29 Απριλίου 2021

Η ιστορία πίσω από τη φράση «Τα ζώα μου αργά»

 «Τα ζώα μου αργά». Είναι μια πολύ συνηθισμένη έκφραση, που χρησιμοποιούμε, όταν θέλουμε να καυτηριάσουμε κάποιον συνάνθρωπό μας, τον οποίο θεωρούμε βραδυκίνητο είτε στο σώμα είτε στο πνεύμα. Από πού όμως αντλεί την προέλευσή της;

Η συγκεκριμένη φράση είναι ο πρώτος στίχος ενός ποιήματος που έγραψε στα χρόνια του Όθωνα ο γιατρός Αντώνιος Καρδινάλης. Ο Καρδινάλης ήταν Βαυαρός στην καταγωγή (ένας από τους πολλούς Βαυαρούς που είχαν έρθει στο νεογέννητο ελληνικό κράτος με το νεαρό βασιλιά), ο οποίος εγκαταστάθηκε στη Λειβαδιά, όπου μάλιστα παντρεύτηκε την κόρη του τοπικού προύχοντα, Λάμπρου Νάκου. Μια μέρα, εκεί που πήγαινε να επισκεφθεί έναν ασθενή του σε κάποιο χωριό του Παρνασσού, ο Καρδινάλης έπεσε σε ενέδρα ληστών –ήταν άλλωστε μια περίοδος, όπου οι ληστρικές συμμορίες λυμαίνονταν κυριολεκτικά τη Ρούμελη. Ο Βαυαρός γιατρός έμεινε αιχμάλωτος των ληστών για ορισμένο διάστημα και όταν τελικά αφέθηκε ελεύθερος, εμπνεύστηκε το ποίημα, με το οποίο αφηγούταν την περιπέτειά του.

Το ποίημα έγινε πολύ δημοφιλές και γρήγορα προσαρμόστηκε σε μελωδία παρμένη από το μελόδραμα «Fra Diavolo». Ως τραγούδι επιβίωσε στη συλλογική μνήμη τουλάχιστον μέχρι το 1922 και το 1923, όταν ο Θεόδωρος Βελιανίτης ασχολήθηκε με την ιστορία της περιβόητης φράσης «τα ζώα μου αργά», που ήδη χρησιμοποιούταν για να περιγράψει κάθε είδους βλακεία. Μάλιστα έγραφε στην εφημερίδα Αθήναι στις 27.01.1922: «Δεν γνωρίζω αν ο Εθνικός ύμνος έγεινε ποτέ δημοτικώτερος αυτού [σ.σ. του τραγουδιού]. Αι μάμαι [=γιαγιάδες] μας, αι μητέρα μας εις το άσμα αυτό εζήτησαν να λησμονήσουν τας μικράς των πικρίας»!

Έκτοτε βέβαια το τραγούδι, όπως και το ποίημα καθαυτό, ξεχάστηκαν τελείως, όμως ο στίχος, που είχε ήδη αυτονομηθεί ως λαϊκή έκφραση, κατάφερε να επιβιώσει. Όπως άλλωστε παρατηρούσε και ο Βελλιανίτης στο χρονογράφημά του στην εφημερίδα Αθήναι το Φεβρουάριο του 1922, «οι στίχοι, σπουδαίοι ή μωροί, ζουν πλειότερον παντός άλλου εις τον κόσμον τούτο», καθώς «εις την μνήμην των λαών οι στίχοι διατηρούνται πλειότερον και μεταδίδονται ευκολώτερον από γενεάς εις γενεάν».

Τι έλεγε όμως το ποίημα; Καθώς αυτό δεν περιλήφθηκε σε κάποια ποιητική συλλογή –άλλωστε ο Καρδινάλης ήταν απλά ένας γιατρός και όχι ποιητής– ενδεχομένως στο πέρασμα του χρόνου οι στίχοι κάπως να διαφοροποιήθηκαν. Στο χρονογράφημά του, ο Βελιανίτης επικαλείται τη μαρτυρία κάποιου Β. Φαρμακίδη από το Καρπενήσι, η γιαγιά του οποίου γνώριζε τον Καρδινάλη. Συνδυάζοντας τις αναμνήσεις των δύο, η αυθεντική μορφή του ποιήματος είχε ως εξής:

 Τα ζώα μου αργά

μ’ εμέ περνούσαν τα βουνά

της λιάκουρας και τους δρυμούς

κι αυτούς τους στενωπούς.

 

Εξαίφνης παρευθύς

βλέπω ληστήν με το σπαθί

στεκόμενον εις τα νερά

εκεί τα δροσερά.

 

Οίμοι τι έχω να γενώ

φοβούμαι μήπως και χαθώ

εδώ εις το βουνό.

 

Εκεί απ’ τα κλαδιά

βγαίνουν πέντ’, έξ, οκτώ παιδιά

μ’ ενδύματα πολύ λερά

και με γυμνά σπαθιά.

 

Μου βάζουνε και για φρουρά

έναν αχρείον μαχαιρά

και μου ζητούν εξαγορά

πέντε πουγγιά φλουριά.

 

Οίμοι τι έχω να γενώ

φοβούμαι μήπως και χαθώ

εδώ στον Παρνασσό.

 

Λίγο διαφορετικούς στίχους καταγράφει ένας άλλος Φαρμακίδης και πιο συγκεκριμένα ο Γεώργιος Φαρμακίδης στο βιβλίο του «Ο ζωγράφος Αθανάσιος Ιατρίδης (1799-1866)» (Αθήνα, 1960), όπου παρεμπιπτόντως κάνει αναφορά στο συγκεκριμένο ποίημα, χωρίς όμως να μνημονεύει το δημιουργό του. Κατά τη δεύτερη εκδοχή, το ποίημα είχε ως εξής:

 Τα ζώα μου αργά/ μ’ εμέ περνούσαν τα βουνά

Της Λιάκουρας και τους δρυμούς/ κι αυτάς τας στενωπούς.

 

Κ’ εξαίφνης παρευθύ/ βλέπω ληστήν με το σπαθί

Στεκόμενον εις τα νερά/ εκεί τα δροσερά.

 

Οίμοι! Τι έχω να γενώ,

Φοβούμαι μήπως και χαθώ

Εδώ εις το βουνό.

 

Αλλά το σοβαρό/ αγέρωχο και τρομερό

Ύψος τ’ αντρός και το κορμί/ μ’ έσφαξαν στην ψυχή.

 

Εκεί απ’ τα κλαριά/ εβγήκαν έξ, εφτά παιδιά

Μ’ ενδύματα πολύ λερά/ και με γυμνά σπαθιά.

 

Φρίκη σ’ εμέ τον δυστυχή,

Όστις ευρέθηκα εκεί

Εις αυτή τη στιγμή.

 

Κι ευθύς με τον ληστή/ ορμούν σ’ εμέ σαν αετοί,

Τα χέρια μου εις τα κλαδιά/ μου δέσανε σφικτά.

 

Πλην σαν παρακαλείς/ ποσώς δεν πείθετ’ ο ληστής,

Σαν τύραννος προστάζ’ ευθύς/ διά να εκδυθείς.

 

Σου βάζει και φρουρά/ έναν αχρείο μαχαιρά

Και σου ζητεί για ξαγορά/ πέντε πουγγιά φλουριά.

 

Οίμοι! Τι έχω να γενώ,

Φοβούμαι μήπως και χαθώ

Εδώ στον Παρνασσό!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου