30 Απριλίου 2014

Ένα λαϊκό, δημοτικό παραμύθι για την Ελληνίδα μάνα που υπεραγαπά το παιδί της

Στην περίπτωση της παραδοσιακής Ελληνίδας μάνας το οιδιπόδειο σύμπλεγμα λειτουργεί και αντίστροφα, καθώς αυτή δυσκολεύεται να δεχθεί ότι μπορεί μια άλλη γυναίκα να κλέψει την καρδιά του κανακάρη της. Κι όταν δεν ζει κάτω από την ίδια στέγη με τη νύφη της για να την τυραννάει με τη δεσποτική της συμπεριφορά, απλά την καταριέται. Το παρακάτω παραμύθι, βγαλμένο από τη λαϊκή μας παράδοση, αν και δανείζεται ένα κρίσιμο στοιχείο από τη "Χιονάτη", οικοδομεί το προφίλ της μάνας που ζει νύχτα-μέρα αποκλειστικά για το παιδί της και καταριέται εκείνη που της τον στερεί. Το παραμύθι έχει βέβαια στόχο να πλέξει το εγκώμιο της "καημένης" μάνας, όμως ειλικρινά: ποιος θα ήθελε να έχει μια τόσο συναισθηματικά εξαρτημένη μητέρα; 


Η ΜΑΝΑ ΚΩΣΤΑΙΝΑ
Η Κώσταινα ετοίμαζε τα ρούχα του γιου της για το ταξίδι.
"Φτωχή μάνα! μην κλαις, τα κλάματά σου θα γίνουν φαρμάκι για το γιο σου στα ξένα".
- Ναι! δίκιο έχεις! αποκρίθηκε η Κώσταινα... Δυστυχισμένο θα είναι το παιδί μου στα ξένα, να ξέρει πως η μάνα τον λυπάται. Ας κάνω καλύτερα πως γελώ, κι ο Χριστός και η Παναγιά ας το βοηθήσουν.... Φύγε, παιδί μου, με την ευχή μου, κακό να μη σ' έβρει, μάτι να μια σε πιάσει και άμποτε ν' ανεβείς τα πιο ψηλά βουνά! Μόνο να μην αγαπήσεις τα ξένα, να θυμάσαι αδέλφια και ν' αγαπάς τη μάνα σου.
- Μάνα, μανούλα μου, έλεγε ο Γιώργης, γλήγορα θα γυρίσω... κι εσένα μονάχα θα συλλογίζομαι στα ξένα...
Και τα πανιά φούσκωσαν και το καράβι πήρε το αγαπημένο της παιδί. 
......................................
- Καράβια, καραβάκια μου και σεις βαρκούλες, μην είδατε τον Γιώργη μου;
- Ποιον Γιώργη;
- Τον Γιώργη το παιδί μου. Ήταν ψηλός, ήταν λιγνός, είχε τα φρύδια σαν σπαθιά, τα μάτια αμυγδαλάτα... Ήταν ο πρώτος στα παιχνίδια, ο πρώτος την παλικαριά. Ποιος μου τον βαστά στα ξένα, ποια μάτια τον χαίρουνται, ενώ τα δικά μου τηφλώθηκαν από τα κλάματα; Ποια χείλια μου τον φιλούν, ενώ τα δικά μου μου τα μάρανε η λύπη; Ποιος μου βαστά τον Γιώργη, τον Γιώργη το παιδί μου;... Όποιος κι αν είναι, να σπάσει σαν το γυαλί, σαν το κερί να λυώσει!...
.......................
Αχ, είναι πράγμα βαρύ οι κατάρες της μάνας... Πρόσεξε μην πληγώσεις μάνας καρδιά....
Μα μια ωραία κόρη έλεγε στον ήλιο κάθε πρωί: "Ήλιε μου, είδες στο δρόμο σου καμιά νια πιο όμορφη από μένα;"
- Όχι! έλεγε ο ήλιος.
- Έίδες στο δρόμο σου κανένα νιό πιο όμορφο από τον αγαπητικό μου; 
Αν έλεγε "ναι" ο ήλιος, "Πού τον είδες ήλιε μου, καλέ μου ήλιε;" ρωτούσε η νιά.
- Στην τάδε χώρα, στο τάδε χωριό.
Και η κόρη κινούσε για τη χώρα εκείνη και για το χωριό και έριχνε το μάτι της πάνω στον όμορφο το νιό. Κι όπως το λουλούδι μαραίνεται από τις αχτίδες του ήλιου, μαραινόταν ο νιός από τις ματιές της όμορφης κόρης.
Είναι γλυκό το φιλί της ξένης. Στο πρώτο φιλί ο Γιώργης αναστέναζε, στο δεύτερο μαγεύθηκε, στο τρίτο ξέχασε τη μάνα του.
Μια μέρα ένα καράβι, που έφερνε μια όμορφη κοπέλα, πέρασε από το περιγιάλι, όπου καθόταν η γριά Κώσταινα. Οι κατάρες της μάνας έπεσαν πάνω στο καράβι. Καράβι και κόρη χάθηκαν στα κύματα.


Πηγή: Μια συλλογή διαφόρων δημοτικών τραγουδιών και παραμυθιών, που δημοσιεύτηκε στο Ημερολόγιο Βρεττού του έτους 1867

Διαβάστε επίσης:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου