Η μόδα ξεκίνησε πριν μερικά χρόνια από την αμερικανική τηλεόραση και αφορούσε κυρίως το κομμάτι της μυθοπλασίας, όπου ο ανταγωνισμός γίνεται ολοένα μεγαλύτερος και δυσκολότερος με δεκάδες νέες τηλεοπτικές παραγωγές από δεκάδες - πλέον - συνδρομητικά κανάλια. Σειρές που είχαν ολοκληρώσει τον κύκλο τους πριν αρκετά χρόνια και πλέον ζούσαν στις νοσταλγικές αναμνήσεις των τηλεθεατών, γνωστές στις νεώτερες γενιές χάρη στο Youtube ή τις πρωινές επαναλήψεις σε περιφερειακούς τηλεοπτικούς σταθμούς, υπέστησαν ένα λίφτινγκ και επέστρεψαν ή ετοιμάζονται να επιστρέψουν στις οθόνες είτε με τη μορφή του σίκουελ (Prison Break, X-Files, Ντάλας, 90210, Μέλροουζ Πλέις, Gilmore Girls, Σπίτι για πέντε κλπ.) είτε γραμμένες από την αρχή με τα σενάριά τους προσαρμοσμένα στη σημερινή εποχή και στις σημερινές τηλεοπτικές απαιτήσεις (Η Πεντάμορφη και το Τέρας, Δυναστεία).
Τι κι αν η υποδοχή από το κοινό είναι σταθερά υποτονική, καθώς οι τηλεθεατές συνήθως συντονίζονται στα πρώτα δύο επεισόδια αλλά απογοητεύονται επιβεβαιώνοντας αυτό που όλοι ξέρουμε από τη γαστρονομία, ότι το ξαναζεσταμένο φαγητό δεν μπορεί να συναγωνιστεί το φρεσκομαγειρεμένο ειδικά όταν αυτό ήταν εξαιρετικής νοστιμιάς και στο μεταξύ έχει μεσολαβήσει ένα τεράστιο διάστημα συντήρησης στην κατάψυξη. [Ακόμη κι όσα σίριαλ άντεξαν να συνεχιστούν για περισσότερες από μια-δυο τηλεοπτικές σαιζόν, το κατάφεραν, επειδή εξ αρχής προορίζονταν για μικρές τηλεθεάσεις, προβαλλόμενα από κανάλια χαμηλής τηλεθέασης.]
Στην Ελλάδα πάλι, η αναπαλαίωση της τηλεόρασης έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά και δεν εντοπίζεται στον τομέα της μυθοπλασίας. Όχι ότι τα ελληνικά σίριαλ των τελευταίων ετών έχουν καταφέρει να κάνουν τη διαφορά σε σύγκριση με εκείνα της περασμένης δεκαετίας και εικοσαετίας (με μόνη εξαίρεση το - βασισμένο σε ισπανικό φορμάτ - "Μην αρχίζεις τη μουρμούρα", που όμως κι αυτό έχει πλέον τραβηχτεί από τα μαλλιά κουράζοντας και έχοντας χάσει από καιρό την έμπνευσή του), αλλά τουλάχιστον η όποια έλλειψη έμπνευσης δεν οδήγησε στην ανάσταση παλιών σεναρίων. Ωστόσο, η μόνη υλοποιηθείσα απόπειρα έγινε πριν μερικά χρόνια με το σίκουελ του "Πενήντα - Πενήντα" (που επίσης επιβεβαίωσε τον πιο πάνω κανόνα), ενώ στα χαρτιά έμειναν τα σχέδια για αναβίωση αγαπημένων σίριαλ, όπως οι "Τρεις Χάριτες" (ευτυχώς, παρόλο που η πένα των Ρέππα και Παπαθανασίου λείπει από την τηλεοπτική πραγματικότητα) ή το "Παντρεμένοι και παιδιά", αν και το τελευταίο έτυχε μιας άκρως ευτελούς διασκευής για τον κινηματογράφο.
Κάτι γράφεται ότι η Μιρέλλα Παπαοικονόμου ετοιμάζει το "Λόγω Τιμής: 20 χρόνια μετά", αλλά θα προτιμούσα χίλιες φορές να μην θυσίαζε το νέο της σενάριο σε τηλεοπτικούς χαρακτήρες, οι οποίοι, όσο κι αν αγαπήθηκαν, αποτελούν κομμάτι της ελληνικής τηλεοπτικής ιστορίας και θα έπρεπε να παραμείνουν προστατευμένοι. Αυτή δεν είναι άλλωστε και η γοητεία των ωραίων βιβλίων; Ότι τελειώνοντας μια ιστορία, ο κάθε αναγνώστης μπορεί να φανταστεί τη συνέχεια των ηρώων που αγάπησε με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο και θ' απογοητευόταν οικτρά αν ποτέ διαπίστωνε ότι αυτός δεν συνέπιπτε με το όραμα του δημιουργού-συγγραφέα.
Στην ελληνική τηλεόραση, λοιπόν, η κρίση στον τομέα της μυθοπλασίας επιχειρείται να επιλυθεί είτε με την προσαρμογή ξένων - κατά προτίμηση λατινοαμερικανικών σεναρίων - είτε με ελληνοκυπριακές συμπαραγωγές, παρ' όλα τα μειονεκτήματα των τελευταίων. Θεωρούνται λύσεις φτηνές και συμφέρουν, άσχετα αν το αποτέλεσμα είναι η ανατροφοδότηση της υπαρκτής σεναριακής κρίσης.
Αντίθετα, στο υπόλοιπο κομμάτι της τηλεοπτικής ψυχαγωγίας (τηλεπαιχνίδια, σόου, τοκ σόου, ριάλιτι κλπ.), η φτώχεια των τηλεοπτικών σταθμών σε συνδυασμό με την έλλειψη φρέσκων προσώπων, έτοιμων να ρισκάρουν, στις διευθύνσεις των τηλεοπτικών σταθμών (με τα ίδια πρόσωπα να ανακυκλώνονται στις ίδιες θέσεις την τελευταία εικοσαετία), έχουν οδηγήσει σε μια πρωτοφανή έλλειψη νέων ιδεών, αποτέλεσμα της οποίας είναι η ανάσυρση παλιών τηλεοπτικών επιτυχιών από τη ναφθαλίνη, κάτι που δεν θα ήταν απαραίτητα κακό αν δεν συνδυαζόταν με μια σχεδόν πλήρη έλλειψη νέων τηλεοπτικών προτάσεων.
Αν εξαιρέσουμε τα τραγικά - τόσο ως ιδέες όσο και ως εκτελέσεις - "Lucky Room" και "Καλύτερο ζευγάρι", οποιοδήποτε άλλο ψυχαγωγικό πρόγραμμα έχει ξεκινήσει να προβάλλεται στην ελληνική τηλεόραση τους τελευταίους μήνες είναι μια επιτυχία του παρελθόντος με διαφορετικούς παρουσιαστές και σε πιο σύγχρονα σκηνικά: Κάνε παζάρι, So You Think You Can Dacnce, Rouk Zouk, Survivor, Masterchef, Ready Steady Cook (ατυχέστατος νέος τίτλος του παλιότερου "Στην κουζίνα ολοταχώς", που υποδηλώνει και μια άνευ λόγου ξενομανία) ή ακόμα και το Your Face Sounds Familiar, που βέβαια αποτελεί τηλεοπτική πρόταση της τελευταίας πενταετίας, όμως προτιμήθηκε ως εύκολη - αν και αποτυχημένη/ανιαρή εκ του αποτελέσματος - λύση για τον ΑΝΤ1 αντί να ρισκάρει αναζητώντας ή δημιουργώντας ένα εξ ολοκλήρου καινούριο πρόγραμμα. Κι αυτά έρχονται να προστεθούν στον "Τροχό της Τύχης", στο Deal, αλλά και στο "Άκου τι είπαν", που τα έχουν καταφέρει αξιοπρεπώς από άποψη τηλεθέασης, αν και χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο και μετά από μακρά έλλειψη καθημερινών τηλεπαιχνιδιών.
Ωστόσο, απ' όλα τα παραπάνω μόνο το Survivor κατάφερε να δημιουργήσει αίσθηση σημειώνοντας ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία από τα αντίστοιχα του Mega προ ετών κι αυτό γιατί είναι τόσο πολύ διαφορετικό το όλο στήσιμο του παιχνιδιού, ώστε μόνο ο τίτλος παραπέμπει πραγματικά στο αρχικό κόνσεπτ του παιχνιδιού, ενώ οι κανόνες και όλη η παραγωγή διέπονται από μια ολότελα ανατρεπτική, πιο φρέσκια ματιά. [Για το Survivor θα περιοριστώ μόνο να σημειώσω παρενθετικά ότι δεν ανήκω στους φανατικούς τηλεθεατές, αν και έχω σχηματίσει τελικά δική μου άποψη, συνήθως βλέπω αποσπάσματα στο ζάπινγκ ή όταν δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω ή να δω, ενώ άρχισα να δείχνω ένα κάποιο ενδιαφέρον χάρη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και κυρίως χάρη στον καταπληκτικό Πανελλήνιο Σύλλογο Μάνατζερ Ράγκμπι, όμως μπορώ να κατανοήσω την τεράστια επιτυχία που σημειώνει]
Αντίθετα, τα υπόλοιπα αναπαλαιωμένα προγράμματα περιορίζονται σε μέτριες επιδόσεις στους πίνακες τηλεθέασης, γιατί δεν έχουν κάτι πραγματικά καινούριο, καμία έκπληξη να προτείνουν, αλλά συναγωνίζονται τον παλιότερο εαυτό τους συχνά με λάθος επιλογές παρουσιαστών/παρουσιαστριών. Χρειάζεται ν' αναφέρω και παραδείγματα; Ας πω απλά ότι υπήρχε ένα πρόγραμμα που ανυπομονούσα να ξαναδώ στην ελληνική τηλεόραση, αλλά η επιστροφή του συνέπεσε με λάθος πρόσωπο στην παρουσίαση, αλλά και άστοχες επιλογές παικτών - μέχρι στιγμής τουλάχιστον.
Όμως και αυτές οι λάθος επιλογές παρουσιαστών και παρουσιαστριών είναι ακόμη μία ένδειξη της αδυναμίας της ελληνικής τηλεόρασης να τολμήσει επενδύοντας σε καινούριες ιδέες και σε καινούρια πρόσωπα. Στην πραγματικότητα, τα μόνα νέα πρόσωπα που αναδείχτηκαν την τελευταία πενταετία στην ιδιωτική τηλεόραση είναι η Κωνσταντίνα Σπυροπούλου και η Δούκισσα Νομικού.
Η πρώτη είναι αποτυχημένη για λόγους που όλοι καταλαβαίνουν (αλλά οι ιθύνοντες του καναλιού Άλφα επιμένουν να την κρατούν παρά τα εξαιρετικά χαμηλά νούμερα που σταθερά κάνει η εκπομπή της), ενώ η δεύτερη, αν και έχει δώσει θετικότερα δείγματα γραφής, είναι υπερεκτιμημένη υπό την έννοια ότι χρησιμοποιείται από τον ΑΝΤ1 ως πολυεργαλείο, ως μια παρουσιάστρια ικανή να ηγηθεί ή να συμμετάσχει σε κάθε είδους ψυχαγωγικά προγράμματα κάτι που δεν θα μπορούσε να ισχύσει ακόμη και για την καλύτερη παρουσιάστρια - με άλλα λόγια της λείπει η ταυτότητα.
Στους νέους παρουσιαστές θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε και τους Σάκη Τανιμανίδη και Γιώργο Μαυρίδη, όμως κρατώ μια επιφύλαξη για το κατά πόσο οι ίδιοι θέλουν ν' αναλωθούν στην τηλεόραση ως επαγγελματίες ή αν το κάνουν απλά για την πλάκα τους, όπως φαίνεται μέχρι τώρα και που ίσως να εξηγεί το μυστικό της επιτυχίας τους.
Το φαινόμενο αυτό είναι βέβαια γενικότερο, αποκαλυπτικό της έλλειψης φρεσκάδας που αποπνέεται από την ελληνική τηλεόραση τα τελευταία χρόνια. Έτσι, τα ίδια πρόσωπα ανακυκλώνονται κάθε σεζόν σε διαφορετικά προγράμματα, δοκιμάζοντας να παρουσιάσουν λίγο απ' όλα και χωρίς να εξετάζεται πιο μπροστά τι τους ταιριάζει και τι όχι, ίσως χωρίς να έχουν δική τους άποψη ή να τους λείπει η αυτογνωσία, απλά για να έχουν μια δουλειά (κάτι θεμιτό βέβαια!) ή να βγαίνουν στο γυαλί (εντελώς αθέμιτο ως υπερβολικά ματαιόδοξο).
Από την άλλη, υπάρχει κι ένα ολόκληρο κανάλι, το οποίο έξι χρόνια μετά την ίδρυσή του εξακολουθεί να αυτοπροσδιορίζεται ως "νέο" για να δικαιολογήσει τις μικρομεσαίες (ευτυχώς!) τηλεθεάσεις του, η όλη φιλοσοφία του οποίου είναι βασισμένη σε εντελώς παλιακές ιδέες. Έτσι, αυτό το "νέο" - και καλά - κανάλι δεν έχει προτείνει ούτε ένα καινούριο τηλεοπτικό κόνσεπτ και δεν έχει αναδείξει ούτε ένα καινούριο τηλεοπτικό πρόσωπο όλα αυτά τα χρόνια, αλλά προσπαθεί να αντιγράψει το παράδειγμα του παλιού Άλτερ, που τότε είχε μεν προκαλέσει αίσθηση (όχι βέβαια για την ποιότητα των προγραμμάτων του κατά παραδοχή και των πιο φανατικών τηλεθεατών του) όπως και μια σχετική επιτυχία, απλά και μόνο επειδή ήταν κάτι καινούριο για την εποχή εκείνη και υποστηριζόταν από ένα κράμα καινούριων και έμπειρων προσώπων, που όμως δεν είχαν εκτεθεί πολύ στο γυαλί. Επίσης, το Άλτερ διέθετε και ένα πλούσιο παιδικό πρόγραμμα, που ανέβαζε το μέσο όρο τηλεθέασης του σταθμού, ενώ του έφερνε και έσοδα.
Ε, το σημερινό (κακό) αντίγραφο του (κακού) Άλτερ χωρίς χρήματα, χωρίς φαντασία και με διαφημίσεις διαφόρων προϊόντων ομορφιάς αντί βιβλίων και cd, έχει βασίσει όλο το πρόγραμμά του σε παλιές ιδέες και πρακτικές, που σημειώνουν μέτριες τηλεθεάσεις κυρίως στις μεγαλύτερες ηλικίες - γιατί άραγε; Η μοναδική του δε απόπειρα καινοτομίας ήταν η ανάσυρση από τα αζήτητα ενός παλιού ριάλιτι/τάλεντ σόου προ δεκαπενταετίας, που σήμερα εξακολουθεί να προβάλλεται μόνο σε αραβικά δορυφορικά κανάλια (τα οποία απευθύνονται σε πολλές δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες εκατομμύρια τηλεθεατές και επομένως χωρούν και δύο και τρία και περισσότερα τάλεντ σόου σε παράλληλες προβολές), έχοντας ως κριτές πρόσωπα βγαλμένα επίσης από τη ναφθαλίνη. Έτσι αντιλαμβάνεται ένα "νέο" κανάλι την τηλεόραση του 2017, με υλικά της περασμένης δεκαετίας-δεκαπενταετίας και μετά... του φταίει η AGB!
Βέβαια, τη δική της συνεισφορά στην αναπαλαίωση της ελληνικής τηλεόρασης έχει και η ΕΡΤ, ενώ το ίδιο ίσχυε και για το ανεπιτυχές πείραμα της ΝΕΡΙΤ όσο διήρκεσε. Καινούριες ιδέες δεν υπάρχουν τόσο στην ενημέρωση, όπου η δημόσια τηλεόραση όφειλε να πρωτοπορήσει με λιγότερες φλυαρίες γύρω από στρογγυλά τραπέζια και περισσότερα ρεπορτάζ, όσο και στην ψυχαγωγία, η οποία μοιάζει σχεδόν εξοβελισμένη, περιοριζόμενη στην προβολή διπλών επεισοδίων ξένων σίριαλ και σε αδιάφορα, άνευρα ψυχαγωγικά/πολιτιστικά μαγκαζίνο, δομημένα σε συνταγές και προσεγγίσεις της ΕΡΤ της δεκαετίας του '90, την εποχή που η ΕΡΤ σημείωσε - και όχι άδικα - το αρνητικό ρεκόρ τηλεθέασης στην ιστορία της. Τηλεπαιχνίδια, σόου (όπως όλα τα ευρωπαϊκά κρατικά κανάλια διαθέτουν στον προγραμματισμό τους χωρίς σνομπισμό ή διάθεση παράδοσης μαθημάτων ανώτερης πολιτιστική παιδείας), αλλά και τα ελληνικά σίριαλ είναι άγνωστα εδώ και πολλά χρόνια - πριν καν ξεκινήσει η οικονομική κρίση!
Παραδόξως, πάντως, ένα από τα λίγα προγράμματα της ΕΡΤ που βρίσκω ενδιαφέρον, είναι το "Μικρό σπίτι στο λιβάδι", που προβάλλεται σε επανάληψη μετά από πολλά χρόνια. Εντάξει, ο κάθε κανόνας έχει και την εξαίρεσή του και εδώ πρόκειται για μια τέτοια περίπτωση.
Στη λαίλαπα των επαναλήψεων εντάσσεται και το Μέγκα, που θα μπορούσε κάλλιστα να ονομαστεί και Mega Gold, αλλά εξαιρείται από την όποια κριτική για ευνόητους λόγους και με την ελπίδα ότι σύντομα το πρόγραμμα του σταθμού θα επανέλθει στην ομαλότητα. Μάλιστα, αν υπάρχει κάτι που μ' ενοχλεί στο γεμάτο επαναλήψεις πρόγραμμα του Μέγκα αυτήν τη στιγμή, είναι η επιμονή σε σειρές που προβλήθηκαν μετά το 2000 πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Ακόμη και το "Ντόλτσε Βίτα" σταμάτησε να προβάλλεται σε επανάληψη, την ώρα που έχουμε δει τους υπερεκτιμημένους "Singles" τουλάχιστον τρεις φορές (και σύντομα θα τους υποστούμε για τέταρτη) το τελευταίο δεκαπεντάμηνο.
Ευτυχώς, το κανάλι θυμήθηκε ν' ανασύρει από τα αραχνιασμένα συρτάρια του της δεκαετίας του '90 κάποιες σειρές του Γιώργου Κωνσταντίνου, αλλά γιατί να μην υπήρχε μια ειδική ζώνη το πρωί ή τα Σαβατοκύριακα, όταν η διαφημιστική πίτα είναι ούτως ή άλλως μικρή, με σειρές που έχουμε πολλά χρόνια να δούμε, όπως "Τρεις Χάριτες", "Δις Εξαμαρτείν", "Οι απαράδεκτοι", "Οι αυθαίρετοι", "Η Ελίζα και οι άλλοι", "Πατήρ, υιός και πνεύμα" κλπ., αλλά και αξιόλογες δραματικές/κοινωνικές σειρές όπως "Γυναίκες", "Απών", "Οι τελευταίο εγγονοί", "Οι φρουροί της Αχαΐας" ή ακόμα και τα καλτ "Δίψα" και "Φόνος χωρίς ταυτότητα" ως αναμνηστικά μιας τελείως διαφορετικής τηλεοπτικής - και όχι μόνο - εποχής!
Κι αν ακόμη ισχύει ότι υπάρχει ζήτημα πνευματικών δικαιωμάτων για τους "Απαράδεκτους" ή για τις σειρές των Ρέππα και Παπαθανασίου, φαντάζομαι ότι οι δημιουργοί θα ανέχονταν τιμής ένεκεν και δεδομένων των οικονομικών δυσκολιών του σταθμού να ξαναπροβάλλονταν οι σειρές αυτές για μια έστω φορά.
Ωραία και μακρά - ίσως και λίγο κουραστική - η ανάλυση, όμως τι φταίει και η ελληνική τηλεόραση μένει δέσμια του παρελθόντος της σε ό,τι αφορά την ψυχαγωγία με εξαίρεση τη μυθοπλασία, όπου και εκεί βέβαια δεν φημίζεται για τις πρωτότυπες ιδέες της;
Λίγο πολύ, έχω ήδη περιγράψει τα περισσότερα. Ένας λόγος είναι η ανακύκλωση των ίδιων προσώπων στις διευθύνσεις των καναλιών εδώ και πολλά χρόνια, πρόσωπα που μόνο εν μέρει παρακολουθούν τις διεθνείς τηλεοπτικές εξελίξεις ψάχνοντας "ασφαλή" προγράμματα, έχουν κολλήσει σε παλιές σταθερές, φοβούνται το ρίσκο και αδυνατούν να παραδεχθούν ότι κάποιες παλιές σταθερές έχουν πάψει να υφίστανται (π.χ. η εδώ και πολλά χρόνια ξεπερασμένη ιδέα των τρίωρων και τετράωρων μαγκαζίνο τα πρωινά του σαββατοκύριακου στα πρότυπα του παλιού "Πρωινού Καφέ", ώστε φτάσαμε να υπάρχει μόνο ένα καθημερινό μαγκαζίνο αντίστοιχης θεματολογίας και τρία το σαβατοκύριακο, όταν οι περισσότεροι τηλεθεατές λείπουν για ψώνια/καφέ/βόλτα με τα παιδιά κλπ.).
Δεύτερος λόγος είναι σίγουρα η οικονομική κρίση. Τα κανάλια ήταν ζημιογόνες επιχειρήσεις πολύ πριν το 2010, η αβεβαιότητα για το οικονομικό τους μέλλον τα οδήγησε σε μια πιο μετρημένη οικονομική διαχείριση και τελικά επέτεινε τον φόβο του ρίσκου αντί ν' απελευθερώσει καινούριες δημιουργικές δυνάμεις, που δεν θα αναζητούσαν ν' αγοράσουν πανάκριβα πρότζεκτ από το εξωτερικό, αλλά θα είχαν τη φαντασία, τη διάθεση και την ικανότητα να πλάσουν δικές τους ιδέες, που στην πράξη σημαίνει λιγότερα έξοδα (εφόσον δεν θα υπάρχουν ή θα είναι σαφώς μικρότερες οι τεράστιες δαπάνες αγοράς των ξένων σούπερ σόου). Αλλά το brainstorming είναι μια έννοια άγνωστη όχι μόνο στην ελληνική τηλεόραση, αλλά στις περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις.
Και ερχόμαστε σ' έναν τελευταίο κρίσιμο λόγο, που συνδέεται με τον προηγούμενο. Καλώς ή κακώς, παρά τις επίμονες προσπάθειες των ελληνικών καναλιών να μας πείσουν για το αντίθετο όσο εκκρεμούσε η ακυρωθείσα από το ΣτΕ απόπειρα αδειοδότησης των ελληνικών καναλιών, η οικονομική κρίση στον χώρο της τηλεόρασης επιτείνεται από το γεγονός ότι λειτουργεί ένας μεγάλος αριθμός τηλεοπτικών σταθμών, οι οποίοι δεν έχουν θεματικό περιεχόμενο, αλλά διεκδικούν όλοι μερίδιο από την ίδια πίτα, απευθυνόμενοι στο σύνολο των τηλεθεατών (φύλο, ηλικία, ενδιαφέροντα).
Όποιος ξέρει πέντε πράγματα από την παγκόσμια τηλεοπτική πραγματικότητα, γνωρίζει ότι σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες (από τη Μ. Βρετανία μέχρι την Ιταλία και την Πολωνία) υπάρχουν στην πραγματικότητα δυο με τρεις σταθμοί που απευθύνονται στο γενικό κοινό και οι υπόλοιποι, που συνήθως μοιράζονται σε δυο τρεις μιντιακούς ομίλους μιας και στο εξωτερικό δεν ονειρεύεται ο κάθε πικραμένος να γίνει καναλάρχης, είναι θεματικοί, δηλαδή στοχεύουν σε ειδικά κοινά: άλλος έχει νεανικό προφίλ, άλλος απευθύνεται στις γυναίκες, άλλος στους νέους άνδρες, άλλος στους άνδρες 25-45 ετών κλπ. και με αυτά τα κριτήρια γίνεται η επιλογή των σίριαλ, των ταινιών και των σόου που συμπληρώνουν το καθημερινό πρόγραμμα του εκάστοτε σταθμού.
Και ενώ στο εξωτερικό μόνο τα δελτία ειδήσεων συνήθως συμπίπτουν να προβάλλονται τις ίδιες ώρες, στην Ελλάδα, όλα τα κανάλια εθνικής εμβέλειας ανταγωνίζονται το ένα το άλλο παίζοντας παρόμοιου ύφους προγράμματα τις ίδιες ώρες, απευθύνονται όλα στο γενικό κοινό χωρίς να έχουν συγκεκριμένη ταυτότητα, θέλουν όλα να γίνουν μεγάλα στη θέση των μεγάλων και τελικά καταλήγουν να πέσουν θύματα αυτής της στρεβλής αλαζονείας τους, που στο εξωτερικό θεωρείται ξεπερασμένη εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία με δεκαπενταετία, ώστε κάνουν κακή οικονομική διαχείριση και ανατροφοδοτούν τις οικονομικές τους αδυναμίες, τις οποίες αντιμετωπίζουν με λάθος τρόπο, όπως ήδη σχολίασα, ανατροφοδοτώντας έναν φαύλο κύκλο.
Με άλλα λόγια, είναι καλό να υπάρχουν δεκάδες κανάλια που να εκπέμπουν ελεύθερα, αλλά και συνδρομητικά ή δορυφορικά όπως γίνεται στο εξωτερικό. Παράλληλα όμως να μιμηθούμε το ευρωπαϊκό και το αμερικανικό παράδειγμα στην ολότητά του. Να μην θέλει ο κάθε ματαιόδοξος - και εν πολλοίς άσχετος με τα ΜΜΕ - επιχειρηματίας να γίνει καναλάρχης απλά και μόνο γιατί φαντάζεται ότι έτσι θα ανεβάσει δήθεν το πρεστίζ του (ή για όποιον άλλο άκυρο λόγο ο ίδιος πιστεύει), να καταλάβουν οι ιδιοκτήτες των τηλεοπτικών σταθμών ότι οι επιχειρήσεις τους πρέπει να έχουν συγκεκριμένη ταυτότητα και ότι εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να γίνει ανταγωνισμός έξι, εφτά και οκτώ καναλιών που διεκδικούν μερίδιο από την ίδια ακριβώς διαφημιστική πίτα, αλλά αντίθετα επιβάλλεται να δημιουργηθούν τηλεοπτικοί σταθμοί με ξεχωριστό προφίλ, και βέβαια να εμπιστευθούν τις επιχειρήσεις τους (πίσω και μπροστά από τις κάμερες) σε καινούρια πρόσωπα, όπου το "καινούριο" δεν συνδέεται με τις ηλικίες (ίσα ίσα που στις ΗΠΑ σπανίζουν οι επιτυχημένοι παρουσιαστές κάτω των 40 ετών), όσο με τις φρέσκες ιδέες.
Μπορεί η ελληνική τηλεόραση να πάψει να κινείται εκ του ασφαλούς και να ρισκάρει λιγάκι με φαντασία και όραμα;
Κάτι γράφεται ότι η Μιρέλλα Παπαοικονόμου ετοιμάζει το "Λόγω Τιμής: 20 χρόνια μετά", αλλά θα προτιμούσα χίλιες φορές να μην θυσίαζε το νέο της σενάριο σε τηλεοπτικούς χαρακτήρες, οι οποίοι, όσο κι αν αγαπήθηκαν, αποτελούν κομμάτι της ελληνικής τηλεοπτικής ιστορίας και θα έπρεπε να παραμείνουν προστατευμένοι. Αυτή δεν είναι άλλωστε και η γοητεία των ωραίων βιβλίων; Ότι τελειώνοντας μια ιστορία, ο κάθε αναγνώστης μπορεί να φανταστεί τη συνέχεια των ηρώων που αγάπησε με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο και θ' απογοητευόταν οικτρά αν ποτέ διαπίστωνε ότι αυτός δεν συνέπιπτε με το όραμα του δημιουργού-συγγραφέα.
Στην ελληνική τηλεόραση, λοιπόν, η κρίση στον τομέα της μυθοπλασίας επιχειρείται να επιλυθεί είτε με την προσαρμογή ξένων - κατά προτίμηση λατινοαμερικανικών σεναρίων - είτε με ελληνοκυπριακές συμπαραγωγές, παρ' όλα τα μειονεκτήματα των τελευταίων. Θεωρούνται λύσεις φτηνές και συμφέρουν, άσχετα αν το αποτέλεσμα είναι η ανατροφοδότηση της υπαρκτής σεναριακής κρίσης.
Αντίθετα, στο υπόλοιπο κομμάτι της τηλεοπτικής ψυχαγωγίας (τηλεπαιχνίδια, σόου, τοκ σόου, ριάλιτι κλπ.), η φτώχεια των τηλεοπτικών σταθμών σε συνδυασμό με την έλλειψη φρέσκων προσώπων, έτοιμων να ρισκάρουν, στις διευθύνσεις των τηλεοπτικών σταθμών (με τα ίδια πρόσωπα να ανακυκλώνονται στις ίδιες θέσεις την τελευταία εικοσαετία), έχουν οδηγήσει σε μια πρωτοφανή έλλειψη νέων ιδεών, αποτέλεσμα της οποίας είναι η ανάσυρση παλιών τηλεοπτικών επιτυχιών από τη ναφθαλίνη, κάτι που δεν θα ήταν απαραίτητα κακό αν δεν συνδυαζόταν με μια σχεδόν πλήρη έλλειψη νέων τηλεοπτικών προτάσεων.
Αν εξαιρέσουμε τα τραγικά - τόσο ως ιδέες όσο και ως εκτελέσεις - "Lucky Room" και "Καλύτερο ζευγάρι", οποιοδήποτε άλλο ψυχαγωγικό πρόγραμμα έχει ξεκινήσει να προβάλλεται στην ελληνική τηλεόραση τους τελευταίους μήνες είναι μια επιτυχία του παρελθόντος με διαφορετικούς παρουσιαστές και σε πιο σύγχρονα σκηνικά: Κάνε παζάρι, So You Think You Can Dacnce, Rouk Zouk, Survivor, Masterchef, Ready Steady Cook (ατυχέστατος νέος τίτλος του παλιότερου "Στην κουζίνα ολοταχώς", που υποδηλώνει και μια άνευ λόγου ξενομανία) ή ακόμα και το Your Face Sounds Familiar, που βέβαια αποτελεί τηλεοπτική πρόταση της τελευταίας πενταετίας, όμως προτιμήθηκε ως εύκολη - αν και αποτυχημένη/ανιαρή εκ του αποτελέσματος - λύση για τον ΑΝΤ1 αντί να ρισκάρει αναζητώντας ή δημιουργώντας ένα εξ ολοκλήρου καινούριο πρόγραμμα. Κι αυτά έρχονται να προστεθούν στον "Τροχό της Τύχης", στο Deal, αλλά και στο "Άκου τι είπαν", που τα έχουν καταφέρει αξιοπρεπώς από άποψη τηλεθέασης, αν και χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο και μετά από μακρά έλλειψη καθημερινών τηλεπαιχνιδιών.
Ωστόσο, απ' όλα τα παραπάνω μόνο το Survivor κατάφερε να δημιουργήσει αίσθηση σημειώνοντας ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία από τα αντίστοιχα του Mega προ ετών κι αυτό γιατί είναι τόσο πολύ διαφορετικό το όλο στήσιμο του παιχνιδιού, ώστε μόνο ο τίτλος παραπέμπει πραγματικά στο αρχικό κόνσεπτ του παιχνιδιού, ενώ οι κανόνες και όλη η παραγωγή διέπονται από μια ολότελα ανατρεπτική, πιο φρέσκια ματιά. [Για το Survivor θα περιοριστώ μόνο να σημειώσω παρενθετικά ότι δεν ανήκω στους φανατικούς τηλεθεατές, αν και έχω σχηματίσει τελικά δική μου άποψη, συνήθως βλέπω αποσπάσματα στο ζάπινγκ ή όταν δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω ή να δω, ενώ άρχισα να δείχνω ένα κάποιο ενδιαφέρον χάρη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και κυρίως χάρη στον καταπληκτικό Πανελλήνιο Σύλλογο Μάνατζερ Ράγκμπι, όμως μπορώ να κατανοήσω την τεράστια επιτυχία που σημειώνει]
Αντίθετα, τα υπόλοιπα αναπαλαιωμένα προγράμματα περιορίζονται σε μέτριες επιδόσεις στους πίνακες τηλεθέασης, γιατί δεν έχουν κάτι πραγματικά καινούριο, καμία έκπληξη να προτείνουν, αλλά συναγωνίζονται τον παλιότερο εαυτό τους συχνά με λάθος επιλογές παρουσιαστών/παρουσιαστριών. Χρειάζεται ν' αναφέρω και παραδείγματα; Ας πω απλά ότι υπήρχε ένα πρόγραμμα που ανυπομονούσα να ξαναδώ στην ελληνική τηλεόραση, αλλά η επιστροφή του συνέπεσε με λάθος πρόσωπο στην παρουσίαση, αλλά και άστοχες επιλογές παικτών - μέχρι στιγμής τουλάχιστον.
Όμως και αυτές οι λάθος επιλογές παρουσιαστών και παρουσιαστριών είναι ακόμη μία ένδειξη της αδυναμίας της ελληνικής τηλεόρασης να τολμήσει επενδύοντας σε καινούριες ιδέες και σε καινούρια πρόσωπα. Στην πραγματικότητα, τα μόνα νέα πρόσωπα που αναδείχτηκαν την τελευταία πενταετία στην ιδιωτική τηλεόραση είναι η Κωνσταντίνα Σπυροπούλου και η Δούκισσα Νομικού.
Η πρώτη είναι αποτυχημένη για λόγους που όλοι καταλαβαίνουν (αλλά οι ιθύνοντες του καναλιού Άλφα επιμένουν να την κρατούν παρά τα εξαιρετικά χαμηλά νούμερα που σταθερά κάνει η εκπομπή της), ενώ η δεύτερη, αν και έχει δώσει θετικότερα δείγματα γραφής, είναι υπερεκτιμημένη υπό την έννοια ότι χρησιμοποιείται από τον ΑΝΤ1 ως πολυεργαλείο, ως μια παρουσιάστρια ικανή να ηγηθεί ή να συμμετάσχει σε κάθε είδους ψυχαγωγικά προγράμματα κάτι που δεν θα μπορούσε να ισχύσει ακόμη και για την καλύτερη παρουσιάστρια - με άλλα λόγια της λείπει η ταυτότητα.
Στους νέους παρουσιαστές θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε και τους Σάκη Τανιμανίδη και Γιώργο Μαυρίδη, όμως κρατώ μια επιφύλαξη για το κατά πόσο οι ίδιοι θέλουν ν' αναλωθούν στην τηλεόραση ως επαγγελματίες ή αν το κάνουν απλά για την πλάκα τους, όπως φαίνεται μέχρι τώρα και που ίσως να εξηγεί το μυστικό της επιτυχίας τους.
Το φαινόμενο αυτό είναι βέβαια γενικότερο, αποκαλυπτικό της έλλειψης φρεσκάδας που αποπνέεται από την ελληνική τηλεόραση τα τελευταία χρόνια. Έτσι, τα ίδια πρόσωπα ανακυκλώνονται κάθε σεζόν σε διαφορετικά προγράμματα, δοκιμάζοντας να παρουσιάσουν λίγο απ' όλα και χωρίς να εξετάζεται πιο μπροστά τι τους ταιριάζει και τι όχι, ίσως χωρίς να έχουν δική τους άποψη ή να τους λείπει η αυτογνωσία, απλά για να έχουν μια δουλειά (κάτι θεμιτό βέβαια!) ή να βγαίνουν στο γυαλί (εντελώς αθέμιτο ως υπερβολικά ματαιόδοξο).
Από την άλλη, υπάρχει κι ένα ολόκληρο κανάλι, το οποίο έξι χρόνια μετά την ίδρυσή του εξακολουθεί να αυτοπροσδιορίζεται ως "νέο" για να δικαιολογήσει τις μικρομεσαίες (ευτυχώς!) τηλεθεάσεις του, η όλη φιλοσοφία του οποίου είναι βασισμένη σε εντελώς παλιακές ιδέες. Έτσι, αυτό το "νέο" - και καλά - κανάλι δεν έχει προτείνει ούτε ένα καινούριο τηλεοπτικό κόνσεπτ και δεν έχει αναδείξει ούτε ένα καινούριο τηλεοπτικό πρόσωπο όλα αυτά τα χρόνια, αλλά προσπαθεί να αντιγράψει το παράδειγμα του παλιού Άλτερ, που τότε είχε μεν προκαλέσει αίσθηση (όχι βέβαια για την ποιότητα των προγραμμάτων του κατά παραδοχή και των πιο φανατικών τηλεθεατών του) όπως και μια σχετική επιτυχία, απλά και μόνο επειδή ήταν κάτι καινούριο για την εποχή εκείνη και υποστηριζόταν από ένα κράμα καινούριων και έμπειρων προσώπων, που όμως δεν είχαν εκτεθεί πολύ στο γυαλί. Επίσης, το Άλτερ διέθετε και ένα πλούσιο παιδικό πρόγραμμα, που ανέβαζε το μέσο όρο τηλεθέασης του σταθμού, ενώ του έφερνε και έσοδα.
Ε, το σημερινό (κακό) αντίγραφο του (κακού) Άλτερ χωρίς χρήματα, χωρίς φαντασία και με διαφημίσεις διαφόρων προϊόντων ομορφιάς αντί βιβλίων και cd, έχει βασίσει όλο το πρόγραμμά του σε παλιές ιδέες και πρακτικές, που σημειώνουν μέτριες τηλεθεάσεις κυρίως στις μεγαλύτερες ηλικίες - γιατί άραγε; Η μοναδική του δε απόπειρα καινοτομίας ήταν η ανάσυρση από τα αζήτητα ενός παλιού ριάλιτι/τάλεντ σόου προ δεκαπενταετίας, που σήμερα εξακολουθεί να προβάλλεται μόνο σε αραβικά δορυφορικά κανάλια (τα οποία απευθύνονται σε πολλές δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες εκατομμύρια τηλεθεατές και επομένως χωρούν και δύο και τρία και περισσότερα τάλεντ σόου σε παράλληλες προβολές), έχοντας ως κριτές πρόσωπα βγαλμένα επίσης από τη ναφθαλίνη. Έτσι αντιλαμβάνεται ένα "νέο" κανάλι την τηλεόραση του 2017, με υλικά της περασμένης δεκαετίας-δεκαπενταετίας και μετά... του φταίει η AGB!
Βέβαια, τη δική της συνεισφορά στην αναπαλαίωση της ελληνικής τηλεόρασης έχει και η ΕΡΤ, ενώ το ίδιο ίσχυε και για το ανεπιτυχές πείραμα της ΝΕΡΙΤ όσο διήρκεσε. Καινούριες ιδέες δεν υπάρχουν τόσο στην ενημέρωση, όπου η δημόσια τηλεόραση όφειλε να πρωτοπορήσει με λιγότερες φλυαρίες γύρω από στρογγυλά τραπέζια και περισσότερα ρεπορτάζ, όσο και στην ψυχαγωγία, η οποία μοιάζει σχεδόν εξοβελισμένη, περιοριζόμενη στην προβολή διπλών επεισοδίων ξένων σίριαλ και σε αδιάφορα, άνευρα ψυχαγωγικά/πολιτιστικά μαγκαζίνο, δομημένα σε συνταγές και προσεγγίσεις της ΕΡΤ της δεκαετίας του '90, την εποχή που η ΕΡΤ σημείωσε - και όχι άδικα - το αρνητικό ρεκόρ τηλεθέασης στην ιστορία της. Τηλεπαιχνίδια, σόου (όπως όλα τα ευρωπαϊκά κρατικά κανάλια διαθέτουν στον προγραμματισμό τους χωρίς σνομπισμό ή διάθεση παράδοσης μαθημάτων ανώτερης πολιτιστική παιδείας), αλλά και τα ελληνικά σίριαλ είναι άγνωστα εδώ και πολλά χρόνια - πριν καν ξεκινήσει η οικονομική κρίση!
Παραδόξως, πάντως, ένα από τα λίγα προγράμματα της ΕΡΤ που βρίσκω ενδιαφέρον, είναι το "Μικρό σπίτι στο λιβάδι", που προβάλλεται σε επανάληψη μετά από πολλά χρόνια. Εντάξει, ο κάθε κανόνας έχει και την εξαίρεσή του και εδώ πρόκειται για μια τέτοια περίπτωση.
Στη λαίλαπα των επαναλήψεων εντάσσεται και το Μέγκα, που θα μπορούσε κάλλιστα να ονομαστεί και Mega Gold, αλλά εξαιρείται από την όποια κριτική για ευνόητους λόγους και με την ελπίδα ότι σύντομα το πρόγραμμα του σταθμού θα επανέλθει στην ομαλότητα. Μάλιστα, αν υπάρχει κάτι που μ' ενοχλεί στο γεμάτο επαναλήψεις πρόγραμμα του Μέγκα αυτήν τη στιγμή, είναι η επιμονή σε σειρές που προβλήθηκαν μετά το 2000 πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Ακόμη και το "Ντόλτσε Βίτα" σταμάτησε να προβάλλεται σε επανάληψη, την ώρα που έχουμε δει τους υπερεκτιμημένους "Singles" τουλάχιστον τρεις φορές (και σύντομα θα τους υποστούμε για τέταρτη) το τελευταίο δεκαπεντάμηνο.
Ευτυχώς, το κανάλι θυμήθηκε ν' ανασύρει από τα αραχνιασμένα συρτάρια του της δεκαετίας του '90 κάποιες σειρές του Γιώργου Κωνσταντίνου, αλλά γιατί να μην υπήρχε μια ειδική ζώνη το πρωί ή τα Σαβατοκύριακα, όταν η διαφημιστική πίτα είναι ούτως ή άλλως μικρή, με σειρές που έχουμε πολλά χρόνια να δούμε, όπως "Τρεις Χάριτες", "Δις Εξαμαρτείν", "Οι απαράδεκτοι", "Οι αυθαίρετοι", "Η Ελίζα και οι άλλοι", "Πατήρ, υιός και πνεύμα" κλπ., αλλά και αξιόλογες δραματικές/κοινωνικές σειρές όπως "Γυναίκες", "Απών", "Οι τελευταίο εγγονοί", "Οι φρουροί της Αχαΐας" ή ακόμα και τα καλτ "Δίψα" και "Φόνος χωρίς ταυτότητα" ως αναμνηστικά μιας τελείως διαφορετικής τηλεοπτικής - και όχι μόνο - εποχής!
Κι αν ακόμη ισχύει ότι υπάρχει ζήτημα πνευματικών δικαιωμάτων για τους "Απαράδεκτους" ή για τις σειρές των Ρέππα και Παπαθανασίου, φαντάζομαι ότι οι δημιουργοί θα ανέχονταν τιμής ένεκεν και δεδομένων των οικονομικών δυσκολιών του σταθμού να ξαναπροβάλλονταν οι σειρές αυτές για μια έστω φορά.
Ωραία και μακρά - ίσως και λίγο κουραστική - η ανάλυση, όμως τι φταίει και η ελληνική τηλεόραση μένει δέσμια του παρελθόντος της σε ό,τι αφορά την ψυχαγωγία με εξαίρεση τη μυθοπλασία, όπου και εκεί βέβαια δεν φημίζεται για τις πρωτότυπες ιδέες της;
Λίγο πολύ, έχω ήδη περιγράψει τα περισσότερα. Ένας λόγος είναι η ανακύκλωση των ίδιων προσώπων στις διευθύνσεις των καναλιών εδώ και πολλά χρόνια, πρόσωπα που μόνο εν μέρει παρακολουθούν τις διεθνείς τηλεοπτικές εξελίξεις ψάχνοντας "ασφαλή" προγράμματα, έχουν κολλήσει σε παλιές σταθερές, φοβούνται το ρίσκο και αδυνατούν να παραδεχθούν ότι κάποιες παλιές σταθερές έχουν πάψει να υφίστανται (π.χ. η εδώ και πολλά χρόνια ξεπερασμένη ιδέα των τρίωρων και τετράωρων μαγκαζίνο τα πρωινά του σαββατοκύριακου στα πρότυπα του παλιού "Πρωινού Καφέ", ώστε φτάσαμε να υπάρχει μόνο ένα καθημερινό μαγκαζίνο αντίστοιχης θεματολογίας και τρία το σαβατοκύριακο, όταν οι περισσότεροι τηλεθεατές λείπουν για ψώνια/καφέ/βόλτα με τα παιδιά κλπ.).
Δεύτερος λόγος είναι σίγουρα η οικονομική κρίση. Τα κανάλια ήταν ζημιογόνες επιχειρήσεις πολύ πριν το 2010, η αβεβαιότητα για το οικονομικό τους μέλλον τα οδήγησε σε μια πιο μετρημένη οικονομική διαχείριση και τελικά επέτεινε τον φόβο του ρίσκου αντί ν' απελευθερώσει καινούριες δημιουργικές δυνάμεις, που δεν θα αναζητούσαν ν' αγοράσουν πανάκριβα πρότζεκτ από το εξωτερικό, αλλά θα είχαν τη φαντασία, τη διάθεση και την ικανότητα να πλάσουν δικές τους ιδέες, που στην πράξη σημαίνει λιγότερα έξοδα (εφόσον δεν θα υπάρχουν ή θα είναι σαφώς μικρότερες οι τεράστιες δαπάνες αγοράς των ξένων σούπερ σόου). Αλλά το brainstorming είναι μια έννοια άγνωστη όχι μόνο στην ελληνική τηλεόραση, αλλά στις περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις.
Και ερχόμαστε σ' έναν τελευταίο κρίσιμο λόγο, που συνδέεται με τον προηγούμενο. Καλώς ή κακώς, παρά τις επίμονες προσπάθειες των ελληνικών καναλιών να μας πείσουν για το αντίθετο όσο εκκρεμούσε η ακυρωθείσα από το ΣτΕ απόπειρα αδειοδότησης των ελληνικών καναλιών, η οικονομική κρίση στον χώρο της τηλεόρασης επιτείνεται από το γεγονός ότι λειτουργεί ένας μεγάλος αριθμός τηλεοπτικών σταθμών, οι οποίοι δεν έχουν θεματικό περιεχόμενο, αλλά διεκδικούν όλοι μερίδιο από την ίδια πίτα, απευθυνόμενοι στο σύνολο των τηλεθεατών (φύλο, ηλικία, ενδιαφέροντα).
Όποιος ξέρει πέντε πράγματα από την παγκόσμια τηλεοπτική πραγματικότητα, γνωρίζει ότι σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες (από τη Μ. Βρετανία μέχρι την Ιταλία και την Πολωνία) υπάρχουν στην πραγματικότητα δυο με τρεις σταθμοί που απευθύνονται στο γενικό κοινό και οι υπόλοιποι, που συνήθως μοιράζονται σε δυο τρεις μιντιακούς ομίλους μιας και στο εξωτερικό δεν ονειρεύεται ο κάθε πικραμένος να γίνει καναλάρχης, είναι θεματικοί, δηλαδή στοχεύουν σε ειδικά κοινά: άλλος έχει νεανικό προφίλ, άλλος απευθύνεται στις γυναίκες, άλλος στους νέους άνδρες, άλλος στους άνδρες 25-45 ετών κλπ. και με αυτά τα κριτήρια γίνεται η επιλογή των σίριαλ, των ταινιών και των σόου που συμπληρώνουν το καθημερινό πρόγραμμα του εκάστοτε σταθμού.
Και ενώ στο εξωτερικό μόνο τα δελτία ειδήσεων συνήθως συμπίπτουν να προβάλλονται τις ίδιες ώρες, στην Ελλάδα, όλα τα κανάλια εθνικής εμβέλειας ανταγωνίζονται το ένα το άλλο παίζοντας παρόμοιου ύφους προγράμματα τις ίδιες ώρες, απευθύνονται όλα στο γενικό κοινό χωρίς να έχουν συγκεκριμένη ταυτότητα, θέλουν όλα να γίνουν μεγάλα στη θέση των μεγάλων και τελικά καταλήγουν να πέσουν θύματα αυτής της στρεβλής αλαζονείας τους, που στο εξωτερικό θεωρείται ξεπερασμένη εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία με δεκαπενταετία, ώστε κάνουν κακή οικονομική διαχείριση και ανατροφοδοτούν τις οικονομικές τους αδυναμίες, τις οποίες αντιμετωπίζουν με λάθος τρόπο, όπως ήδη σχολίασα, ανατροφοδοτώντας έναν φαύλο κύκλο.
Με άλλα λόγια, είναι καλό να υπάρχουν δεκάδες κανάλια που να εκπέμπουν ελεύθερα, αλλά και συνδρομητικά ή δορυφορικά όπως γίνεται στο εξωτερικό. Παράλληλα όμως να μιμηθούμε το ευρωπαϊκό και το αμερικανικό παράδειγμα στην ολότητά του. Να μην θέλει ο κάθε ματαιόδοξος - και εν πολλοίς άσχετος με τα ΜΜΕ - επιχειρηματίας να γίνει καναλάρχης απλά και μόνο γιατί φαντάζεται ότι έτσι θα ανεβάσει δήθεν το πρεστίζ του (ή για όποιον άλλο άκυρο λόγο ο ίδιος πιστεύει), να καταλάβουν οι ιδιοκτήτες των τηλεοπτικών σταθμών ότι οι επιχειρήσεις τους πρέπει να έχουν συγκεκριμένη ταυτότητα και ότι εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να γίνει ανταγωνισμός έξι, εφτά και οκτώ καναλιών που διεκδικούν μερίδιο από την ίδια ακριβώς διαφημιστική πίτα, αλλά αντίθετα επιβάλλεται να δημιουργηθούν τηλεοπτικοί σταθμοί με ξεχωριστό προφίλ, και βέβαια να εμπιστευθούν τις επιχειρήσεις τους (πίσω και μπροστά από τις κάμερες) σε καινούρια πρόσωπα, όπου το "καινούριο" δεν συνδέεται με τις ηλικίες (ίσα ίσα που στις ΗΠΑ σπανίζουν οι επιτυχημένοι παρουσιαστές κάτω των 40 ετών), όσο με τις φρέσκες ιδέες.
Μπορεί η ελληνική τηλεόραση να πάψει να κινείται εκ του ασφαλούς και να ρισκάρει λιγάκι με φαντασία και όραμα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου