14 Φεβρουαρίου 2017

Από την ερωτική επιστολογραφία σπουδαίων ανθρώπων του παγκόσμιου πνεύματος

Μια φορά κι έναν καιρό, πριν εφευρεθεί το τηλέφωνο, οι άνθρωποι επικοινωνούσαν μεταξύ τους με επιστολές. Ένα ξεχωριστό είδος επιστολών ήταν τα ερωτικά ραβασάκια, μηνύματα που αντάλλασσαν οι ερωτευμένοι μεταξύ  τους για να κάνουν ερωτικές εξομολογήσεις και να εκφράσουν γενικότερα τα συναισθήματά τους. Εδώ που τα λέμε, βέβαια, ας μην χρεώνουμε απλά στο τηλέφωνο αυτήν την αλλαγή νοοτροπίας ως προς τον τρόπο επικοινωνίας, κάτι όχι απαραίτητα κακό σε τελική ανάλυση, αφού το ίντερνετ και η δυνατότητα αποστολής ολόκληρων κατεβατών σε μηδενικό χρόνο δεν αντέστρεψε την τάση ούτε συνέβαλε στην αναγέννηση της ερωτικής επιστολογραφίας. Απλά οι άνθρωποι εκφραζόμαστε αλλιώς.

Το θέμα είναι ότι κάποτε - προ αιώνων - οι άνθρωποι καλώς ή κακώς εκφράζονταν μέσα από την επιστολογραφία, που έφτασε ν' αποτελεί ξεχωριστό λογοτεχνικό είδος. Και πώς όχι, όταν μιλάμε για γράμματα, που φέρουν την υπογραφή σπουδαίων πνευματικών ανθρώπων, οι οποίοι ερωτεύονταν και ζούσαν έντονα συναισθήματα, όπως όλοι οι άνθρωποι άλλωστε, είχαν όμως το επιπλέον προνόμιο να μπορούν να εκφράζονται με μοναδική εκφραστικότητα. Οι επιστολές που ακολουθούν είναι ένα μικρό δείγμα ερωτικής επιστολογραφίας με αποστολείς ή παραλήπτες ορισμένα από τα πιο εξέχοντα πρόσωπα της ευρωπαϊκής διανόησης περασμένων αιώνων, που όμως έχουν κάτι να πουν και στη σημερινή εποχή. Εξάλλου, μπορεί να έχουν αλλάξει τα μέσα με τα οποία εκφραζόμαστε, όμως τα ανθρώπινα συναισθήματα - και μεταξύ αυτών βασιλιάς ο έρωτας - έχουν το ίδιο βάθος.

Η Σοφί Ντ' Ουντετό προς τον Ζαν Ζακ Ρουσσό:
Φίλε πολίτη,
Η αγάπη σας χαρίζει στην ζωή μου μία από τις μεγαλύτερες ευτυχίες που μπορεί να δοκιμάσει ο άνθρωπος. Εκείνο που είχα ποθήσει, είναι ακριβώς ένας εραστής. Είχα έναν εραστή και ο εραστής αυτός έτυχε να είστε εσείς. Η ευτυχία μου δηλαδή είναι πιο μεγάλη απ' ό,τι την φαντάστηκα.
Περισσότερα δεν μπορώ να σας πω σήμερα. Όταν, ως γνωστόν, ο άνθρωπος είναι ευτυχισμένος, σιωπά.
Δική σας,
Σοφία


Επιστολές του Σατωβριάνδου προς την αγαπημένη του Ιουλιέτα Ρεκαμιέ:
Αγαπημένη μου,
Σε είδα απόψε στ' όνειρό μου. Τι ωραίο, τι θαυμάσιο όνειρο! Τότε έδωσα δίκιο σ' όσους λένε ότι η ζωή των ερωτευμένων είναι ένα όνειρο. Αν με ρωτήσεις τι σου είπα και τι μου είπες στ' όνειρο, δεν θα μπορέσω να θυμηθώ.
Θυμάμαι, όμως, ότι πέρασα στιγμές, στις οποίες με πλημμύρισε ένας νεανικός έρωτας, μια τρέλα, ένα μεθύσι. Ξέχασα και όνομα και ηλικία και σοβαρότητα και σε χάρηκα μέσα στην αγκαλιά σου σαν νέος είκοσι χρονών.
Ω, αν έβλεπες κι εσύ το ίδιο όνειρο μια νύχτα. Πόσο θα με καταλάβαινες, πόσο θα εκτιμούσες την ειλικρίνεια του αισθήματός μου! Η νύχτα αυτή θα μας έδινε την ευτυχία.
Δικός σου,
Σατωβριάνδος

Αγαπημένη μου,
Είναι δύο μέρες που έχω να σε δω, αλλά ό,τι κι αν σου πω, θα είναι λίγο. Άλλοτε είχα να σε δω λίγες ώρες και έτρεχα στο σπίτι σου τρελός από αγωνία και έρωτα. Σκέψου, λοιπόν, την ψυχική μου κατάσταση τώρα που λείπω από το Παρίσι δύο ολόκληρες μέρες. Οι ψευδαισθήσεις, που παθαίνω, είναι αναρίθμητες. Βγαίνω από το ξενοδοχείο μου για να πάω περίπατο. Ε, μετά από πέντε λεπτά της ώρας έχω την ιδέα ότι έρχομαι στο σπίτι σου. Και πρέπει να με σταματήσει κάποιος, να μου μιλήσει, για να καταλάβω πού βρίσκομαι.
Αυτό είναι μια λεπτομέρεια. Για να σου διηγηθώ το μαρτύριό μου, πρέπει να γράψω ένα ολόκληρο βιβλίο, ένα ολόκληρο μυθιστόρημα. Ελπίζω ότι σε λίγο θα είμαι κοντά σου και τότε ζαρωμένος στην αγκαλιά σου θα σου διηγηθώ το μυθιστόρημά μου.
Χίλια φιλιά,
Σατωβριάνδος

Αγαπημένη μου,
Έλαβα την τελευταία μακροσκελή επιστολή σου και σ' ευχαριστώ. Όλη την ημέρα την έσφιγγα πάνω στην καρδιά μου και ήρθαν στιγμές που νόμισα ότι κρατούσα τα χέρια που έγραφαν το γράμμα αυτό.
Ω, αγαπητή μου Ιουλιέτα, νά ξερες πόσο αισθάνομαι το χωρισμό μας. Χωρίστηκα από τη μητέρα μου, από τον πατέρα μου. Πέρασα ημέρες δυστυχισμένος. Ποτέ όμως δεν πόνεσα τόσο, ποτέ δεν αισθάνθηκα το χωρισμό τόσο μαρτυρικά.
Δεν ξέρω πώς περνάς τις μέρες σου. Εγώ όμως νομίζω πως πληρώνω όλα τα αμαρτήματά μου εδώ, σ' αυτόν τον κόσμο.
Δικός σου, 
Σατωβριάνδος


Η Γεωργία Σάνδη προς τον ποιητή Αλφρέδο ντε Μυσσέ:
Αγαπημένε μου,
Σου γράφω, όπως βλέπεις, από το Παρίσι. Το γράμμα σου έδειχνε τόση οδύνη, ώστε δεν μπόρεσα να μείνω περισσότερο μακριά σου. Καταλαβαίνω ότι είναι ανάγκη να συναντηθούμε το γρηγορότερο, εντός της ημέρας αν είναι δυνατόν. Μην διστάζεις, μην ανησυχείς. 
Από το στόμα μου δεν θ' ακούσεις ούτε μια δυσάρεστη λέξη. Έλα να με βρεις, άγγελέ μου, έλα σ' εμένα μ' εμπιστοσύνη. Έλα και θα δεις πόσο αφοσιωμένη σού είμαι. Έλα να θυμηθούμε τα περασμένα, να κλάψουμε και να γελάσουμε μαζί, να μιλήσουμε για την ζωή και το θάνατό. Είμαι εντελώς στη διάθεσή σου.
Ή καλύτερα δεν είμαι παρά ό,τι θέλεις εσύ. Τον τόπο στον οποίο θα θελήσεις να κατοικήσεις, θέλω να τον κάνω πατρίδα μου. Εκεί που θα πεθάνεις, θα πεθάνω και στο χώμα που θα σε θάψουν, θέλω να θάψουν κι εμένα. Είναι λόγια από τη Βίβλο αυτά. Εκφράζουν όμως όλη την ψυχική μου κατάσταση.
Έλα, λοιπόν, έλα!
Σε φιλώ
Γεωργία Σάνδη


Επιστολές του Βίκτορα Ουγκώ προς την Αντέλ Φουσέ, όταν οι δυο τους ήταν αρραβωνιασμένοι (κρυφά από τη μητέρα του Ουγκώ), πριν παντρευτούν:
Αγαπητή μου Αντέλ,
Έχουν περάσει δυο χρόνια ακριβώς από τη βραδιά που πήγαμε για πρώτη φορά μαζί στο θέατρο. Τη θυμάσαι τη βραδιά αυτή; Έπαιζαν τον Άμλετ. Θυμάσαι πόση ώρα περιμέναμε τον αδελφό σου σε κάποιο δρομάκι κοντά στο θέατρο και πόσα πράγματα είπαμε την ώρα εκείνη της αναμονής; Κι έπειτα θυμάσαι ότι καθ'όλη τη διάρκεια της παράστασης είχες το χέρι σου ακουμπισμένο πάνω στο δικό μου;
Ω, αγαπημένη μου Αντέλ, όσο σκέφτομαι ότι από τη βραδιά εκείνη έχουν περάσει δύο ολόκληρα χρόνια και ότι ο έρωτάς μου είναι ίδιος στην αγνότητα και στη σφοδρότητά του όπως τότε, γίνομαι ευτυχισμένος, πολύ ευτυχισμένος. Αμέσως όμως συλλογίζομαι μήπως όλα αυτά είναι απλές αναμνήσεις για την Αντέλ και τίποτε περισσότερο; Μήπως όλα αυτά είναι κάτι που ζει μόνο στη δική μου φαντασία και για την Αντέλ είναι ένα λησμονημένο σχεδόν επεισόδιο;
Και η αγωνία πλημμυρίζει μέσα μου και απειλεί να με πνίξει. Γιατί χωρίς εσένα, ο κόσμος για μένα δεν υπάρχει. Οικογένεια, συγγενείς, φίλοι υπάρχουν, όταν υπάρχεις κι εσύ. Δεν ντρέπομαι να σου πω πως είμαι ένα αντικείμενο, που βρίσκεται πάντοτε στη διάθεσή σου.
Φιλώ τα χέρια σου
Βίκτωρ Ουγκώ

Αγαπημένη μου,
ακόμη σκέφτομαι, χρυσή μου Αντέλ, το χορό, στον οποίο πήγαμε την περασμένη Πέμπτη. Μου έδωσε μια από τις ισχυρότερες συγκινήσεις που αισθάνθηκα ποτέ στην ζωή μου. Ο χορός αυτός είμαι βέβαιος ότι μείνει ανεξίτηλος στη μνήμη μου, όπως έμεινε κι ένας άλλος παλιότερος, αλλά εξίσου αλησμόνητος.
Αντέλ μου, δεν σου έκανα ποτέ λόγο για το χορό αυτό. Σήμερα όμως αισθάνομαι την ανάγκη να σου μιλήσω για τις σκέψεις που μου προκαλεί η παλιά αυτή ανάμνηση.
Ήταν 29 Ιουνίου. Η μητέρα μου είχε πεθάνει ακριβώς πριν από δυο ημέρες και γύριζα από το νεκροταφείο του Βοζιράρ. Μόλις είχε δύσει ο ήλιος και βάδιζα σαν βυθισμένος σε λήθαργο, όταν κατά τύχη βρέθηκα μπρος στην πόρτα σου. Ήταν ανοιχτή. Στάθηκα σκεπτικός στο κατώφλι αρκετή ώρα. Έπειτα θέλησα να συνεχίσω το δρόμο μου, αλλά κατάλαβα ότι κάτι με κρατούσε και δεν με άφηνε να προχωρήσω. Κύριοι και κυρίες έμπαιναν κάθε τόσο και ανέβαιναν τις σκάλες χαρούμενοι. Παρασύρθηκα και ανέβηκα κι εγώ. Πέρασα τη μια αίθουσα, την άλλη. Στην τρίτη σε είδα να χορεύεις. Ω, πόση οδύνη, πόσο σπαραγμό ένιωσα εκείνη τη στιγμή! Η Αντέλ πανευτυχής κι εγώ βυθισμένος στο πένθος!
Κατέβηκα κι έφυγα με σφιγμένη την καρδιά  Άλλο τίποτα δεν θυμάμαι. Αλλά αυτό το θυμάμαι και θα το θυμάμαι αιώνια. Θα μου πεις τι σχέση έχει ο χορός εκείνος με το προχθεσινό; Για να σου το γράψω εγώ, κάποια σχέση θα έχει. Ο νοών νοείτω.
Δικός σου,
Βίκτωρ Ουγκώ

Αγαπημένη μου,
Την περασμένη Πέμπτη και ακριβώς την ώρα που σου γράφω, ήμουν πανευτυχής. Ήσουν κοντά μου, πολύ κοντά μου, αισθανόμουν κάθε κίνηση του σώματός σου, ανέπνεα σχεδόν την αναπνοή σου, μάζευα ένα ένα τα λόγια σου, που όλα ήταν για μένα, για την αγάπη μας. Η ευτυχία που αισθάνομαι πλάι σου είναι ευτυχία εξαιρετική, κάτι που δεν μπορώ να καθορίσω. Μόλις χωριστούμε, αρχίζω να θρηνώ την ευτυχία αυτή σαν να μην πρόκειται να σε ξαναδώ και όταν συναντηθούμε πάλι, μου φαίνεται ότι την δοκιμάζω για πρώτη φορά. Αυτό είναι το μυστικό της αγάπης μας: ότι με τον καιρό γίνεται πιο δυνατή και διαρκώς ανανεώνεται. Γνωρίσματα δηλαδή ανώτερης αγάπης.
Μόνο οι αδύνατοι και οι μικρόψυχοι, αγαπητή μου Αντέλ, αμφιβάλλουν για την αιωνιότητα της αγάπης. Στο βάθος της ψυχής κάθε ανθρώπου που αγαπά αληθινά, ακούγεται μια φωνή που του λέει ότι θ' αγαπά πάντοτε. Και πραγματικά, η αγάπη είναι η ζωή της ψυχής. Για κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, η αγάπη είναι το επαρκέστερο γνώρισμα της αθανασίας των θνητών.
Όλα αυτά, αγαπητή μου Αντέλ, μην τα πάρεις για λόγια του αέρα. Είναι οι μεγαλύτερες αλήθειες της ζωής, είναι οι σκέψεις που κάνει όποιος έχει καταλάβει τον προορισμό του σ' αυτόν τον κόσμο.
Σε φιλώ,
Βίκτωρ Ουγκώ

Δυστυχώς, ακόμη και ένας τόσο παθιασμένος έρωτας φαίνεται ότι τελικά δεν είναι ανίκητος. Η Ιουλιέτα Ντρουέ ήταν γραμματέας, αλλά και ερωμένη του διάσημου συγγραφέα και αυτή είναι μια ερωτική της επιστολή προς τον Ουγκώ:
Αγαπημένε μου,
Πριν από οτιδήποτε άλλο αισθάνομαι την ανάγκη να σου γράψω δυο λόγια ερωτικά. Σ' αγαπώ, Βίκτωρ μου, σ' αγαπώ τρελά. Και τα λόγια αυτά δεν είναι συνηθισμένα λόγια αγάπης. Είναι μια ομολογία πίστεως που εγκλείει τα καθήκοντα κάθε αληθινά ερωτευμένης γυναίκας. Σ' αγαπώ, δηλαδή στον κόσμο όλο βλέπω μόνο εσένα, σκέφτομαι μόνο εσένα, μιλώ μόνο για σένα, εμπνέομαι μόνο από σένα, ποθώ μόνο εσένα, ονειρεύομαι μόνο εσένα, με δυο λέξεις: "Σ' αγαπώ"!
Μην είσαι λοιπόν μελαγχολικός, άφησε τον εαυτό σου ν' αγαπά και είναι ευτυχισμένος, μην αμφιβάλλεις για την αγάπη μου.
Σε φιλώ
Η Ιουλιέτα σου

---------------------------------------


Η αυθεντικότητα των παρακάτω επιστολών ελέγχεται, καθώς φέρονται ν' ανήκουν σ' έναν κύκλο επιστολών του Συρανό ντε Μπερζεράκ προς τη Ρωξάνη. Όμως ο αληθινός Σιρανό δεν υπήρξε ποτέ πραγματικά ερωτευμένος με τη Ρωξάνη, αλλά όλη η ιστορία μεγεθύνθηκε χάρη στο διάσημο θεατρικό έργο του Εντμόντ Ροστάντ. Θα μπορούσαν βέβαια να είναι πραγματικές επιστολές του αληθινού Συρανού με άλλη αποδέκτρια ή απλά αποκυήματα λογοτεχνικής φαντασίας. Είναι όμως ενδιαφέροντα δείγματα ερωτικής επιστολογραφίας και ως τέτοια αξίζει τον κόπο ν' αναπαραχθούν (με επιφύλαξη περί της αυθεντικότητάς τους):
Κυρία,
Η αγάπη μου έχει γίνει μια πελώρια φωτιά μέσα στην οποία καίγομαι. Εντούτοις, η φωτιά αυτή είναι ένα θείο πυρ, αφού σας αγαπώ, όπως οι άγιοι αγαπούν το Θεό. Σας αγαπώ χωρίς να σας έχω δει. Αλλά τι σημαίνει; Το πρόσωπο που μου μίλησε για εσάς, μου έδωσε μια τόσο παραστατική εικόνα των θελγήτρων σας, ώστε να μη χρειάζεται τίποτε άλλο για να αναστατώνεται κανείς απλώς στο άκουσμα του ονόματός σας.
Μια παράκληση έχω να σας απευθύνω. Μην κακομεταχειριστείτε το γράμμα αυτό. Δίκαια θα ρωτήσετε πώς η περιγραφή των θελγήτρων σας δεν πέταξε την πένα από τα χέρια μου, δεν μ' έκανε να σκεφτώ χωρίς να τολμήσω να σας γράψω. Τι θέλετε να σας απαντήσω; Τι να σας πω; Ο άνθρωπος κάποτε γίνεται τολμηρός στον έρωτα, όπως και στον μεγάλο κίνδυνο. Φαίνεται δε ότι η τόλμη ήρθε σ' εμένα στην προκείμενη περίπτωση. Αλλά γι' αυτό νομίζω ότι δεν είμαι τόσο αξιοκατάκριτος.
Δούλος σας
Συρανό


Κυρία,
Μην παραπονιέστε, επειδή μου εμπνεύσατε τόσο ερωτικό πάθος από τη στιγμή που σας γνώρισα.
Μην παραπονιέστε που με θάμπωσε τόσο ο ήλιος της ομορφιάς σας.
Μην παραπονιέστε για τη γοητεία σας, με την οποία αιχμαλωτίζετε και τον πιο αδιάφορο και τον πιο ατάραχο.
Μην παραπονιέστε, γιατί μόνη υπεύθυνη είστε εσείς. Χαμηλώστε τα μάτια σας και κοιτάξτε τι παθαίνουν οι άνθρωποι απ' όπου περνάτε. Προσέξτε, αγαπητή Κυρία, και θα δείτε πόσο δυστυχισμένους κάνει τους ανθρώπους η ομορφιά σας, πόση απογοήτευση τους αφήνει στην καρδιά το πέρασμά σας.
Μην παραπονιέστε λοιπόν.
Όσο για μένα, πιστέψτε ότι, αν επρόκειτο να πεθάνω τώρα, θα ήθελα ο έρωτας να βγει τελευταίος από μέσα μου, μετά από την ψυχή να μεταβληθεί σε στεναγμό και να σβήσει πλάι σας.
Δούλος σας
Συρανό

Κυρία,
Η ανάμνηση που διατηρώ από εσάς αντί να σας χαροποιεί, μου γράφετε ότι σας προξενεί λύπη. Όποιος όμως τ' ακούσει, θα μείνει κατάπληκτος.
Φανταστείτε έναν άρρωστο, που αντί να επιθυμεί τη θεραπεία της αρρώστιας του, κάνει ό,τι μπορεί για να την παρατείνει. Ε, λοιπόν, ένας άρρωστος αυτού του είδους είμαι κι εγώ από τη στιγμή που σας είδα.
Όλοι προσπαθούν να εξακριβώσουν την αρρώστια μου. Γιατροί, συγγενείς, φίλοι. Κανείς όμως δεν μπορεί να καταλάβει εκτός από μένα, που ξέρω πολύ καλά ότι είμαι αθεράπευτος, γιατί στο αίμα μου έχω το μικρόβιο του έρωτα.
Ω, να ξέρατε τι οδυνηρούς πόνους προκαλεί το μικρόβιο αυτό! Κι όμως κανείς δεν επιχείρησε να βρει το φάρμακό του. Ο εφευρέτης του θα ήταν ο μεγαλύτερος ευεργέτης του κόσμου.
Δούλος σας
Συρανό

Κυρία,
Μην ανησυχείτε. Η αρρώστια μου, η αρρώστια της οποίας αιτίας είστε εσείς, δεν είναι θανατηφόρα. Είναι όμως κάτι χειρότερο. Δεν πεθαίνω, αλλά ψήνομαι μέρα και νύχτα από πυρετό. Τρέμω κι ο σφυγμός μου είναι άτακτος.
Σας γράφω και δεν διευθύνω την πένα μου, όπως θέλω εγώ. Σας γράφω και δεν μπορώ να χαράξω στο χαρτί ό,τι είναι χαραγμένο βαθιά στην ψυχή μου.
Εσείς με καταντήσατε έτσι. Εσείς, που είναι ζήτημα αν θα χύσετε ένα δάκρυ, όταν μάθετε το θάνατό μου.
Δούλος σας
Συρανό






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου