Απογοητευμένος από την ζωή και πεσιμιστής στο ποιητικό του έργο - ένας πεσιμισμός που θα τον οδηγούσε στην αυτοκτονία τον Ιούλιο του 1928 σε ηλικία 32 ετών - ο Κώστας Καρυωτάκης δεν ήταν απλά ένας "καταραμένος ποιητής". Πολύ πριν το διορισμό του στο δημόσιο και την επαφή του μ' έναν περιβάλλον εργασίας κι έναν τρόπο ζωής που δεν ανταποκρινόταν στα προσωπικά του ιδανικά (και αποτέλεσε τη θρυαλλίδα του τέλους του), ο Καρυωτάκης είχε κάνει μια απόπειρα σατιρικής σταδιοδρομίας εκδίδοντας το εβδομαδιαίο, σατιρικό περιοδικό "Η Γάμπα" από κοινού με τον φίλο του Άγη Λεβέντη το Σεπτέμβριο του 1919.
Το περιοδικό είχε προκαλέσει αίσθηση, αλλά κυκλοφόρησαν μόνο έξι τεύχη. Τα περισσότερα ποιηματάκια που δημοσιεύονταν είχαν τολμηρούς, ερωτικούς στίχους, το περιεχόμενο των οποίων θεωρούνταν αρκετά "προκλητικό" για τα υπερβολικά σεμνά ήθη της εποχής. Χάρη στη βιβλιοθήκη της Βουλής, όπου υπάρχουν τα τρία τελευταία τεύχη του περιοδικού, μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα των "προκλητικών" αυτών στίχων.
Ας διαβάσουμε ορισμένα ποιηματάκια από το τελευταίο τεύχος της "Γάμπας", στις 13 Οκτωβρίου 1919, για το τολμηρό περιεχόμενο των οποίων προϊδέαζε και το εξώφυλλο της εφημερίδας:
Το παρακάτω ποίημα το υπέγραψε κάποιος "Σαμψών" από την Αράχωβα:
ΣΤΗ ΣΤΙΓΜΗ
Κάποιος νόμος της Χημείας
και της Φυσικής προσέτι
ξεύρεις φως μου, λέγει ότι
η τριβή παράγει ζέστη.
Έλα τώρα πούνε κρύο
αγκαλιά να κοιμηθούμε
να με τρίβεις να σε τρίβω
στη στιγμή να ζεσταθούμε!
Στίχοι αφιερωμένοι "σε μια δασκάλα" από τον "Κούνουπα":
Μ' όσο μασάζ κι αν κάνεις συ,
μ' όσες μπογιές κι' αν βάνεις
Κι' αν πάντα πας μ' όλο μικρά,
μικρούλα, δεν μου κάνεις.
Κι' αν σ' άλλους τα περνάς αυτά
σ' εμέ δεν θ' αποδείξης
ότι στης πλάτες δεν βαστάς
σαράντα-δυό... ανοίξεις!...
Ο "Νιάου-νιάου" (τι ψευδώνυμο!) ευχόταν να ήταν.. νερό για να 'πλενε μια γυναικεία γάμπα:
ΣΕ ΜΙΑ
Ας ήμουνα κρύο νερό
το ποδάρι σου να πλύνω!
μ' ένα φιλί σου τρυφερό
την φλόγα μου να σβύνω!
Το στήθος μου σαΐτεψε
το παχουλό σου χέρι
εσέ η τύχη τώγραψε
για να σε κάμω ταίρι.
Όσες φορές μ' εκύτταξε
το γαλανό σου βλέμμα
αίμα η καρδιά μου έσταξε
κι' ακόμα στάζει αίμα!
Αν σε θωρώ φλογίζομαι
αν δε σε βλέπω καίω
παντού σε συλλογίζουμαι
και πάντα κλαίω-κλαίω!
Παιχνίδι με τη "Γάμπα" το περιοδικό, αλλά και με τη.. γυναικεία γάμπα έκανε κάποιος "Δον Κιχώτης" από τα Ιωάννινα:
ΣΤΗ ΓΑΜΠΑ
Γάμπα παχουλή κι' αφράτη
να σε σφίξω μια φορά,
"Γάμπα μου" να σε διαβάζω,
είν' η μόνη μου χαρά.
Γάμπα σαν σε αντικρύζω
από πόθο λαχταρώ.
"Γάμπα μου" σαν σε κυττάζω
απ' τη γλύκα σου μεθώ.
Τι γλυκειά πούνε η γάμπα!...
με την κάλτσα τη λεπτή,
μα κι η "Γάμπα" είν' ωραία
οπού βγαίνει στο χαρτί.
Η εφημερίδα όμως δεν δημοσίευε μόνο ερωτικά ποιηματάκια, αλλά και μικρές ιστορίες με σαφή υπονοούμενα, όπως η παρακάτω, που περισσότερο περιείχε οδηγίες φλερτ προς έναν άνδρα της εποχής, που ήθελε να ρίξει μια κοπέλα από την πρώτη βραδιά:
ΕΙΔΗ ΠΑΞΙΜΑΔΟΚΛΕΠΤΡΙΩΝ
- Μπον σουάρ. Σε κυττάζει κατ' αρχάς μ' ένα βλέμμα που νομίζεις ότι θέλει να σε εξερευνήση εκ των κάτω προς τα άνω και εκ των άνω προς τα κάτω. Δεν σου απαντά καθόλου· εσύ πλευρίζεις δίκην μαούνας, και επαναλαμβάνεις με ύφος ιλαρόν και σπαραξικάρδιον εις καθαράν Ιταλικήν διάλεκτον:
- Μπόνα σέρα, πικολίνο!..
Λαμβάνει ύφος δουκίσης της μεσαιωνικής εποχής, και μόλις κατορθώνει να ψιθυρίση:
- Καλησπέρα σας!...
Επακολουθεί σιωπή αρκετών δευτερολέπτων. Οι διαβάται διερχόμενοι δίπλα σας, σας κυττάζουν με χαίνοντα στόματα... Εσείς δεν δίνετε καμμίαν σημασίαν εις το πλήθος!.. Εξακολουθείτε να πλευρίσητε καλλίτερον, και με ύφος μπλαζέ την ερωτάτε:
- Μήπως η παρουσία μου σας στενοχωρεί μαϊμουζέλ;
- Α, τουναντίον· μου είσθε τόσον ευχάριστος!..
Το πράγμα επροχώρησεν αρκετά. Η γνωριμία εγένετο και δεν υπολείπεται παρά η απαραίτητος ντεκλαραιόν.
- Μανίτσα μου!... Πόσον ώμορφη είσθε απόψε. Θαρρώ ότι βλέπω το ωραιότερον άνθος εκ των ανθέων του κήπου μου ή ότι βλέπω έναν άγγελον που κατέβηκεν από τάστρα με την καλούμπα! Αχ καλέ, αχ καλέ! Πόσο δροσερή κι' αφράτη είσθε!.. Νομίζω ότι βλέπω μπροστά μου μια γρανίτα και ετοιμάζομαι να σας βάλω το καλαμάκι μου και να σας ρουφήξω...
Αυτή αρχίζει να λιγώνεται!.. Τα λόγια σας της φαίνονται σαν αγγελικό χάιδεμα. Κουνιέται σα μπρατσέρα εν μέσω πελάγει. Το βλέμμα της πλημμυρίζει από δάκρυα χαράς και υπερηφανείας... Σεις εξακολουθείτε.
- Είσθε άσπρη σαν αγαλματάκι ζωντανεμένο! Εάν σας έβλεπεν ο Μιτσικλής ο Καρακοβουνίτης θα πωλούσε τα τρία του μουλάρια και τη γίδα του την παλαβή για να σας κατακτήση... Εάν σας έβλεπε ο Μακάριος θα την έβγαζε τρεις πιθαμάδες έξω τη γλώσσα του από έκπληξι!.. Ο Ρουμπής θα σας τραγουδούσε το Γιαρούμπι γιαρουμπάκι... Η Κογιόνενα θα φούσκωνε το τουτουλουμάκι της ίσαμε τα μπούνια!.. Και τέλος ο Τουρλούπης θα σας τραγουδούσε την Καραγιάννενα!...
Η Δεσποινίς παξιμαδοκλέπτρα μένει έκπληκτος προ της ρητορικής σας δεινότητος και προ των ιστορικών σας γνώσεων. Σας σφίγγει το χέρι από ερωτοπάθειαν και σας λέγει κρυφά στ' αυτί:
- Πού θα πάμε, χρυσό μου, απόψε να περάσωμε τη βραδυά μας;
- Όπου προτιμάτε μαϊμουζέλ:...
Χωρίς και σεις να καταλάβετε καλά-καλά, στρίβετε απόνα σκοτεινό δρόμο και χάνεσθε μέσα στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας!.. Κανείς, μα απολύτως κανείς δεν ξέρει πού πηγαίνετε. Σας ευχόμεθα "καλή νύχτα" και καλοπέρασι!...
ΩΘΗΣΟΝ
Θα αδικούσαμε την εφημερίδα, αν υποστηρίζαμε ότι η "Γάμπα" περιείχε μόνο δημοσιεύσεις με ερωτικά υπονοούμενα. Στο ίδιο τεύχος πρωτοδημοσιεύθηκε και ο "Μιχαλιός", ένα σχετικά γνωστό μέχρι και σήμερα, βαθύτατα σατιρικό ποίημα του Καρυωτάκη, που όμως τότε το υπέγραψε ως "Συναχωμένο ποντικάκι", με αντιμιλιταριστικό περιεχόμενο, για την ιστορία ενός φαντάρου που πέθανε στη διάρκεια της θητείας του, αλλά δεν χωρούσε στον τάφο του:
Ο ΜΙΧΑΛΙΟΣ
Το Μιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη.
Καμαρωτά ξεκίνησε κι' ωραία
με το Μαρή και με τον Παναγιώτη.
Δε μπόρεσε να μάθη ούτε το "επ' ώμου"
κι' όλο έλεγε σιγά: "κυρ δεκανέα
άσε με να γυρίσω στο χωριό μου".
Τον άλλο χρόνο στο νοσοκομείο
βρεθήκαμε μαζύ στην ίδια σάλα
και τούλεγα γελώντας κάνα αστείο·
με μίλαε, μα το βλέμμα του το πράο
σα νάλεγε και σα να επαρακάλα:
"Αφίστε με στο σπήτι μου να πάω".
Κι' ο Μιχαλιός επέθανε στρατιώτης.
Τον ξεπροβόδισαν εφτά φαντάροι·
Μαζύ τους ο Μαρής κι' ο Παναγιώτης...
Απάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος,
μα τ' άφισαν απέξω τα ποδάρια
ήτον λίγο μακρύς ο φουκαράκος.
Αγνώστου συγγραφέα ήταν και το σατιρικό κείμενο για μια "αυτοκτονία" ενός παιδιού 2 ετών, γόνου πλούσιας υποτίθεται οικογένειας, που μάλιστα είχε και πτυχίο Νομικής. Ενδιαφέρον το στοιχείο αυτό με τη Νομική, απόφοιτος της οποίας ήταν και ο Καρυωτάκης. Να ήταν άραγε αυτός ο άγνωστος συγγραφέας; Πάντως εντυπωσιάζει ο τρόπος της ψεύτικης αυτής "αυτοκτονίας", που είχε κοινά στοιχεία με τον τρόπο, με τον οποίο θα έβαζε τέρμα στην ζωή του και ο ποιητής ύστερα από σχεδόν 9 χρόνια.
"Απελπισθείς εκ των στερήσεων της ζωής και εκ των ερωτικών ατυχιών, ο παις του εφοπλιστού κ. Καραβάκη, ηυτοκτόνησε χθες, βληθείς διά σφαίρας περιστρόφου εις την δεξιάν ωμοπλάτην. Ο θάνατος επήλθεν ακαριαίος και τρομερός. Ο δυστυχής παις ήτο ηλικίας 2 ετών και τριών μηνών και μόλις προ τριετίας είχε λάβει το δίπλωμα της Νομικής. Τον κ. Καραβάκην συλλυπούμεθα εγκαρδίως".
Γενικά, είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε ποιος κρυβόταν πίσω από τα ψευδώνυμα, που υπέγραφαν τα διάφορα δημοσιεύματα της "Γάμπας". Οι δυο φίλοι και εκδότες, ο Καρυωτάκης και ο Λεβέντης εμφανίζονταν στην ταυτότητα της εφημερίδας ως "Μίμης Χλαπάτσας" και "Νίκος Τσαπατσούλιας", ψευδώνυμα που δεν εμφανίζονταν σε κανένα δημοσίευμα.
Πάντως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Κ. Καρ., που υπέγραφε ένα κείμενο οδηγιών προς όσους αναγνώστες επιθυμούσαν να επισκεφτούν τα προσωρινά γραφεία της εφημερίδας επί της οδού Φαβιέρου 54, δεν ήταν άλλος από τον Καρυωτάκη. Το κείμενο αυτό, που είχε έντονα ειρωνική έως αυτοσαρκαστική διάθεση για τις φτωχικές συνθήκες των γραφείων της εφημερίδας, δημοσιεύτηκε στο τρίτο φύλλο της "Γάμπας" (29.09.1919) και από αυτό μπορούμε να σχηματίσουμε μια εικόνα για τη χιουμοριστική πλευρά του ποιητή, που στη συνέχεια συνδέθηκε με το "μαύρο" και την απελπισία.
"Εισέρχεσθε διά μιας καταπακτής κρατώντες φανόν ανημμένον. Θα ιδήτε μίαν επιγραφήν "ο κώδων δεν κτυπά". Δεν είνε ανάγκη λοιπόν να κτυπήσετε το κουδούνι, το οποίον άλλως τε, δεν υπάρχει. Μη ζητήσετε να βγάλετε το καπέλλο, διότι δεν θα σας δοθή καιρός· πρέπει και με τα δυο σας χέρια να προασπίζετε την τσέπη του πορτοφολιού σας διά πολλούς λόγους. Θα τρέξη αμέσως να τεθή υπό τας διαταγάς σας ο προσωπάρχης του επί των τελετών και δεξιώσεων τμήματος, του επιστατικού προσωπικού των γραφείων της "Γάμπας". Θα φέρη πρασίνην χρυσοποίκιλτον λιβρέαν με το έμβλημα της "Γάμπας" εις το αριστερόν περιβραχιόνιον. Με τον αφελέστερον τρόπον του κόσμου θα σας ζητήση το μπαστούνι και το παλτό σας. Αν δεν τα έχετε βαρεθή, μην τα δώσετε επ' ουδενί λόγω. Αφού σας κάνη τας κεκανονισμένας δέκα υποκλίσεις και εις το τέλος σας παίξη την σχετικήν καρπαζιάν θα σας εισαγάγη με μίαν κλωτσιά εις τα οπίσθια εις το δωμάτιον των διευθυντών. Ο κ. Χλαπάτσας θα προθυμοποιηθή να σας υποδείξη σε ποιες σανίδες του πατώματος θα μπορούσατε να πατήσετε για να φθάσετε ακινδύνως μέχρις αυτού. Ως εκ συνθήματος λεγεών ποντικών διαφόρων μεγεθών θα εφορμήση εναντίον σας. μη φοβηθήτε. Είνε τα κατοικίδια ζώα της "Γάμπας". Είνε κακομαθημένα. Κατά βάθος όμως έχουν πολύ καλήν ψυχήν. Χαϊδέψτε τα λίγο. Δεν θα σας πειράξουν. Ο κ. Τσαπατσούλιας θα καταγίνεται από πολλού να στερώση με διάφορα τεχνητά μέσα ένα κάθισμα για να σας το προσφέρη. Επί τέλους θα καθήσετε.
Μία διόρθωση: στις 29.9.1919 χρονολοχείται το 4ο (όχι το 3ο) φύλλο της Γάμπας. Απλά πρόκειται για την 3η σελίδα του 4ου φύλλου/τεύχους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυνδιευθυντες και συνεκδοτες ήταν ο Κώστας Καρυωτάκης και ο Αγης Λεβέντης. Με προτροπή μάλιστα του 2ου, ο οποίος είχε φιλοτέχνησει και τη γάμπα στην προμετωπιδα, προχώρησαν στη δημιουργία του περιοδικού.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο 6ο "χαμένο" τεύχος βρίσκεται στο Μουσείο Τεχνών και Επιστημών Ηπείρου στην Πρέβεζα. Δρ. Χαράλαμπος Γκούβας, Διευθυντης
ΑπάντησηΔιαγραφήΞέρει κανείς που μπορώ να βρω τα άλλα 5?
ΑπάντησηΔιαγραφή