Πολιτικοποιημένος από μικρός, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε αναπτύξει ενεργό δράση συμμετέχοντας σε αντιδικτατορική οργάνωση ήδη από το 1936, μετά την εγκαθίδρυση της μεταξικής δικτατορίας. Ήταν μόνο 17 ετών. Περίπου τρία χρόνια αργότερα, την άνοιξη του 1939, κι ενώ ο πατέρας του ήταν εξόριστος στην Άνδρο, ο Ανδρέας Παπανδρέου συνελήφθη από την Ασφάλεια ύστερα από ένα τυχαίο γεγονός και στη συνέχεια υποβλήθηκε σε βασανιστήρια. Στο βιβλίο του "Η Δημοκρατία στο απόσπασμα" (εκδόσεις Καρανάση), το οποίο συνέγραψε ο μετέπειτα πρωθυπουργός της χώρας κατά την εξορία του στη Σουηδία, όταν στην Ελλάδα είχε επικρατήσει μια άλλη -στρατιωτική αυτή τη φορά- απολυταρχία, ο Ανδρέας Παπανδρέου θυμόταν τις στιγμές εκείνες της σύλληψης και της ανάκρισης του.
"Θυμούμαι καλά τη νύχτα της σύλληψής μου - προς το τέλος της άνοιξης του 1939. Μόλις είχα επιστρέψει από μια ταβέρνα, όπου πέρασα μια ευχάριστη βραδιά στην Πλάκα, με μια φίλη μου. Μου είχαν γίνει πολλές προειδοποιήσεις πως η Ασφάλειας του Μανιαδάκη με παρακολουθούσε κι ο κλοιός γινόταν ολοένα στενώτερος γύρω από μένα και την οργάνωση μου. Μα ήμουν απόλυτα βέβαιος πως είχα λάβει τα μέτρα μου και πως η σύλληψή μου δεν θ' αποκάλυπτε τίποτε. Καθώς διέσχιζα τους σκοτεινούς δρόμους που συνέδεαν τη στάση του λεωφορείου με το σπίτι μας στο Ψυχικό, ξαφνικά βγήκε απ' το σκοτάδι η Μαρία, η υπηρέτρια μας, που με προειδοποίησε:
- Μην έρθετε σπίτι απόψε. Σας περιμένουν.
Απείχα μόνο ένα τετράγωνο από το σπίτι μας και οι κινήσεις ασφαλώς θα καλύπτονταν. Έτσι, προσχώρησα, άνοιξα την εξωτερική πόρτα, την έκλεισα πίσω μου και περίμενα. Ήλθαν με τα όπλα στα χέρια. Ερεύνησαν το σπίτι μα δεν βρήκαν τίποτε. Με διέταξαν να τους ακολουθήσω στο Αρχηγείο της Ειδικής Ασφάλειας, την έμπιστη υπηρεσία του Μεταξά. Κράτησα στάση αλαζονική και άφοβη. Η νιότη και η πίστη μου πως τα ίχνη μου είχαν καλά καλυφθεί, μου έδιναν ένα αίσθημα ασφάλειας και δύναμης. Κι' ένα αίσθημα ανακούφισης. Έπαιξα κρυφτό με τους άνδρες της Ειδικής Ασφάλειας επί τρία χρόνια. Ήξερα πως η στιγμή της αναμέτρησης θαρχόταν αργά ή γρήγορα. Ας γινόταν λοιπόν τώρα.
Καθώς ανέβαινα τα σκαλιά του μαυρισμένου κτιρίου που δεν ήταν καθόλου ευχάριστο στην όσφρηση, ένιωθα μια σιγουριά πως θα συμπεριφερόμουν καλά. Μόλις άνοιξε η πόρτα της αίθουσας των ανακρίσεων, ήξερα πως θα χρειαζόταν να επιστρατεύσω όλες μου τις δυνάμεις για να μη λυγίσω. Ο Γιαννακός που ήταν τότε μόνο Υπομοίραρχος, με περίμενε. Ήταν και επαγγελματίας πυγμάχος. Είχε βγάλει το σακκάκι και το πουκάμισο του. Μόλις μπήκε με κτύπησε στο σαγόνι, μ' όλη του τη δύναμη. Τόσο δυνατά που έσπασε το σαγόνι μου. Με κυρίεψε ο θυμός. Τον κτύπησα μ΄ όλη τη δύναμη που μπόρεσα να συγκεντρώσω. Μου πέρασαν τις χειροπέδες, με τα χέρια στην πλάτη. Δυο-τρεις άνδρες με κρατούσαν. Κι ο Γιαννακός άρχισε τη δουλειά του. Με κτύπησε στο σαγόνι, πολλές φορές, τόσο, που έπαψα πια να νιώθω τον πόνο. Τα πάντα άρχισαν να περιστρέφονται γύρω μου, ώσπου λύγισαν τα πόδια μου κι έπεσα στο δάπεδο. Όταν συνήλθα, βρέθηκα σ' ένα άλλο δωμάτιο μ' εκτυφλωτικά φώτα, περιτριγυρισμένος από αστυνομικούς με πολιτικά. Ήμουν πεσμένος στο πάτωμα. Το σαγόνι μου πονούσε φοβερά. Μου είχαν βγάλει τα παπούτσια και τις κάλτσες. Αστυνομικοί με ρόπαλα άρχισαν να με κτυπούν μ' όλη τους τη δύναμη στα γυμνά πέλματα. Δεν ένιωθα πια τον πόνο. Λιποθύμησα ξανά. Θυμούμαι πως με βοήθησαν να σηκωθώ. Στεκόμουν στο κέντρο ενός κύκλου που σχημάτιζαν οκτώ-δέκα άνδρες. Θυμούμαι πως με κτυπούσαν απ' όλες τις κατευθύνσεις. Και μετά, πολύ αργότερα, θυμούμαι πως καθόμουν μπροστά σ' ένα γραφείο, απέναντι σ' ένα αξιωματικό που χαμογελούσε. Θυμούμαι πως μου πρόσφεραν καφέ και τσιγάρο.
- Δε μ' αρέσει να βλέπω να σου συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, είπε ο χαμογελαστός αξιωματικός. Καλύτερα να μιλήσεις. Ας τελειώνουμε.
- Να μιλήσω, γιατί πράγματα; ρώτησα, απορημένος τάχα.
- Γι' αυτά! απάντησε, δείχνοντάς μου μια στίβα χαρτιά, φυλλάδια και πολυγραφημένο υλικό.
Βρήκαν λοιπόν την κρυψώνα μου. Ανακάλυψαν το διαμέρισμά μου στην Αθήνα. Μα πώς; Πώς το βρήκαν;
Πολύ αργότερα έμαθα την απάντηση. Ο πατέρας μου, εξόριστος τότε στην Άνδρο, είχε στείλει ένα τηλεγράφημα στο γραμματέα και φίλο του Μίδη, και του ζητούσε να στείλει λουλούδια σε μια κυρία.Η Ειδική Ασφάλεια προσπάθησε να βρει στο τηλεγράφημα κάποιο κρυφό μήνυμα. Συνέλαβαν λοιπόν το Μίδη στο διαμέρισμά μου, στο οποίο έμενε προσωρινά. Εκεί, τυχαία, βρήκαν το στοιχειώδες τυπογραφείο, τυπωμένο υλικό, σημειωματάρια που περιείχαν στοιχεία για προσφορές στην οργάνωση. Δεν υπήρχαν ονόματα στα χαρτιά που βρήκαν, αλλά τα ίδια τ χαρτιά ήσαν χρήσιμα στην αστυνομία, γιατί μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει για να εξαναγκάσεις τους ανακρινόμενους να μιλήσουν. Καθώς αντίκρυσα το χαμογελαστό αξιωματικό, δεν ήξερα πως σε άλλες γωνιές του κτιρίου έδερναν τους φίλους μου, σχεδόν όλα τα σημαντικά μέλη της οργάνωσής μας.
Δεν ήξεραν πως στον καθένα απ' αυτούς είχαν πει πως οι άλλοι μίλησαν. Ο χαμογελαστός αξιωματικός ανάφερε τα ονόματα των φίλων μου. Ήταν όλοι μέλη της πανεπιστημιακής αντιστασιακής ομάδας μου. Ο Καράμπελας, το συνεσταλμένο και συναισθηματικό παιδί από τη Μάνη, ο Ιερόπαις, ο ποιητής μας, ο Καστοριάδης, ο φιλόσοφός μας, ο Τάκης Κύρκος, ο Κολοβός και ο Κοντογιάννης. Ένας μόνο τρόπος υπήρχε να τους καλύψω, μια και η σχέση μου μ' αυτούς ήσαν γνωστή στην Ασφάλεια. Να δηλώσω πως ήσαν απλοί φίλοι που προσπαθούσα να μυήσω ανεπιτυχώς στην Τροτσκική οργάνωση του Πουλιόπουλου. Να πάρω επάνω μου την ευθύνη για όλες τις παράνομες ενέργειες και να περιορισθώ σε άλλους που είχαν προηγουμένως συλληφθεί και καταδικασθεί, όπως ο Βουρσούκης και ο Γιαννακός. Αυτό κι έκαμα. Ζαλισμένος απ' τον πόνο, προσπάθησα να κατασκευάσω την ιστορία που θα έλεγα, να αποφύγω ασυνέπειες και να καλύψω τα ίχνη των φίλων μου. Μα ο χαμογελαστός αξιωματικός δεν πείσθηκε.
Κόντευε να ξημερώσει και το γεμάτο φαντάσματα εσωτερικό του κτιρίου της Ειδικής Ασφάλειας άρχισε να παίρνει την όψη συνηθισμένου συγκροτήματος δημοσίων γραφείων. Άρχισαν να φθάνουν οι αξιωματικοί, να τακτοποιούνται στα γραφεία τους, ν' ανάβουν τσιγάρο και να φωνάζουν για τον πρωινό καφέ τους. Το σαγόνι μου πονούσε απαίσια. Δεν μπορούσα πια να κλείσω το στόμα μου, ούτε να προσπαθήσω να μασήσω. Με διέταξαν να στέκομαι στο κέντρο του γραφείου. Αλλά με δυσκολία μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου. Κατά διαστήματα, χωρίς προειδοποίηση, οι αξιωματικοί με κτυπούσαν στο πρόσωπο. Αυτή η αναμονή μου φάνηκε σαν την αιωνιότητα.
Μετά την αποφυλάκισή μου, έφυγα για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος με βρήκε φοιτητή στο Χάρβαρντ. Η απελευθέρωση της Ελλάδας και η αιματηρή της συνέχεια με βρήκε στο Αμερικανικό Ναυτικό. Κατατάχθηκα εθελοντής το 1943 κι υπηρέτησα μέχρι τον Απρίλιο του 1946, όταν, μετά την απόλυση μου, επέτρεψα στο Χάρβαρντ σαν καθηγητής".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου