό, τον εγνώρισα, τον εγνωρίσαμε όλοι. Δέκα σχεδόν χρόνια φιλίας που μας συνέδεαν δεν τον έκαναν λιγώτερο επιφυλακτικό παρ' ό,τι μου φάνηκε την πρώτη στιγμή που τον γνώρισα. Έμεινε ως το τέλος ο ίδιος.
Η επιφυλακτικότης του αυτή να ωφείλετο τάχα στην μελαγχολική του ιδιοσυγκρασία; Δεν το πιστεύω. Και οι μελαγχολικώτεροι ακόμη, και οι πιο κλεισμένοι στον εαυτό τους, έχουν στιγμές όπου αισθάνονται την ανάγκη να φανερώσουν στους άλλους κάτι βαθύτερο της ψυχής των. Είναι κάτι που τους ξελαφρώνει, που τους ανακουφίζει, έστω και προσωρινώς. Με τον Καρυωτάκη δεν συνέβαινε ποτέ αυτό. Τον εσωτερικό του κόσμο τον εμαθαίναμε μόνον από τα ποιήματά του. Ό,τι μας έλεγε ο ίδιος, ήταν η εξωτερική του ζωή, πράξεις και κινήσεις καθημερινές, χωρίς καμμιά σημασία.
Σε όλους όσους των εγνώρισαν έκανε εντύπωσι απαισιόδοξου. Και ήταν πράγματι απαισιόδοξος ο Καρυωτάκης. Όχι όμως ξώδερμα και επιπόλαια όπως άλλοι, αλλ' ως τα κόκκαλα. Η απαισιοδοξία του επήγαζε από ένα βαθύτατο ζύγισμα των πραγμάτων, και απ' την ιδιοσυγκρασία του. Αλλ' όχι από κανένα σωματικό μειονέκτημα ή από καμμιά αρρώστεια όπως συμβαίνει με άλλους απαισιοδόξους. Ίσως να μην ήτανε πρότυπο υγιούς ανθρώπους, αλλά δεν ήταν και άρρωστος. Η αρρώστεια του ήταν ψυχική. Ψυχική και μόνον. Ούτε καν νευρασθένεια. Τουλάχιστον δεν είχε καμμιά εξωτερική εκδήλωσι νευρασθενικού, ούτε παραπονέθηκε ποτέ για τίποτε. Η ψυχή του τσάκισε, λύγισε και τον έφερε εκεί που τον έφερε.
Η απαισιοδοξία διαπνέει όλα τα ποιήματα του Καρυωτάκη, από τα νεανικώτερά του, τον "Πόνο των Ανθρώπων και των Πραγμάτων", ως την τρίτη και τελευταία του συλλογή, τα "Ελεγεία και Σάτυρες" που την εξέδωκε προ ολίγων μηνών. Ποτέ στην νεοελληνική ποίησι, αλλά και στην παγκόσμια, σπανίως εξεδηλώθη με τόση αποκλειστικότητα, με τόση μονομέρεια, αλλά και με τόση οξύτητα συγχρόνως, σε ποιητικό έργο, η απαισιοδοξία. Στον Καρυωτάκη καταντούσε να έχη κάτι το νοσηρό. Τόσο έμμονη ήταν. Όσο και αν εγνώριζε κανείς τον ποιητή και όσο και αν δεν αμφέβαλλε για την ειλικρίνειά του (και τώρα περισσότερο παρά ποτέ δεν μας επιτρέπεται ν' αμφιβάλλωμε) έκανε εντύπωσι ωστόσο αυτή η αποκλειστική του προσήλωσι σε ό,τι θλιβερό έχει η ζωή. Η θανατοφιλία του ήταν σαν μια διαστροφή, σαν ένας σαδισμός που τον έκαμνε ν' αντλή την ηδονή από την καλλιέργεια της θλίψεώς του. Ο νιχιλισμός του, εντελώς απελπισμένος. Δεν εύρισκε διέξοδο πουθενά. Για τον Καρυωτάκη πουθενά δεν υπήρξε σωτηρία, ούτε παρηγοριά, ούτε ανακούφισις, παρά μόνον στον θάνατο. Η Φύσις γι' αυτόν δεν ήταν παρά μια άψυχη ύλη που έχει ανάγκην από τον θάνατό μας για ν' ανανεωθή, μια άσπλαχνη μητρυιά που δεν συμπονεί την δυστυχία μας, γιατί δεν την αισθάνεται..
..............................................................................................................................
Ποιητής φύσει απαισιόδοξος, αλλά και ποτισμένος όμως απ' όλο τον απελπισμένο νιχιλισμό της εποχής μας, ο Καρυωτάκης εξέφρασε το δράμα της ψυχής του με μιάν οξύτητα πρωτοφανή στην νεοελληνική ποίησι. Υπάρχουν τόνοι, κραυγές, εκρήξεις απελπισμένες, αλλά και λυγμοί πνιγμένοι και δάκρυα που μόλις τ' αφίνει να φανούν, και ένα πικρό χιούμορ στην ποίησί του, που σε πολύ ολίγους και από τους καλύτερους ακόμη ευρωπαίους ποιητάς της ιδιοσυγκρασίας του, συναντούμε. Και εδώ, εκτός από την καλλιτεχνική φύσι, βλέπομε πόσο εθαυματούργησε ακόμη μια φορά το αίσθημα. Ήταν τόσο ποτισμένος απ' το τραγικό αίσθημά του ο Καρυωτάκης, ήταν τόσο ειλικρινές και γνήσιο το αίσθημά του αυτό, ώστε όταν το εξεδήλωνε, εύρισκε αυθόρμητα την τελειότερη και οξύτερη έκφρασι. Ο στίχος του έχει όλες τις συσπάσεις, όλες τις πτώσεις, όλα τα πονεμένα λιγίσματα, όλες τις αναπάλσεις και τα φρικιάσματα της απελπισμένης του ψυχής. Γι' αυτό και τόσο μας συγκινεί. Αισθανόμαστε ότι δεν επιτηδεύεται, ότι δεν επιζητεί να κάνη εντύπωσι με τους στίχους του ο ποιητής αυτός, αλλ' ότι εκφράζει, όσο ειλικρινέστερα γίνεται, τον πόνο του.
Η ποίησίς του ήτανε μια οδυνηρότατη, μια σπαρακτική κραυγή που της έδινε αρμονία η τέχνη του. Ήταν η ίδια του πνοή. Ό,τι έγραψε ο Καρυωτάκης, το έγραψε με το αίμα του. Τώρα περισσότερο παρά ποτέ πρέπει να το πιστέψωμε".
Κομβικό σημείο στην απόφαση του Καρυωτάκη ν' αυτοκτονήσει αποτέλεσε η μετάθεσή του από την αγαπημένη του Αθήνα στην ήσυχη πόλη της Πρέβεζας, μια πόλη την οποία δεν κατάφερε - ή δεν άφηεο τον εαυτό του - ν' αγαπήσει τον ένα μήνα της εκεί διαμονής του. Τα δύο παρακάτω ποιήματα, από τα πιο γνωστά του Καρυωτάκη, αναδεικνύουν αυτήν την αντίθεση των συναισθημάτων για τις δυο πόλεις.
Σε παλαιό συμφοιτητή
Φίλε, η καρδιά μου τώρα σα να εγέρασε.
Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας,
που όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασε
και με την πίκρα κάποτε της πείνας.
Δεν θάρθω πια στον τόπο που πατρίδα μου,
τον έδωκε το γιόρτασμα της νιότης,
παρά περαστικός, με την ελπίδα μου,
με τ' όνειρο π' εσβύστη, ταξειδιώτης.
Προσκυνητής θα πάω κατά το σπήτι σου
και θα μου πουν δεν ξέρουνε τι εγίνης.
Μάλλον μαζύ θα ιδώ την Αφροδίτη σου,
κι' άλλοι το σπήτι θάχουν της Ειρήνης.
Θα πάω προς την ταβέρνα, το Σαμιώτικο
που πίναμε για να ξαναζητήσω
θα λείπης, το κρασί τους θάναι αλλοιώτικο,
όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω.
Θ' ανέβω τραγουδώντας και τρικλίζοντας
στο Ζάππειον που ετραβούσαμεν αντάμα,
Τριγύρω θάναι ωραία, πλατύς ο ορίζοντας,
και θάναι το τραγούδι μου σαν κλάμμα.
Πρέβεζα
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται,
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια.
Θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται,
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης,
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Θάνατος οι λεροί και ασήμαντοι δρόμοι,
με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους,
Ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη,
ο ήλιος, θάνατος μες τους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει,
για να ζυγίσει, μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι’ ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία, «υπάρχω;»
λες, κι ύστερα «δεν υπάρχεις!».
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας πέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου