Οι περισσότεροι, κυρίως όσοι είμαστε πάνω από 30 ετών, γνωρίζουμε τη Λόρα Ίνγκαλς Ουάιλντερ από τη θρυλική, οικογενειακή σειρά "Το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι", που ήταν βασισμένη σε μια σειρά αυτοβιογραφικών βιβλίων της. Η σειρά βέβαια είχε πρακτικά αυτονομηθεί, διατηρώντας ελάχιστα κοινά στοιχεία με τα βιβλία της Λόρας, ώστε να μην αποτελεί μια αυθεντική πηγή για να γνωρίσουμε καλύτερα την ζωή της κοπέλας αυτής, που θα εξέδιδε το πρώτο της βιβλίο σε ηλικία 65 ετών ("Η ζωή στο μεγάλο δάσος", όπως είναι μεταφρασμένο στα ελληνικά, ή "Little House In The Big Woods", όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος, το 1932). Όμως ούτε και τα βιβλία αποτελούν μια 100% αυθεντική πηγή, αφού η Λόρα είχε προχωρήσει σε μικρές παρεμβάσεις, που θα προσέδιδαν μεγαλύτερη δραματικότητα στα βιβλία της.
Εν τω μεταξύ, πολλά χρόνια προτού γίνει συγγραφέας, η Λόρα Ίνγκαλς Ουάιλντερ έγραφε άρθρα, που δημοσιεύονταν στην εφημερίδα Missuri Ruralist, όπου μάλιστα διατηρούσε επί σειρά ετών μια στήλη με την ονομασία "As A Farm Woman Thinks". Σ' αυτήν τη στήλη οφείλεται και η ωρίμανση του συγγραφικού ταλέντου, που της επέτρεψε να γράψει αργότερα και την αυτοβιογραφία της.
Τα περισσότερα άρθρα της Λόρας στην εφημερίδα έθιγαν θέματα της εποχής. Ανάμεσα σ' αυτά, όμως, ξεχωρίζει ένα κείμενο, που δημοσιεύτηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1924, όπου η Λόρα θυμόταν κάποια ξεχωριστά Χριστούγεννα, όταν ήταν μόλις 16 ετών, η πρώτη χρονιά που δίδασκε σε σχολείο και μάλιστα βρισκόταν μακριά από το σπίτι της - που δεν βρισκόταν σε κάποιο λιβάδι ούτε καν στο Ουόλαντ Γκρόουβ, αλλά στη μικροσκοπική κοινότητα Ντε Σμετ της Νότιας Ντακότα.
Ωστόσο, το σχολείο, όπου δίδασκε η Λόρα, βρισκόταν πολύ μακριά και δεν ήξερε αν θα κατάφερνε να περάσει τις γιορτές στο σπίτι με την οικογένειά της, καθώς ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς. Ακολουθεί η περιγραφή με τα δικά της λόγια για τα συναισθήματα αγωνίας που είχε αρχικά, την επιβεβαίωση των προσδοκιών, αλλά - το κυριότερο - δίνει μια αυθεντική εικόνα των ολότελα διαφορετικών συνθηκών ζωής, που επικρατούσαν γύρω στα 1882-1883 σε μια χώρα, που ούτε καν μπορούσε τότε να διανοηθεί ότι κάποια στιγμή στο μέλλον θα εξελισσόταν σε παγκόσμια υπερδύναμη.
Αυτό είναι το κείμενο:
Το χιόνι γλιστρούσε πάνω από τις στοίβες του λευκού κόσμου έξω από τη μικρή υποτιθέμενη καλύβα. Φυσούσε μέσα από τα ραγίσματα των τοίχων της και σχημάτιζε μικρές σωρούς και μικροσκοπικές στοίβες στο πάτωμα, ακόμη και πάνω στα θρανία, στα οποία κάθισαν αρκετά παιδιά, προσπαθώντας να μελετήσουν, παρόλο που αυτή η εγκαταλελειμμένη καλύβα, που είχε χρησιμεύσει ως το καλοκαιρινό σπίτι ενός έποικου στα λιβάδια της Ντακότα, χρησιμοποιούνταν ως σχολικό κτίριο κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Οι τοίχοι είχαν φτιαχτεί από μια στρώση φαρδιές τάβλες με ρωγμές στο ενδιάμεσο και η τεράστια σόμπα, που βρισκόταν στο κέντρο του ενός δωματίου, δύσκολα μπορούσε να κρατήσει μακριά την παγωνιά, μολονότι οι πλευρές της είχαν ένα λαμπερό κόκκινο χρώμα. Τα παιδιά ήταν ντυμένα ζεστά και τους επιτράπηκε να μαζευτούν κοντά γύρω από τη σόμπα ακολουθώντας τη συμβουλή του επιθεωρητή της κομητείας για τα σχολεία, ο οποίος σε πρόσφατη επίσκεψη είχε πει ότι το μοναδικό πράγμα που είχε να τους πει ήταν να κρατούν τα πόδια τους ζεστά.
Αυτό ήταν το πρώτο μου σχολείο, δεν θα πω πριν πόσα χρόνια, όμως ήμουν μόνο 16 ετών και 12 μίλια από το σπίτι κατά τη διάρκεια ενός χειμώνα στην παραμεθόριο. Περπατούσα ένα μίλι πάνω στον άθραυστο πάγο από τον τόπο αναχώρησης μέχρι το σχολείο κάθε πρωί και επέστρεφα το βράδυ. Υπήρχαν μονάχα ελάχιστοι μαθητές και αυτό το συγκεκριμένο, χιονισμένο απόγευμα ήταν ατίθασοι, επειδή πλησίαζε 4 η ώρα και αύριο ήταν Χριστούγεννα. Η "δασκάλα" ήταν επίσης ανυπόμονη, μολονότι προσπαθούσε να μην το δείξει, επειδή αναρωτιόταν αν θα κατάφερνε να πάει στο σπίτι για την ημέρα των Χριστουγέννων.
Ήταν σχεδόν πάρα πολύ το κρύο για να έρθει ο πατέρας και μια καταιγίδα απλωνόταν στα βορειοδυτικά, που θα μπορούσε να σημάνει χιονοθύελλα ανά πάσα στιγμή. Ωστόσο, αύριο ήταν Χριστούγεννα, κι έπειτα ακουγόταν ένα κουδούνισμα από κουδούνια έλκηθρου απ' έξω. Ένας άνδρας ντυμένος μ' ένα μεγάλο, γούνινο παλτό, μέσα σ' ένα έλκηθρο γεμάτο ρούχα πέρασε το παράθυρο. Τελικά θα πήγαινα στο σπίτι!
Τώρα, όταν κάποιος σκέφτεται 12 μίλια, αυτό γίνεται με όρους αυτοκινήτου και σημαίνει λίγα μόνο λεπτά. Τότε ήταν διαφορετικά και ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνη τη διαδρομή. Τα κουδούνια έκαναν έναν θαυμάσιο ήχο και τα γούνινα ρούχα ήταν ζεστά, όμως ο καιρός γινόταν ολοένα πιο κρύος και το χιόνι γλιστρούσε, ώστε τα άλογα έπρεπε να ακολουθήσουν το δρόμο τους μέσα από τις στοίβες [σ.μ. του χιονιού].
Ερχόμασταν κατά πρόσωπο με το δυνατό άνεμο κάθε λίγο, ενώ εκείνος, που αργότερα έγινε "ο άνδρας του μέρους", έπρεπε να σταματήσει την ομάδα, να βγει έξω στο χιόνι και βάζοντας τα χέρια του στη μύτη του κάθε αλόγου με τη σειρά, να ξεπαγώσει τον πάγο από πάνω τους, καθώς η αναπνοή είχα παγώσει πάνω από τα ρουθούνια τους. Μετά θα επέστρεφε στο έλκηθρο και θα συνεχίζαμε μέχρι που γι' ακόμη μια φορά τα άλογα δεν θα μπορούσαν ν' αναπνεύσουν εξ αιτίας του πάγου.
Όταν πλησιάσαμε στο τέλος του ταξιδιού, ήταν 40 βαθμοί κάτω από το μηδέν, το χιόνι έπεφτε τόσο χοντρό, ώστε δεν μπορούσαμε να δούμε κατά μήκος του δρόμου και εγώ ήμουν τόσο παγωμένη, ώστε έπρεπε να με μεταφέρουν για να μπω στο σπίτι. Όμως ήμουν στο σπίτι για τα Χριστούγεννα και το κρύο και ο κίνδυνος είχαν ξεχαστεί.
Τέτοια μαγεία υπάρχει στα Χριστούγεννα, που τραβάει τους απόντες στο σπίτι και αν δεν μπορέσουν να μπουν μέσα στο σώμα, οι σκέψεις περιφέρονται εκεί! Οι καρδιές μας μεγαλώνουν τρυφερά με τις παιδικές αναμνήσεις και την αγάπη των συγγενών και είμαστε καλύτερα κατά τη διάρκεια του χρόνου προσδοκώντας να ξαναγίνουμε παιδιά την περίοδο των Χριστουγέννων.
Πηγή (και περισσότερα άρθρα της Λόρας Ίνγκαλς Ουάιλντερ στην εφημερίδα Missuri Ruralist) εδώ:
Σχετικά θέματα:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου