Τα παλιά κακά χρόνια, τότε που οι γονείς δεν άφηναν τα παιδιά τους ελεύθερα να επιλέξουν το σύντροφο, με τον οποίο ήθελαν να μοιραστούν την ζωή τους (και ο περιορισμός αφορούσε κυρίως τα κορίτσια), πολλοί ερωτευμένοι κατέληγαν στη λύση της "απαγωγής", κοινώς "κλέβονταν". (Βέβαια, πολλοί στέκονται στη ρομαντική διάσταση του όλου "κλεψίματος" και αναπολούν εκείνες τις "παλιές, καλές εποχές", όμως ειλικρινά πώς μπορεί να θεωρείται "καλή" μια εποχή, στην οποία η ελευθερία βούλησης του ανθρώπου ήταν περιορισμένη έως ανύπαρκτη;) Οι απαγωγές λόγω έρωτα δεν περιορίζονταν μόνο στους κοινούς θνητούς, αλλά και σε ηθοποιούς του θεάτρου, οι ερωτικές ιστορίες των οποίων δύσκολα έμεναν κρυφές. Αυτές είναι ορισμένες περιπτώσεις Ελλήνων ηθοποιών που κλέφτηκαν για να ζήσουν τον έρωτά τους με το αγαπημένο τους πρόσωπο, αν και δεν είχαν όλες οι ιστορίες το ίδιο ευτυχές τέλος.
Από κει και πέρα, η επόμενη μεγάλη ιστορία παράνομου καλλιτεχνικού έρωτα που κατέληξε σε απαγωγή γράφτηκε 22 χρόνια μετά από - τι σύμπτωση κι αυτή! - την κόρη της Κυβέλης και του Θεοδωρίδη, Αλίκη, η οποία μάλιστα είχε γεννηθεί στο Παρίσι, κατά τη διάρκεια της σκανδαλώδους εξαφάνισής τους από την Ελλάδα.
Όταν η Αλίκη μεγάλωσε, ασχολήθηκε με το θέατρο και ερωτεύθηκε έναν ηθοποιό του θιάσου της μητέρας της, τον Κώστα Μουσούρη, ο οποίος είχε θεατρική εμπειρία, όμως δεν είχε ακόμη καθιερωθεί ως πρωταγωνιστής. Ο Μουσούρης είχε ήδη ένα γάμο στο ενεργητικό του με την επίσης ηθοποιό Μαρίκα Κούρμη, με την οποία δεν είχαν χωρίσει, αλλά βρίσκονταν σε διάσταση επί πολλά χρόνια. Εξάλλου, την περίοδο της γνωριμίας τους και η Αλίκη φερόταν - σύμφωνα με τα κουτσομπολιά της εποχής - να έχει δεσμό με τον ηθοποιό Νίκο Δενδραμή.
Και ενώ το ειδύλλιο του Μουσούρη και της Αλίκης εξελισσόταν, σε κάποια στιγμή η τελευταία μπήκε στον πειρασμό να ζητήσει την έγκριση της μητέρας της. Όμως εκείνη ούτε που ήθελε ν' ακούσει για το δεσμό και με αυστηρό ύφος ζήτησε από την κόρη της να το βγάλει από το μυαλό της με το επιχείρημα ότι η Αλίκη ήταν ακόμη πολύ μικρή.
Και φτάνουμε στη 18η Οκτωβρίου 1928. Το πρωί της ημέρας εκείνης, η Αλίκη, η οποία διέμενε στο σπίτι του μεγαλύτερου αδερφού της Αλέκου Μυράτ και της συζύγου του στην οδό Πανδρόσου, βγήκε για περίπατο συνοδευόμενη από τέσσερις φίλες της, χωρίς κανείς ν' ανησυχήσει. Οι ώρες περνούσαν και το απόγευμα, όταν πήγε στο θέατρο, ο Αλέκος διαπίστωσε ότι κανείς από την οικογένεια δεν γνώριζε πού βρισκόταν η Αλίκη. Άρχισαν να την αναζητούν στα σπίτια των φίλων της, όμως τίποτα. Σε κάποια στιγμή έγινε γνωστό ότι είχε εξαφανιστεί και ο Μουσούρης. "Παναγιά μου, έκλεψε την Αλίκη" ήταν η αυθόρμητη αντίδραση της Κυβέλης στο άκουσμα αυτής της είδησης.
Η παράσταση βέβαια ανέβηκε κανονικά, αν και με κάποια καθυστέρηση, ενώ τους αλληλοαπαχθέντες ερωτευμένους αντικατέστησαν ο Δενδραμής και η Βεάκη. Επίσημη δικαιολογία; Οι δυο πρωταγωνιστές είχαν δήθεν αδιαθετήσει ταυτόχρονα!
Λίγες μέρες μετά και ενώ είχε πλέον γίνει γνωστό ότι οι δυο νέοι είχαν κλεφτεί, το ζευγάρι εντοπίστηκε στο ξενοδοχείο "Παλίρροια" της Χαλκίδας. Ο Μουσούρης και η Αλίκη επέστρεψαν τελικά στην Αθήνα, όπου μάταια ο Θεοδωρίδης προσπαθούσε ν' αλλάξει τα μυαλά της κόρης του. Όχι μόνο δεν τα κατάφερε, αλλά εκείνη άφησε το σπίτι του αδερφού της και διανυκτέρευσε στο σπίτι του Μουσούρη. Εξάλλου, όπως έγραψε απογευματινή εφημερίδα, επικαλούμενη πηγές της οικογένειας, "διά την κυρίαν Κυβέλην δεν υπάρχει πλέον Αλίκη".
Όμως η άρνηση των συγγενών της Αλίκης δεν ήταν το μοναδικό εμπόδιο σ' αυτήν τη σχέση. Η Μαρίκα Κούρμη, η από πολύ καιρό εν διαστάσει σύζυγος του Μουσούρη, αρνιόταν να του δώσει διαζύγιο. Ο λόγος; Καθαρά και μόνο εγωιστικός, όπως η ίδια παραδεχόταν σε επιστολή της, που δημοσιεύτηκε στον Τύπο:
"Μετά του κ. Μουσούρη ευρίσκομαι εν διαστάσει από εξαετίας και πλέον, εις επανειλημμένας δε αιτήσεις μου όπως συγκατατεθή εις την χορήγησιν διαζυγίου, ηρνείτο διαρρήδην, μη δεχόμενος ούτε να συζήτηση επ' αυτού. Ήδη, μετά την απαγωγήν της δίδος Αλίκης Θεοδωρίδου, διά να λείψη από το μέσον κάθε εμπόδιον διά την σύναψιν του γάμου, επιδιώκει πλέον ο ίδιος την λήψιν του διαζυγίου. Σήμερον, νομίζω, ότι μου δίδεται η ευκαιρία να τον εκδικηθώ. Δεν ζητώ αποζημίωσιν δύο εκατομμυρίων ως εγράφη. Δεν ζητώ τίποτε απολύτως. Από εκδίκησιν και μόνον από εκδίκησιν, δεν δέχομαι να του δώσω διαζύγιον. Θα επιθυμούσα μάλιστα να μη προκληθώ υπό του κ. Μουσούρη εις δημοσίαν συζήτησιν, διότι εις το τέλος ο ίδιος θα βγη πολύ ζημιωμένος".
Αξίζει ν' αναφερθεί πάντως ότι ένα χρόνο πριν το περιστατικό αυτό, η Κούρμη είχε επίσης απασχολήσει, όταν "κλέφτηκε" μ' έναν σοφέρ υπουργικού αυτοκινήτου, με τον οποίο συζούσαν για μικρό διάστημα, αλλά η σχέση εκείνη είχε άδοξο τέλος.
Τίποτα, όμως, δεν εμπόδισε την Αλίκη και τον Μουσούρη να χαρούν τον έρωτά τους. Τις πρώτες μέρες μετακόμισαν σε φιλικό τους σπίτι στη Γαργαρέττα κι από εκεί σ' ένα ισόγειο (ή ημιυπόγειο) διαμέρισμα στην οδό Καλύμνου (αριθμός 8), που ρεπορτάζ το περιέγραφε ως "λιτώτατα επιπλωμένο" και με "πολύν αρτίστικο αέρα με μια βιβλιοθήκη γεμάτη κυρίως από ποιητικές συλλογές, μια γκαρνταρόμπα, ένα ντιβάνι κι ένα παραβάν", ενώ οι τοίχοι ήταν στολισμένοι από ένα σκίτσο της Αλίκης και δυο φωτογραφίες του Μουσούρη. Και ενώ τις πρώτες ημέρες κράτησαν χαμηλούς τόνους, περίπου ένα μήνα μετά το σκάνδαλο της απαγωγής, οι δυο ηθοποιοί πραγματοποίησαν τη θεατρική τους επάνοδο στις αρχές Δεκεμβρίου και για ορισμένο αριθμό παραστάσεων στο Εθνικό θέατρο με την κωμωδία "Πρωί - Μεσημέρι - Βράδυ" του Ντάριο Νικοντέμι.
Τελικά τα τυπικά εμπόδια άργησαν να ξεπεραστούν και ο γάμος πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 1931. Αλίκη και Μουσούρης θα διέγραφαν μια δύσκολη, πλην όμως σημαντική πορεία στο θέατρο, ενώ θα εμφανίζονταν μαζί και σε δύο ταινίες ("Αστέρω" και "Αγνούλα"). Ωστόσο, το 1939 η Αλίκη θα έφευγε για την Αμερική και ο γάμος τους θα έβαινε στο τέλος του.
1. ΑΛΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΙΔΟΥ - ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΥΣΟΥΡΗΣ
Η πρώτη υπόθεση γυναίκας ηθοποιού που προκάλεσε μεγάλη αίσθηση, επειδή είχε κλεφτεί με τον αγαπημένο της, ήταν αυτή της Κυβέλης, η οποία το Σεπτέμβριο του 1906 εγκατέλειψε τον σύζυγό της Μήτσο Μυράτ και τα δυο τους παιδιά, για να φύγει στο εξωτερικό με τον νεαρό δικηγόρο Κώστα Θεοδωρίδη. Το σκάνδαλο ήταν τεράστιο απ' όλες τις απόψεις, καθώς εδώ δεν είχαμε απλά την περίπτωση ενός έρωτα, ο οποίος δεν είχε την έγκριση των γονιών, αλλά υπήρχε στη μέση κι ένας γάμος με δυο παιδιά. Έχω γράψει ολόκληρο θέμα για τη συγκεκριμένη απαγωγή (το οποίο αρχικά προοριζόταν γι' αυτό το αφιέρωμα, αλλά είχε τόσο μεγάλη έκταση, ώστε ανέβηκε αυτόνομο. Διαβάστε περισσότερα εδώ: Η "απαγωγή" της Κυβέλης που προκάλεσε τεράστιο σκάνδαλο στη μικρή Ελλάδα του 1906, γιατί η ηθοποιός εγκατέλειψε σύζυγο και παιδιά για χάρη του εραστή της).Από κει και πέρα, η επόμενη μεγάλη ιστορία παράνομου καλλιτεχνικού έρωτα που κατέληξε σε απαγωγή γράφτηκε 22 χρόνια μετά από - τι σύμπτωση κι αυτή! - την κόρη της Κυβέλης και του Θεοδωρίδη, Αλίκη, η οποία μάλιστα είχε γεννηθεί στο Παρίσι, κατά τη διάρκεια της σκανδαλώδους εξαφάνισής τους από την Ελλάδα.
Όταν η Αλίκη μεγάλωσε, ασχολήθηκε με το θέατρο και ερωτεύθηκε έναν ηθοποιό του θιάσου της μητέρας της, τον Κώστα Μουσούρη, ο οποίος είχε θεατρική εμπειρία, όμως δεν είχε ακόμη καθιερωθεί ως πρωταγωνιστής. Ο Μουσούρης είχε ήδη ένα γάμο στο ενεργητικό του με την επίσης ηθοποιό Μαρίκα Κούρμη, με την οποία δεν είχαν χωρίσει, αλλά βρίσκονταν σε διάσταση επί πολλά χρόνια. Εξάλλου, την περίοδο της γνωριμίας τους και η Αλίκη φερόταν - σύμφωνα με τα κουτσομπολιά της εποχής - να έχει δεσμό με τον ηθοποιό Νίκο Δενδραμή.
Και ενώ το ειδύλλιο του Μουσούρη και της Αλίκης εξελισσόταν, σε κάποια στιγμή η τελευταία μπήκε στον πειρασμό να ζητήσει την έγκριση της μητέρας της. Όμως εκείνη ούτε που ήθελε ν' ακούσει για το δεσμό και με αυστηρό ύφος ζήτησε από την κόρη της να το βγάλει από το μυαλό της με το επιχείρημα ότι η Αλίκη ήταν ακόμη πολύ μικρή.
Και φτάνουμε στη 18η Οκτωβρίου 1928. Το πρωί της ημέρας εκείνης, η Αλίκη, η οποία διέμενε στο σπίτι του μεγαλύτερου αδερφού της Αλέκου Μυράτ και της συζύγου του στην οδό Πανδρόσου, βγήκε για περίπατο συνοδευόμενη από τέσσερις φίλες της, χωρίς κανείς ν' ανησυχήσει. Οι ώρες περνούσαν και το απόγευμα, όταν πήγε στο θέατρο, ο Αλέκος διαπίστωσε ότι κανείς από την οικογένεια δεν γνώριζε πού βρισκόταν η Αλίκη. Άρχισαν να την αναζητούν στα σπίτια των φίλων της, όμως τίποτα. Σε κάποια στιγμή έγινε γνωστό ότι είχε εξαφανιστεί και ο Μουσούρης. "Παναγιά μου, έκλεψε την Αλίκη" ήταν η αυθόρμητη αντίδραση της Κυβέλης στο άκουσμα αυτής της είδησης.
Η παράσταση βέβαια ανέβηκε κανονικά, αν και με κάποια καθυστέρηση, ενώ τους αλληλοαπαχθέντες ερωτευμένους αντικατέστησαν ο Δενδραμής και η Βεάκη. Επίσημη δικαιολογία; Οι δυο πρωταγωνιστές είχαν δήθεν αδιαθετήσει ταυτόχρονα!
Λίγες μέρες μετά και ενώ είχε πλέον γίνει γνωστό ότι οι δυο νέοι είχαν κλεφτεί, το ζευγάρι εντοπίστηκε στο ξενοδοχείο "Παλίρροια" της Χαλκίδας. Ο Μουσούρης και η Αλίκη επέστρεψαν τελικά στην Αθήνα, όπου μάταια ο Θεοδωρίδης προσπαθούσε ν' αλλάξει τα μυαλά της κόρης του. Όχι μόνο δεν τα κατάφερε, αλλά εκείνη άφησε το σπίτι του αδερφού της και διανυκτέρευσε στο σπίτι του Μουσούρη. Εξάλλου, όπως έγραψε απογευματινή εφημερίδα, επικαλούμενη πηγές της οικογένειας, "διά την κυρίαν Κυβέλην δεν υπάρχει πλέον Αλίκη".
Όμως η άρνηση των συγγενών της Αλίκης δεν ήταν το μοναδικό εμπόδιο σ' αυτήν τη σχέση. Η Μαρίκα Κούρμη, η από πολύ καιρό εν διαστάσει σύζυγος του Μουσούρη, αρνιόταν να του δώσει διαζύγιο. Ο λόγος; Καθαρά και μόνο εγωιστικός, όπως η ίδια παραδεχόταν σε επιστολή της, που δημοσιεύτηκε στον Τύπο:
"Μετά του κ. Μουσούρη ευρίσκομαι εν διαστάσει από εξαετίας και πλέον, εις επανειλημμένας δε αιτήσεις μου όπως συγκατατεθή εις την χορήγησιν διαζυγίου, ηρνείτο διαρρήδην, μη δεχόμενος ούτε να συζήτηση επ' αυτού. Ήδη, μετά την απαγωγήν της δίδος Αλίκης Θεοδωρίδου, διά να λείψη από το μέσον κάθε εμπόδιον διά την σύναψιν του γάμου, επιδιώκει πλέον ο ίδιος την λήψιν του διαζυγίου. Σήμερον, νομίζω, ότι μου δίδεται η ευκαιρία να τον εκδικηθώ. Δεν ζητώ αποζημίωσιν δύο εκατομμυρίων ως εγράφη. Δεν ζητώ τίποτε απολύτως. Από εκδίκησιν και μόνον από εκδίκησιν, δεν δέχομαι να του δώσω διαζύγιον. Θα επιθυμούσα μάλιστα να μη προκληθώ υπό του κ. Μουσούρη εις δημοσίαν συζήτησιν, διότι εις το τέλος ο ίδιος θα βγη πολύ ζημιωμένος".
Αξίζει ν' αναφερθεί πάντως ότι ένα χρόνο πριν το περιστατικό αυτό, η Κούρμη είχε επίσης απασχολήσει, όταν "κλέφτηκε" μ' έναν σοφέρ υπουργικού αυτοκινήτου, με τον οποίο συζούσαν για μικρό διάστημα, αλλά η σχέση εκείνη είχε άδοξο τέλος.
Τίποτα, όμως, δεν εμπόδισε την Αλίκη και τον Μουσούρη να χαρούν τον έρωτά τους. Τις πρώτες μέρες μετακόμισαν σε φιλικό τους σπίτι στη Γαργαρέττα κι από εκεί σ' ένα ισόγειο (ή ημιυπόγειο) διαμέρισμα στην οδό Καλύμνου (αριθμός 8), που ρεπορτάζ το περιέγραφε ως "λιτώτατα επιπλωμένο" και με "πολύν αρτίστικο αέρα με μια βιβλιοθήκη γεμάτη κυρίως από ποιητικές συλλογές, μια γκαρνταρόμπα, ένα ντιβάνι κι ένα παραβάν", ενώ οι τοίχοι ήταν στολισμένοι από ένα σκίτσο της Αλίκης και δυο φωτογραφίες του Μουσούρη. Και ενώ τις πρώτες ημέρες κράτησαν χαμηλούς τόνους, περίπου ένα μήνα μετά το σκάνδαλο της απαγωγής, οι δυο ηθοποιοί πραγματοποίησαν τη θεατρική τους επάνοδο στις αρχές Δεκεμβρίου και για ορισμένο αριθμό παραστάσεων στο Εθνικό θέατρο με την κωμωδία "Πρωί - Μεσημέρι - Βράδυ" του Ντάριο Νικοντέμι.
Τελικά τα τυπικά εμπόδια άργησαν να ξεπεραστούν και ο γάμος πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 1931. Αλίκη και Μουσούρης θα διέγραφαν μια δύσκολη, πλην όμως σημαντική πορεία στο θέατρο, ενώ θα εμφανίζονταν μαζί και σε δύο ταινίες ("Αστέρω" και "Αγνούλα"). Ωστόσο, το 1939 η Αλίκη θα έφευγε για την Αμερική και ο γάμος τους θα έβαινε στο τέλος του.
2. ΜΑΡΙΚΑ ΝΕΖΕΡ - ΕΡΡΙΚΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ
Ο κανόνας που ήθελε τον άντρα να "κλέβει" τη γυναίκα, με την οποία ήταν ερωτευμένος, για να την παντρευτεί, ανατράπηκε στην περίπτωση της Μαρίκας Νέζερ και του Ερρίκου Κονταρίνη. Οι δυο τους ερωτεύτηκαν, όταν ο Κονταρίνης προσελήφθη στο θίασο Μακέδου στο θέατρο "Μοντιάλ", όπου εργαζόταν ήδη η Μαρίκα. Το ειδύλλιο, όμως, δεν είχε την έγκριση των γονιών της ηθοποιού, οι οποίοι δεν ήθελαν η κόρη τους να παντρευτεί ηθοποιό ελπίζοντας ότι στο τέλος θα αποτραβιόταν από το θέατρο.
Μάλιστα, είχαν γίνει και μια σειρά από περιστατικά κατά την περιοδεία του θιάσου στην επαρχία, με τους γονείς της Νέζερ πότε να περιορίζουν την κόρη τους κόβοντας κάθε επικοινωνία με τον αγαπημένο της και πότε να καλούν την αστυνομία για να συλλάβει τον Κονταρίνη. Όχι ότι κι εκείνοι δεν είχαν δώσει αφορμές, αφού μεσολάβησε και μια απόπειρα να κλεφτούν στους Γαργαλιάνους στα πλαίσια της περιοδείας το Φεβρουάριο του 1929, με αποτέλεσμα ο νεαρός ηθοποιός να φύγει τρέχοντας και υπό καταρρακτώδη βροχή προς την Κυπαρισσία, όπου ήταν ο επόμενος σταθμός της περιοδείας!
Μάλιστα, είχαν γίνει και μια σειρά από περιστατικά κατά την περιοδεία του θιάσου στην επαρχία, με τους γονείς της Νέζερ πότε να περιορίζουν την κόρη τους κόβοντας κάθε επικοινωνία με τον αγαπημένο της και πότε να καλούν την αστυνομία για να συλλάβει τον Κονταρίνη. Όχι ότι κι εκείνοι δεν είχαν δώσει αφορμές, αφού μεσολάβησε και μια απόπειρα να κλεφτούν στους Γαργαλιάνους στα πλαίσια της περιοδείας το Φεβρουάριο του 1929, με αποτέλεσμα ο νεαρός ηθοποιός να φύγει τρέχοντας και υπό καταρρακτώδη βροχή προς την Κυπαρισσία, όπου ήταν ο επόμενος σταθμός της περιοδείας!
Και φτάνουμε στην Κυριακή των Βαΐων του 1929. Ο Κονταρίνης βρισκόταν σ' ένα εντευκτήριο στην Ομόνοια, το "Στέμμα", όπου σύχναζαν πολλοί ηθοποιοί. Κάποια στιγμή, ένα παιδάκι τον πλησίασε και του είπε: "Ένας κύριος σας ζητάει έξω και είπε ότι είναι ανάγκη να σας δει εξάπαντος". Ο ανύποπτος Κονταρίνης βγήκε από το μαγαζί και κατευθύνθηκε στο σημείο που του είχε δείξει το άγνωστο παιδί. Εκεί, όμως, δεν τον περίμενε κάποιος κύριος, αλλά η Μαρίκα. "Έλα να φύγουμε! Θέλω να ζήσουμε πια μαζί και οπωσδήποτε" του είπε αδιαφορώντας για την οικονομική στενότητα του αγαπημένου της. Κατευθύνθηκαν πρώτα στο σπίτι μιας θείας της Μαρίκας στον Πειραιά, όμως εκείνη τους έδιωξε. Περπατώντας την παραλιακή γραμμή, οι δυο ερωτευμένοι έφτασαν στο Παλαιό Φάληρο κι από κει συνέχισαν με τα πόδια μέχρι την Αθήνα, όπου έφτασαν τα ξημερώματα της Δευτέρας.
Βρήκαν καταφύγιο σ' ένα καμαρίνι του θεάτρου "Τριανόν", όμως γρήγορα έφυγαν κι από εκεί θέλοντας να εξαφανίσουν τα ίχνη τους, μιας και οι γονείς της Μαρίκας είχαν ήδη απευθυνθεί στην αστυνομία. Τους εντόπισε, ωστόσο, καθημερινή εφημερίδα της εποχής, στην οποία έδωσαν δύο συνεντεύξεις τις επόμενες ημέρες.
"Η αγάπη μας είναι τόσο δυνατή που τίποτε δεν θα μπορέσει να μας χωρίσει και θα υπερπηδήσουμε όλα τα εμπόδια... Ο κόσμος είναι κακός και φθονερός. Μπορεί να μας κακολογήσει, αλλά όποιος και αν βρισκόταν στη θέση μας, θα έκαμε ό,τι εκάμαμε κι εμείς" δήλωνε κατηγορηματικά η Μαρίκα Νέζερ. "Γιατί παραξενεύεστε; Την ευτυχία του δεν την αφήνει κανένας να χαθεί, ακόμα κι αν ξέρει ότι θα διαρκέσει στιγμές μονάχα, ή θα την πληρώσει πολύ ακριβά" συμφωνούσε και ο Κονταρίνης.
Και οι ενστάσεις των γονιών και του αδερφού της Μαρίκας; "Τι να τους κάμω! Εγώ τον Ερρίκο τον αγαπώ κι ήταν αδύνατο να ζήσω δίχως αυτόν" δήλωνε η ηθοποιός, που πάντως παραδεχόταν ότι στην αρχή είχε αισθανθεί "φόβο, σχετική στενοχώρια, αδημονία για το τι θα γίνει αύριο, περιέργεια για το τι θα πει ο μπαμπάς κι η μαμά ίσως και ο κόσμος", όμως γρήγορα άφησε πίσω τις σκέψεις αυτές. Όπως είπε και η ίδια, "[Ο Ερρίκος κι εγώ] γράψαμε το ρομάντζο μας και ησυχάσαμε".
Ακολούθησε ο γάμος, ενώ το ζευγάρι παρέμεινε μαζί και αγαπημένο μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου 1971, οπότε ο Ερρίκος Κονταρίνης έφυγε από την ζωή.
Ο Παππάς επέστρεψε λίγες μέρες αργότερα και ήταν μια επιστροφή άκρως επεισοδιακή. Λίγες ώρες μετά την άφιξή του στην πρωτεύουσα, η διεύθυνση της αστυνομίας Αθηνών έλαβε ένα επείγον τηλεγράφημα από την Κωνσταντινούπολη, με το οποίο κάποιος Σορ, πλούσιος Εβραίος έμπορος της Κωνσταντινούπολης, ζητούσε τη σύλληψη του ηθοποιού, διότι είχε απαγάγει την ανήλικη κόρη του, Τίνα. Οι αστυνομικοί κατευθύνθηκαν στη διεύθυνση που είχε δώσει ο Παπάς περνώντας από το τελωνείο (οδός Ζήνωνος 1), όμως εκεί το μόνο που βρήκαν, ήταν μια νευρολογική κλινική. Ανατρέχοντας στη λίστα των αποβιβασθέντων, οι αστυνομικοί εντόπισαν και κάποια Τίνα Σημηριώτη, η οποία είχε φτάσει μόνη της στην Αθήνα και η περιγραφή της φαίνεται ότι ταίριαζε με την κόρη του Σορ. Εκείνη είχε δηλώσει ως διεύθυνση κατοικίας την οδό Πατησίων 40, όπου όμως βρισκόταν... το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας!
Το ζευγάρι παρέμενε άφαντο για ημέρες, το σπίτι της Μυρτιώτισσας πολιορκούταν από αστυνομικούς, όπως και εκείνο της Μαρίκας Κοτοπούλη (η θιασάρχης), ενώ τα σενάρια έδιναν και έπαιρναν. Σε κάποια στιγμή διαδόθηκε ακόμη κι ότι οι δυο εξαφανισθέντες είχαν αυτοκτονήσει! Τελικά, οι δυο ερωτευμένοι βγήκαν από την κρυψώνα τους και κάλεσαν τους δημοσιογράφους δίνοντας κάτι σαν συνέντευξη τύπου (αφού πρώτα εκείνοι υποσχέθηκαν να μην αποκαλύψουν το κρησφύγετο).
"Κύριοι, να μου επιτρέψετε να σας ειπώ ότι δεν είναι κατάστασις αυτή! Να μην μπορεί ένας άνθρωπος να χαρεί την ευτυχία του. Μας κυνηγάνε όλοι! Μα τι ζητάνε από μας"; αναρωτήθηκε ο Παπάς, ενώ την ιστορία του παράνομου έρωτα ανέλαβε να διηγηθεί η Τίνα Σορ.
Γνωρίστηκαν τυχαία μετά από μια παράσταση του θιάσου στην Κωνσταντινούπολη μέσω μιας κοινής φίλης. Το επόμενο βράδυ συναντήθηκαν και πάλι στο κέντρο "Μαξίμ", όπου χόρεψαν μαζί, ακολούθησε έξοδος στο σινεμά και τα ραντεβού άρχισαν να διαδέχονται το ένα το άλλο. Επειδή όμως η Τίνα γνώριζε ότι ο μπαμπάς της δεν θα δεχόταν ποτέ για γαμπρό του έναν ηθοποιό, αποφάσισαν να κλεφτούν. Η Τίνα άφησε ένα γράμμα στον πατέρα της, όπου του έγραψε ότι θα πήγαινε στο Παρίσι θέλοντας να θολώσει τα νερά, στο μεταξύ έκλεψε το διαβατήριο της Σημηριώτη και τα υπόλοιπα ήταν ήδη γνωστά.
Όμως το ειδύλλιο, δεν είχε αίσιο τέλος. Αρχές Μαρτίου φτάνει στην Αθήνα ο Σορ, ο οποίος απείλησε να αποκληρώσει την Τίνα. Όμως δεν ήταν μόνο η απειλή του πλούσιου πατέρα που υπονόμευε την ευτυχία του ζευγαριού. Υπήρχε κάτι ακόμα χειρότερο: ο Παπάς ήταν ήδη παντρεμένος!
Επτά χρόνια νωρίτερα, έχοντας μόλις ολοκληρώσει τις σπουδές του ως γεωπόνος στο Παρίσι, ο Γιώργος Παπάς πήγε στο Μονπελιέ προκειμένου να ειδικευτεί στην αμπελουργία. Εκεί εργάστηκε στο κτήμα ενός πλούσιου και ερωτεύτηκε τη 19χρονη κόρη του, Ανριέτ Γκιτάρ, την οποία και παντρεύτηκε δυο χρόνια μετά στην Αθήνα, παρόλο που ο πατέρας της νύφης διαφωνούσε. Το ζευγάρι απέκτησε μαζί κι ένα παιδί, όμως ο γάμος δεν άντεξε πολύ. Το πρόβλημα ήταν ότι για κάποιον λόγο δεν είχαν βγάλει διαζύγιο, παρότι ζούσαν σε διάσταση επί σειρά ετών και παρόλο που διατηρούσαν φιλικές σχέσεις - σύμφωνα τουλάχιστον με τον Παπά.
Πέραν αυτών, οι εφημερίδες, που έκαναν πραγματικό πάρτι με το σκάνδαλο, δημοσίευσαν πληροφορίες ότι ο ηθοποιός ήταν κατηγορούμενος για απάτες που είχαν διαπραχθεί πριν από πολλά χρόνια. Ο Παπάς εκτιμούσε ότι πίσω από τα δημοσιεύματα κρυβόταν ο πατέρας της αγαπημένης του, ενώ όσον αφορά την ουσία των κατηγοριών, ο ίδιος ισχυριζόταν ότι δεν ήταν τίποτε άλλο από "μίαν αποσυρθείσα μήνυση προ δωδεκαετίας και ένα παραπεμπτικόν βούλευμα εκδοθέν ερήμην κατά την απουσίαν μου εις την αλλοδαπήν και μετατραπέν εις απαλλακτικόν κατά την επιστροφήν μου, αμφότερα της αυτής εποχής".
Τελικά, η Τίνα εγκατέλειψε τον Γιώργο, αν και εκείνος στην αρχή δεν έδειχνε πρόθυμος να συμβιβαστεί με αυτήν την εξέλιξη, πιστεύοντας ότι η Τίνα θα γυρνούσε κοντά του. Εφημερίδα δημοσίευσε επιστολή του Παπά προς την αγαπημένη του:
"Ο πόνος μου είνε μεγάλος, που βλέπω να γίνεται η επίθεσις αυτή του Τύπου εναντίον μου. Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι όλα αυτά γίνονται με μόνο σκοπό να σε χωρίσουν από μένα. Ο πατέρας σου τα είχε προετοιμασμένα και γι' αυτόν τον λόγον σε άφησε να έλθης να με ιδής χθες, και σήμερον το πρωί ακόμη, για να σου πη κατόπιν ότι επληροφορήθη πως είμαι απατεών κλπ.... Μια εφημερίς εδημοσίευσεν ότι επήγες σήμερα το πρωί εις την αστυνομίαν, όπου εδήλωσες ότι κατόπιν των όσων έμαθες, εκατάλαβες πλέον με τι άνθρωπον έχεις να κάμης και δεν με θέλεις πια. Είνε ψέμματα όλα αυτά. Δεν είνε έτσι;
[....] Θέλω να πιστεύω, Τινάκι, ότι δεν είνε αλήθεια όλα αυτά. Αλλά και εάν ακόμη σε έπεισαν, και σ' έκαμαν να τα πιστεύσης, θέλω να σε ιδώ και να σου εξηγήσω. Δεν υπάρχει πουθενά καμμιά κακή πράξις. Ελπίζω αυτό το γράμμα μου να φθάση έως τα χέρια σου. Πιστεύω στην αγάπη σου. Έχω εμπιστοσύνη σε σένα. Είμαι πολύ δυστυχισμένος. Περιμένω ανυπόμονα ειδήσεις σου. Πρέπει να βγης, να φύγης!
[...] Ο πατέρας σου θέλει να μας χωρίση και να αφήση να με βαρύνη η γενική εντύπωσις του κόσμου ότι υπήρξα ένας απατεών.
Είνε εγκληματικόν να τιμωρηθή κατ' αυτόν τον τρόπον ένας άνθρωπος, που δεν έκανε κανένα άλλο κακό από του να σ' αγαπήση πολύ, πολύ".
Η Τίνα όμως δεν γύρισε ποτέ...
"Ήταν παιδάκι με κοντές κάλτσες, όταν της πρωτοείπα πως είναι χαριτωμένη. Ήταν την εποχή που το θέατρο της Κοτοπούλη μετά τις παραστάσεις γινόταν ντάσινγκ. Ερχόταν εκεί και χόρευε η κυρία από δω" θυμόταν ο Μάνος Κατράκης για το πώς γνώρισε τη σύζυγό του, ηθοποιό Νίτσα Λώρη, λίγες μόνο μέρες μετά τον κρυφό γάμο τους στο ναΐσκο της Αγίας Βαρβάρας στο Χαλάνδρι το Σεπτέμβριο του 1934. Βέβαια, δεν ήταν ένας έρωτας με την πρώτη ματιά. "Πέρασαν από τότε χρόνια πολλά, 4-5 μου φαίνεται, και εγώ το είχα λησμονήσει, ώσπου τώρα τελευταία προ μηνών ξαναφούντωσε το αίσθημά μας, ώσπου ένα βράδυ που πήγαινα μετά την παράσταση τη Νίτσα στο σπίτι, πήγαμε αλλού... Το περίεργο είναι ότι ήμουν εξομολογητής των απογοητευμένων από τη στάση της. Όλοι ήρχοντο και μου έκαναν παράπονα πως ήταν σκληρόκαρδη. Έτσι μ' έκαμαν και μένα να την προσέξω και με πικάρισε τώρα τελευταία ένας νεαρός εκατομμυριούχος, που υπέβαλε κανονική πρόταση γάμου. Βιάσου Κατράκη, είπα, γιατί την έχασες".
Υπήρχε όμως ένα εμπόδιο, που άκουγε στο όνομα Τούλα Λώρη, η μητέρα της Νίτσας και ηθοποιός του μελοδράματος. Ο γάμος έγινε χωρίς την ευχή της, στα κρυφά ύστερα από "απαγωγή" της νύφης, αλλά και χωρίς... χρήματα, καθώς τα έξοδα κάλυψαν 4-5 φίλοι του ζευγαριού. Η οικογένεια Λώρη ήρθε προ τετελεσμένου γεγονότος και η γιαγιά της νύφης αναστέναξε: "Μας την έσκασε ο Κρητικός"! Πάντως το μη αίσιο τέλος του γάμου, πρέπει να τους ανακούφισε αρκετά...
Βρήκαν καταφύγιο σ' ένα καμαρίνι του θεάτρου "Τριανόν", όμως γρήγορα έφυγαν κι από εκεί θέλοντας να εξαφανίσουν τα ίχνη τους, μιας και οι γονείς της Μαρίκας είχαν ήδη απευθυνθεί στην αστυνομία. Τους εντόπισε, ωστόσο, καθημερινή εφημερίδα της εποχής, στην οποία έδωσαν δύο συνεντεύξεις τις επόμενες ημέρες.
"Η αγάπη μας είναι τόσο δυνατή που τίποτε δεν θα μπορέσει να μας χωρίσει και θα υπερπηδήσουμε όλα τα εμπόδια... Ο κόσμος είναι κακός και φθονερός. Μπορεί να μας κακολογήσει, αλλά όποιος και αν βρισκόταν στη θέση μας, θα έκαμε ό,τι εκάμαμε κι εμείς" δήλωνε κατηγορηματικά η Μαρίκα Νέζερ. "Γιατί παραξενεύεστε; Την ευτυχία του δεν την αφήνει κανένας να χαθεί, ακόμα κι αν ξέρει ότι θα διαρκέσει στιγμές μονάχα, ή θα την πληρώσει πολύ ακριβά" συμφωνούσε και ο Κονταρίνης.
Και οι ενστάσεις των γονιών και του αδερφού της Μαρίκας; "Τι να τους κάμω! Εγώ τον Ερρίκο τον αγαπώ κι ήταν αδύνατο να ζήσω δίχως αυτόν" δήλωνε η ηθοποιός, που πάντως παραδεχόταν ότι στην αρχή είχε αισθανθεί "φόβο, σχετική στενοχώρια, αδημονία για το τι θα γίνει αύριο, περιέργεια για το τι θα πει ο μπαμπάς κι η μαμά ίσως και ο κόσμος", όμως γρήγορα άφησε πίσω τις σκέψεις αυτές. Όπως είπε και η ίδια, "[Ο Ερρίκος κι εγώ] γράψαμε το ρομάντζο μας και ησυχάσαμε".
Ακολούθησε ο γάμος, ενώ το ζευγάρι παρέμεινε μαζί και αγαπημένο μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου 1971, οπότε ο Ερρίκος Κονταρίνης έφυγε από την ζωή.
3. ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΣ - ΤΙΝΑ ΣΟΡ
Όταν το Φεβρουάριο του 1933 ο θίασος που είχαν δημιουργήσει οι δύο αλλοτινές αντίπαλοι Μαρία Κοτοπούλη και Κυβέλη έφτασε στην Αθήνα από την Κωνσταντινούπολη, όπου είχε πραγματοποιήσει θεατρική περιοδεία επί σειρά εβδομάδων, έλειπε ένας ηθοποιός. Αυτός ήταν ο ζεν πρεμιέ του θιάσου, ο Γιώργος Παππάς, που προερχόταν από ευυπόληπτη οικογένεια, καθώς ο πατέρας του εργαζόταν ως τμηματάρχης του γραφείου Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών, η δε μητέρα του δεν ήταν άλλη από την ποιήτρια Θεώνη Δρακοπούλου (Μυρτιώτισσα).Ο Παππάς επέστρεψε λίγες μέρες αργότερα και ήταν μια επιστροφή άκρως επεισοδιακή. Λίγες ώρες μετά την άφιξή του στην πρωτεύουσα, η διεύθυνση της αστυνομίας Αθηνών έλαβε ένα επείγον τηλεγράφημα από την Κωνσταντινούπολη, με το οποίο κάποιος Σορ, πλούσιος Εβραίος έμπορος της Κωνσταντινούπολης, ζητούσε τη σύλληψη του ηθοποιού, διότι είχε απαγάγει την ανήλικη κόρη του, Τίνα. Οι αστυνομικοί κατευθύνθηκαν στη διεύθυνση που είχε δώσει ο Παπάς περνώντας από το τελωνείο (οδός Ζήνωνος 1), όμως εκεί το μόνο που βρήκαν, ήταν μια νευρολογική κλινική. Ανατρέχοντας στη λίστα των αποβιβασθέντων, οι αστυνομικοί εντόπισαν και κάποια Τίνα Σημηριώτη, η οποία είχε φτάσει μόνη της στην Αθήνα και η περιγραφή της φαίνεται ότι ταίριαζε με την κόρη του Σορ. Εκείνη είχε δηλώσει ως διεύθυνση κατοικίας την οδό Πατησίων 40, όπου όμως βρισκόταν... το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας!
Το ζευγάρι παρέμενε άφαντο για ημέρες, το σπίτι της Μυρτιώτισσας πολιορκούταν από αστυνομικούς, όπως και εκείνο της Μαρίκας Κοτοπούλη (η θιασάρχης), ενώ τα σενάρια έδιναν και έπαιρναν. Σε κάποια στιγμή διαδόθηκε ακόμη κι ότι οι δυο εξαφανισθέντες είχαν αυτοκτονήσει! Τελικά, οι δυο ερωτευμένοι βγήκαν από την κρυψώνα τους και κάλεσαν τους δημοσιογράφους δίνοντας κάτι σαν συνέντευξη τύπου (αφού πρώτα εκείνοι υποσχέθηκαν να μην αποκαλύψουν το κρησφύγετο).
"Κύριοι, να μου επιτρέψετε να σας ειπώ ότι δεν είναι κατάστασις αυτή! Να μην μπορεί ένας άνθρωπος να χαρεί την ευτυχία του. Μας κυνηγάνε όλοι! Μα τι ζητάνε από μας"; αναρωτήθηκε ο Παπάς, ενώ την ιστορία του παράνομου έρωτα ανέλαβε να διηγηθεί η Τίνα Σορ.
Γνωρίστηκαν τυχαία μετά από μια παράσταση του θιάσου στην Κωνσταντινούπολη μέσω μιας κοινής φίλης. Το επόμενο βράδυ συναντήθηκαν και πάλι στο κέντρο "Μαξίμ", όπου χόρεψαν μαζί, ακολούθησε έξοδος στο σινεμά και τα ραντεβού άρχισαν να διαδέχονται το ένα το άλλο. Επειδή όμως η Τίνα γνώριζε ότι ο μπαμπάς της δεν θα δεχόταν ποτέ για γαμπρό του έναν ηθοποιό, αποφάσισαν να κλεφτούν. Η Τίνα άφησε ένα γράμμα στον πατέρα της, όπου του έγραψε ότι θα πήγαινε στο Παρίσι θέλοντας να θολώσει τα νερά, στο μεταξύ έκλεψε το διαβατήριο της Σημηριώτη και τα υπόλοιπα ήταν ήδη γνωστά.
Όμως το ειδύλλιο, δεν είχε αίσιο τέλος. Αρχές Μαρτίου φτάνει στην Αθήνα ο Σορ, ο οποίος απείλησε να αποκληρώσει την Τίνα. Όμως δεν ήταν μόνο η απειλή του πλούσιου πατέρα που υπονόμευε την ευτυχία του ζευγαριού. Υπήρχε κάτι ακόμα χειρότερο: ο Παπάς ήταν ήδη παντρεμένος!
Επτά χρόνια νωρίτερα, έχοντας μόλις ολοκληρώσει τις σπουδές του ως γεωπόνος στο Παρίσι, ο Γιώργος Παπάς πήγε στο Μονπελιέ προκειμένου να ειδικευτεί στην αμπελουργία. Εκεί εργάστηκε στο κτήμα ενός πλούσιου και ερωτεύτηκε τη 19χρονη κόρη του, Ανριέτ Γκιτάρ, την οποία και παντρεύτηκε δυο χρόνια μετά στην Αθήνα, παρόλο που ο πατέρας της νύφης διαφωνούσε. Το ζευγάρι απέκτησε μαζί κι ένα παιδί, όμως ο γάμος δεν άντεξε πολύ. Το πρόβλημα ήταν ότι για κάποιον λόγο δεν είχαν βγάλει διαζύγιο, παρότι ζούσαν σε διάσταση επί σειρά ετών και παρόλο που διατηρούσαν φιλικές σχέσεις - σύμφωνα τουλάχιστον με τον Παπά.
Πέραν αυτών, οι εφημερίδες, που έκαναν πραγματικό πάρτι με το σκάνδαλο, δημοσίευσαν πληροφορίες ότι ο ηθοποιός ήταν κατηγορούμενος για απάτες που είχαν διαπραχθεί πριν από πολλά χρόνια. Ο Παπάς εκτιμούσε ότι πίσω από τα δημοσιεύματα κρυβόταν ο πατέρας της αγαπημένης του, ενώ όσον αφορά την ουσία των κατηγοριών, ο ίδιος ισχυριζόταν ότι δεν ήταν τίποτε άλλο από "μίαν αποσυρθείσα μήνυση προ δωδεκαετίας και ένα παραπεμπτικόν βούλευμα εκδοθέν ερήμην κατά την απουσίαν μου εις την αλλοδαπήν και μετατραπέν εις απαλλακτικόν κατά την επιστροφήν μου, αμφότερα της αυτής εποχής".
Τελικά, η Τίνα εγκατέλειψε τον Γιώργο, αν και εκείνος στην αρχή δεν έδειχνε πρόθυμος να συμβιβαστεί με αυτήν την εξέλιξη, πιστεύοντας ότι η Τίνα θα γυρνούσε κοντά του. Εφημερίδα δημοσίευσε επιστολή του Παπά προς την αγαπημένη του:
"Ο πόνος μου είνε μεγάλος, που βλέπω να γίνεται η επίθεσις αυτή του Τύπου εναντίον μου. Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι όλα αυτά γίνονται με μόνο σκοπό να σε χωρίσουν από μένα. Ο πατέρας σου τα είχε προετοιμασμένα και γι' αυτόν τον λόγον σε άφησε να έλθης να με ιδής χθες, και σήμερον το πρωί ακόμη, για να σου πη κατόπιν ότι επληροφορήθη πως είμαι απατεών κλπ.... Μια εφημερίς εδημοσίευσεν ότι επήγες σήμερα το πρωί εις την αστυνομίαν, όπου εδήλωσες ότι κατόπιν των όσων έμαθες, εκατάλαβες πλέον με τι άνθρωπον έχεις να κάμης και δεν με θέλεις πια. Είνε ψέμματα όλα αυτά. Δεν είνε έτσι;
[....] Θέλω να πιστεύω, Τινάκι, ότι δεν είνε αλήθεια όλα αυτά. Αλλά και εάν ακόμη σε έπεισαν, και σ' έκαμαν να τα πιστεύσης, θέλω να σε ιδώ και να σου εξηγήσω. Δεν υπάρχει πουθενά καμμιά κακή πράξις. Ελπίζω αυτό το γράμμα μου να φθάση έως τα χέρια σου. Πιστεύω στην αγάπη σου. Έχω εμπιστοσύνη σε σένα. Είμαι πολύ δυστυχισμένος. Περιμένω ανυπόμονα ειδήσεις σου. Πρέπει να βγης, να φύγης!
[...] Ο πατέρας σου θέλει να μας χωρίση και να αφήση να με βαρύνη η γενική εντύπωσις του κόσμου ότι υπήρξα ένας απατεών.
Είνε εγκληματικόν να τιμωρηθή κατ' αυτόν τον τρόπον ένας άνθρωπος, που δεν έκανε κανένα άλλο κακό από του να σ' αγαπήση πολύ, πολύ".
Η Τίνα όμως δεν γύρισε ποτέ...
4. ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ - ΝΙΤΣΑ ΛΩΡΗ
Ο πρώτος γάμος του Μάνου Κατράκη δεν ευτύχησε να διαρκέσει πολλά χρόνια, έγινε όμως με επεισοδιακό τρόπο."Ήταν παιδάκι με κοντές κάλτσες, όταν της πρωτοείπα πως είναι χαριτωμένη. Ήταν την εποχή που το θέατρο της Κοτοπούλη μετά τις παραστάσεις γινόταν ντάσινγκ. Ερχόταν εκεί και χόρευε η κυρία από δω" θυμόταν ο Μάνος Κατράκης για το πώς γνώρισε τη σύζυγό του, ηθοποιό Νίτσα Λώρη, λίγες μόνο μέρες μετά τον κρυφό γάμο τους στο ναΐσκο της Αγίας Βαρβάρας στο Χαλάνδρι το Σεπτέμβριο του 1934. Βέβαια, δεν ήταν ένας έρωτας με την πρώτη ματιά. "Πέρασαν από τότε χρόνια πολλά, 4-5 μου φαίνεται, και εγώ το είχα λησμονήσει, ώσπου τώρα τελευταία προ μηνών ξαναφούντωσε το αίσθημά μας, ώσπου ένα βράδυ που πήγαινα μετά την παράσταση τη Νίτσα στο σπίτι, πήγαμε αλλού... Το περίεργο είναι ότι ήμουν εξομολογητής των απογοητευμένων από τη στάση της. Όλοι ήρχοντο και μου έκαναν παράπονα πως ήταν σκληρόκαρδη. Έτσι μ' έκαμαν και μένα να την προσέξω και με πικάρισε τώρα τελευταία ένας νεαρός εκατομμυριούχος, που υπέβαλε κανονική πρόταση γάμου. Βιάσου Κατράκη, είπα, γιατί την έχασες".
Υπήρχε όμως ένα εμπόδιο, που άκουγε στο όνομα Τούλα Λώρη, η μητέρα της Νίτσας και ηθοποιός του μελοδράματος. Ο γάμος έγινε χωρίς την ευχή της, στα κρυφά ύστερα από "απαγωγή" της νύφης, αλλά και χωρίς... χρήματα, καθώς τα έξοδα κάλυψαν 4-5 φίλοι του ζευγαριού. Η οικογένεια Λώρη ήρθε προ τετελεσμένου γεγονότος και η γιαγιά της νύφης αναστέναξε: "Μας την έσκασε ο Κρητικός"! Πάντως το μη αίσιο τέλος του γάμου, πρέπει να τους ανακούφισε αρκετά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου