Δεν ξέρω τι είναι χειρότερο για ένα θεατρόφιλο κάτοικο επαρχιακής πόλης. Το ότι πρέπει να περιμένει τους πέντε – δέκα θιάσους (ή μήπως λέω πολλούς για ορισμένες περιοχές;) που θα κάνουν την τιμή να επισκεφτούν την πόλη ή τέλος πάντων την περιοχή του μέσα το καλοκαίρι, ακόμα και σε περίοδο που ο ίδιος ενδεχομένως θα έχει πάρει την άδειά του και θα λείπει σε κάποια παραλία; Το ότι ουσιαστικά δεν έχει πολλά περιθώρια επιλογών, αλλά καλείται να παρακολουθήσει την παράσταση ενός θιάσου που έρχεται στην πόλη ανεξάρτητα του αν αυτή είναι καλή ή όχι (συνήθως εύκολα θεατρικά έργα, κλασικές ξένες κωμωδίες περασμένων αιώνων ή αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες παρουσιασμένες σε ακατάλληλους χώρους), απλά για ν’ αποδείξει πόσο θεατρόφιλος είναι; Ή το ότι πολλοί ηθοποιοί, που βγαίνουν στις τηλεοπτικές εκπομπές για να διαφημίσουν τις περιοδείες τους στην επαρχία, δεν παραλείπουν ν’ αναφέρουν πόσο κουραστικές είναι οι περιοδείες αυτές και πώς θα τις απέφευγαν αν δεν υπήρχε η οικονομική κρίση, αλλά ας όψεται η άτιμη αυτή η κρίση και η ανάγκη της επαρχίας να ξεφύγει λίγο βρε αδερφέ…
Είναι αλήθεια,
ότι τα χρόνια προ της κρίσης, στην επαρχία περιόδευαν συνήθως διάφορα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.
(πολλά εκ των οποίων στη συνέχεια και λόγω της οικονομικής κρίσης έκλεισαν ή
περιόρισαν αισθητά τα έξοδά τους), ενώ οι όποιοι αθηναϊκοί θίασοι επισκέπτονταν
τις επαρχιακές πόλεις ήταν είτε επιθεωρησιακοί είτε μετέφεραν κάποια
επιτυχημένη παράσταση της χειμερινής σαιζόν με αγνώριστους θιάσους, αφού πολλοί
πρωταγωνιστές επέλεγαν να περάσουν τα καλοκαίρια τους πιο ξεκούραστα.
Σίγουρα δεν
είναι εύκολο να βρίσκεσαι σχεδόν κάθε μέρα επί ένα δίμηνο (σε κάποιες
περιπτώσεις και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα) στους δρόμους, ενδεχομένως μακριά
από την οικογένειά σου και άλλα αγαπημένα πρόσωπα, με καθημερινή δουλειά και
λίγα περιθώρια ξεκούρασης. Μην γκρινιάζεις όμως δημόσια, ρε φίλε!
Πολύ πιο
αγόγγυστα, κάτω από πολύ χειρότερες, πραγματικά άθλιες συνθήκες, όταν ακόμα η λέξη
«ηθοποιός» δημιουργούσε μόνο αρνητικούς συνειρμούς στην κοινωνία, απολύτως μακριά
από τη λάμψη της σημερινής εποχής, οι ηθοποιοί έβγαιναν στην επαρχία με τα «μπουλούκια»
όχι για να βγάλουν ένα επιπλέον μεροκάματο, αλλά για να επιβιώσουν την κάθε
μέρα που περνούσε.
Αλλά και σήμερα
υπάρχουν πολλοί – πάρα πολλοί – ηθοποιοί που αντιμετωπίζουν οικονομικά
προβλήματα χειμώνα-καλοκαίρι, ηθοποιοί που δεν ανήκουν σε μεγάλους θιάσους και
άρα δύσκολα έχουν τη δυνατότητα ακόμα κι αυτής της τόσο κουραστικής θερινής
περιοδείας ανά την Ελλάδα. Αποτελεί ασέβεια και προς αυτούς η γκρίνια των καλύτερα
ταχτοποιημένων συναδέλφων τους (πολλοί από τους οποίους βέβαια συνηθίζουν να
παραπονιούνται και γιατί έμειναν δυο τρεις σεζόν εκτός της τηλεόρασης, όταν
έχουν στο βιογραφικό τους δεκάδες σίριαλ, λες και από τους χιλιάδες Έλληνες
ηθοποιούς πρέπει αυτοί σώνει και καλά να εμφανίζονται σε όλες τις σειρές που
γυρίζονται στη χώρα).
Σε όλους λοιπόν τους
ηθοποιούς που παλεύουν για την επιβίωσή τους και σε όσους πάλεψαν κάτω από
ακόμα δυσκολότερες συνθήκες πριν από πολλές δεκαετίες υπό πολύ χειρότερες
συνθήκες, ας αφιερώσουμε το παρακάτω ποίημα του Μίμη Τραϊφόρου, το οποίο βρήκα
δημοσιευμένο σε μια εφημερίδα του Ηρακλείου Κρήτης τον Ιανουάριο του 1938, με
τίτλο «Μπουλούκια», σε μια εποχή, που οι περισσότεροι ηθοποιοί έβγαιναν για
περιοδείες κυρίως το φθινόπωρο και το χειμώνα, μιας και το καλοκαίρι στην
πρωτεύουσα ήταν τότε πολύ πιο φιλικό για το θέατρο.
ΜΠΟΥΛΟΥΚΙΑ
Και παίρνουν τις
βαλίτσες το φθινόπωρο
και με πικρία
μιάν εσπέρα ξεκινάνε
και στο σταθμό
δε βρίσκετ’ ένας γνώριμος
κι ένα μαντήλι
απ’ το λιμάνι δεν κουνάνε.
Και πάνε σ’
άλλες πιάτσες για να παίξουνε
και ταξιδεύουν
μέσ’ τα βρώμικα βαγόνια
με τρίτης θέσης
πάντοτε εισιτήριο
και μ’ αγωνία
σιγοτρέμουν τα σαγόνια.
Σε θέατρα
παράξενα και πρόχειρα
με τα παλιά ξεθωριασμένα
σκηνικά τους
με μια σκισμένη
αυλαία – πρώην κόκκινη –
με τα θαμπά
χρωματισμένα ηλεκτρικά τους.
Σε καφενέδες ή
σε σκούρες αίθουσες
οι θεατρίνοι μας
τους ρόλους των κρεάρουν
κι οι λιγοστοί
πελάτες τους νυστάζουν
και τα φινάλε
κοιμισμένα δε μπιζάρουν.
Δε βρίσκουν
καμαρίνια κι έτσι ντύνονται
όπου να βρούνε,
σ’ αποθήκες, σε υπόγεια,
κάποια σφυρίζει
κι ένας άλλος βάφεται
κι άλλοι
διαβάζουν του ρολάκου τους τα λόγια.
Το βράδυ θα
μοιράσουν την είσπραξη
και θα καθίσουν
μια παρέα να τα φάνε,
ένας θα πάρει
την κιθάρα κι ως το χάραμα
την αγωνία τους
με σκέψη θα γλεντάνε.
Μπορεί την άλλη
νύχτα να ν’ αδέκαροι
γιατ’ ίσως κάνα
χιόνι δε θ’ αφήσει
να κάνουν την
παράσταση – την πείνα τους
ποιος το πε
Χριστιανοί θα συμπαθήσει;
Κανένας
ευυπόληπτος και φρόνιμος
δεν τους
πλησιάζει εκεί στις τίμιες επαρχίες.
Τις μπαλαρίνες
όμως κυνηγούν οι κύριοι
και τους
θεατρίνους οι ανεπίληπτες κυρίες.
Πολλούς δίχως
λουλούδια σαν κατάδικους
δαπάναις της
κοινότητας τους θάψαν
και παίξαν και
γελάσαν οι συντρόφοι τους
το ίδιο βράδυ κι
έπειτα τους κλάψαν.
κι είτε λιοπύρια
τους κυκλώνουν είτε χιόνια
με τρίτης θέσης
πάντοτε εισιτήριο
σαν τους αλήτες
μες τα βρώμικα βαγόνια.
Σχετικό είναι και το παρακάτω:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου