15 Αυγούστου 2014

Ιστορικά κείμενα: Η άρση των αναθεμάτων μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης εκκλησίας τον Δεκέμβριο του 1965

Η ύστερα από 911 χρόνια αμοιβαία άρση των αναθεμάτων, που είχαν ανταλλάξει το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης και το Βατικανό το 1054, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα του 20ου αιώνα, αν αναλογιστεί κανείς πόσο πολύ είχε επηρεάσει την εξέλιξη της ευρωπαϊκής ιστορίας το σχίσμα του 11ου αιώνα. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι το μιλένιουμ ελάχιστα από τα αναρίθμητα αφιερώματα της προηγούμενης εκατονταετίας σκέφτηκαν να την συμπεριλάβουν, προς επιβεβαίωση της υποχώρησης της επιρροής της θρησκείας στην εξέλιξη της ιστορίας σήμερα. Σε κάθε περίπτωση, από οπτική και να το δει κανείς, το γεγονός αυτό έχει ιστορική σημασία και αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στο κείμενο που το επισφράγισε.

Η άρση των αναθεμάτων, που βέβαια δεν οδήγησε στην - για πολλούς λόγους δύσκολη - επανένωση, ήταν έκφραση της θεαματικής βελτίωσης στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών και έγινε στις 7 Δεκεμβρίου 1965 ταυτόχρονα σε Κωνσταντινούπολη και Βατικανό από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα και τον Πάπα Παύλο Στ΄. Συγκεκριμένα, εκδόθηκε κοινό ανακοινωθέν των δύο Εκκλησιών, που είχε ως εξής (σ.σ. έγινε προσπάθεια μεταφοράς του κειμένου στη δημοτική): 
"Έμπλεοι ευγνωμοσύνης προς το Θεό για την από το έλεος Αυτού δοθείσα σε αυτούς χάρη της αδελφικής τους συναντήσεως στους ιερούς τόπους, όπου διά του θανάτου και της Αναστάσεως του Κυρίου Ιησού ετελιώθη το Μυστήριο της Σωτηρίας ημών και διά της χορηγίας του Αγίου Πνεύματος συστάθηκε η Εκκλησία, ο Πάπας Παύλος ο Στ΄ και ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ο Α΄ δεν απομακρύνθηκαν της έκτοτε προθέσεως τους, έκαστος από τη μεριά του, να μην παραλείψουν εφ' εξής κάθε χειρονομία, από την αγάπη εμπνεόμενη και δυνάμενη να διευκολύνει την ανάπτυξη των αδελφικών σχέσεων, που με αυτό τον τρόπο εγκαινιάζονται μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθοδόξου Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Έτσι δε ενεργούντες έχουν την πεποίθηση ότι ανταποκρίνονται στην κλήση της Θείας Χάριτος, η οποία οδηγεί σήμερα τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και την Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως και όλους τους Χριστιανούς, σε υπερνίκηση των διαφορών τους, προκειμένου και πάλι να γίνουν ένα, όπως ο Κύριος Ιησούς το ζήτησε γι' αυτούς παρά του Πατρός Αυτού.
Μεταξύ των κωλυμάτων, τα οποία βρίσκονται επί της οδού της προαγωγής των αδελφικών τούτων σχέσεων εμπιστοσύνης και τιμής, προβάλλει η ανάμνηση των λυπηρών αποφάσεων, ενεργειών και γεγονότων, που κατέληξαν το έτος 1054 στο ανάθεμα, το εξενεχθέν κατά του Πατριάρχη Μιχαήλ του Κηρουλαρίου και δύο ακόμη προσώπων από τους απεσταλμένους του Ρωμαϊκού Θρόνου υπό την ηγεσία του Καρδιναλίου Ουμβέρτου, απεσταλμένοι οι οποίοι υποβλήθηκαν εν συνεχεία σε ανάλογο ανάθεμα από μέρους του Πατριάρχη και της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως.
Και τα μεν γεγονότα αυτά υπήρξαν αυτά που υπήρξαν κατά την ιδιαζόντως ταραγμένη εκείνη περίοδο της Ιστορίας. Σήμερα όμως κρινόμενα αυτά σε πνεύμα μεγαλύτερης ηρεμίας και δικαιοσύνης οδηγούν σε αναγνώριση των υπερβολών, με τις οποίες αυτά επιβαρύνθηκαν και οι οποίες οδήγησαν ακολούθως σε συνέπειες που υπερβαίνουν, καθ' όσον μπορούμε να κρίνουμε, τις προθέσεις και προβλέψεις όσων τα δημιούργησαν, καθώς οι καταδίκες αναφέρονταν στα υπ' όψιν πρόσωπα και όχι στις Εκκλησίες, ενώ δεν αποσκοπούσαν στη διακοπή της Εκκλησιαστικής Κοινωνίας μεταξύ των Θρόνων Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως.
Έτσι ο Πάπας Παύλος ο Στ΄ και ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ο Α΄ μαζί με την περί αυτόν Σύνοδο, με την πεποίθηση ότι εκφράζουν την κοινή επιθυμία δικαιοσύνης και το ομώνυμο αίσθημα αγάπης των πιστών τους, ενθυμούμενοι δε της εντολής του Κυρίου, που είπε "εάν προσφέρης το δώρον σου επί το θυσιαστήριον κι' εκεί μνησθείς ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου και ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου", (Ματθ. 5, 23-24) από συμφώνου δηλώνουν:
Α) Αποδοκιμάζουν τους προσβλητικούς λόγους, τις αβάσιμες κατηγορίες και τις αξιοκατάκριτες χειρονομίας, που εκατέρωθεν χαρακτήρισαν ή συνόδευσαν τα θλιβερά γεγονότα της εποχής εκείνης.
Β) Αποδοκιμάζουν ωσαύτως και αίρουν από τη μνήμη και από το μέσο της Εκκλησίας τα επακολουθήσαντα αναθέματα, η ανάμνηση των οποίων επενεργεί μέχρι σήμερα ως κώλυμα στην εν αγάπη προσέγγιση, τα παραδίδουν δε στη λήθη.
Γ) Εκφράζουν, τέλος, τη θλίψη τους για τα λυπηρά προηγούμενα και τα μεταγενέστερα, τα οποία, υπό την επίδραση διαφόρων παραγόντων, μεταξύ των οποίων και η αμοιβαία έλλειψη κατανοήσεως και εμπιστοσύνης, οδήγησαν τελικά στην πλήρη διάσπαση της Εκκλησιαστικής Κοινωνίας.
Ο Πάπας Παύλος ο Στ΄ και ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ο πρώτος μετά της περί αυτόν Συνόδου αντιλαμβάνονται από κοινού ότι η χειρονομία αυτή δικαιοσύνης και αμοιβαίας συγγνώμης, δεν δύναται να αρκέσει στον τερματισμό των διαφορών, παλαιών και νεωτέρων, που υφίστανται μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Ορθοδόξου Εκκλησίας, οι οποίες με την βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, θα υπερπηδηθούν διά της καθάρσεως των καρδιών, της αποδοκιμασίας των ιστορικών σφαλμάτων, όπως και διά της αποτελεσματικής θελήσεως να καταλήξουν στην κοινή κατανόηση και διατύπωση της αποστολικής πίστεως και των αιτημάτων αυτής.
Πραγματοποιώντας τη χειρονομία αυτή ελπίζουν κυρίως ότι αυτή θα είναι ευάρεστη στο Θεό, που είναι έτοιμος να μας συγχωρέσει όταν συγχωρούμε ο ένας τον άλλο και θα εκτιμηθεί αυτή από ολόκληρο τον Χριστιανικό κόσμο, αλλ' ιδιαίτερα από το σύνολο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ως έκφραση αμοιβαίας ειλικρινούς θελήσεως προς καταλλαγή και ως πρόσκληση προς επιδίωξη, σε πνεύμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, εκτιμήσεως και αγάπης, του διαλόγου, ο οποίος  θα οδηγήσει αυτές, με τη θέληση του Θεού, να επαναβιώσουν, κυρίως προς ωφέλεια των ψυχών και προς έλευση της Βασιλείας του Θεού, την πλήρη κοινωνίαν της πίστεως, της αδελφικής ομόνοιας και της μυστηριακής ζωής, η οποία υφίστατο μεταξύ αυτών κατά τη διάρκεια της πρώτης χιλιετηρίδας της ζωής της Εκκλησίας".


Σχετικά θέματα:
Η ομιλία του Πάπα Ουρβανού Β΄ που σήμανε την έναρξη της Πρώτης Σταυροφορίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου