1 Ιανουαρίου 2016

"Η φωτιά της χαράς". Ένα θλιβερό, πρωτοχρονιάτικο παραμύθι

Η πρωτοχρονιά είναι μια μέρα χαράς. Ή τουλάχιστον αυτό ισχύει για ανθρώπους που έχουν έστω και τα στοιχειώδη για να στρώσουν το γιορτινό τραπέζι, να χαρίσουν ένα δώρα στα παιδιά της οικογένειας, να αισθανθούν ότι είναι ίσοι με τους υπόλοιπους, ότι έχουν κι αυτοί στον ήλιο μοίρα. Υπάρχουν όμως κι εκείνοι, που τις γιορτινές αυτές ημέρες αισθάνονται ακόμη μεγαλύτερη δυστυχία, συναισθανόμενοι ότι είναι παιδιά ενός κατώτερου θεού, απόκληροι της κοινωνίας. Σ' αυτούς τους τελευταίους είναι αφιερωμένο το πρωτοχρονιάτικο παραμύθι κάποιου Δ., πιθανότατα διασκευή κάποια ξένης ιστορίας, που δημοσιεύτηκε στην Εστία τον Ιανουάριο του 1891 - όχι τυχαία σε μια εποχή που γενικότερα κυριαρχούσαν οι έντονες κοινωνικές ανισότητες, οι οποίες και αποτυπώνονταν στη λογοτεχνία διεθνώς. Τίτλος της ιστορίας: "Η φωτιά της χαράς".

Η ΦΩΤΙΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ 

Στην κρύα και σκοτεινή καλύβα της γυρνά πίσω η άμοιρη χήρα με θλιβερό περπάτημα. Αυτή η παραμονή της πρωτοχρονιάς, τόσο χαρούμενη για όλον τον κόσμο, γι' αυτήν μόνο είναι γεμάτη λύπη και στενοχώρια.
Πουθενά δεν βρήκε δουλειά ούτε παρηγοριά καν ούτε ελπίδα. Όλοι της λέγαν μ' ένα στόμα:
- Σαν περάσει ο χειμώνας.
Σαν περάσει ο χειμώνας, που θα πει σε τρεις μήνες. Και τους τρεις αυτούς μαύρους μήνες πώς θα ζήσει η δύστυχη χήρα, πώς θα ζήσουν τα δυο της ορφανά!
Κι όταν γύρισε και κοίταξε πάλι τα δυο παιδιά της εμπρός στη σβησμένη γωνιά, κρυωμένα, νηστικά, χωρίς κανένα πρωτοχρονιάτικο χάρισμα, δεν βάσταξε πια κι άρχισαν να τρέχουν βροχή τα δάκρυα απ' τα μάτια της.
Τακ! τακ! 
Δεν είναι η πόρτα που χτυπά; Όχι! Ποιος θα χτυπά; Στην άκρη αυτή της ερημιάς, ποιος θα είναι τάχα μπροστά στην πόρτα της κακομοιριάς, την ώρα αυτή που χαίρεται όλος ο κόσμος και έχουν πανηγύρι και οι φτωχότεροι; Ποιος θα χτυπά; Θα είναι, καλέ, ο αέρας ή κανένα κακοσήμαδο νυχτοπούλι. Αυτό θα είναι.
Τακ! τακ! τακ!
Ξαναχτυπούν πάλι και χτυπούν τώρα δυνατά, τόσο δυνατά που μισοξυπνούν τα δυο ορφανά και μισανοίγουν τα μάτια μουρμουρίζοντας:
- Μάνα! μάνα!
Και με μιας ανοίγεται η πόρτα και στο κατώφλι προβάλλει ένας γέρος μεγαλόσωμος με κάτασπρα γένια κατεβασμένα στα στήθη του. Και με μια φωνή χοντρή και άγρια, που ήταν περισσότερα φοβέρα παρά ζητιανιά, λέει:
- Λεημοσύνη, χριστιανοί!
Στο χέρι κρατά ένα χοντρό ραβδί, στον ώμο έχει κρεμασμένο ένα σακούλι, τα ρούχα του είναι κουρελιασμένα και περπατά ξυπόλητος.
- Πέρασε κακόμοιρε, του λέει η χήρα. Δεν έχω τη δύναμη να σ' ελεήσω· μα εδώ θα βρεις τουλάχιστον λιγότερο κρύο παρά έξω και μπορείς να καθίσεις να ξαποστάσεις μια στιγμή. Κόπιασε!
Ο γέρος σφάλισε τη θύρα και πήγε και κάθισε κοντά στη σβηστή γωνιά.
- Δεν είναι ούτ' εδώ ζέστη, ούτε φέγγει καλά. Δεν μπορείς ν' ανάψεις ένα δαυλί;
- Δεν έχω! αποκρίνεται η χήρα. 
Ο γέρος χτυπά το χώμα με το χοντρό ραβδί και καταριέται. Τα δυο παιδιά ξυπνούν κι ανατινάζονται μ' ορθάνοιχτα μάτια.
- Να! φωνάζει το αγοράκι, είναι ο Άγιος Βασίλης.
Και το κοριτσάκι απλώνει τα χέρια του κατά το γέρο και του χαμογελά φωνάζοντας:
- Καλησπέρα, Άγιε Βασίλη!
Και τα δυο μ' ένα στόμα ξαναλένε:
- Τι χαρίσματα μας φέρνεις, Άγιε Βασίλη;
Ο γέρος σαν να μην τ' άκουσε, γυρνά και λέει της χήρας:
- Δεν θα μου δώσεις τίποτε να φάω και να πιώ;
- Τα παιδιά μου έφαγαν σήμερα την τελευταία γωνιά του ψωμιού κι εγώ είμαι νηστική από χθες.
- Που θα πει δεν έχεις εδώ ούτε ψωμί ούτε φωτιά ούτε τίποτε;
- Τίποτε, αποκρίνεται η άμοιρη γυναίκα.
Ο γέρος σηκώνεται, ρίχνει το σακούλι στον ώμο και τραβά κατά τη θύρα χτυπώντας κάτω με θυμό το ραβδί του.
- Μάνα, φωνάζει το κοριτσάκι, γιατί είναι θυμωμένος ο Άγιος Βασίλης;
- Μάνα, φωνάζει το αγοράκι, μην αφήνεις τον Άγιο Βασίλη να φύγει έτσι.
Και τα δυο μ' ένα στόμα ξαναλένε:
- Για δες, δεν μας χάρισε τίποτε!
Και τα δυο παιδιά κλαίνε κι η δύστυχη μάνα τα φιλά και κλαίει μαζί.
- Γειά σου! βροντοφωνάζει ο γέρος στο κατώφλι της πόρτας.
- Μη φεύγεις, Άγιε Βασίλη, μη φεύγεις, φωνάζουν τα δυο παιδιά. Εμείς είμαστε τόσο φρόνιμα.
- Αλήθεια, λέει και η χήρα, είναι τόσο φρόνιμα!
Έπειτα, γυρνώντας κατά το γέρο παρακλητικά:
- Μείνε, του λέει σιγανά, μείνε λιγάκι μόνο ώσπου να ξανακοιμηθούν ευχαριστημένα και να δουν στ' όνειρό τους τον Άγιο Βασίλη. Σαν δεν τους χαρίζεις τίποτε άλλο, χάρισέ τους το γλυκό αυτό όνειρο.
Εκείνος κοντοστάθηκε.
- Μείνε, του λέει πάλι  χήρα, μείνε κι άμα κοιμηθούν θα σ' ανάψω λίγη φωτιά να ζεσταθείς.
- Καλά λοιπόν! αποκρίνεται ο γέρος. Τώρα που αρχίζεις να γίνεσαι σπλαχνική, μένω.
Λέγοντας λόγια αυτά ανασέρνει απ' τον κόρφο του ένα μικρό σταμνάκι και κοντοζυγώνει στα παιδιά.
- Πιέτε το αυτό με μιάς. Είναι άγριο και θα σας τρυπήσει το στομάχι. Μα ύστερα θα κοιμηθείτε γλυκά και θα δείτε καλά όνειρα.
Τα παιδιά ήπιαν, ήπιαν αχόρταστα κι έπεσαν κάτω σαν άψυχα με γλυκό χαμόγελο στα χείλη.
- Τι είν' αυτό; ρωτά η χήρα.
- Πιες και συ, αποκρίνεται ο γέρος. Είναι ρακί. 
Πίνει, πίνει και η άμοιρη γυναίκα και πέφτει κι εκείνη κάτω σαν άψυχη με γλυκό χαμόγελο στα χείλη.
Κι έξαφνα θαρρεί πως ο γέρος ζητιάνος είναι στ' αληθινά ο Άγιος Βασίλης και πως της λέει:
- Αφού και συ, που δεν έχεις τίποτε, θέλησες να μ' ελεήσεις, θα σ' ελεήσω κι εγώ τώρα. Κοίταξε πώς θα ζούσαν τα παιδιά σου αν δεν ερχόμουν εδώ. Κοίταξε και την ζωή που θα περάσουν τώρα.
Και η ζωή που θα περνούσαν τα παιδιά της ήταν φτωχική κι απελπισμένη. Το αγόρι γινόταν ταπεινός δουλευτής. Κέρδιζε το ψωμί του με τον ιδρώτα του και κατασπαραγμένος από την αρρώστια που τον σαράκωσε από τα παιδιάτικα χρόνια του, ξεψυχούσε στο νοσοκομείο. Και το κοριτσάκι - χειρότερα ακόμα - κατανατούσε πλάσμα χαμένο, μάνα και χήρα κι αυτή με ορφανά παιδιά, που θα προσμέναν κι εκείνα νηστικά και ξεπαγιασμένα τον Άγιο Βασίλη. Και αυτά πάλι θα γεννούσαν άλλαι παιδιά δυστυχισμένα... κι άλλα.. κι άλλα... Κι ο κόσμος όλος θα γέμιζε από καλύβες φτωχικές και χήρες μάνες, που θα περνούσαν τη νύχτα της Παραμονής καθώς αυτή.
Μα η ζωή που θα περάσουν τα δυο ορφανά τώρα με τη χάρη του Άγιου Βασίλη, τι ζωή χαρούμενη! Παντού ξαστεριά, παντού χρυσάφι, παντού παιχνίδια και πανηγύρια, παντού τραγούδια και γέλια! Κι όλα αυτά μέσα σε μια ατέλειωτη του ήλιου λαμπράδα.
Ω! τι γλυκός, τι ζεστός, τι χαρούμενος, τι όμορφος ήλιος! Πώς άνοιγε ολόφωτος με μιας ψηλά στον ουρανό σαν κανένα θεόρατο λουλούδι.
Για μια στιγμή, η άμοιρη χήρα μισάνοιξε τα μάτια της και είδε το γέρο ζητιάνο, που έριχνε κάτι κι άναφτε τη σβησμένη γωνιά. Και τώρα αυτή η φωτιά ήταν που λαμπάδιαζε με μιας σαν κανένα θεόρατο λουλούδι. Ολοένα μεγαλύτερος, χαρωπότερος, ζεστότερος φεγγοβολούσε ο ήλιος.
Και μέσ' στο γαλανό ουρανό, χρυσοφωτισμένο από τον ήλιο, ανάμεσα στα παιχνίδια, στα πανηγύρια, στα γέλια και στα τραγούδια, τα δυο ορφανά φτερούγιζαν με ορθάνοιχτα φτερά, φτερά χρυσά, φτερά κόκκινα, φτερά που καθώς ξεσπάθωναν στον αέρα γλυκολαλούσαν ουράνια ψαλμωδία, ψαλμωδία του Ωσαννά!
Δοξασμένος ο Άγιος Βασίλης! κελαηδούσε η μουσική εκείνη. Δοξασμένος αυτός που μας έκανε την καλύτερη ελεημοσύνη, αυτός που μας έσωσε από όλες τις δυστυχίες, αυτός που μας άνοιξε τον παράδεισο, αυτός που μας κοίμισε για πάντα μέσα στ' ολόμορφο όνειρό μας και μας κοίμισε τόσο βαθιά, που τίποτε πια δεν μπορεί να μας ξυπνήσει.
Και η άμοιρη χήρα άνοιξε πάλι τα μάτια της για ύστερη φορά κι εκεί που ένιωθε πως ξεψυχά και πεθαίνει κι αυτή, είδε τα δυο παιδιά της πεθαμένα εμπρός της και λαμπροφωτισμένα από τον ολόφλογο ήλιο που άναψε ο σπλαχνικός ζητιάνος εκεί στη γωνιά, φωτιάς της χαράς γεννημένη από την τόση δυστυχία.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου