6 Ιανουαρίου 2020

Η ιστορία της Σουσουράδας διά χειρός Ανδρέα Καρκαβίτσα

Ανδρέας Καρκαβίτσας

Όσοι γεννηθήκαμε τις δεκαετίες του 1970, '80 και '90 θυμόμαστε την τρίτομη σειρά του Ανθολογίου για τις έξι τάξεις του Δημοτικού (ένας τόμος ανά δύο τάξεις) με τα σύντομα ποιηματάκια και τις ιστορίες του, παρμένες κυρίως από παλιά αναγνωστικά, παιδικά περιοδικά και συλλογές παιδικών βιβλίων καταξιωμένων Ελλήνων λογοτεχνών, μια προσπάθεια εξοικείωσης των μικρών παιδιών με το διάβασμα - αν το κατάφερε, αυτό είναι άλλο θέμα, που συνδέεται όχι μόνο με το εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά κυρίως με την ύπαρξη ή την ανυπαρξία αναγνωστικής κουλτούρας μέσα στην οικογένεια. Μία από τις ιστορίες του Ανθολογίου της Α΄ και της Β΄τάξης του Δημοτικού, που ακόμα θυμόμαστε οι περισσότεροι, είναι και αυτή της Σουσουράδας. Είναι η ιστορία του πουλιού, του οποίου την ουρά έκοψε μια γριά βάβω και στη συνέχεια χρειάστηκε να κάνει μια σειρά από θελήματα για να καταφέρει να πάρει την ουρά του πίσω και να επιστρέψει στα παιδιά του, αναπαραγωγή του «αναγνώσματος για πολύ μικρά παιδιά» που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διάπλασις των Παίδων στις 21 Ιανουαρίου 1917. 

Προφανώς η ιστορία της σουσουράδας, βασισμένη σε κάποιο λαϊκό παραμύθι, είχε πολλές εκδοχές με μικρότερες ή μεγαλύτερες παραλλαγές μεταξύ τους, π.χ. ως προς το περιεχόμενο των θελημάτων, τα πρόσωπα στα οποία απευθυνόταν κάθε φορά η καημένη η σουσουράδα, αλλά ακόμη και ως προς το τέλος, το οποίο δεν ήταν πάντοτε χαρούμενο. Μια πολύ διαφορετική - από τη γνωστή μας - εκδοχή της ιστορίας της σουσουράδας παρέθεσε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, στα πλαίσια ενός διηγήματος για τις παιδικές του χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις, το οποίο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα τα Χριστούγεννα του 1891 με τίτλο «Η Σεισουράδα» (όπως λεγόταν η σουσουράδα στην καθαρεύουσα) και με υπότιτλο «Παιδική ανάμνησης».

Στο διήγημα αυτό ο Καρκαβίτσας ξεκινάει ενθυμούμενος ένα χριστουγεννιάτικο απόγευμα των παιδικών του χρόνων γύρω από το σπιτικό τζάκι, όταν - εν αναμονή της επιστροφής του πατέρα από την αγορά και του κοψίματος του παραδοσιακού χριστόψωμου με το τυχερό φλουρί - τα παιδιά άκουγαν με τεταμένες όλες τις αισθήσεις τους την ιστορία που είχε να τους διηγηθεί η γιαγιά τους (η «νόνα» ή «μάμμη», όπως την αποκαλεί ο ίδιος). Το παραμύθι που έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση στον Καρκαβίτσα (ίσως βέβαια και να ήταν μια ιστορία που η γιαγιά του συνήθιζε να αφηγείται στον ίδιο και στ' αδέρφια του) ήταν αυτή της Σουσουράδας, την οποία και αναπαράγει στη συνέχεια του διηγήματος, το οποίο ουσιαστικά περιστρέφεται γύρω από την αναπαραγωγή του παραμυθιού, όπως το θυμόταν ο συγγραφέας από τα παιδικά του χρόνια. 

Εξάλλου, ενδεικτικό της μεγάλης εντύπωσης που είχε προκαλέσει αυτό το παραμύθι στον ψυχικό κόσμο του Καρκαβίτσα, ήταν το γεγονός ότι αυτός της αφιέρωσε ένα κεφάλαιο στο Αναγνωστικό της Δ' Δημοτικού του 1919, το οποίο είχε επιμεληθεί ο ίδιος τρία μόλις χρόνια πριν τον πρόωρο θάνατό του, ένα κείμενο που αργότερα αναπαράχθηκε και στα Αναγνωστικά της Ε΄(πρώτη έκδοση το 1929) και της Στ΄ Δημοτικού (πρώτη έκδοση το 1932). «Την καημένη, την όμορφη, τη λυγερή σουσουράδα! Τη συμπαθώ από μικρός, που μου είπε η κυρούλα πως μια γριά της πήρε την ουρά γιατί της σκόρπισε τα σκουπίδια. [..] Τη συμπαθώ τη σουσουράδα, κι άμα τη βλέπω την καμαρώνω και της μιλώ, και με το κελάδημά της ξέρω τι θέλει να μου ειπή», γράφει στο Αναγνωστικό του 1919. 

Στο διήγημα του 1891 συναντούμε μια αρκετά διαφορετική εκδοχή του παραμυθιού, όπως το ξέρουμε από την Κυρά-Μάρθα και το Ανθολόγιο της Α΄ Δημοτικού, μ' ένα όχι χαρούμενο τέλος (το ακριβώς αντίθετο!, παρότι ακόμη και στο Αναγνωστικό της Δ'  Δημοτικού του 1919 ο Καρκαβίτσας θυμάται ένα χαρούμενο τέλος για την ταλαιπωρημένη σουσουράδα), με το συγγραφέα να δίνει στο τέλος τη δική του ερμηνεία ως προς το βαθύτερο νόημά του - όλα τα παραμύθια άλλωστε έχουν κάποιο βαθύτερο νόημα πίσω από τις εντυπωσιακές τους λέξεις. Για τον Καρκαβίτσα, η ιστορία της Σουσουράδας δεν συμβολίζει απλά τους ακαταπόνητους αγώνες ενός γονιού, που είναι πρόθυμος να υποστεί κάθε ταλαιπωρία για να γυρίσει πίσω στα παιδιά του, αλλά συμβολίζει την ίδια την ζωή με τις δυσκολίες της, την Οδύσσεια που ζει καθημερινά ο μέσος άνθρωπος. 

Με μικρές παρεμβάσεις στην ορθογραφία, αλλά και σε κάποιες ελάχιστες δυσνόητες λέξεις (μιας και το κείμενο είναι γραμμένο σε ήπια καθαρεύουσα), αυτό είναι το χριστουγεννιάτικο διήγημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα, όπως δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1891 με τη διαφορετική, πικρή εκδοχή της ιστορίας της σουσουράδας:

Η ΣΕΙΣΟΥΡΑΔΑ 

(Παιδική ανάμνησις)

- Μια φορά κι ένα καιρό!...
Η πυρά λαμπάδιαζε στη χαμηλή, την πηλόχριστη εστία, η μάνα μου έπλεκε κάλτσα υπό το φέγγος αυτής και ενός φτωχικού λυχναριού, τ' αδέλφια μου κυλίονταν πάνω στην ψάθα είτε στα θαλπερά νώτα της καψαλισμένης γάτας και του δασύμαλλου σκύλου και η νόνα μου, η μάμμη δηλαδή, έλεγε το απαραίτητο για τη νυχτερινή μας συναναστροφή παραμύθι. Αυτή ήταν η συνήθης εικόνα του απογεύματος, πριν την επάνοδο του πατέρα μου από την αγορά, πλαισιωμένη γύρω από τους μαυρισμένους τοίχους στενού μαγειρείου, αποτελούμενου από καπνισμένες χύτρες και μια στρεβλή πινακοθήκη, από ένα σάκο με αλεύρι και ταψιά σε μια γωνία, σκάφη ζυμωτική σε μια άλλη, και ένα θαμπό καλάθι κρεμασμένο από την οροφή, ένα καλάθι που απασχολούσε συχνά τα βλέμματα όλων μας, διότι μέσα του φυλάσσονταν τα χριστόψωμα. Και πάντοτε μεν το απόγευμα τόσο θορυβώδης και εύθυμη ήταν η συναναστροφή μας, εκείνο όμως ήταν πάρα πολύ για το λόγο ότι και Χριστούγεννα έρχονταν και τα σχολεία είχαν κλείσει και μετά από λίγα λεπτά, όταν θα ερχόταν ο πατέρας, θα φαινόταν ο τυχερότερος μεταξύ όλων, εκείνος που θα έβρισκε το αργυρό νόμισμα. 
Αλλά πάντοτε μετά από κάποια λεπτά, μετά την πάροδο δηλαδή χρόνου αρκετού για να τελειώσει το παραμύθι η νόνα. Διότι πριν από το παραμύθι, και μάλιστα από το παραμύθι της πολύπαθης Σουσουράδας, το οποίο συχνά μας διηγούταν η νόνα και μας έφερνε δάκρυα στους οφθαλμούς, κάθε άλλη προσδοκία, και αυτή της τύχης και των χρημάτων ακόμη, ήταν δευτερεύουσα για τις απλοϊκές και άπλαστες ακόμα ψυχές μας. Και κρατούσαμε ήδη σοβαρή τη στάση μας και δέναμε τη γλώσσα μας και σταματούσαμε τις κινήσεις μας, προσέχοντας και με την ακοή και με τα βλέμματα και με κάθε αίσθηση τη γηραλέα φυσιογνωμία της νόνας, η οποία είχε κάτι σεβάσμιο προσλάβει και στα λόγια της, τα οποία ήρεμα, σιγαλά εξέρχονταν από το στόμα της και εισέδυαν μέχρι τις ψυχές μας:
- Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια γριά χαροκαμένη κι ανήμπορη και συγύριζε μοναχή το σπιτικό της. Εκεί που σάρωνε με τόσο αγκομαχητό και κόπο το χαμόσπιτό της και μάζωνε τα σαρίδια πίσ' απ' την πόρτα, μια σουσουράδα μακρονούρα πήγαινε να παίξει με της γριάς τους κόπους. Φριστ-φριστ! φριστ-φριστ! και σκόρπαγε εδώ κι εκεί τα σαρίδια κι έκανε το σπίτι σαρωμένο κι ασάρωτο. Και η γριά αρχίναγε πάλι με το αγκομαχητό και το βόγκο της να σαρώνει το σπίτι. Τ' είχες Γιάννη, τ' είχα πάντα...
Μια μέρα τι σοφίζεται η γριά; Κρύβεται πίσ' απ' την πόρτα και καθώς έρχεται η σουσουράδα ν' αρχίσει το καθημερινό της παιχνίδι, την αρπάζει και της ξεσκλάει την ουρά. Δέρνεται, σκοτώνεται η σουσουράδα·
- Δώσ' μου, γριά, την ουρά μου, να πάω στα παιδιά μου!
Τίποτε η γριά.
- Τότες που μου σκόρπαγες τα σαρίδια, της λέει, εσύ τό χες για παιχνίδι μα δε ρωτάς κι εμένα που με μισό σάρωμα και κομμένα γόνατα, με κούφια χέρια και με την ψυχή στο στόμα σάρωνα και ξανασάρωνα το ρημαδιασμένο και άκρη δεν έβρισκα!...
- Γριά, δώσ' μου την ουρά μου να πάω στα παιδιά μου, λέει πάλι κλαίγοντας η σουσουράδα. 
- Στο είπα στο ξανάπα· δεν σ' τη δίνω που να στείψ' ο γιαλός να γένει ξέρα, δεν σ' τη δίνω!
Και πετιέται έξαφνα θυμωμένη η γριά κι αρπάζει ένα δαυλόξυλο και χυμάει απάνω της.
- Φεύγα, της λέει, με σκύλιασες πια!
Η σουσουράδα δεν κάνει βήμα· δεν τρομάζει ούτε από το φοβερό δαυλόξυλο ούτε από τ' αγριεμένα μάτια της γριάς μπρος στα παιδιά της, που δεν μπορεί να πετάξει και να τά βρει δίχως την ουρά της. Δέρνεται, σκοτώνεται η κακομοίρα. 
- Γριά, δώσ' μου την ουρά μου να πάω στα παιδιά μου.
Μα κι η γριά ούτε τους δαρμούς ούτε κλάματα ούτε τα λόγια της ακούει.
- Φεύγα, της λέει, φεύγα να μη λύσω το σκύλο και δε σ' αφήκει φτερό. 
Και τραβάει στο στάβλο να λύσει το σκύλο να μην αφήσει φτερό στην σουσουράδα. Μα η σουσουράδα ούτε τη γριά φοβάται ούτε από τα δόντια του σκύλου τρομάζει ούτε τα φτερά της λυπάται μπρος στα παιδιά της, που δεν μπορεί να τα βρει πια δίχως την ουρά της. Δέρνεται, σκοτώνεται η κακομοίρα και κοπανάει αδιάκοπα:
- Γριά, δώσ' μου την ουρά μου να πάω στα παιδιά μου!...
- Μωρ' σαν θέλεις την ουρά σου να πας να μου φέρεις τυρί· δίχως τυρί ουρά μην απαντέχεις. 
Δέρνεται, σκοτώνεται η σουσουράδα πού να βρει τυρί.
- Γριά, πού να τό βρω το τυρί· δώσ' μου την ουρά μου να πάω στα παιδιά μου.
- Δεν έχει· ή θα μου φέρεις τυρί είτ' αλλιώς ουρά δεν παίρνεις. 
Και τραβάει η γριά και κλείνει την πόρτα και αφήνει έξω μοναχή τη σουσουράδα. Γυρίζ' από δω, γυρίζ' από κει η σουσουράδα, πού να βρει τυρί; Παίρνει το δρόμο και πάει στον τσοπάνη:
- Τσοπάνη, δώσ' μου τυρί, τυρί της γριάς κι η γριά την ουρά μου να πάω στα παιδιά μου.
- Χμ! φέρε μου γάλα· της λέει ο τσοάνης.
Δέρνεται, σκοτώνεται η σουσουράδα πού να βρει γάλα. Παίρνει το δρόμο και πάει στην προβατίνα. 
- Προβατίνα, δώσ' μου γάλα, γάλα του τσοπάνη κι ο τσοπάνης τυρί, τυρί της γριάς κι η γριά την ουρά μου να πάω στα παιδιά μου...
- Φέρε μου χορτάρι, της λέει η προβατίνα.
Πάλι τα ίδια! δέρνεται, σκοτώνεται η σουσουράδα πού να βρει χορτάρι. Κινάει πάει στη γη. 
- Γη, δώσ' μου χορτάρι, χορτάρι της προβατίνας, κι η προβατίνα γάλα, γάλα του τσοπάνη κι ο τσοπάνης τυρί, τυρί της γριάς κι η γριά την ουρά μου να πάω στα παιδιά μου...
- Χμ, λέει η Γη, ρίξε μου βροχή.
Η σουσουράδα τι να κάμει; Μια και δυο και πάει στο Θεό. Σκύβει και του φιλεί το χέρι και του καλαναρχάει:
- Θεέ μου, ρίξε βροχή, βροχή της γης κι η γη χορτάρι...
Και τραβάει όλα πάλι μονορούφι ίσαμε το τέλος.
Κι ο Θεός κουνάει το κεφάλι:
- Φέρε μου λιβάνι, της λέει.
Κινάει η άμοιρη και πηγαίνει στον μπακάλη.
- Μπακάλη, δώσ' μου λιβάνι, λιβάνι του Θεού κι ο Θεός βροχή, βροχή της Γης...
Και πάλι την ίδια δουλειά η δόλια. Μα πού τ' ακούει ο μπακάλης. Σύρε να μου φέρεις φιλί από την κόρη, της λέει.
Κινάει και πάει στην κόρη. Δέρνεται, σκοτώνεται:
- Κόρη, δώσ' μου το φιλί, φιλί του μπακάλη κι ο μπακάλης λιβάνι, λιβάνι του Θεού...
Και πάει λέγοντας.
Χαμογελά η κόρη:
- Σύρε να μου φέρεις παπούτσια.
Πού να τά βρει τα παπούτσια η άμοιρη; Κλαίει, στενάζει, πηγαίνει στον παπουτσή:
- Παπουτσή, δώσ' μου παπούτσια, παπούτσια της κόρης κι η κόρη φιλί, φιλί του μπακάλη.... ίσαμε το τέλος.
- Πού να τό βρω, άμοιρη, το τριχάρι, είπε ο παπουτσής. Σύρε να μου φέρεις τριχάρι και σου κάνω.
Κινά η σουσουράδα κλαίγοντας και πάει στο γουρούνι. 
- Γουρούνι, δώσ' μου τριχάρι, τριχάρι του παπουτσή κι ο παπουτσής παπούτσια, παπούτσια της κόρης... και πάει λέγοντας.
Το γουρούνι ρίχνει τη μύτη του στη γη σαν να συλλογιέται και της λέει:
- Φέρε μου βελανίδι.
Παίρνει το δρόμο η Σουσουράδα να βρει τη βελανιδιά να κόψει βελανίδι. Σχίζει βουνά και κράκουρα, ρεματιές και ποτάμια, χωριά και βιλαέτια. Βρίσκει τον πράσινο τον κάμπο, ξανοίγει την όμορφη βελανιδιά, ανεβαίνει, κόβει το βελανίδι. Κάτω έχασκε η λαγκαδιά μαύρη, σκοτεινιασμένη. Η Σουσουράδα βλέπει το νερό που τρεχε κρυσταλλένιο, δροσερό, με γλυκό μουρμούρισμα και το ζηλεύει. Απιθώνει χάμω το βελανίδι και μπαίνει στο νερό να νίψει τα ποδαράκια της, που ήταν καταξεσχισμένα απ' τα στουρνάρια, να φκιάσει τα πούπουλά της που ήσαν μαδημένα απ' τ' αγκάθια, να γυαλίσει τα φτερά της που ήταν κατάμαυρα σαν κάρβουνο απ' τις παλιοκαψάλες που διάβηκε. Μα το νερό της μουρμουρίζει και την ξεγελά. Λησμονάει για μια στιγμή το βελανίδι και τη γριά και ακόμη τα παιδιά της! Βουτιέται και ξαναβουτιέται· πετάει από λιθάρι σε λιθάρι· και τσιτσιρίζει σιγαλά σιγαλά· τρι-τρι-τριτρί!...
Μα έξαφνα το ρέμα βγάζει ένα άγριο βογκητό, φουσκώνει και πριν πετάξει η άμοιρη, την τραβά και τη θάβει στ' αφρισμένα νερά του.
Και πάει η σουσουράδα η μακρονούρα πέθανε· κι έμειναν ορφανά και έρμα τα παιδάκια της!...
- Η κακομοίρα!...
Εννοείται ότι όσο εξακολουθούσε η διήγηση της νόνας, όλοι μέναμε εκεί ακίνητοι, άφωνοι, έχοντας έκαστος ωσάν απολιθωμένη την ίδια έκφραση στο πρόσωπο, εκείνη την οποία προσέλαβε από την αρχή της διηγήσεως. Όταν όμως περατώθηκε αυτή και ακούσαμε την οικτρή τύχη της σουσουράδας, της φτωχής μητέρας που υποβλήθηκε σε τόσους άθλους για χάρη των παιδιών της, αν και δεν ήταν κανένας μας σε θέση να εμβαθύνει στην ιδέα του μύθου, να γνωρίσει ότι δεν ήταν παρά μια με απλά χρώματα ζωγραφιά του κόσμου εν γένει, με τις μεγάλες ανάγκες και τις απέραντες βλέψεις του, αφελής αλλά πιστή Οδύσσεια του ανθρώπου, ο οποίος έχει την ανάγκη όλων των γύρω του, από το Θεό μέχρι το γουρούνι, απ' τα στήθη μας ξέφυγε ένας στεναγμός και μια φωνή:
- Η κακομοίρα!...
Και μείναμε για πολλή ώρα περίλυποι.
Αίφνης όμως αντήχησαν στη σκάλα τα βήματα του πατέρα μου και όλοι αναπηδήσαμε χαρωποί και στρωθήκαμε εύθυμοι γύρω από το σοφά. Όταν δε κάθισε και ο πατέρας μας χάμω και άρχισε να κόβει την κουλούρα ένα κομμάτι για κάθε όνομα, αρχίζοντας από το Χριστό μας και καταλήγοντας στο μικρότερο, και άρχισαν οι ανασκαφές του καθένα για το νόμισμα, κανείς βεβαίως δεν συλλογιζόταν τη φτωχή σουσουράδα και τα παθήματά της...


Περισσότερα παραμύθια:
-- "Γιάννης, ο Κουτογιάννης". Ένα παραμύθι των Φώτων
-- "Η φωτιά της χαράς". Ένα θλιβερό, πρωτοχρονιάτικο παραμύθι
-- "Ο τρυποκάρυδος και η αλεπού", ένα κρητικό παραμύθι
-- Τα ηθικά διδάγματα 5 αγαπημένων παραμυθιών


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου