fyeahfairytales.tumblr.com/ |
Τις τελευταίες μέρες παίζεται στους κινηματογράφους μία γαλλική ταινία βασισμένη στο κλασικό παραμύθι "Η Πεντάμορφη και το Τέρας" Οι ρίζες της συγκεκριμένης ιστορίας είναι πολύ παλιές. Η πρώτη γνωστή γραπτή εκδοχή ανήκει στη Γαλλίδα συγγραφέα Gabrielle-Suzanne Barbot de Villeneuve, το 1740. Επί της ουσίας, επρόκειτο για μια μυθιστορηματική εκδοχή του παραμυθιού, που ξεπερνούσε τις 100 σελίδες, όμως αποτέλεσε τη μαγιά, στην οποία βασίστηκε η αμέσως επόμενη γραπτή εκδοχή της ιστορίας, που ανήκει στην Jeanne-Marie Leprince de Beaumont και χρονολογείται στα 1756. Αυτή η διασκευή αποτέλεσε και τη βάση, πάνω στην οποία εξελίχθηκε στη συνέχεια το παραμύθι. Η έκτασή του δεν είναι ευκαταφρόνητη, δεν είναι όμως και εκατό σελίδες. Αν έχετε την υπομονή, μετέφρασα την ιστορία όπως την αφηγήθηκε η Jeanne-Marie Leprince de Beaumon, για όποιον ενδιαφέρεται να διαβάσει την "πραγματική" ιστορία του γνωστού παραμυθιού, καθώς νομίζω ότι δεν υπάρχει στα ελληνικά.
Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΡΑΣ
Ήταν κάποτε ένας πολύ πλούσιος έμπορος, ο οποίος είχε έξι παιδιά: τρεις γιούς και τρεις κόρες. Όντας άνθρωπος της λογικής, δεν τσιγκουνεύτηκε για την εκπαίδευσή τους, αλλά τους έδωσε πτυχία όλων των ειδών. Οι κόρες του ήταν εξαιρετικά όμορφες, ειδικά η μικρότερη. Όταν ήταν μικρή, όλοι την θαύμαζαν και την αποκαλούσαν "η μικρή Πεντάμορφη" κι έτσι, καθώς μεγάλωνε, άκουγε στο όνομα Πεντάμορφη, κάτι που έκανε τις αδερφές της πολύ ζηλιάρες.
Η μικρότερη, καθώς ήταν πιο ωραία, ήταν επίσης καλύτερη από τις αδερφές της. Οι δυο μεγαλύτερες είχαν μεγάλη περηφάνια, επειδή ήταν πλούσιες. Τα μυαλά τους είχαν πάρει πολύ αέρα, δεν επισκέπτονταν τις κόρες των άλλων εμπόρων και έκαναν παρέα μόνο με ανθρώπους ποιότητας. Πήγαιναν κάθε μέρα σε γιορτές ευχαρίστησης, χορούς, θέατρο, συναυλίες κ.ο.κ. και κορόιδευαν τη μικρότερη αδερφή τους, επειδή περνούσε τον περισσότερο χρόνο της διαβάζοντας καλά βιβλία.
Καθώς ήταν γνωστό ότι είχαν μεγάλες περιουσίες, πολλοί εξέχοντες έμποροι τις έκαναν προτάσεις γάμου, όμως οι δύο μεγαλύτερες έλεγαν ότι δεν θα παντρευόντουσαν ποτέ, εκτός κι αν συναντούσε έναν δούκα ή τουλάχιστον έναν κόμη. Η Πεντάμορφη τους ευχαριστούσε ευγενικά που τη φλέρταραν και τους έλεγε ότι ήταν πολύ νεαρή για να παντρευτεί, αλλά προτιμούσε να μείνει με τον πατέρα της λίγα χρόνια ακόμη.
Ξαφνικά ο έμπορος έχασε όλη του την περιουσία, εκτός από ένα μικρό αγροτόσπιτο, που απείχε πολύ από την πόλη, και με δάκρυα στα μάτια είπε στα παιδιά του ότι έπρεπε να πάνε εκεί και να δουλέψουν για να βγάλουν τα προς το ζην. Οι δυο μεγαλύτερες απάντησαν ότι δεν θα έφευγαν από την πόλη, επειδή είχαν πολλούς αγαπημένους, οι οποίοι σίγουρα θα χαίρονταν να τις κάνουν δικές τους, παρόλο που δεν είχαν περιουσία, όμως οι καλές κυρίες έκαναν λάθος, επειδή εκείνοι τις περιφρόνησαν και τις εγκατέλειψαν λόγο της φτώχειας τους. Καθώς δεν ήταν αξιαγάπητες, εξ αιτίας της περηφάνιας τους, όλοι έλεγαν ότι δεν άξιζαν συμπάθειας και ότι χαίρονταν πολύ βλέποντας την περηφάνια τους να ταπεινώνεται, να τις παρατούν και να περνούν ποιοτικά το χρόνο τους αρμέγοντας αγελάδες και φροντίζοντας για τα γαλακτοκομικά τους. Όμως, προσέθεταν, ανησυχούμε πάρα πολύ για την Πεντάμορφη, επειδή ήταν ένα γοητευτικό πλάσμα με γλυκιά διάθεση, μιλούσε τόσο ευγενικά στους φτωχούς ανθρώπους και είχε μια τόσο καταδεκτική και περιποιητική συμπεριφορά. Κι όμως, πολλοί κύριοι θα την παντρευόντουσαν, παρόλο που ήξεραν ότι δεν είχε δεκάρα. Όμως εκείνη ους έλεγε ότι δεν μπορούσε να διανοηθεί ν' αφήσει τον φτωχό πατέρα της μέσα στις ατυχίες του, αλλά ήταν αποφασισμένη να πάει μαζί του στην επαρχία για να τον παρηγορήσει και να τον προσέχει. Αρχικά, η καημένη η Πεντάμορφη είχε στενοχωρηθεί πολύ για την απώλεια της περιουσίας της, "όμως", είπε στον εαυτό της, "όσο πολύ και να κλάψω, δεν θα κάνει καλύτερα τα πράγματα. Πρέπει να προσπαθήσω να γίνω ευτυχισμένοι χωρίς περιουσία".
Όταν πήγαν στο αγροτόσπιτό τους, ο έμπορος και οι τρεις γιοί τους ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια, ενώ η Πεντάμορφη σηκωνόταν στις τέσσερις τι πρωί και βιαζόταν να καθαρίσει το σπίτι και να ετοιμάσει δείπνο για την οικογένεια. Στην αρχή το έβρισκε πολύ δύσκολο, επειδή δεν είχε συνηθίσει να εργάζεται ως υπηρέτρια, όμως σε λιγότερο από δυο μήνες, έγινε πιο δυνατή και πιο υγιής από ποτέ. Αφού τελείωνε τη δουλειά της, διάβαζε, έπαιζε άρπα ή τραγουδούσε χορεύοντας.
Αντίθετα, οι δυο αδερφές της δεν ήξεραν πώς να περάσουν το χρόνο τους. Σηκώνονταν στις δέκα και δεν έκαναν τίποτε, εκτός από το να σουλατσάρουν όλη μέρα, θρηνώντας για την απώλεια των ωραίων ρούχων και των γνωριμιών τους. "Κοίταξε τη μικρότερη αδερφή μας", έλεγε η μία στην άλλη, "τι φτωχό, ανόητο, κακό πλάσμα που είναι, να χαίρεται με μια τόσο δυσάρεστη, θλιβερή κατάσταση".
Ο καλός έμπορος είχε διαφορετική άποψη. Ήξερε πολύ καλά ότι η Πεντάμορφη επισκίαζε τις αδερφές της, ως χαρακτήρας και ως μυαλό, και θαύμαζε την ταπεινότητα και την εργατικότητά της, όμως πάνω απ' όλα την υπομονή της, μιας και οι αδερφές της όχι μόνο την άφησαν να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού, αλλά την πρόσβαλαν κάθε στιγμή.
Η οικογένεια έζησε περίπου ένα χρόνο σ' αυτήν την απομόνωση, όταν ο έμπορος έλαβε ένα γράμμα με την πληροφορία ότι ένα πλοίο, στο εμπόρευμα του οποίου είχε εναποθέσει τις προσδοκίες του, είχε φτάσει με ασφάλεια. Τα νέα άλλαξαν τη διάθεση των δύο μεγαλύτερων θυγατέρων, οι οποίες αμέσως άρχισαν να ελπίζουν ότι θα επέστρεφαν στην πόλη, επειδή είχαν κουραστεί από την αγροτική ζωή και όταν είδαν ότι ο πατέρας τους ήταν έτοιμος ν' αναχωρήσει, τον παρακάλεσαν να τους αγοράσει νέα ρούχα, μαντήλια, κορδέλες και κάθε είδους ασήμαντα πράγματα. Ωστόσο η Πεντάμορφη δεν ζήτησε τίποτε, επειδή σκέφτηκε ότι όλα τα χρήματα που επρόκειτο να λάβει ο πατέρας της μόλις που θα έφθαναν για ν΄αγοράσει όσα ήθελαν οι αδερφές της.
"Εσύ τι θέλεις, Πεντάμορφη;" είπε ο πατέρας.
"Αφού έχεις την καλοσύνη να με σκεφτείς", απάντησε εκείνη, "φέρε μου ένα τριαντάφυλλο, αφού κανένα δεν φυτρώνει στην περιοχή εδώ και είναι κάπως σπάνια". Όχι ότι η Πεντάμορφη νοιαζόταν για ένα τριαντάφυλλο, όμως ζήτησε κάτι από φόβο μήπως φαινόταν ότι κατέκρινε τη συμπεριφορά των αδερφών της, οι οποίες θα έλεγαν ότι το έκανε για να ξεχωρίζει.
Ο καλός άνδρας αναχώρησε για το ταξίδι του, όμως, όταν έφτασε εκεί, τον πήγαν στα δικαστήρια σχετικά με το εμπόρευμα και μετά από πολλά βάσανα και δυσκολίες επέστρεψε όσο φτωχός ήταν πριν.
Απείχε λιγότερο από τριάντα μίλια από το σπίτι του, σκεφτόμενος τη χαρά που θα έπαιρνε βλέποντας ξανά τα παιδιά του, όταν χάθηκε, ενώ περνούσε μέσα από ένα μεγάλο δάσος. Έβρεχε και χιόνιζε πολύ. Εξάλλου, ο άνεμος ήταν τόσο δυνατός, που τον έριξε δυο φορές από τ' άλογό του, και καθώς έπεφτε η νύχτα, ο έμπορος άρχισε να σκέφτεται ότι είτε θα πεθάνει από το κρύο και την πείνα είτε θα τον φάνε οι λύκοι, τους οποίους άκουσε να ουρλιάζουν ολόγυρά του, όταν ξαφνικά, κοιτώντας μέσα από μια μακριά σειρά δέντρων, είδα ένα φως σε αρκετή απόσταση και καθώς προχώρησε λίγο περισσότερο, διαπίστωσε ότι ερχόταν από ένα παλάτι, που ήταν φωτισμένο από πάνω μέχρι κάτω. Ο έμπορος ευχαρίστησε το Θεό γι' αυτήν την ευτυχή ανακάλυψη και κατευθύνθηκε γρήγορα προς το παλάτι, όμως ένιωσε έκπληξη, που δεν συνάντησε κανέναν στην περιοχή. Το άλογό του τον ακολούθησε και βλέποντας έναν μεγάλο στάβλο ανοιχτό, μπήκε μέσα και ανακαλύπτοντας ότι είχε άχυρα και βρώμη, το καημένο το ζώο που σχεδόν είχε πεθάνει της πείνας, έπεσε με τα μούτρα στο φαγητό. Ο έμπορος τον έδεσε στο παχνί και περπάτησε προς το σπίτι, όπου δεν είδε κανέναν, όμως μπαίνοντας μέσα στη μεγάλη αίθουσα, βρήκε ένα αναμμένο τζάκι κι ένα τραπέζι που είχε τα πάντα. Καθώς ήταν αρκετά βρεγμένος από τη βροχή και το χιόνι, πήγε δίπλα στο τζάκι για να στεγνώσει. "Ελπίζω", είπε, "ο αφέντης του σπιτιού ή οι υπηρέτες του να με συγχωρήσουν για την πρωτοβουλία που παίρνω. Φαντάζομαι δεν θ' αργήσει να φανεί κάποιος".
Περίμενε αρκετή ώρα, μέχρι τις έντεκα, όμως ακόμη κανείς δεν είχε έρθει. Πεινούσε τόσο πολύ, που δεν μπορούσε να περιμένει άλλο, αλλά πήρε ένα κοτόπουλο και το έφαγε σε δυο μπουκιές, ενώ έτρεμε. Στη συνέχεια ήπιε λίγα ποτήρια κρασί και παίρνοντας περισσότερο θάρρος έφυγε από την αίθουσα και διέσχισε αρκετά μεγάλα διαμερίσματα με μεγαλοπρεπή έπιπλα, μέχρι που έφτασε σ' ένα δωμάτιο, που είχε ένα πολύ καλό κρεβάτι και καθώς ο ίδιος ήταν πολύ κουρασμένος και ήταν περασμένα μεσάνυχτα, συμπέρανε ότι το καλύτερο ήταν να κλείσει την πόρτα και να πάει στο κρεβάτι.
Ήταν δέκα το επόμενο πρωί, όταν ο έμπορος ξύπνησε και καθώς ετοιμαζόταν να σηκωθεί, έμεινε έκπληκτος βλέποντας στο δωμάτιο να είναι πεντακάθαρα τα ρούχα του, τα οποία είχαν λερωθεί πολύ. Σίγουρα, σκέφτηκε, αυτό το παλάτι ανήκει σε κάποια καλή νεράιδα, που είδε και λυπήθηκε την αγωνία μου. Κοίταξε από το παράθυρο, όμως αντί αντί για χιόνι είδε τα πιο όμορφα δέντρα, συνυφασμένα με τα πιο όμορφα λουλούδια που υπήρξαν ποτέ. Επέστρεψε στη μεγάλη αίθουσα, όπου είχε δειπνήσει την προηγούμενη νύχτα και βρήκε λίγη έτοιμη σοκολάτα πάνω σ' ένα τραπεζάκι. "Σ' ευχαριστώ, κυρία Νεράιδα", είπε δυνατά, "που είσαι τόσο περιποιητική, ώστε να μου προσφέρεις πρωινό. Σου είμαι εξαιρετικά υποχρεωμένος για όλα όσα έχεις κάνει".
Ο καλός άνδρας ήπιε τη σοκολάτα του και μετά έψαξε για το άλογό του, όμως ενώ περνούσε από μια συστάδα από τριαντάφυλλα, θυμήθηκε την επιθυμία της Πεντάμορφης και έκοψε ένα κλαδί, πάνω στο οποίο υπήρχαν αρκετά. Αμέσως άκουσε ένα μεγάλο θόρυβο και είδε ένα τρομακτικό Τέρας να τον πλησιάζει, ώστε ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει.
"Είσαι πολύ αχάριστος", του είπε το Τέρας με μια τρομακτική φωνή. "Κύριε μου", απάντησε εκείνος, "σ' εκλιπαρώ να με συγχωρήσεις, επειδή στ' αλήθεια δεν είχα καμία πρόθεση να προσβάλω κόβοντας ένα τριαντάφυλλο για μια από τις κόρες μου, που επιθυμούσε να της φέρω ένα".
"Το όνομα μου δεν είναι Κύριέ Μου", απάντησε το τέρας, "αλλά Τέρας. Δεν μου αρέσουν τα κοπλιμέντα, όχι σ' εμένα. Μου αρέσουν οι άνθρωποι που λένε αυτό που σκέφτονται κι έτσι μην φαντάζεσαι ότι θα συγκινηθώ από οποιοδήποτε από τα κολακευτικά λόγια σου. Όμως λες ότι έχεις κόρες. Θα σε συγχωρήσω υπό την προϋπόθεση ότι μία από αυτές θα έρθει με τη θέλησή της και θα υποφέρει για σένα. Δεν χρειάζεται να πούμε περισσότερα, αλλά πήγαινε στο δρόμο σου και ορκίσου ότι αν η κόρη του αρνηθεί να πεθάνει στη θέση σου, θα επιστρέψεις μέσα σε τρεις μήνες".
Ο έμπορος δεν σκόπευε να θυσιάσει τις κόρες του στο άσχημο τέρας, όμως σκέφτηκε ότι κερδίζοντας αυτήν την αναβολή, θα είχε την ευχαρίστηση να τις δει ακόμη μία φορά. Έτσι υποσχέθηκε με όρκο ότι θα επέστρεψε και το Τέρας του είπε ότι μπορούσε ν' αναχωρήσει όποτε το επιθυμούσε, "όμως", πρόσθεσε, "δεν θα φύγεις με άδεια χέρια. Πήγαινε πίσω στο δωμάτιο που κοιμήθηκες και θα δεις ένα μεγάλο, άδειο κιβώτιο. Γέμισε το με ότι επιθυμείς περισσότερο και θα το στείλω στο σπίτι σου" και τότε το Τέρας αποσύρθηκε.
"Ε, λοιπόν", σκέφθηκε ο καλός άνδρας, "αν πρέπει να πεθάνω, θα έχω τουλάχιστον την παρηγοριά ότι αφήνω κάτι στα φτωχά παιδιά μου". Επέστρεψε στο υπνοδωμάτιο, όπου βρήκε μεγάλη ποσότητα χρυσού και γέμισε το μεγάλο κιβώτιο που είχε αναφέρει το Τέρας, το κλείδωσε και μετά πήρε το άλογό του από το στάβλο και έφυγε από το παλάτι με τόση θλίψη, όση ήταν η χαρά του, όταν έμπαινε. Το άλογο πήρε έναν από τους δρόμους του δάσους και μέσα σε λίγες ώρες ο καλός άνδρας βρέθηκε στο σπίτι του.
Τα παιδιά του τον πλησίασαν, όμως αντί να δεχτεί με χαρά τις αγκαλιές τους, τα κοίταξε και κρατώντας το κιβώτιο με τα χέρια του ξέσπασε σε κλάματα. "Εδώ, Πεντάμορφη", είπε, "πάρε αυτά τα τριαντάφυλλα, όμως λίγο φαντάζεται πόσο πολύ θα κοστίσουν στον δυστυχισμένο πατέρα σου" και στη συνέχεια αφηγήθηκε τη μοιραία περιπέτειά του. Αμέσως οι δυο μεγαλύτερες ξέσπασαν σε θλιβερές κραυγές και είπαν κάθε είδους ασχήμια στην Πεντάμορφη, η οποία δεν έκλαψε καθόλου.
"Δείτε την περηφάνια της μικρής λεχρίτισας", είπαν. "Δεν ζήτησε ωραία ρούχα, όπως εμείς. Αλλά,όχι, η Δεσποινίς ήθελε να ξεχωρίζει. Έτσι τώρα θα είναι ο θάνατος για τον καημένο τον πατέρα μας και παρόλα αυτά δεν χύνει ούτε ένα δάκρυ".
"Γιατί να το κάνω", απάντησε η Πεντάμορφη. "Θα ήταν άσκοπο, μιας και ο πατέρας μου δεν θα υποφέρει για λογαριασμό μου. Αφού το τέρας θα δεχτεί μία από τις κόρες του, θα παραδοθώ στην οργή του και είμαι πολύ χαρούμενη που σκέφτομαι ότι ο θάνατός μου θα σώσει την ζωή του πατέρα μου και θα είναι απόδειξη της τρυφερής μου αγάπης για εκείνον".
"Όχι, αδερφή", είπαν τα τρία αδέρφια, "αυτό δεν θα γίνει. Θα πάμε να βρούμε το τέρας και είτε θα το σκοτώσουμε είτε θα πεθάνουμε προσπαθώντας".
"Μην φαντάζεστε τέτοια πράγματα, γιοί μου", είπε ο έμπορος. "Η δύναμη του Τέρατος είναι τόσο μεγάλη, που δεν έχω καμιά ελπίδα ότι θα τον νικήσετε. Χαίρομαι με την ευγενική και γενναιόδωρη προσφορά της Πεντάμορφης, όμως δεν θα υποχωρήσω. Είμαι μεγάλος και δεν έχω πολύ ακόμη να ζήσω, έτσι θα χάσω μόνο μερικά χρόνια, τα οποία λυπάμαι μόνο για σας, αγαπημένα μου παιδιά".
"Στ' αλήθεια πατέρα", είπε η Πεντάμορφη, "δεν θα πας στο παλάτι χωρίς εμένα, ούτε μπορείς να μ' εμποδίσεις να σε ακολουθήσω". Ήταν άσκοπο, ό,τι και να έλεγαν. Η Πεντάμορφη εξακολουθούσε να επιμένει να φύγει για το ωραίο παλάτι και οι αδερφές της ήταν χαρούμενες, επειδή η αρετή και τα αξιαγάπητα προσόντα της τις έκαναν να ζηλεύουν και να την φθονούν.
Ο έμπορος επηρεάστηκε τόσο πολύ από την ιδέα ότι θα έχανε την κόρη του, ώστε είχε ξεχάσει το κιβώτιο που ήταν γεμάτο χρυσάφι, όμως τη νύχτα, όταν έπεσε να κοιμηθεί, το βρήκε δίπλα στο κρεβάτι του. Ωστόσο, ήταν αποφασισμένος να μην πει στα παιδιά του ότι έγινε πλούσιος, επειδή θα ήθελαν να επιστρέψουν στην πόλη και ήταν αποφασισμένος να μην φύγει από την ύπαιθρο. Όμως εμπιστεύτηκε το μυστικό στην Πεντάμορφη, που τον ενημέρωσε ότι δύο κύριοι είχαν έρθει κατά την απουσία του και φλέρταραν τις αδερφές της. Ικέτεψε τον πατέρα της να συναινέσει στο γάμο τους και να τις δώσει περιουσίες, επειδή ήταν τόσο καλή, που τις αγαπούσε και συγχωρούσε ειλικρινά την κακή τους συμπεριφορά. Αυτά τα στριμμένα πλάσματα έτριψαν κρεμμύδι στα μάτια για να αναγκάσουν να βγουν λίγα δάκρυα, όταν αποχωρίστηκαν την αδερφή τους, όμως οι αδερφοί της ήταν πραγματικά ανήσυχοι. Η Πεντάμορφη ήταν η μόνη που δεν δάκρυσε κατά την αναχώρησή τους, επειδή δεν ήθελε να μεγαλώσει την ανησυχία τους.
Το άλογο πήρε το δρόμο κατευθείαν για το παλάτι και κατά το απόγευμα το είδαν να εμφανίζεται όπως πρώτα. Το άλογο πήγε μόνο του στο στάβλο και ο καλός άνδρας με την κόρη του μπήκαν στη μεγάλη αίθουσα, όπου βρήκαν ένα τραπέζι με όλα τα καλά και δύο πιάτα. Ο έμπορος δεν είχε διάθεση να φάει, αλλά η Πεντάμορφη, που πάλευε να εμφανιστεί χαρούμενη, κάθισε στο τραπέζι και τον βοήθησε. "Εξάλλου", σκέφτηκε μέσα της, "το Τέρας θα θέλει να με παχύνει προτού με φάει, αφού προσφέρει τόσο πλούσια απόλαυση". Όταν δείπνησαν, άκουσαν ένα δυνατό θόρυβο και ο έμπορος αποχαιρέτησε με δάκρυα το καημένο του παιδί, επειδή κατάλαβε ότι ερχόταν το Τέρας. Η Πεντάμορφη τρόμαξε πολύ από τη φρικτή εμφάνισή του, όμως πήρε όσο περισσότερο θάρρος μπορούσε κι όταν το τέρας τη ρώτησε αν ήρθε με τη θέλησή της, εκείνη είπε τρέμοντας "ννν..αιιι".
Το τέρας απάντησε, "Είσαι πολύ καλή και σου είμαι πολύ υποχρεωμένος. Τίμιε άνδρα, πήγαινε στον προορισμό σου αύριο το πρωί, όμως ποτέ να μην σκεφτείς να ξανάρθεις εδώ".
'Αντίο Πεντάμορφη, αντίο Τέρας" απάντησε εκείνος και αμέσως το τέρας αποσύρθηκε. "Ω, κόρη μου", είπε ο έμπορος αγκαλιάζοντας την Πεντάμορφη, "φοβάμαι μέχρι θανάτου. Πίστεψε με, θα ήταν καλύτερα να γυρίσεις πίσω και ν' αφήσεις εμένα να μείνω εδώ".
"Όχι, πατέρα", είπε η Πεντάμορφη αποφασισμένα, "εσύ θα φύγεις αύριο το πρωί και θα μ' αφήσεις στην φροντίδα και την προστασία της πρόνοιας". Πήγαν να κοιμηθούν και σκέφτηκαν να μην κλείσουν μάτι όλη νύχτα. Όμως, μόλις ξάπλωσαν, αποκοιμήθηκαν και η Πεντάμορφη ονειρεύτηκε ότι μια ωραία κυρία ήρθε και της είπε, "Είμαι χαρούμενη, Πεντάμορφη, με την καλή σου θέληση. Αυτή η καλή σου πράξη να θυσιάσεις τη δική σου ζωή για να σώσεις του πατέρα σου, δεν θα μείνει χωρίς επιβράβευση". Η Πεντάμορφη ξύπνησε και είπε το όνειρο στον πατέρα της και σκέφτηκε ότι βοήθησε να τον παρηγορήσει λιγάκι, αν και εκείνος δεν μπόρεσε να μην κλάψει πικρά, όταν άφησε το αγαπημένο του παιδί.
Μόλις εκείνος έφυγε, η Πεντάμορφη έκατσε στη μεγάλη αίθουσα και ένιωσε έτοιμη να κλάψει. Καθώς όμως εκείνη ήταν φίλη της λογικής, αφιέρωσε τον εαυτό της στο Θεό και αποφάσισε να μην είναι ανήσυχη το λίγο χρόνο που της έμενε να ζήσει, γιατί πίστευε σταθερά ότι το Τέρας θα την έτρωγε εκείνη τη νύχτα.
Ωστόσο, σκέφτηκε ότι μπορούσε επίσης να περπατήσει μέχρι εκείνη την ώρα και να δει αυτό το ωραίο κάστρο, που δεν μπορούσε να μην θαυμάσει. Ήταν ένα θαυμάσιο, ευχάριστο μέρος και ένιωσε πολύ μεγάλη έκπληξη όταν είδε μία πόρτα, πάνω από την οποία έγραφε: "Διαμέρισμα της Πεντάμορφης". Την άνοιξε διστακτικά και έμεινε έκθαμβη από το μεγαλείο που κυριαρχούσε παντού. Όμως αυτό που κυρίως τράβηξε την προσοχή της ήταν μια μεγάλη βιβλιοθήκη, μια άρπα και αρκετά μουσικά βιβλία. "Ε, λοιπόν", είπε στον εαυτό της, "βλέπω ότι δεν θ' αφήσουν το χρόνο να μου πέσει βαρύς σε σχέση με την επιθυμία για διασκέδαση". Μετά σκέφτηκε, "Αν επρόκειτο να μείνω εδώ μια μέρα, δεν θα υπήρχαν όλες αυτές οι προετοιμασίες". Αυτή η σκέψη την ενέπνευσε με νέο κουράγιο και ανοίγοντας τη βιβλιοθήκη πήρε ένα βιβλίο και διάβασε αυτές τις λέξεις, με χρυσά γράμματα:
Καλώς ήρθες Πεντάμορφη, διώξε το φόβο
Είσαι βασίλισσα κι αφέντρα εδώ.
Πες τις επιθυμίες σου, πες ό,τι θέλεις,
Γρήγορη υπακοή θα τις εκπληρώσει.
"Αλίμονο", είπε εκείνη μ' έναν αναστεναγμό, "δεν υπάρχει τίποτε που να επιθυμώ τόσο πολύ, όσο το να δω τον φτωχό μου πατέρα και να ξέρω τι κάνει". Δεν είχε ακόμη τελειώσει, όταν έριξε το βλέμμα της σ' ένα πολύ όμορφο γυαλί και προς μεγάλη της έκπληξη είδε το σπίτι της, όπου ο πατέρας της έφτασε με πολύ απελπισμένη έκφραση. Οι αδερφές της πήγαν να τον συναντήσουν και παρά τις προσπάθειές του να φανούν λυπημένες, η χαρά που ένιωθαν, επειδή είχαν ξεφορτωθεί την αδερφή τους, ήταν ορατή σε κάθε τους κίνηση. Μετά από ένα λεπτό, όλα εξαφανίστηκαν, όπως και ο φόβος της Πεντάμορφης για τις προθέσεις του Τέρατος.
Το μεσημέρι, βρήκε έτοιμο το φαγητό και την ώρα που καθόταν στο τραπέζι, τη διασκέδαση ένα εξαιρετικό μουσικό κοντσέρτο, αν και κανείς δεν φαινόταν. Όμως τη νύχτα, καθώς πήγαινε να καθίσει για το δείπνο, άκουσε το θόρυβο που έκανε το Τέρας και δεν μπόρεσε να μην τρομοκρατηθεί. "Πεντάμορφη", είπε το τέρας, "θα μου δώσεις την άδεια να σε βλέπω, ενώ δειπνείς;"
"Αυτό είναι κατά τη δική σου επιθυμία", απάντησε η Πεντάμορφη τρέμοντας.
"Όχι", απάντησε το Τέρας, "μόνο εσύ είσαι αφέντρα εδώ. Δεν χρειάζεται παρά να μου ζητήσεις να φύγω, αν η παρουσία μου προκαλεί προβλήματα, κι εγώ αμέσως θ' αποσυρθώ. Όμως, πες μου, δεν με βρίσκεις άσχημο;".
"Αυτό είναι αλήθεια", είπε η Πεντάμορφη, "μιας και δεν μπορώ να πω ψέματα, όμως πιστεύω ότι έχεις πολύ καλή φύση".
"Έτσι είμαι", είπε το τέρας, "όμως τότε, πέρα από την ασχήμια μου, δεν έχω καθόλου λογική. Ξέρω πολύ καλά ότι είμαι ένα φτωχό, βλακώδες, ανόητο πλάσμα".
"Δεν υπάρχει κάποια ένδειξη αφροσύνης για να το σκεφτώ αυτό", απάντησε η Πεντάμορφη, "γιατί ποτέ ο ανόητος δεν το γνωρίζει, ούτε έχει μια τόσο ταπεινή συνείδηση της δικής του κατανόησης".
"Φάε τότε, Πεντάμορφη", είπε το τέρας "και προσπάθησε να περάσεις ευχάριστα στο μέρος σου, επειδή οτιδήποτε υπάρχει εδώ είναι δικό σου και θα ένιωθα πολύ άβολα, αν δεν ήσουν ευτυχισμένη".
"Είσαι πολύ υπόχρεος", απάντησε η Πεντάμορφη. "Είμαι πολύ ικανοποιημένη με την ευγένεια σου και όταν το σκέφτομαι, η παραμόρφωσή σου εξαφανίζεται".
"Ναι, ναι", είπε το Τέρας, "η καρδιά μου είναι καλή, όμως εξακολουθώ να είμαι ένα τέρας".
"Μέσα στην ανθρωπότητα", λέει η Πεντάμορφη, "υπάρχουν πολλοί που δικαιούνται αυτό το όνομα περισσότερο από σένα και σε προτιμώ, ακριβώς όπως είσαι, σε σχέση μ' εκείνους, οι οποίοι, κάτω από μια ανθρώπινη εμφάνιση, κρύβουν μια ύπουλη, διεφθαρμένη και αχάριστη καρδιά".
"Αν είχα αρκετά λογική", απάντησε το Τέρας, "θα έκανα ένα ωραίο κοπλιμέντο για να σ' ευχαριστήσω, όμως είμαι τόσο βαρετός, ώστε το μόνο που μπορώ να πω, σου είμαι πολύ υποχρεωμένος".
Η Πεντάμορφη έφαγε ένα χορταστικό δείπνο και σχεδόν είχε κατανικήσει τον τρόμο της για το τέρας, όμως ήθελε να λιποθυμήσει, όταν εκείνος της είπε: "Πεντάμορφη, θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;".
Πέρασε λίγη ώρα προτού να τολμήσει ν' απαντήσει, επειδή φοβόταν μήπως τον κάνει να θυμώσει, αν αρνιόταν. Στο τέλος, ωστόσο, είπε τρέμοντας, "όχι Τέρας". Αμέσως το καημένο το τέρας αναστέναξε και άφησε έναν ήχο τόσο τρομακτικό, που ο αντίλαλος γέμισε όλο το σπίτι. Όμως σύντομα η Πεντάμορφη συνήλθε από τον φόβο της, όταν το Τέρας είπε με πένθιμη φωνή, "τότε αντίο, Πεντάμορφη", έφυγε από το δωμάτιο και γύρισε πίσω πού και πού για να την κοιτάξει, καθώς έφευγε.
Όταν η Πεντάμορφη έμεινε μόνη, ένιωσε μεγάλη συμπόνοια για το καημένο Τέρας. "Αλίμονο", είπε, "κάτι τόσο καλοσυνάτο να είναι τόσο άσχημο".
Η Πεντάμορφη πέρασε τρεις μήνες στο παλάτι πολύ ευτυχισμένα. Κάθε απόγευμα το Τέρας την επισκεπτόταν και της μιλούσε κατά τη διάρκεια του δείπνου, πολύ λογικά, με κοινή λογική, αλλά χωρίς αυτό που ο κόσμος αποκαλεί πνεύμα. Και η Πεντάμορφη καθημερινά ανακάλυπτε κάποια πολύτιμα προσόντα του τέρατος και βλέποντάς τον συχνά είχε τόσο συνηθίσει στην ασχήμια του, ώστε, όχι μόνο δεν έτρεμε την ώρα της επίσκεψής του, αλλά συχνά κοιτούσε το ρολόι της, για να δει πότε θα πάει εννιά η ώρα, αφού το Τέρας ποτέ δεν παρέλειψε να έρθει τη συγκεκριμένη ώρα. Μόνο ένα πράγματα ανησυχούσε την Πεντάμορφη κι αυτό ήταν, που κάθε νύχτα, προτού να πάει για ύπνο, το τέρας πάντοτε τη ρωτούσε αν ήθελε να γίνει γυναίκα του. Μια μέρα του είπε, "Τέρας, με κάνεις να νιώθω πολύ άβολα. Εύχομαι να μπορούσα να συναινέσω να σε παντρευτώ, όμως είμαι πολύ ειλικρινής για να σε κάνω να πιστέψεις ότι αυτό θα συμβεί ποτέ. Πάντα θα σε εκτιμώ ως φίλο, σε μια προσπάθεια να ικανοποιηθείς μ' αυτό".
"Πρέπει", είπε το Τέρας, "αλλά αλίμονο! Ξέρω πολύ καλά την ατυχία μου, όμως σ' αγαπώ με την πιο γλυκιά αγάπη. Ωστόσο, πρέπει να θεωρώ τον εαυτό μου χαρούμενο, ότι θα παραμείνεις εδώ. Υποσχέσου μου ότι ποτέ δεν θα μ' αφήσεις".
Η Πεντάμορφη κοκκίνισε σ' αυτές τις λέξεις. Είχε δει στο γυαλί ότι ο πατέρας της είχε αρρωστήσει για την απώλειά της και επιθυμούσε να τον ξαναδεί. "Θα μπορούσα", απάντησε, "στ' αλήθεια να υποσχεθώ ότι ποτέ δεν θα σ' αφήσω τελείως, όμως έχω τόσο μεγάλη επιθυμία να δω τον πατέρα μου, ώστε θα ταραχτώ μέχρι θανάτου, αν μου αρνηθείς αυτήν την ικανοποίηση".
"Καλύτερα να πέθαινα ο ίδιος", είπε το τέρας, "από το να σου προσφέρω την παραμικρή αναστάτωση. Θα σε στείλω στον πατέρα σου, θα μείνεις μαζί του και το φτωχό το Τέρας θα πεθάνει από θλίψη".
"Όχι", είπε η Πεντάμορφη κλαίγοντας, "σ' αγαπώ πάρα πολύ για να γίνω η αιτία του θανάτου σου. Σου δίνω την υπόσχεσή μου ότι θα επιστρέψω σε μία εβδομάδα. Μου έδειξες ότι οι αδερφές μου είναι παντρεμένες και οι αδερφοί πήγαν στο στρατό. Μόνο άφησέ με να μείνω μια εβδομάδα με τον πατέρα μου, που είναι μόνος".
"Θα είσαι εκεί αύριο το πρωί", είπε το Τέρας, "όμως θυμήσου την υπόσχεσή σου. Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι ν' αφήσεις το δαχτυλίδι σου πάνω σ' ένα τραπέζι πριν πας στο κρεβάτι σου, όταν αποφασίσεις να επιστρέψεις. Αντίο Πεντάμορφη", αναστέναξε το Τέρας, όπως συνήθιζε, κάθε φορά που την καληνυχτούσε, και η Πεντάμορφη πήγε να κοιμηθεί πολύ λυπημένη βλέποντάς τον τόσο επηρεασμένο. Όταν ξύπνησε το επόμενο πρωί, βρισκόταν στο σπίτι του πατέρα της, χτύπησε.ένα κουδούνι, που ήταν δίπλα στο κρεβάτι της, και εμφανίστηκε μια υπηρέτρια, η οποία, μόλις την είδε, έβγαλε μια δυνατή κραυγή, στο άκουσμα της οποίας ο καλός άνδρας ανέβηκε τις σκάλες και νόμιζε ότι θα πέθαινε από χαρά βλέποντας ξανά την αγαπημένη κόρη του. Την κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του για πάνω από ένα τέταρτο της ώρας. Με το που τελείωσαν οι πρώτες διαχύσεις, η Πεντάμορφη σκέφτηκε να σηκωθεί από το κρεβάτι, όμως φοβόταν ότι δεν είχε ρούχα να φορέσει. Όμως η υπηρέτρια της είπε ότι μόλις είχε βρει στο διπλανό δωμάτιο ένα μεγάλο μπαούλο γεμάτο ρούχα, στολισμένα με χρυσό και διαμάντια. Η Πεντάμορφη ευχαρίστησε το καλό Τέρας για την ευγενική του φροντίδα και αφού πήρε ένα από τα πιο απλά από αυτά, σκέφτηκε να χαρίσει τα υπόλοιπα ρούχα στις αδερφές της. Μόλις το είπε, το μπαούλο εξαφανίστηκε. Ο πατέρας της της είπε ότι το Τέρας επέμενε να τα κρατήσει για τον εαυτό της και αμέσως τα ρούχα και το μπαούλο εμφανίστηκαν και πάλι.
Η Πεντάμορφη ντύθηκε και εν τω μεταξύ ειδοποιήθηκαν οι αδερφές της, που έτρεξαν εκεί με τους συζύγους τους. Και οι δύο ήταν πολύ δυστυχισμένες. Η μεγαλύτερη είχε παντρευτεί έναν ευγενή, πραγματικά πολύ ωραίο, όμως τόσο εγωπαθή, που είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και παραμελούσε τη σύζυγό του. Η δεύτερη είχε παντρευτεί έναν άνθρωπο του πνεύματος, ο οποίος όμως το εκμεταλλευόταν μόνο για να βασανίζει τους άλλους και πρώτη απ' όλους τη σύζυγό του. Οι αδερφές της Πεντάμορφης αρρώστησαν από την ζήλια τους, όταν την είδαν ντυμένη σαν πριγκίπισσα και πιο όμορφη από ποτέ, ενώ ούτε η τρυφερή της συμπεριφορά μπορούσε να καταπνίξει την ζήλια τους, η οποία ήταν έτοιμη να εκραγεί, όταν τους είπε πόσο ευτυχισμένη ήταν. Κατέβηκαν στον κήπο για να ξεσπάσουν σε κλάματα και η μία είπε στην άλλη, από πού κι ως πού αυτό το μικρό πλάσμα είναι καλύτερο από εμάς, ώστε να είναι πιο ευτυχισμένη; "Αδερφή", είπε η μεγαλύτερη", "μια σκέψη μόλις πέρασε από το μυαλό μου. Ας προσπαθήσουμε να την κρατήσουμε πάνω από μια εβδομάδα και ίσως το ανόητο τέρας θα θυμώσει τόσο πολύ, που δεν κράτησε την υπόσχεσή της, ώστε θα την καταβροχθίσει".
"Σωστά, αδερφή", απάντησε η άλλη, "γι' αυτό πρέπει να της δείξουμε όσο το δυνατόν περισσότερη καλοσύνη". Αφού πήραν αυτήν την απόφαση, ανέβηκαν πάνω και συμπεριφέρθηκαν με τόση αγάπη στην αδερφή τους, που η καημένη η Πεντάμορφη έκλαψε από χαρά. Όταν τελείωσε η εβδομάδα, εκείνες έκλαιγαν και τραβούσαν τα μαλλιά τους και έδειχναν τόσο λυπημένες να χωριστούν από εκείνη, ώστε η Πεντάμορφη υποσχέθηκε να μείνει μια ακόμη εβδομάδα.
Εν τω μεταξύ, η Πεντάμορφη δεν μπορούσε να σκεφτεί λογικά για την στενοχώρια που πιθανόν θα προκαλούσε στο καημένο το Τέρας, το οποίο αγαπούσε ειλικρινά και στ' αλήθεια επιθυμούσε να ξαναδεί. Τη δέκατη νύχτα που πέρασε στο σπίτι του πατέρα της, ονειρεύτηκε ότι βρισκόταν στον κήπο του παλατιού και ότι είδε το Τέρας ξαπλωμένο στο γρασίδι. Φαινόταν ετοιμοθάνατο και με σβησμένη φωνή την κατηγόρησε για την αχαριστία της. Η Πεντάμορφη τινάχτηκε από τον ύπνο της και ξέσπασε σε κλάμα. "Δεν είμαι πολύ κακιά," είπε, "για να φερθώ με τόση αγένεια στο τέρας, που έχει προσπαθήσει τόσο πολύ να μ' ευχαριστήσει σε όλα; Είναι δικό του λάθος αν είναι τόσο άσχημος και έχει τόσο λίγο μυαλό; Είναι ευγενικός και καλός και αυτό είναι αρκετό. Γιατί αρνήθηκα να τον παντρευτώ; Θα ήμουν πιο ευτυχισμένη με το τέρας απ' ό,τι οι αδερφές μου με τους συζύγους τους. Δεν είναι ούτε η ευφυία ούτε η τελειότητα ενός συζύγου που κάνουν ευτυχισμένη μια γυναίκα, αλλά η αρετή, η γλυκύτητα της διάθεσης και ο σεβασμός και το Τέρας έχεις όλα αυτά τα πολύτιμα προσόντα. Είναι αλήθεια, δεν αισθάνομαι την τρυφερότητα της αγάπης γι' αυτόν, όμως θεωρώ ότι έχω τη μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη, σεβασμό και φιλία. Δεν θα τον κάνω δυστυχισμένο, αλλιώς, αν ήμουν τόσο αχάριστη, ποτέ δεν θα συγχωρούσα τον εαυτό μου". Αφού είπε αυτά, η Πεντάμορφη σηκώθηκε, άφησε το δαχτυλίδι της πάνω στο τραπέζι και ξάπλωσε ξανά. Αποκοιμήθηκε πριν καλά-καλά ξαπλώσει και όταν ξύπνησε το επόμενο πρωινό, ήταν πολύ χαρούμενη που βρέθηκε στο παλάτι του Τέρατος.
Έβαλε ένα από τα πιο πλούσια ρούχα της για να τον ευχαριστήσει και περίμενε το απόγευμα με την μεγαλύτερη ανυπομονησία. Επιτέλους, η προσδοκώμενη ώρα ήρθε, το ρολόι χτύπησε εννιά, όμως το Τέρας δεν εμφανίστηκε. Η Πεντάμορφη τότε φοβήθηκε μήπως υπήρξε η αιτία του θανάτου του. Κλαίγοντας και σταυρώνοντας τα χέρια της έτρεξε σ' όλο το παλάτι, όπως μια απελπισμένη. Αφού τον έψαξε παντού, θυμήθηκε το όνειρό της και πήγε στο ποτάμι του κήπου, όπου ονειρεύτηκε ότι τον είδε. Εκεί βρήκε το καημένο το Τέρας ξαπλωμένο, αναίσθητο και, όπως φαντάστηκε, νεκρό. Χωρίς δισταγμό ρίχτηκε επάνω του και ανακαλύπτοντας ότι η καρδιά του χτυπούσε ακόμη, έφερε λίγο νερό από το ποτάμι και το έριξε στο κεφάλι του. Το Τέρας άνοιξε τα μάτια του και είπε στην Πεντάμορφη: "Ξέχασες την υπόσχεσή σου και πληγώθηκα τόσο πολύ που σε έχασα, ώστε αποφάσισα να πεθάνω από την πείνα. Όμως, αφού έχω την ευτυχία να σε δω ακόμη μια φορά, πεθαίνω ικανοποιημένος".
"Όχι, αγαπημένο Τέρας", είπε η Πεντάμορφη, "δεν πρέπει να πεθάνεις. Ζήσε για να γίνεις ο σύζυγός μου. Από αυτήν τη στιγμή σου δίνω το χέρι μου και ορκίζομαι να μην είμαι κανενός άλλου, παρά δική σου. Αλίμονο! Νόμιζα ότι αισθανόμουν απλά φιλία για σένα, όμως ο πόνος που αισθάνομαι τώρα με πείθει ότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα". Μόλις που πρόφερε αυτά τα λόγια, όταν η Πεντάμορφη είδε το παλάτι να αστράφτει από φως και πυροτεχνήματα, μουσικά όργανα, τα πάντα έδειχναν ν' αναγγέλλουν κάποιο σπουδαίο γεγονός. Όμως τίποτε δεν μπορούσε να τραβήξει την προσοχή της. Γύρισε στο αγαπημένο της Τέρας, για τον οποίο έτρεμε από φόβο. Όμως πόσο μεγάλη ήταν η έκπληξή της! Το Τέρας είχε εξαφανιστεί και στα πόδια της είδε έναν από τους όμορφους πρίγκιπες που έχει δει ποτέ το μάτι. Αυτός την ευχαρίστησε, επειδή έδωσε ένα τέλος στα μάγια, εξ αιτίας των οποίων έμοιαζε με Τέρας για τόσο καιρό. Αν και ο πρίγκιπας άξιζε όλη της την προσοχή, εκείνη δεν μπορούσε να μην ρωτήσει που βρισκόταν το Τέρας.
"Τον βλέπεις στα πόδια σου", είπε ο πρίγκιπας. "Μια κακή νεράιδα με καταδίκασε να έχω αυτήν την εμφάνιση, μέχρι που μια όμορφη παρθένα θα συναινούσε να με παντρευτεί. Η νεράιδα με διέταξε να κρύψω την εξυπνάδα μου. Μόνο εσύ στον κόσμο ήσουν αρκετά γενναιόδωρη για να σε κερδίσει η καλοσύνη του χαρακτήρα μου και προσφέροντάς σου το στέμμα μου δεν μπορώ να ξεπληρώσω την υποχρέωση που σου έχω".
Η Πεντάμορφη, ομολογουμένως έκπληκτη, έδωσε στον πρίγκιπα το χέρι της για να σηκωθεί. Πήγαν μαζί στο κάστρο και η Πεντάμορφη χάρηκε που στη μεγάλη αίθουσα βρήκε τον πατέρα και όλη την οικογένειά της, τους οποίους είχε φέρει εκεί, η όμορφη κυρία που είχε εμφανιστεί στο όνειρό της.
"Πεντάμορφη", είπε αυτή η κυρία, "έλα και πάρε το βραβείο της συνετής σου απόφασης. Προτίμησες την αρετή από την ευφυία ή την ομορφιά και αξίζεις να βρεις έναν άνθρωπο, στον οποίο αυτά τα προσόντα συνυπάρχουν. Θα είσαι μια σπουδαία βασίλισσα. Ελπίζω ότι ο θρόνος δεν θα εξασθενήσει την αρετή σου ούτε θα σε κάνει να ξεχάσεις ποια είσαι. Όσο για εσάς κυρίες", είπε η νεράιδα στις δύο αδελφές της Πεντάμορφης, "γνωρίζω τις καρδιές σας και όλη την κακία που περιέχουν. Να γίνετε δυο αγάλματα, όμως και μ' αυτήν την μεταμόρφωση θα εξακολουθήσετε να έχετε τη λογική σου. Θα στέκεστε μπροστά στην είσοδο του παλατιού της αδερφής σας και αυτή θα είναι η τιμωρία σας, να βλέπετε την ευτυχία της. Και δεν θα είναι στο χέρι σας να επιστρέψετε στην προηγούμενη κατάστασή σας, μέχρι να κατανοήσετε τα σφάλματά σας, όμως πολύ φοβάμαι ότι θα παραμείνετε για πάντα αγάλματα. Η περηφάνια, ο θυμός, η αδηφαγία και η τεμπελιά μπορούν μερικές φορές να νικηθούν, όμως η μεταστροφή ενός κακού και φθονερού μυαλού είναι ένα είδος θαύματος".
Αμέσως, η νεράιδα έδωσε ένα χτύπημα με το ραβδί της και με μιας, όλα όσα υπήρχαν στην αίθουσα μεταφέρθηκαν στην ιδιοκτησία του πρίγκιπα. Οι υπήκοοί του τον υποδέχτηκαν με χαρά. Παντρεύτηκε την Πεντάμορφη και έζησε μαζί της για πολλά χρόνια και η ευτυχία τους, καθώς ήταν βασισμένη στην αρετή, ολοκληρώθηκε.
Διαβάστε επίσης:
Η πρώτη γραπτή εκδοχή της Κοκκινοσκουφίτσας - Τα ερωτικά υπονοούμενα και το unhappy end
Όταν πήγαν στο αγροτόσπιτό τους, ο έμπορος και οι τρεις γιοί τους ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια, ενώ η Πεντάμορφη σηκωνόταν στις τέσσερις τι πρωί και βιαζόταν να καθαρίσει το σπίτι και να ετοιμάσει δείπνο για την οικογένεια. Στην αρχή το έβρισκε πολύ δύσκολο, επειδή δεν είχε συνηθίσει να εργάζεται ως υπηρέτρια, όμως σε λιγότερο από δυο μήνες, έγινε πιο δυνατή και πιο υγιής από ποτέ. Αφού τελείωνε τη δουλειά της, διάβαζε, έπαιζε άρπα ή τραγουδούσε χορεύοντας.
Αντίθετα, οι δυο αδερφές της δεν ήξεραν πώς να περάσουν το χρόνο τους. Σηκώνονταν στις δέκα και δεν έκαναν τίποτε, εκτός από το να σουλατσάρουν όλη μέρα, θρηνώντας για την απώλεια των ωραίων ρούχων και των γνωριμιών τους. "Κοίταξε τη μικρότερη αδερφή μας", έλεγε η μία στην άλλη, "τι φτωχό, ανόητο, κακό πλάσμα που είναι, να χαίρεται με μια τόσο δυσάρεστη, θλιβερή κατάσταση".
Ο καλός έμπορος είχε διαφορετική άποψη. Ήξερε πολύ καλά ότι η Πεντάμορφη επισκίαζε τις αδερφές της, ως χαρακτήρας και ως μυαλό, και θαύμαζε την ταπεινότητα και την εργατικότητά της, όμως πάνω απ' όλα την υπομονή της, μιας και οι αδερφές της όχι μόνο την άφησαν να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού, αλλά την πρόσβαλαν κάθε στιγμή.
Η οικογένεια έζησε περίπου ένα χρόνο σ' αυτήν την απομόνωση, όταν ο έμπορος έλαβε ένα γράμμα με την πληροφορία ότι ένα πλοίο, στο εμπόρευμα του οποίου είχε εναποθέσει τις προσδοκίες του, είχε φτάσει με ασφάλεια. Τα νέα άλλαξαν τη διάθεση των δύο μεγαλύτερων θυγατέρων, οι οποίες αμέσως άρχισαν να ελπίζουν ότι θα επέστρεφαν στην πόλη, επειδή είχαν κουραστεί από την αγροτική ζωή και όταν είδαν ότι ο πατέρας τους ήταν έτοιμος ν' αναχωρήσει, τον παρακάλεσαν να τους αγοράσει νέα ρούχα, μαντήλια, κορδέλες και κάθε είδους ασήμαντα πράγματα. Ωστόσο η Πεντάμορφη δεν ζήτησε τίποτε, επειδή σκέφτηκε ότι όλα τα χρήματα που επρόκειτο να λάβει ο πατέρας της μόλις που θα έφθαναν για ν΄αγοράσει όσα ήθελαν οι αδερφές της.
"Εσύ τι θέλεις, Πεντάμορφη;" είπε ο πατέρας.
"Αφού έχεις την καλοσύνη να με σκεφτείς", απάντησε εκείνη, "φέρε μου ένα τριαντάφυλλο, αφού κανένα δεν φυτρώνει στην περιοχή εδώ και είναι κάπως σπάνια". Όχι ότι η Πεντάμορφη νοιαζόταν για ένα τριαντάφυλλο, όμως ζήτησε κάτι από φόβο μήπως φαινόταν ότι κατέκρινε τη συμπεριφορά των αδερφών της, οι οποίες θα έλεγαν ότι το έκανε για να ξεχωρίζει.
Ο καλός άνδρας αναχώρησε για το ταξίδι του, όμως, όταν έφτασε εκεί, τον πήγαν στα δικαστήρια σχετικά με το εμπόρευμα και μετά από πολλά βάσανα και δυσκολίες επέστρεψε όσο φτωχός ήταν πριν.
Απείχε λιγότερο από τριάντα μίλια από το σπίτι του, σκεφτόμενος τη χαρά που θα έπαιρνε βλέποντας ξανά τα παιδιά του, όταν χάθηκε, ενώ περνούσε μέσα από ένα μεγάλο δάσος. Έβρεχε και χιόνιζε πολύ. Εξάλλου, ο άνεμος ήταν τόσο δυνατός, που τον έριξε δυο φορές από τ' άλογό του, και καθώς έπεφτε η νύχτα, ο έμπορος άρχισε να σκέφτεται ότι είτε θα πεθάνει από το κρύο και την πείνα είτε θα τον φάνε οι λύκοι, τους οποίους άκουσε να ουρλιάζουν ολόγυρά του, όταν ξαφνικά, κοιτώντας μέσα από μια μακριά σειρά δέντρων, είδα ένα φως σε αρκετή απόσταση και καθώς προχώρησε λίγο περισσότερο, διαπίστωσε ότι ερχόταν από ένα παλάτι, που ήταν φωτισμένο από πάνω μέχρι κάτω. Ο έμπορος ευχαρίστησε το Θεό γι' αυτήν την ευτυχή ανακάλυψη και κατευθύνθηκε γρήγορα προς το παλάτι, όμως ένιωσε έκπληξη, που δεν συνάντησε κανέναν στην περιοχή. Το άλογό του τον ακολούθησε και βλέποντας έναν μεγάλο στάβλο ανοιχτό, μπήκε μέσα και ανακαλύπτοντας ότι είχε άχυρα και βρώμη, το καημένο το ζώο που σχεδόν είχε πεθάνει της πείνας, έπεσε με τα μούτρα στο φαγητό. Ο έμπορος τον έδεσε στο παχνί και περπάτησε προς το σπίτι, όπου δεν είδε κανέναν, όμως μπαίνοντας μέσα στη μεγάλη αίθουσα, βρήκε ένα αναμμένο τζάκι κι ένα τραπέζι που είχε τα πάντα. Καθώς ήταν αρκετά βρεγμένος από τη βροχή και το χιόνι, πήγε δίπλα στο τζάκι για να στεγνώσει. "Ελπίζω", είπε, "ο αφέντης του σπιτιού ή οι υπηρέτες του να με συγχωρήσουν για την πρωτοβουλία που παίρνω. Φαντάζομαι δεν θ' αργήσει να φανεί κάποιος".
Περίμενε αρκετή ώρα, μέχρι τις έντεκα, όμως ακόμη κανείς δεν είχε έρθει. Πεινούσε τόσο πολύ, που δεν μπορούσε να περιμένει άλλο, αλλά πήρε ένα κοτόπουλο και το έφαγε σε δυο μπουκιές, ενώ έτρεμε. Στη συνέχεια ήπιε λίγα ποτήρια κρασί και παίρνοντας περισσότερο θάρρος έφυγε από την αίθουσα και διέσχισε αρκετά μεγάλα διαμερίσματα με μεγαλοπρεπή έπιπλα, μέχρι που έφτασε σ' ένα δωμάτιο, που είχε ένα πολύ καλό κρεβάτι και καθώς ο ίδιος ήταν πολύ κουρασμένος και ήταν περασμένα μεσάνυχτα, συμπέρανε ότι το καλύτερο ήταν να κλείσει την πόρτα και να πάει στο κρεβάτι.
Ήταν δέκα το επόμενο πρωί, όταν ο έμπορος ξύπνησε και καθώς ετοιμαζόταν να σηκωθεί, έμεινε έκπληκτος βλέποντας στο δωμάτιο να είναι πεντακάθαρα τα ρούχα του, τα οποία είχαν λερωθεί πολύ. Σίγουρα, σκέφτηκε, αυτό το παλάτι ανήκει σε κάποια καλή νεράιδα, που είδε και λυπήθηκε την αγωνία μου. Κοίταξε από το παράθυρο, όμως αντί αντί για χιόνι είδε τα πιο όμορφα δέντρα, συνυφασμένα με τα πιο όμορφα λουλούδια που υπήρξαν ποτέ. Επέστρεψε στη μεγάλη αίθουσα, όπου είχε δειπνήσει την προηγούμενη νύχτα και βρήκε λίγη έτοιμη σοκολάτα πάνω σ' ένα τραπεζάκι. "Σ' ευχαριστώ, κυρία Νεράιδα", είπε δυνατά, "που είσαι τόσο περιποιητική, ώστε να μου προσφέρεις πρωινό. Σου είμαι εξαιρετικά υποχρεωμένος για όλα όσα έχεις κάνει".
Ο καλός άνδρας ήπιε τη σοκολάτα του και μετά έψαξε για το άλογό του, όμως ενώ περνούσε από μια συστάδα από τριαντάφυλλα, θυμήθηκε την επιθυμία της Πεντάμορφης και έκοψε ένα κλαδί, πάνω στο οποίο υπήρχαν αρκετά. Αμέσως άκουσε ένα μεγάλο θόρυβο και είδε ένα τρομακτικό Τέρας να τον πλησιάζει, ώστε ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει.
"Είσαι πολύ αχάριστος", του είπε το Τέρας με μια τρομακτική φωνή. "Κύριε μου", απάντησε εκείνος, "σ' εκλιπαρώ να με συγχωρήσεις, επειδή στ' αλήθεια δεν είχα καμία πρόθεση να προσβάλω κόβοντας ένα τριαντάφυλλο για μια από τις κόρες μου, που επιθυμούσε να της φέρω ένα".
"Το όνομα μου δεν είναι Κύριέ Μου", απάντησε το τέρας, "αλλά Τέρας. Δεν μου αρέσουν τα κοπλιμέντα, όχι σ' εμένα. Μου αρέσουν οι άνθρωποι που λένε αυτό που σκέφτονται κι έτσι μην φαντάζεσαι ότι θα συγκινηθώ από οποιοδήποτε από τα κολακευτικά λόγια σου. Όμως λες ότι έχεις κόρες. Θα σε συγχωρήσω υπό την προϋπόθεση ότι μία από αυτές θα έρθει με τη θέλησή της και θα υποφέρει για σένα. Δεν χρειάζεται να πούμε περισσότερα, αλλά πήγαινε στο δρόμο σου και ορκίσου ότι αν η κόρη του αρνηθεί να πεθάνει στη θέση σου, θα επιστρέψεις μέσα σε τρεις μήνες".
Ο έμπορος δεν σκόπευε να θυσιάσει τις κόρες του στο άσχημο τέρας, όμως σκέφτηκε ότι κερδίζοντας αυτήν την αναβολή, θα είχε την ευχαρίστηση να τις δει ακόμη μία φορά. Έτσι υποσχέθηκε με όρκο ότι θα επέστρεψε και το Τέρας του είπε ότι μπορούσε ν' αναχωρήσει όποτε το επιθυμούσε, "όμως", πρόσθεσε, "δεν θα φύγεις με άδεια χέρια. Πήγαινε πίσω στο δωμάτιο που κοιμήθηκες και θα δεις ένα μεγάλο, άδειο κιβώτιο. Γέμισε το με ότι επιθυμείς περισσότερο και θα το στείλω στο σπίτι σου" και τότε το Τέρας αποσύρθηκε.
"Ε, λοιπόν", σκέφθηκε ο καλός άνδρας, "αν πρέπει να πεθάνω, θα έχω τουλάχιστον την παρηγοριά ότι αφήνω κάτι στα φτωχά παιδιά μου". Επέστρεψε στο υπνοδωμάτιο, όπου βρήκε μεγάλη ποσότητα χρυσού και γέμισε το μεγάλο κιβώτιο που είχε αναφέρει το Τέρας, το κλείδωσε και μετά πήρε το άλογό του από το στάβλο και έφυγε από το παλάτι με τόση θλίψη, όση ήταν η χαρά του, όταν έμπαινε. Το άλογο πήρε έναν από τους δρόμους του δάσους και μέσα σε λίγες ώρες ο καλός άνδρας βρέθηκε στο σπίτι του.
Τα παιδιά του τον πλησίασαν, όμως αντί να δεχτεί με χαρά τις αγκαλιές τους, τα κοίταξε και κρατώντας το κιβώτιο με τα χέρια του ξέσπασε σε κλάματα. "Εδώ, Πεντάμορφη", είπε, "πάρε αυτά τα τριαντάφυλλα, όμως λίγο φαντάζεται πόσο πολύ θα κοστίσουν στον δυστυχισμένο πατέρα σου" και στη συνέχεια αφηγήθηκε τη μοιραία περιπέτειά του. Αμέσως οι δυο μεγαλύτερες ξέσπασαν σε θλιβερές κραυγές και είπαν κάθε είδους ασχήμια στην Πεντάμορφη, η οποία δεν έκλαψε καθόλου.
"Δείτε την περηφάνια της μικρής λεχρίτισας", είπαν. "Δεν ζήτησε ωραία ρούχα, όπως εμείς. Αλλά,όχι, η Δεσποινίς ήθελε να ξεχωρίζει. Έτσι τώρα θα είναι ο θάνατος για τον καημένο τον πατέρα μας και παρόλα αυτά δεν χύνει ούτε ένα δάκρυ".
"Γιατί να το κάνω", απάντησε η Πεντάμορφη. "Θα ήταν άσκοπο, μιας και ο πατέρας μου δεν θα υποφέρει για λογαριασμό μου. Αφού το τέρας θα δεχτεί μία από τις κόρες του, θα παραδοθώ στην οργή του και είμαι πολύ χαρούμενη που σκέφτομαι ότι ο θάνατός μου θα σώσει την ζωή του πατέρα μου και θα είναι απόδειξη της τρυφερής μου αγάπης για εκείνον".
"Όχι, αδερφή", είπαν τα τρία αδέρφια, "αυτό δεν θα γίνει. Θα πάμε να βρούμε το τέρας και είτε θα το σκοτώσουμε είτε θα πεθάνουμε προσπαθώντας".
"Μην φαντάζεστε τέτοια πράγματα, γιοί μου", είπε ο έμπορος. "Η δύναμη του Τέρατος είναι τόσο μεγάλη, που δεν έχω καμιά ελπίδα ότι θα τον νικήσετε. Χαίρομαι με την ευγενική και γενναιόδωρη προσφορά της Πεντάμορφης, όμως δεν θα υποχωρήσω. Είμαι μεγάλος και δεν έχω πολύ ακόμη να ζήσω, έτσι θα χάσω μόνο μερικά χρόνια, τα οποία λυπάμαι μόνο για σας, αγαπημένα μου παιδιά".
"Στ' αλήθεια πατέρα", είπε η Πεντάμορφη, "δεν θα πας στο παλάτι χωρίς εμένα, ούτε μπορείς να μ' εμποδίσεις να σε ακολουθήσω". Ήταν άσκοπο, ό,τι και να έλεγαν. Η Πεντάμορφη εξακολουθούσε να επιμένει να φύγει για το ωραίο παλάτι και οι αδερφές της ήταν χαρούμενες, επειδή η αρετή και τα αξιαγάπητα προσόντα της τις έκαναν να ζηλεύουν και να την φθονούν.
Ο έμπορος επηρεάστηκε τόσο πολύ από την ιδέα ότι θα έχανε την κόρη του, ώστε είχε ξεχάσει το κιβώτιο που ήταν γεμάτο χρυσάφι, όμως τη νύχτα, όταν έπεσε να κοιμηθεί, το βρήκε δίπλα στο κρεβάτι του. Ωστόσο, ήταν αποφασισμένος να μην πει στα παιδιά του ότι έγινε πλούσιος, επειδή θα ήθελαν να επιστρέψουν στην πόλη και ήταν αποφασισμένος να μην φύγει από την ύπαιθρο. Όμως εμπιστεύτηκε το μυστικό στην Πεντάμορφη, που τον ενημέρωσε ότι δύο κύριοι είχαν έρθει κατά την απουσία του και φλέρταραν τις αδερφές της. Ικέτεψε τον πατέρα της να συναινέσει στο γάμο τους και να τις δώσει περιουσίες, επειδή ήταν τόσο καλή, που τις αγαπούσε και συγχωρούσε ειλικρινά την κακή τους συμπεριφορά. Αυτά τα στριμμένα πλάσματα έτριψαν κρεμμύδι στα μάτια για να αναγκάσουν να βγουν λίγα δάκρυα, όταν αποχωρίστηκαν την αδερφή τους, όμως οι αδερφοί της ήταν πραγματικά ανήσυχοι. Η Πεντάμορφη ήταν η μόνη που δεν δάκρυσε κατά την αναχώρησή τους, επειδή δεν ήθελε να μεγαλώσει την ανησυχία τους.
Το άλογο πήρε το δρόμο κατευθείαν για το παλάτι και κατά το απόγευμα το είδαν να εμφανίζεται όπως πρώτα. Το άλογο πήγε μόνο του στο στάβλο και ο καλός άνδρας με την κόρη του μπήκαν στη μεγάλη αίθουσα, όπου βρήκαν ένα τραπέζι με όλα τα καλά και δύο πιάτα. Ο έμπορος δεν είχε διάθεση να φάει, αλλά η Πεντάμορφη, που πάλευε να εμφανιστεί χαρούμενη, κάθισε στο τραπέζι και τον βοήθησε. "Εξάλλου", σκέφτηκε μέσα της, "το Τέρας θα θέλει να με παχύνει προτού με φάει, αφού προσφέρει τόσο πλούσια απόλαυση". Όταν δείπνησαν, άκουσαν ένα δυνατό θόρυβο και ο έμπορος αποχαιρέτησε με δάκρυα το καημένο του παιδί, επειδή κατάλαβε ότι ερχόταν το Τέρας. Η Πεντάμορφη τρόμαξε πολύ από τη φρικτή εμφάνισή του, όμως πήρε όσο περισσότερο θάρρος μπορούσε κι όταν το τέρας τη ρώτησε αν ήρθε με τη θέλησή της, εκείνη είπε τρέμοντας "ννν..αιιι".
Το τέρας απάντησε, "Είσαι πολύ καλή και σου είμαι πολύ υποχρεωμένος. Τίμιε άνδρα, πήγαινε στον προορισμό σου αύριο το πρωί, όμως ποτέ να μην σκεφτείς να ξανάρθεις εδώ".
'Αντίο Πεντάμορφη, αντίο Τέρας" απάντησε εκείνος και αμέσως το τέρας αποσύρθηκε. "Ω, κόρη μου", είπε ο έμπορος αγκαλιάζοντας την Πεντάμορφη, "φοβάμαι μέχρι θανάτου. Πίστεψε με, θα ήταν καλύτερα να γυρίσεις πίσω και ν' αφήσεις εμένα να μείνω εδώ".
"Όχι, πατέρα", είπε η Πεντάμορφη αποφασισμένα, "εσύ θα φύγεις αύριο το πρωί και θα μ' αφήσεις στην φροντίδα και την προστασία της πρόνοιας". Πήγαν να κοιμηθούν και σκέφτηκαν να μην κλείσουν μάτι όλη νύχτα. Όμως, μόλις ξάπλωσαν, αποκοιμήθηκαν και η Πεντάμορφη ονειρεύτηκε ότι μια ωραία κυρία ήρθε και της είπε, "Είμαι χαρούμενη, Πεντάμορφη, με την καλή σου θέληση. Αυτή η καλή σου πράξη να θυσιάσεις τη δική σου ζωή για να σώσεις του πατέρα σου, δεν θα μείνει χωρίς επιβράβευση". Η Πεντάμορφη ξύπνησε και είπε το όνειρο στον πατέρα της και σκέφτηκε ότι βοήθησε να τον παρηγορήσει λιγάκι, αν και εκείνος δεν μπόρεσε να μην κλάψει πικρά, όταν άφησε το αγαπημένο του παιδί.
Μόλις εκείνος έφυγε, η Πεντάμορφη έκατσε στη μεγάλη αίθουσα και ένιωσε έτοιμη να κλάψει. Καθώς όμως εκείνη ήταν φίλη της λογικής, αφιέρωσε τον εαυτό της στο Θεό και αποφάσισε να μην είναι ανήσυχη το λίγο χρόνο που της έμενε να ζήσει, γιατί πίστευε σταθερά ότι το Τέρας θα την έτρωγε εκείνη τη νύχτα.
Ωστόσο, σκέφτηκε ότι μπορούσε επίσης να περπατήσει μέχρι εκείνη την ώρα και να δει αυτό το ωραίο κάστρο, που δεν μπορούσε να μην θαυμάσει. Ήταν ένα θαυμάσιο, ευχάριστο μέρος και ένιωσε πολύ μεγάλη έκπληξη όταν είδε μία πόρτα, πάνω από την οποία έγραφε: "Διαμέρισμα της Πεντάμορφης". Την άνοιξε διστακτικά και έμεινε έκθαμβη από το μεγαλείο που κυριαρχούσε παντού. Όμως αυτό που κυρίως τράβηξε την προσοχή της ήταν μια μεγάλη βιβλιοθήκη, μια άρπα και αρκετά μουσικά βιβλία. "Ε, λοιπόν", είπε στον εαυτό της, "βλέπω ότι δεν θ' αφήσουν το χρόνο να μου πέσει βαρύς σε σχέση με την επιθυμία για διασκέδαση". Μετά σκέφτηκε, "Αν επρόκειτο να μείνω εδώ μια μέρα, δεν θα υπήρχαν όλες αυτές οι προετοιμασίες". Αυτή η σκέψη την ενέπνευσε με νέο κουράγιο και ανοίγοντας τη βιβλιοθήκη πήρε ένα βιβλίο και διάβασε αυτές τις λέξεις, με χρυσά γράμματα:
Καλώς ήρθες Πεντάμορφη, διώξε το φόβο
Είσαι βασίλισσα κι αφέντρα εδώ.
Πες τις επιθυμίες σου, πες ό,τι θέλεις,
Γρήγορη υπακοή θα τις εκπληρώσει.
"Αλίμονο", είπε εκείνη μ' έναν αναστεναγμό, "δεν υπάρχει τίποτε που να επιθυμώ τόσο πολύ, όσο το να δω τον φτωχό μου πατέρα και να ξέρω τι κάνει". Δεν είχε ακόμη τελειώσει, όταν έριξε το βλέμμα της σ' ένα πολύ όμορφο γυαλί και προς μεγάλη της έκπληξη είδε το σπίτι της, όπου ο πατέρας της έφτασε με πολύ απελπισμένη έκφραση. Οι αδερφές της πήγαν να τον συναντήσουν και παρά τις προσπάθειές του να φανούν λυπημένες, η χαρά που ένιωθαν, επειδή είχαν ξεφορτωθεί την αδερφή τους, ήταν ορατή σε κάθε τους κίνηση. Μετά από ένα λεπτό, όλα εξαφανίστηκαν, όπως και ο φόβος της Πεντάμορφης για τις προθέσεις του Τέρατος.
Το μεσημέρι, βρήκε έτοιμο το φαγητό και την ώρα που καθόταν στο τραπέζι, τη διασκέδαση ένα εξαιρετικό μουσικό κοντσέρτο, αν και κανείς δεν φαινόταν. Όμως τη νύχτα, καθώς πήγαινε να καθίσει για το δείπνο, άκουσε το θόρυβο που έκανε το Τέρας και δεν μπόρεσε να μην τρομοκρατηθεί. "Πεντάμορφη", είπε το τέρας, "θα μου δώσεις την άδεια να σε βλέπω, ενώ δειπνείς;"
"Αυτό είναι κατά τη δική σου επιθυμία", απάντησε η Πεντάμορφη τρέμοντας.
"Όχι", απάντησε το Τέρας, "μόνο εσύ είσαι αφέντρα εδώ. Δεν χρειάζεται παρά να μου ζητήσεις να φύγω, αν η παρουσία μου προκαλεί προβλήματα, κι εγώ αμέσως θ' αποσυρθώ. Όμως, πες μου, δεν με βρίσκεις άσχημο;".
"Αυτό είναι αλήθεια", είπε η Πεντάμορφη, "μιας και δεν μπορώ να πω ψέματα, όμως πιστεύω ότι έχεις πολύ καλή φύση".
"Έτσι είμαι", είπε το τέρας, "όμως τότε, πέρα από την ασχήμια μου, δεν έχω καθόλου λογική. Ξέρω πολύ καλά ότι είμαι ένα φτωχό, βλακώδες, ανόητο πλάσμα".
"Δεν υπάρχει κάποια ένδειξη αφροσύνης για να το σκεφτώ αυτό", απάντησε η Πεντάμορφη, "γιατί ποτέ ο ανόητος δεν το γνωρίζει, ούτε έχει μια τόσο ταπεινή συνείδηση της δικής του κατανόησης".
"Φάε τότε, Πεντάμορφη", είπε το τέρας "και προσπάθησε να περάσεις ευχάριστα στο μέρος σου, επειδή οτιδήποτε υπάρχει εδώ είναι δικό σου και θα ένιωθα πολύ άβολα, αν δεν ήσουν ευτυχισμένη".
"Είσαι πολύ υπόχρεος", απάντησε η Πεντάμορφη. "Είμαι πολύ ικανοποιημένη με την ευγένεια σου και όταν το σκέφτομαι, η παραμόρφωσή σου εξαφανίζεται".
"Ναι, ναι", είπε το Τέρας, "η καρδιά μου είναι καλή, όμως εξακολουθώ να είμαι ένα τέρας".
"Μέσα στην ανθρωπότητα", λέει η Πεντάμορφη, "υπάρχουν πολλοί που δικαιούνται αυτό το όνομα περισσότερο από σένα και σε προτιμώ, ακριβώς όπως είσαι, σε σχέση μ' εκείνους, οι οποίοι, κάτω από μια ανθρώπινη εμφάνιση, κρύβουν μια ύπουλη, διεφθαρμένη και αχάριστη καρδιά".
"Αν είχα αρκετά λογική", απάντησε το Τέρας, "θα έκανα ένα ωραίο κοπλιμέντο για να σ' ευχαριστήσω, όμως είμαι τόσο βαρετός, ώστε το μόνο που μπορώ να πω, σου είμαι πολύ υποχρεωμένος".
Η Πεντάμορφη έφαγε ένα χορταστικό δείπνο και σχεδόν είχε κατανικήσει τον τρόμο της για το τέρας, όμως ήθελε να λιποθυμήσει, όταν εκείνος της είπε: "Πεντάμορφη, θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;".
Πέρασε λίγη ώρα προτού να τολμήσει ν' απαντήσει, επειδή φοβόταν μήπως τον κάνει να θυμώσει, αν αρνιόταν. Στο τέλος, ωστόσο, είπε τρέμοντας, "όχι Τέρας". Αμέσως το καημένο το τέρας αναστέναξε και άφησε έναν ήχο τόσο τρομακτικό, που ο αντίλαλος γέμισε όλο το σπίτι. Όμως σύντομα η Πεντάμορφη συνήλθε από τον φόβο της, όταν το Τέρας είπε με πένθιμη φωνή, "τότε αντίο, Πεντάμορφη", έφυγε από το δωμάτιο και γύρισε πίσω πού και πού για να την κοιτάξει, καθώς έφευγε.
Όταν η Πεντάμορφη έμεινε μόνη, ένιωσε μεγάλη συμπόνοια για το καημένο Τέρας. "Αλίμονο", είπε, "κάτι τόσο καλοσυνάτο να είναι τόσο άσχημο".
Η Πεντάμορφη πέρασε τρεις μήνες στο παλάτι πολύ ευτυχισμένα. Κάθε απόγευμα το Τέρας την επισκεπτόταν και της μιλούσε κατά τη διάρκεια του δείπνου, πολύ λογικά, με κοινή λογική, αλλά χωρίς αυτό που ο κόσμος αποκαλεί πνεύμα. Και η Πεντάμορφη καθημερινά ανακάλυπτε κάποια πολύτιμα προσόντα του τέρατος και βλέποντάς τον συχνά είχε τόσο συνηθίσει στην ασχήμια του, ώστε, όχι μόνο δεν έτρεμε την ώρα της επίσκεψής του, αλλά συχνά κοιτούσε το ρολόι της, για να δει πότε θα πάει εννιά η ώρα, αφού το Τέρας ποτέ δεν παρέλειψε να έρθει τη συγκεκριμένη ώρα. Μόνο ένα πράγματα ανησυχούσε την Πεντάμορφη κι αυτό ήταν, που κάθε νύχτα, προτού να πάει για ύπνο, το τέρας πάντοτε τη ρωτούσε αν ήθελε να γίνει γυναίκα του. Μια μέρα του είπε, "Τέρας, με κάνεις να νιώθω πολύ άβολα. Εύχομαι να μπορούσα να συναινέσω να σε παντρευτώ, όμως είμαι πολύ ειλικρινής για να σε κάνω να πιστέψεις ότι αυτό θα συμβεί ποτέ. Πάντα θα σε εκτιμώ ως φίλο, σε μια προσπάθεια να ικανοποιηθείς μ' αυτό".
"Πρέπει", είπε το Τέρας, "αλλά αλίμονο! Ξέρω πολύ καλά την ατυχία μου, όμως σ' αγαπώ με την πιο γλυκιά αγάπη. Ωστόσο, πρέπει να θεωρώ τον εαυτό μου χαρούμενο, ότι θα παραμείνεις εδώ. Υποσχέσου μου ότι ποτέ δεν θα μ' αφήσεις".
Η Πεντάμορφη κοκκίνισε σ' αυτές τις λέξεις. Είχε δει στο γυαλί ότι ο πατέρας της είχε αρρωστήσει για την απώλειά της και επιθυμούσε να τον ξαναδεί. "Θα μπορούσα", απάντησε, "στ' αλήθεια να υποσχεθώ ότι ποτέ δεν θα σ' αφήσω τελείως, όμως έχω τόσο μεγάλη επιθυμία να δω τον πατέρα μου, ώστε θα ταραχτώ μέχρι θανάτου, αν μου αρνηθείς αυτήν την ικανοποίηση".
"Καλύτερα να πέθαινα ο ίδιος", είπε το τέρας, "από το να σου προσφέρω την παραμικρή αναστάτωση. Θα σε στείλω στον πατέρα σου, θα μείνεις μαζί του και το φτωχό το Τέρας θα πεθάνει από θλίψη".
"Όχι", είπε η Πεντάμορφη κλαίγοντας, "σ' αγαπώ πάρα πολύ για να γίνω η αιτία του θανάτου σου. Σου δίνω την υπόσχεσή μου ότι θα επιστρέψω σε μία εβδομάδα. Μου έδειξες ότι οι αδερφές μου είναι παντρεμένες και οι αδερφοί πήγαν στο στρατό. Μόνο άφησέ με να μείνω μια εβδομάδα με τον πατέρα μου, που είναι μόνος".
"Θα είσαι εκεί αύριο το πρωί", είπε το Τέρας, "όμως θυμήσου την υπόσχεσή σου. Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι ν' αφήσεις το δαχτυλίδι σου πάνω σ' ένα τραπέζι πριν πας στο κρεβάτι σου, όταν αποφασίσεις να επιστρέψεις. Αντίο Πεντάμορφη", αναστέναξε το Τέρας, όπως συνήθιζε, κάθε φορά που την καληνυχτούσε, και η Πεντάμορφη πήγε να κοιμηθεί πολύ λυπημένη βλέποντάς τον τόσο επηρεασμένο. Όταν ξύπνησε το επόμενο πρωί, βρισκόταν στο σπίτι του πατέρα της, χτύπησε.ένα κουδούνι, που ήταν δίπλα στο κρεβάτι της, και εμφανίστηκε μια υπηρέτρια, η οποία, μόλις την είδε, έβγαλε μια δυνατή κραυγή, στο άκουσμα της οποίας ο καλός άνδρας ανέβηκε τις σκάλες και νόμιζε ότι θα πέθαινε από χαρά βλέποντας ξανά την αγαπημένη κόρη του. Την κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του για πάνω από ένα τέταρτο της ώρας. Με το που τελείωσαν οι πρώτες διαχύσεις, η Πεντάμορφη σκέφτηκε να σηκωθεί από το κρεβάτι, όμως φοβόταν ότι δεν είχε ρούχα να φορέσει. Όμως η υπηρέτρια της είπε ότι μόλις είχε βρει στο διπλανό δωμάτιο ένα μεγάλο μπαούλο γεμάτο ρούχα, στολισμένα με χρυσό και διαμάντια. Η Πεντάμορφη ευχαρίστησε το καλό Τέρας για την ευγενική του φροντίδα και αφού πήρε ένα από τα πιο απλά από αυτά, σκέφτηκε να χαρίσει τα υπόλοιπα ρούχα στις αδερφές της. Μόλις το είπε, το μπαούλο εξαφανίστηκε. Ο πατέρας της της είπε ότι το Τέρας επέμενε να τα κρατήσει για τον εαυτό της και αμέσως τα ρούχα και το μπαούλο εμφανίστηκαν και πάλι.
Η Πεντάμορφη ντύθηκε και εν τω μεταξύ ειδοποιήθηκαν οι αδερφές της, που έτρεξαν εκεί με τους συζύγους τους. Και οι δύο ήταν πολύ δυστυχισμένες. Η μεγαλύτερη είχε παντρευτεί έναν ευγενή, πραγματικά πολύ ωραίο, όμως τόσο εγωπαθή, που είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και παραμελούσε τη σύζυγό του. Η δεύτερη είχε παντρευτεί έναν άνθρωπο του πνεύματος, ο οποίος όμως το εκμεταλλευόταν μόνο για να βασανίζει τους άλλους και πρώτη απ' όλους τη σύζυγό του. Οι αδερφές της Πεντάμορφης αρρώστησαν από την ζήλια τους, όταν την είδαν ντυμένη σαν πριγκίπισσα και πιο όμορφη από ποτέ, ενώ ούτε η τρυφερή της συμπεριφορά μπορούσε να καταπνίξει την ζήλια τους, η οποία ήταν έτοιμη να εκραγεί, όταν τους είπε πόσο ευτυχισμένη ήταν. Κατέβηκαν στον κήπο για να ξεσπάσουν σε κλάματα και η μία είπε στην άλλη, από πού κι ως πού αυτό το μικρό πλάσμα είναι καλύτερο από εμάς, ώστε να είναι πιο ευτυχισμένη; "Αδερφή", είπε η μεγαλύτερη", "μια σκέψη μόλις πέρασε από το μυαλό μου. Ας προσπαθήσουμε να την κρατήσουμε πάνω από μια εβδομάδα και ίσως το ανόητο τέρας θα θυμώσει τόσο πολύ, που δεν κράτησε την υπόσχεσή της, ώστε θα την καταβροχθίσει".
"Σωστά, αδερφή", απάντησε η άλλη, "γι' αυτό πρέπει να της δείξουμε όσο το δυνατόν περισσότερη καλοσύνη". Αφού πήραν αυτήν την απόφαση, ανέβηκαν πάνω και συμπεριφέρθηκαν με τόση αγάπη στην αδερφή τους, που η καημένη η Πεντάμορφη έκλαψε από χαρά. Όταν τελείωσε η εβδομάδα, εκείνες έκλαιγαν και τραβούσαν τα μαλλιά τους και έδειχναν τόσο λυπημένες να χωριστούν από εκείνη, ώστε η Πεντάμορφη υποσχέθηκε να μείνει μια ακόμη εβδομάδα.
Εν τω μεταξύ, η Πεντάμορφη δεν μπορούσε να σκεφτεί λογικά για την στενοχώρια που πιθανόν θα προκαλούσε στο καημένο το Τέρας, το οποίο αγαπούσε ειλικρινά και στ' αλήθεια επιθυμούσε να ξαναδεί. Τη δέκατη νύχτα που πέρασε στο σπίτι του πατέρα της, ονειρεύτηκε ότι βρισκόταν στον κήπο του παλατιού και ότι είδε το Τέρας ξαπλωμένο στο γρασίδι. Φαινόταν ετοιμοθάνατο και με σβησμένη φωνή την κατηγόρησε για την αχαριστία της. Η Πεντάμορφη τινάχτηκε από τον ύπνο της και ξέσπασε σε κλάμα. "Δεν είμαι πολύ κακιά," είπε, "για να φερθώ με τόση αγένεια στο τέρας, που έχει προσπαθήσει τόσο πολύ να μ' ευχαριστήσει σε όλα; Είναι δικό του λάθος αν είναι τόσο άσχημος και έχει τόσο λίγο μυαλό; Είναι ευγενικός και καλός και αυτό είναι αρκετό. Γιατί αρνήθηκα να τον παντρευτώ; Θα ήμουν πιο ευτυχισμένη με το τέρας απ' ό,τι οι αδερφές μου με τους συζύγους τους. Δεν είναι ούτε η ευφυία ούτε η τελειότητα ενός συζύγου που κάνουν ευτυχισμένη μια γυναίκα, αλλά η αρετή, η γλυκύτητα της διάθεσης και ο σεβασμός και το Τέρας έχεις όλα αυτά τα πολύτιμα προσόντα. Είναι αλήθεια, δεν αισθάνομαι την τρυφερότητα της αγάπης γι' αυτόν, όμως θεωρώ ότι έχω τη μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη, σεβασμό και φιλία. Δεν θα τον κάνω δυστυχισμένο, αλλιώς, αν ήμουν τόσο αχάριστη, ποτέ δεν θα συγχωρούσα τον εαυτό μου". Αφού είπε αυτά, η Πεντάμορφη σηκώθηκε, άφησε το δαχτυλίδι της πάνω στο τραπέζι και ξάπλωσε ξανά. Αποκοιμήθηκε πριν καλά-καλά ξαπλώσει και όταν ξύπνησε το επόμενο πρωινό, ήταν πολύ χαρούμενη που βρέθηκε στο παλάτι του Τέρατος.
Έβαλε ένα από τα πιο πλούσια ρούχα της για να τον ευχαριστήσει και περίμενε το απόγευμα με την μεγαλύτερη ανυπομονησία. Επιτέλους, η προσδοκώμενη ώρα ήρθε, το ρολόι χτύπησε εννιά, όμως το Τέρας δεν εμφανίστηκε. Η Πεντάμορφη τότε φοβήθηκε μήπως υπήρξε η αιτία του θανάτου του. Κλαίγοντας και σταυρώνοντας τα χέρια της έτρεξε σ' όλο το παλάτι, όπως μια απελπισμένη. Αφού τον έψαξε παντού, θυμήθηκε το όνειρό της και πήγε στο ποτάμι του κήπου, όπου ονειρεύτηκε ότι τον είδε. Εκεί βρήκε το καημένο το Τέρας ξαπλωμένο, αναίσθητο και, όπως φαντάστηκε, νεκρό. Χωρίς δισταγμό ρίχτηκε επάνω του και ανακαλύπτοντας ότι η καρδιά του χτυπούσε ακόμη, έφερε λίγο νερό από το ποτάμι και το έριξε στο κεφάλι του. Το Τέρας άνοιξε τα μάτια του και είπε στην Πεντάμορφη: "Ξέχασες την υπόσχεσή σου και πληγώθηκα τόσο πολύ που σε έχασα, ώστε αποφάσισα να πεθάνω από την πείνα. Όμως, αφού έχω την ευτυχία να σε δω ακόμη μια φορά, πεθαίνω ικανοποιημένος".
"Όχι, αγαπημένο Τέρας", είπε η Πεντάμορφη, "δεν πρέπει να πεθάνεις. Ζήσε για να γίνεις ο σύζυγός μου. Από αυτήν τη στιγμή σου δίνω το χέρι μου και ορκίζομαι να μην είμαι κανενός άλλου, παρά δική σου. Αλίμονο! Νόμιζα ότι αισθανόμουν απλά φιλία για σένα, όμως ο πόνος που αισθάνομαι τώρα με πείθει ότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα". Μόλις που πρόφερε αυτά τα λόγια, όταν η Πεντάμορφη είδε το παλάτι να αστράφτει από φως και πυροτεχνήματα, μουσικά όργανα, τα πάντα έδειχναν ν' αναγγέλλουν κάποιο σπουδαίο γεγονός. Όμως τίποτε δεν μπορούσε να τραβήξει την προσοχή της. Γύρισε στο αγαπημένο της Τέρας, για τον οποίο έτρεμε από φόβο. Όμως πόσο μεγάλη ήταν η έκπληξή της! Το Τέρας είχε εξαφανιστεί και στα πόδια της είδε έναν από τους όμορφους πρίγκιπες που έχει δει ποτέ το μάτι. Αυτός την ευχαρίστησε, επειδή έδωσε ένα τέλος στα μάγια, εξ αιτίας των οποίων έμοιαζε με Τέρας για τόσο καιρό. Αν και ο πρίγκιπας άξιζε όλη της την προσοχή, εκείνη δεν μπορούσε να μην ρωτήσει που βρισκόταν το Τέρας.
"Τον βλέπεις στα πόδια σου", είπε ο πρίγκιπας. "Μια κακή νεράιδα με καταδίκασε να έχω αυτήν την εμφάνιση, μέχρι που μια όμορφη παρθένα θα συναινούσε να με παντρευτεί. Η νεράιδα με διέταξε να κρύψω την εξυπνάδα μου. Μόνο εσύ στον κόσμο ήσουν αρκετά γενναιόδωρη για να σε κερδίσει η καλοσύνη του χαρακτήρα μου και προσφέροντάς σου το στέμμα μου δεν μπορώ να ξεπληρώσω την υποχρέωση που σου έχω".
Η Πεντάμορφη, ομολογουμένως έκπληκτη, έδωσε στον πρίγκιπα το χέρι της για να σηκωθεί. Πήγαν μαζί στο κάστρο και η Πεντάμορφη χάρηκε που στη μεγάλη αίθουσα βρήκε τον πατέρα και όλη την οικογένειά της, τους οποίους είχε φέρει εκεί, η όμορφη κυρία που είχε εμφανιστεί στο όνειρό της.
"Πεντάμορφη", είπε αυτή η κυρία, "έλα και πάρε το βραβείο της συνετής σου απόφασης. Προτίμησες την αρετή από την ευφυία ή την ομορφιά και αξίζεις να βρεις έναν άνθρωπο, στον οποίο αυτά τα προσόντα συνυπάρχουν. Θα είσαι μια σπουδαία βασίλισσα. Ελπίζω ότι ο θρόνος δεν θα εξασθενήσει την αρετή σου ούτε θα σε κάνει να ξεχάσεις ποια είσαι. Όσο για εσάς κυρίες", είπε η νεράιδα στις δύο αδελφές της Πεντάμορφης, "γνωρίζω τις καρδιές σας και όλη την κακία που περιέχουν. Να γίνετε δυο αγάλματα, όμως και μ' αυτήν την μεταμόρφωση θα εξακολουθήσετε να έχετε τη λογική σου. Θα στέκεστε μπροστά στην είσοδο του παλατιού της αδερφής σας και αυτή θα είναι η τιμωρία σας, να βλέπετε την ευτυχία της. Και δεν θα είναι στο χέρι σας να επιστρέψετε στην προηγούμενη κατάστασή σας, μέχρι να κατανοήσετε τα σφάλματά σας, όμως πολύ φοβάμαι ότι θα παραμείνετε για πάντα αγάλματα. Η περηφάνια, ο θυμός, η αδηφαγία και η τεμπελιά μπορούν μερικές φορές να νικηθούν, όμως η μεταστροφή ενός κακού και φθονερού μυαλού είναι ένα είδος θαύματος".
Αμέσως, η νεράιδα έδωσε ένα χτύπημα με το ραβδί της και με μιας, όλα όσα υπήρχαν στην αίθουσα μεταφέρθηκαν στην ιδιοκτησία του πρίγκιπα. Οι υπήκοοί του τον υποδέχτηκαν με χαρά. Παντρεύτηκε την Πεντάμορφη και έζησε μαζί της για πολλά χρόνια και η ευτυχία τους, καθώς ήταν βασισμένη στην αρετή, ολοκληρώθηκε.
Διαβάστε επίσης:
Η πρώτη γραπτή εκδοχή της Κοκκινοσκουφίτσας - Τα ερωτικά υπονοούμενα και το unhappy end
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου