Όταν ήμουν μικρός, από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, είχα τη συνήθεια να γράφω τα δικά μου παραμυθάκια, ποιηματάκια για τη γιορτή της μητέρας ή για να εμπλουτίσω κάποια από τις εφημεριδούλες που δημιουργούσα τις διακοπές των Χριστουγέννων ή του Πάσχα και τις μοίραζα στα μέλη της οικογένειας μου – μόνο. Γενικά, μου άρεσε πολύ το γράψιμο και η δημιουργία. Κάτι που σήμερα είναι η Ημέρα του Παιδιού, κάτι που πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, θέλησα να μοιραστώ κάτι πιο προσωπικό με όσους τυχόν διαβάζουν το μπλογκ μου πέρα από τις καθιερωμένες έρευνες, σχόλια κλπ. Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας ένα παραμυθάκι που έγραψα σε ηλικία 6 ή 7 ετών. Απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ ήταν καλοκαίρι όταν το έγραψα – πάντα η έμπνευση μου ερχόταν όταν δεν είχα σχολείο – εμπνευσμένος από ένα παιχνίδι σκυλάκι που είχα τότε. Δε θυμάμαι ακριβώς τη χρονιά, αλλά βλέποντας το γραφικό μου χαρακτήρα πρέπει να ήταν το καλοκαίρι πριν πάω στη Β` Δημοτικού. Το παραμύθι είναι πολύ απλό και αφελές, πλήρως εναρμονισμένο με την παιδική αφέλεια της ηλικίας, αλλά το μόνο που έχω αλλάξει είναι η ορθογραφία. Το αντιγράφω όμως ακριβώς όπως το είχα γράψει τότε, οπότε μην περιμένετε κανένα αριστούργημα. Άλλωστε ήμουν πολύ μικρός όταν το έγραψα, και η αλήθεια είναι ότι δεν πολυσυμφωνώ με το μήνυμα που περνούσα μέσω αυτού, αλλά προφανώς τότε με εξέφραζε. Ελπίζω να μην πέσω πολύ στα μάτια σας :P
Αρκετά με την πολυλογία μου όμως. Το παραμυθάκι λέγεται «Το σκυλάκι και η μαμά του».
“Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα σκυλάκι με τη μαμά του. Μια μέρα το σκυλάκι είπε στη μαμά του:
«Εγώ θα πάω να παίξω στην αυλή».
«Πήγαινε», του είπε η μαμά του.
Το σκυλάκι πήγε και είδε τρεις πόρτες ανοιχτές. «Ας βγω από αυτήν», είπε το σκυλάκι. Βγήκε και είδε ένα μεγάλο βουνό. Ανέβηκε στο βουνό και άρχισε να παίζει.
Ας γυρίσουμε όμως τώρα στη μαμά του. Η μαμά του κατέβηκε στην αυλή και φώναξε το σκυλάκι της, αλλά εκείνο τίποτα. Βγήκε έξω από το σπίτι και άρχισε να το φωνάζει. Όταν είδε πως κανείς δεν απαντάει, είπε: «Ας κοιμηθώ και το πρωί θα συνεχίσω το ψάξιμο». Το πρωί, όταν ξύπνησε, άκουσε μια φωνή να φωνάζει «Μαμά!». Τότε έτρεξε, το πήρε και το πήγε στο σπίτι τους. Η μαμά του έκλεισε τις πόρτες για να μη φύγει το παιδάκι της.
Το άλλο πρωί το σκυλάκι ξαναπήγε στην αυλή. Η μαμά του άνοιξε μια πόρτα για να μπει αέρας. Τότε το σκυλάκι έφυγε κι ανέβηκε σε ένα δέντρο. Η μαμά του, καθώς περνούσε από εκεί, άκουσε κάποιον να φωνάζει «βοήθεια! Θα πέσω!». Τότε είδε το σκυλάκι της, το πήρε και το πήγε στο σπίτι. Από εκείνη την ημέρα δεν ξαναέφυγε το σκυλάκι και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου