7 Αυγούστου 2018

Τι είδε ένας Ιάπωνας καθηγητής στην Ελλάδα του 1910 και πώς έκρινε τα μειονεκτήματα της ελληνικής κοινωνίας της εποχής. Κάποιες επίκαιρες απόψεις του.


Ο Οκτώβριος του 1910 ήταν ένας από τους σημαντικότερους μήνες της νεότερης ελληνικής ιστορίας, με κομβικό γεγονός την ανάθεση εντολής σχηματισμού κυβέρνησης στον Ελευθέριο Βενιζέλο για πρώτη φορά στις 6 του μήνα (αλλά και την προκήρυξη εκλογών λίγες μέρες αργότερα παρά την ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, που θα κατέληγε στην πλήρη αναδιαμόρφωση του εγχώριου πολιτικού σκηνικού με την αποχή των παλαιών κομμάτων). Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο συνειδητοποίησης αλλά και προπαγάνδας υπέρ της ανάγκης για μια βαθιά και προ παντός ουσιαστική πολιτική αλλαγή στο ελληνικό κράτος, που μέχρι τότε έμοιαζε αδρανοποιημένο και θύμα ενός κακώς εννοούμενου προσωποπαγούς δικομματισμού, πρέπει να ερμηνευτεί κι ένα αξιοπρόσεκτο δημοσίευμα της εφημερίδας Εστία με ημερομηνία 11.10.1910.

Με αφορμή την επίσκεψη του Ιάπωνα καθηγητή Γακούμα στην Αθήνα, προκειμένου να μελετήσει το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, η Εστία απέδιδε σ’ αυτόν μια ανάλυση των δομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε το ελληνικό κράτος και η ελληνική κοινωνία της εποχής, καθώς και του τρόπου υπέρβασης αυτών. Δεν διευκρινίζεται πού, με ποια ευκαιρία ή πότε ακριβώς ο Γακούμα είχε αναπτύξει το συλλογισμό του, ο οποίος παρατέθηκε σε πρώτο πρόσωπο και εντός εισαγωγικών σαν να μεταφέρονταν αυτούσια τα λόγια του, αλλά σχολιαζόταν απλά ότι ο Ιάπωνας καθηγητής «ηρωτήθη περί των γνωμών, τας οποίας εσχημάτισε περί του μέλλοντος της Ελλάδος» και ότι «διέγνωσε σαφώς τα αίτια της σημερινής ημών καταστάσεως και προέβη εις υποδείξεις περί του τρόπου της θεραπείας».

Ο Ιάπωνας καθηγητής έθιγε την τάση πολλών Ελλήνων της εποχής σε μια στείρα και κενή ουσιαστικού περιεχομένου προγονοπληξία, που την ίδια στιγμή αντικρουόταν από την τάση τους να ταυτίζουν το στενό ατομικό τους συμφέρον με το εθνικό, αντί να υποτάσσουν το πρώτο στο δεύτερο, ενώ δεν άφησε ασχολίαστη και την... καφενόβια νεολαία της εποχής, που επιδιδόταν σε αερολογίες και φληναφήματα.

Βέβαια, ο Γιακούμα εξέφραζε μια σαφέστατα συντηρητική ιδεολογική προσέγγιση θεωρώντας ως «φληναφήματα» τις σοσιαλιστικές ιδέες σε μια εποχή, που ο σοσιαλισμός διεκδικούσε ακόμα μια σειρά από θεμελιώδη δικαιώματα των εργαζομένων, που σήμερα είναι γερά εδραιωμένα στη συλλογική συνείδηση. Απομακρυνόμενοι όμως από το ειδικό (η ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση του Ιάπωνα καθηγητή) και εστιάζοντας στο γενικό (οι εύκολοι επαναστάτες του καφενείου στα λόγια πάνω από ένα φλιτζάνι καφέ), σε συνδυασμό δε και με τις άλλες επισημάνσεις του Ιάπωνα επισκέπτη, μπορούμε να εντοπίσουμε αρκετές ομοιότητες ανάμεσα στην ελληνική κοινωνία του 1910 και σ’ αυτήν του 2018: η ίδια προγονοπληξία («μας ζηλεύουν για την ιστορία μας»), ο ίδιος ατομικισμός («μπορεί εγώ να παρανομώ, αλλά αφού παρανομεί και ο γείτονας, γιατί να ξεκινήσουν από μένα την τήρηση του νόμου και να μην ξεκινήσουν από το γείτονα;») και η ίδια αερολογία του καφενείου, που στην πραγματικότητα δεν έχει ιδεολογικό χρώμα, αλλά εκφράζεται μέσα από απολίτικες απλουστεύσεις τύπου «όλοι ίδιοι είναι μωρέ», «αν ήμουν εγώ πρωθυπουργός» κλπ.

Στο προκείμενο τώρα, είτε ήταν αυτά τα ακριβή λόγια του Γακούμα είτε μια ελεύθερη διατύπωσή τους, είναι ενδιαφέρον να τα διαβάσουμε σήμερα (ένα μεγάλο μέρος τους έστω), 108 χρόνια αργότερα, για να εντοπίσουμε τυχόν ομοιότητες ή διαφορές στο ελληνικό πρόβλημα του 2018 με εκείνο του 1910. Κι επειδή ο Ιάπωνας καθηγητής δεν ήταν δυνατόν να μιλάει ελληνικά στην καθαρεύουσα – ίσως ούτε καν και στη δημοτική, αλλά προφανώς σε μια ξένη γλώσσα – τα λόγια του αποδίδονται προσαρμοσμένα στη σύγχρονη γραμματική και ορθογραφία και όχι κατά την ορθογραφία της εποχής, όπως αποτυπωνόταν στο σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας Εστίας.

Ο Γακούμα, λοιπόν, σχολίαζε:
«Η Ελλάδα πάσχει, κατά τη γνώμη μου, από υπερβάλλοντα ιδεολογισμό. Η Αθήνα είναι πόλη μεγάλης αναπτύξεως διανοητικής, αυτήν δε την αποδίδω στα αρχαία μνημεία που περιβάλλουν την πόλη από παντού.
Η αρχαία Ελλάδα γοητεύει τους σημερινούς Έλληνες διά των αθανάτων μνημείων της, ο δε ελληνικός λαός είναι υπερβολικά συνδεδεμένος με το παρελθόν περισσότερο ίσως απ’ όσο φαντάζονται.
Αλλά ενώ πάντες βρίσκονται υπό τη γοητεία των ενδόξων προγόνων τους, δεν κατόρθωσαν να συμμορφωθούν προς το νέο πνεύμα. Και εκ τούτου εξηγείται γιατί η νεότερη ελληνική ζωή στερείται πραγματισμού.
Και η σημερινή Γερμανία άρχισε τη σταδιοδρομία της με την ιδεολογία, αλλά δεν παραμέλησε και τον πραγματισμό.
[...]
Ο γερμανικός πραγματισμός γεννήθηκε από το ελληνικό ιδεώδες. Το παρελθόν έγινε παρόν, το όνειρο κατέστη πραγματικότητα. Κατά τον ίδιο τρόπο η αρχαία Ελλάδα κατέστη η βάση του πολιτισμού όλων των σύγχρονων εθνών, μηδέ της Ιαπωνίας εξαιρουμένης.
Το αρχαίο ελληνικό πνεύμα κατακλύζει τις σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα. Η επιρροή του ήταν πάντοτε αισθητή, εξακολουθεί να κυβερνά και σήμερα και θα κυριαρχήσει πάντοτε, διότι το ελληνικό πνεύμα είναι δύναμη ανορθωτική, που ικανοποιεί την ανθρωπότητα και προσδίδει σ’ αυτήν ισχύ και ζωτικότητα.
Πώς όμως είναι δυνατόν το ελληνικό ιδεώδες, το [οποίο] τόσες υπηρεσίες παρείχε στον κόσμο, να μην μπορεί να βοηθήσει τη σύγχρονη Ελλάδα; Θα ήταν βλασφημία κάθε έκφραση αμφιβολίας περί αυτού.
Τα πάντα όμως εξαρτώνται από την πορεία, την οποία θ’ ακολουθήσουν οι Έλληνες και από τον τρόπο κατά τον οποίο θα συμμορφωθούν όχι μόνο θεωρητικά, αλλά κυρίως πρακτικά ως προς τον τρόπο της ζωής, τον οποίο οφείλουν ν’ ακολουθήσουν.
Δεν αρκεί [κάποιος] να έχει τα μάτια στραμμένα προς την αρχαία Ελλάδα, όπως στρέφει το βλέμμα ο γοητευμένος προς το μάγο που γοητεύει. Πρέπει να βρει το συνδετικό κρίκο, διά του οποίου θα συνδεθεί η νέα Ελλάδα με την αρχαία. Ο κρίκος αυτός δεν πρέπει να είναι ιδεολογικός, όπως σήμερα, αλλά πραγματικός, εκδηλούμενος σε νεύρα και ζωή και κίνηση και πραγματικότητα και θετικισμό.
Εφόσον αυτό δεν λαμβάνει χώρα, το άριστο των πολιτευμάτων, χιλιάδες επαναστάσεις και ανατροπές θ’ αποτελέσουν μάταιες προσπάθειες τόσο άκαρπες όσο και το έργο των Δαναΐδων. Τα αρχαία αγάλματα δεν αρκούν για να ενισχύσουν τις κυβερνήσεις.
Ανώφελο είναι επίσης το να συζητιέται αν η γερμανική πολιτεία είναι ευνομούμενη ή όχι. Προ παντός, όλοι οφείλουν να διδαχθούν να σέβονται τους νόμους.
Είναι παράδοξο ότι, ενώ τα αρχαία ελληνικά μνημεία γεμίζουν με ενθουσιασμό το λαό και τον οδηγούν στη λατρεία των προγόνων – λατρεία παρόμοια με την ιαπωνική προγονολατρεία, η οποία αποτελεί τη βάση της ιαπωνικής θρησκείας – είναι παράδοξο, λέγω, ότι ενώ η βαθύτατη αυτή ευλάβεια εμπνέει τον πατριωτισμό, νομίζετε ότι αυτό μόνο αρκεί, διότι ονειροπολείτε την ανέγερση μαρμάρινων μνημείων όμοιων με τα προγονικά σας και διότι φρονείτε ότι διά της ανασυστάσεως των Ολυμπιακών αγώνων [..] θα φθάσετε στο ζενίθ της τελειότητας.
Όλες αυτές οι προσπάθειες για την τελειοποίηση δεν αρκούν. Οφείλετε προ παντός να κατανοήσετε το δίδαγμα, το οποίο διατύπωσε ο μέγιστος ιστορικός του κόσμου, ο Θουκυδίδης, ο οποίος είπε ότι το κοινό συμφέρον πρέπει να τίθεται υπεράνω του ατομικού.
Ατυχώς είναι αληθές, και το πληροφορήθηκα πριν έρθω στην Ελλάδα, ότι πλην της ιδεολογίας της προγονολατρείας, της ευλάβειας προς την ιστορία σας, τα μνημεία σας και τον αδιαφιλονίκητο πατριωτισμό σας, επιδίδεσθε με τον ίδιο ζήλο στη λατρεία του ατομικού συμφέροντος.
Αγάπη προς την πατρίδα και αγάπη προς τα ιδιαίτερα ατομικά συμφέροντα του καθενός δεν εναρμονίζονται. Η ιδιοτελής επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος οφείλει να υποχωρήσει ενώπιον του δημοσίου συμφέροντος.
Ο ιαπωνικός λαός είναι φτωχότατος, αλλά δεν μεμψιμοιρεί, διότι κατανοεί ότι η φτώχεια του είναι είδος θυσίας στο βωμό της πατρίδας. Μάταια οι εύγλωττοι σοσιαλιστές αποπειρώνται να πείσουν τους Ιάπωνες ότι καθήκον έχουν να φθονούν τις πλούσιες τάξεις για τα πλούτη τους.
Στην Ελλάδα όμως παρατήρησα ότι, ενώ όλοι ποθούν το μεγαλείο της χώρας, τη στιγμή κατά την οποία οφείλει ο καθένας να δείξει ότι είναι έτοιμος για κάθε θυσία ως προς αυτό, όλοι αρχίζουν να υπολογίζουν ιδιοτελώς πόσο θα στοιχίσει στον καθένα η θυσία αυτή.
Παρατήρησα ότι η νεολαία σας, που κατακλύζει τα καφενεία, σπαταλά τον πολύτιμο καιρό της σε άσκοπες συζητήσεις, που διαπνέονται κάποτε από σοσιαλιστικά ιδεώδη, ενώ η πατρίδα τους ματώνει από μύριες πληγές και αναμένει τη βοήθεια των τέκνων της, τα οποία αντί να εισακούσουν τη φωνή της, κατατρίβονται σε μάταια φληναφήματα. Οι Ιάπωνες όμως δεν δαπανούν άσκοπα τον καιρό τους στα καφενεία, σε άσκοπες συζητήσεις. Εργάζονται και διά της εργασίας τους καταβάλλουν τους εχθρούς τους κινώντας το θαυμασμό του κόσμου.
Ό,τι λοιπόν σας χρειάζεται είναι η απελευθέρωση από τις χειροπέδες του ατομικισμού. Πάρτε ως υπόδειγμα το λόρδο Βύρωνα. Εμπνεόμενος από το ελληνικό πνεύμα, κατήλθε στην Ελλάδα για να πεθάνει υπέρ αυτής, επειδή τη θεωρούσε ως ιδιαίτερη πατρίδα. Ξένος αυτός, θεώρησε το συμφέρον της Ελλάδας δικό του συμφέρον και με τις πράξεις του προέβαλε τον εαυτό του ως υπόδειγμα ανιδιοτέλειας, το οποίο οφείλετε ν’ ακολουθήσετε, αν πράγματι ποθείτε να νικήσετε και ν’ αναγκάσετε τους εχθρούς σας ακόμη να γίνουν φίλοι σας.
Προσπάθησε να υποδείξω στον ζώντα ελληνισμό ποια πορεία οφείλει ν’ ακολουθήσει για να φθάσει από το ιδεώδες αυτό στον πραγματισμό. Ομολογώ ότι εξεπλάγην πολύ, όταν παρατήρησα ότι η εικόνα του Βύρωνα δεν βρίσκεται αναρτημένη σ’ όλα τα δημόσια ελληνικά σχολεία, για να διδάσκονται οι μαθητές από το παράδειγμά του τι οφείλουν στην πατρίδα τους.
Εσείς οι Έλληνες αποτελείτε τον άριστο απ’ όλους τους λαούς, τους οποίους είδα και μελέτησα.
Ελπίζω με όλη μου την καρδιά, ότι θα κατανοήσετε τι σας λείπει και, ακολουθώντας την πρέπουσα πορεία, θα εξασφαλίσετε την επίτευξη του προορισμού σας».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου