Σαν σήμερα, την 1η Δεκεμβρίου 1834 (με βάση το ιουλιανό ημερολόγιο), η Αθήνα έγινε και τυπικά η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, όπως είχε αποφασιστεί δυόμιση περίπου μήνες νωρίτερα με το διάταγμα της 18(/30) Σεπτεμβρίου 1834. Στις 1 Δεκεμβρίου ολοκληρώθηκε η μεταφορά των δημόσιων υπηρεσιών "εν μέσω ενδόξων ερειπίων", όπως διαβάζουμε χαρακτηριστικά στην Ιστορία του Όθωνος Βασιλέως της Ελλάδος (1830 – 1862) του Τρύφωνα Ευαγγελίδου.
Η Αθήνα της εποχής εκείνης δεν ήταν παρά ένας σωρός από ερείπια, ενώ λίγες κατοικίες ήταν χτισμένες στους πρόποδες της Ακρόπολης. Ο πληθυσμός της υπολογιζόταν μεταξύ 4 και 12 χιλιάδων κατοίκων - διαφορετικές πηγές δίνουν αυτά τα δύο νούμερα. Όλοι πάντως συγκλίνουν στην αποκαρδιωτική εικόνα που εμφάνιζε η πόλη εκείνη την εποχή.
"Ουδαμού αλλαχού ο χρόνος και αι ιστορικαί περιπέτειαι επέθηκαν εμφανεστέραν την σφραγίδα της καταστροφής. Ουδαμού αλλαχού απετυπούντο μελαγχολικώτερον επί μαρμάρων το παρελθόν κόσμου και πολιτισμού ολόκληρου. Ουδεμού αλλαχού κατέκειντο, εν ενί και τω αυτώ χώρω, ως εν νεκροταφείω τα λαμπρότερα καλλιτεχνικά δημιουργήματα της αρχαίας ανθρωπίνης διανοίας", διαβάζουμε - και πάλι - στο βιβλίο του Ευαγγελίδου.
Ο Όθωνας αποφάσισε τη μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην πόλη των αρχαίων φιλοσόφων, λόγω του θαυμασμού που έθρεφε τόσο ο ίδιος όσο και ο πατέρας του, Λουδοβίκος, για την κλασική αρχαιότητα. Ωστόσο, η απόφαση αυτή προκάλεσε αρχικά κύμα αντιδράσεων από τους φανατικούς Πελοποννήσιους, οι οποίοι, όταν ετέθη θέμα μεταφοράς της πρωτεύουσας, πρότειναν πόλεις της περιοχής τους, όπως το Άργος και την Κόρινθο.
Την ημέρα που έγινε η μεταφορά των γραφείων και των υπαλλήλων στη νέα πρωτεύουσα, ο καιρός ήταν ασυνήθιστα ψυχρός για την εποχή. Επικρατούσε παγετώδες ψύχος και ο αττικός ουρανός ήταν συννεφιασμένος. Η άφιξη του Όθωνα και της συνοδείας του έγινε με πλοίο στον Πειραιά, ο οποίος ουδεμία σχέση είχε με τη σημερινή του εικόνα. Αποτελείτο από τρία σπιτάκια ("ξύλινες καλύβες" τα χαρακτήριζε στο βιβλίο του ο Ευαγγελίδης), ενώ το λιμάνι του ήταν "κατακεχωσμένο".
Η μετακίνηση προς την Αθήνα έγινε μέσω μιας αυτοσχέδιας οδού που περνούσε από έναν ελαιώνα. Οι λιγοστοί κάτοικοι της Αθήνας βγήκαν στους δρόμους να υποδεχτούν τους νέους συμπολίτες τους, οι οποίοι ταλαιπωρήθηκαν αρκετά για να βρουν ένα σπίτι να μείνουν, καθώς οι κατοικίες σπάνιζαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι την πρώτη περίοδο, ο Όθωνας διέμενε σε μια απλή μονώροφη κατοικία επί της οδού Αδριανού στην Πλάκα, που αποτέλεσε και το πρώτο ανάκτορο.
Οι προσδοκίες για τις δυνατότητες της οικιστικής ανάπτυξης της πόλης ήταν μάλλον μικρές κι έτσι οι δρόμοι της χαράχτηκαν στενοί, όπως π.χ. η οδός Ερμού, που ήταν (και παραμένει) ο κεντρικός εμπορικός δρόμος της πρωτεύουσας. Ένα άλλο στοιχείο που συζητήθηκε αρνητικά, ήταν η απόφαση για την ανοικοδόμηση της Αθήνας πάνω στα ερείπια της αρχαίας πόλης, κάτι που προκάλεσε μεγάλη ζημιά στις αρχαιολογικές έρευνες. Μια από τις προτάσεις ήταν να μεταφερθεί η πόλη προς την περιοχή της θάλασσας, όμως δεν εισακούσθηκε.
Δεν είναι τυχαίο ότι την περίοδο που κατασκευαζόταν το μετρό ήλθαν στο φως πάρα πολλά σημαντικά αρχαία μνημεία ή αγάλματα. Ενώ, όμως, θα μπορούσε όλη αυτή η έκταση της αρχαίας Αθήνας να ερχόταν στο φως και να αποτελούσε σήμερα ένα τεράστιο αρχαιολογικό πάρκο παγκόσμιας εμβέλειας, τα μνημεία θάφτηκαν κάτω από τη σύγχρονη πόλη.
Ευτυχώς, δεν υλοποιήθηκε το σχέδιο του αρχιτέκτονα Σίγκελ, ύστερα από πρόταση του Μαξιμιλιανού, αδερφού του Όθωνα, για ανέγερση των ανακτόρων επί της Ακροπόλεως. Ο Παρθενώνας και τα άλλα μνημεία του ιερού βράχου σώθηκαν χάρη στην παρέμβαση του Λουδοβίκου, πατέρα του Όθωνα, ο οποίος τόνισε με επιστολή του στο νέο βασιλιά ότι τα γερά κτίρια της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων ο Άρειος Πάγος και η Πνύκα, δεν θα έπρεπε να αναμειχθούν με σύγχρονα κτίρια, ενώ τόνισε ότι το παλάτι θα έπρεπε να χτιστεί σε τέτοια θέση, ώστε να μην μπορούν να το πλήξουν οβίδες από τη θάλασσα.
Για την ιστορία, ν' αναφέρουμε ότι κατά την Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (Δεκέμβριος 1821) ως έδρα της "Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος" ορίσθηκε η Κόρινθος, ενώ λίγους μήνες αργότερα μεταφέρθηκε στο Άργος. Πάντως, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε κράτος οργανωμένο, αλλά οι πόλεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν ως κέντρο οργάνωσης της Επανάστασης. Επομένως, θα ήταν υπερβολικό να τις κατατάξουμε μεταξύ των πρωτευουσών του ελληνικού κράτους.
Αντίθετα, όταν στις 11 Νοεμβρίου 1826 η Αίγινα ορίστηκε ως κυβερνητική έδρα, μπορούμε όντως να κάνουμε λόγο για την πρώτη πρωτεύουσας της Ελλάδας. Μπορεί η Επανάσταση να μην είχε τελειώσει και να μην είχε ακόμη αναγνωριστεί η Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος, ωστόσο υπήρχε ένα αυτόνομο κρατικό μόρφωμα που ρύθμιζε μόνο του τις εσωτερικές του υποθέσεις. Το 1827, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο, μέχρι τη μεταφορά της έδρας στην Αθήνα το 1834. Σήμερα, 178 χρόνια μετά, η πρωτεύουσα δεν θυμίζει σε τίποτα το παρακμιακό εκείνο χωριό, αλλά συγκεντρώνει το μισό σχεδόν πληθυσμό της χώρας.
Πηγή: Τρύφωνος Ε. Ευαγγελίδου, Ιστορία του Όθωνος Βασιλέως της Ελλάδος (1830 – 1862), τ. Α`, εκδότης Αριστείδης Γ. Γαλανός, Αθήνα, 1894
Διαβάστε επίσης:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου