Είχε γράψει άπειρα τραγούδια, τα περισσότερα από τα οποία έγιναν πολύ μεγάλες επιτυχίες και τα τραγουδάμε μέχρι σήμερα. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, μια γυναίκα από το Αϊβαλί, μορφωμένη (με πτυχίο δασκάλας), που όμως ταλαιπωρήθηκε πολύ από την ζωή, αλλά και από τα πάθη της (τζόγος, αλκοόλ), άφησε ανεξίτηλο στίγμα στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Στις 11 Μαΐου 1966, στο πρώτο φύλλο της εφημερίδας "ΕΒΔΟΜΑΔΑ" (με εκδότη τον Αθανάσιο Αθανασόπουλο και αρχισυντάκτη τον Γιάννη Καψή) δημοσίευσε μια πολύ ενδιαφέρουσα και αποκαλυπτική συνέντευξη της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου στη δημοσιογράφο Στέλλα Μήτρη. Στη συνέντευξη εκείνη, η Παπαγιαννοπούλου αποκάλυπτε πώς ξεκίνησε να γράφει στίχους, ποιους συνθέτες θαύμαζε, ποιος στιχουργός τη συγκινούσε, αλλά και από πού αντλούσε έμπνευση για τα τραγούδια που έγραφε.
Όπως διαβάζουμε στο σχετικό ρεπορτάζ που συνόδευε τη συνέντευξη, εκείνη την περίοδο η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου διέμενε σ' ένα κρύο υπόγειο στην πολυκατοικία επί της οδού Αμοργού 15. Ήταν ένα μικρό δωμάτιο με λιγοστό φως, γεμάτο φωτογραφίες, μερικά βιβλία και χαρτιά με στίχους, ενώ σ' ένα κουτί κάτω από το κρεβάτι της, η Παπαγιαννοπούλου φύλαγε τα ποιήματα της.
Με την ποίηση ασχολούνταν πολύ πριν ν' αρχίσει να γράφει στίχους. Όπως, όμως, ομολογούσε στη συγκεκριμένη συνέντευξη, ποτέ δεν είχε σκεφτεί να κάνει τα ποιήματα της τραγούδια. Αυτό άλλαξε, όταν άκουσε για πρώτη φορά τη "Συννεφιασμένη Κυριακή" του Βασίλη Τσιτσάνη. "Την αγάπησα πολύ. Την άκουσα σε μια εποχή θλίψης και πόνου και βρήκα σ' αυτήν μια λύτρωση. Βρήκα τον Τσιτσάνη και του πρότεινα να του δώσω στίχους μου. Παραξενεύτηκε που μια γυναίκα της ηλικίας μου ήθελε να γράψει τραγούδια. Όμως μου έδωσε κουράγιο, με βοήθησε αφάνταστα. Του χρωστώ ευγνωμοσύνη και τον θαυμάζω. Είναι γνήσιος λαϊκός συνθέτης. Αγαπάει το λαό και εμπνέεται από τις πίκρες του".
Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε η περιπέτεια της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου σ' αυτό που ονομάζουμε ελληνικό, λαϊκό τραγούδι, το οποίο αγάπησε πολύ και υπηρέτησε με πάθος γράφοντας συνέχεια στίχους, τους οποίους έδινε ακόμη και σε άγνωστους ακόμη συνθέτες, εφόσον πίστευε στο ταλέντο τους, χωρίς όμως ποτέ να βγάλει χρήματα από το πάθος της αυτό. "Το λαϊκό τραγούδι είναι χείμαρρος, που αναβλύζει μέσα από την καρδιά του βασανισμένου λαού μας. Δεν πρόκειται να πεθάνει ποτέ, γιατί είναι γνήσιο, πηγαίο", δήλωνε στην ίδια συνέντευξη.
Από συνθέτες ξεχώρισε πολλούς, όπως τον Τσιτσάνη, τον Καλδάρα, τον Χατζιδάκι και τον Ξαρχάκο ("Τι ευαισθησία που έχουν" αναφωνούσε στη συνέντευξη στην εφημερίδα ΕΒΔΟΜΑΔΑ), ενώ από τους συναδέλφους της στιχουργούς, εκείνος που της είχε κλέψει την καρδιά ήταν ο Λευτέρης Παπαδόπουλος: "...πόσο με συγκινεί... Όταν άκουσα για πρώτη φορά την "Άπονη Ζωή", ένιωσα σαν να μην είχα γράψει ποτέ μου στίχους", δήλωνε - μια εξαιρετικά τιμητική και αφοπλιστικά ειλικρινής δήλωση, που σπάνια ακούμε από τα χείλη μεγάλων δημιουργών.
Τον αριθμό των τραγουδιών της, ούτε και η ίδια τον θυμόταν. Έγραφε συνέχεια, νύχτα και μέρα, όταν ήθελε να ξορκίσει τους πόνους της - και δεν έζησε και λίγους. "Γράφω όταν με πνίγει μια παλιά θύμηση, όταν με βαραίνει ο πόνος. Για μένα το γράψιμο είναι ένας τρόπος για να ξεφύγω από τούτο το θλιβερό περιβάλλον. Στην ηλικία μου, βλέπεις, ο άνθρωπος ζει με τις αναμνήσεις του. Και οι δικές μου είναι πολύ πικρές" εξομολογούνταν στη δημοσιογράφο που της έπαιρνε συνέντευξη.
"Περασμένες μου αγάπες", "Ρίξε στο γυαλί φαρμάκι", "Ήμουν αητός χωρίς φτερά"... Πράγματι, οι στίχοι της Παπαγιαννοπούλου έβγαζαν μια πίκρα, που πήγαζε από τις στερήσεις που υπέμενε στη ζωή της, αλλά και από τους θανάτους μελών της οικογένειας της, όπως της κόρης της Μαίρης Λαΐδου (ηθοποιός και σύζυγος του ηθοποιού Φραγκίσκου Μανέλλη), από το θάνατο της οποίας η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου εμπνεύστηκε τους στίχους του τραγουδιού "Δυο πόρτες έχει η ζωή".
Όταν δεν έγραφε στίχους, η Παπαγιαννοπούλου διάβαζε - και διάβαζε πολύ, κυρίως ποίηση: Ρίτσο, Βάρναλη, Παλαμά και δημοτικά τραγούδια. "Τα βιβλία μου τα δανείζει ο συνθέτης Α. Καλδάρας, που έχει μια σπάνια βιβλιοθήκη. Είναι, βλέπεις, ακριβά για να τ' αγοράσω..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου