30 Σεπτεμβρίου 2014

Το "αγκάθι" στην ζωή της ηθοποιού Κούλας Αγαγιώτου: Η εμπλοκή του αγαπημένου της ανιψιού σε απεχθές έγκλημα, οι κατηγορίες της αδερφής της και οι επιθέσεις που δέχτηκε στο δικαστήριο από τον ανιψιό της και από τη μάνα του θύματος


Ηθοποιός με πολυετή καριέρα στο θέατρο και με συμμετοχή σε αρκετές ταινίες (σε μικρούς συνήθως ρόλους), η Κούλα Αγαγιώτου έγινε περισσότερο γνωστή και αγαπήθηκε μέσα από τους τηλεοπτικούς της ρόλους. Οι παλιότεροι τη θυμούνται από τον "Μεθοριακό σταθμό", ενώ οι περισσότεροι την γνωρίζουμε ως την απολαυστική κυρά-Σοφία στο "Ρετιρέ". Η ίδια ζούσε μια ήσυχη ζωή, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, μόνο που μια φορά, στα μέσα της δεκαετίας του '60, η Κούλα Αγαγιώτου βρέθηκε στο επίκεντρο των εφημερίδων με αφορμή ένα άγριο έγκλημα με θύμα τη Μαρία Μπαβέα και κατηγορούμενο ως δράστη τον 19χρονο, ψυχικά διαταραγμένο, αγαπημένο ανιψιό της ηθοποιού.

ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ
Το έγκλημα διαπράχθηκε τη νύχτα της 23ης Απριλίου 1964, εικοσιπέντε λεπτά πριν τα μεσάνυχτα, στη διασταύρωση των οδών Β. Γεωργίου και Πρατίνου. Η Μπαβέα, που επέστρεφε στο σπίτι της ύστερα από επίσκεψη στο σπίτι του μέλλοντας αρραβωνιαστικού της, δέχτηκε μόνο ένα, πλην όμως θανάσιμο τραύμα στην πίσω επιφάνεια του αριστερού ημιθωρακίου, κάτω από την ωμοπλάτη. Τα μεσάνυχτα ακριβώς ειδοποιήθηκε η Άμεση Δράση κι ένα περιπολικό κατέφθασε στο σημείο δυο λεπτά αργότερα. Το πτώμα μεταφέρθηκε σε κλινική, ενώ οι έρευνες της αστυνομίας στον τόπο του εγκλήματος δεν εντόπισαν κάποιο σημαντικό στοιχείο, πέρα από κηλίδες αίματος του θύματος.
Αυτόπτες μάρτυρες δεν υπήρχαν, κάτι που δυσκόλεψε την πορεία των αστυνομικών ερευνών. Ωστόσο, από τις καταθέσεις των γνωστών της Μπαβέα είχε καταστεί σαφές ότι το έγκλημα δεν θα μπορούσε να οφείλεται σε ξεκαθάρισμα προσωπικών λογαριασμών, αλλά φαινόταν ολοένα πιο πιθανό να είχε τελεστεί από κάποιο διαταραγμένο άτομο, που σκότωσε τη νεαρή γυναίκα χωρίς κάποια προφανή αιτία.
Κομβικό σημείο αποτέλεσε η ανεύρεση ενός αμφίστομου μαχαιριού αρκετές μέρες μετά το φονικό, στις 13 Μαΐου. Πάνω σ' αυτό υπήρχαν ίχνη ανθρώπινου αίματος, όπως διαπιστώθηκε από την ιατροδικαστική έρευνα. Ο 19χρονος Δημήτρης Ζάγκας, ο ανιψιός της ηθοποιού Κούλας Αγαγιώτου, συνελήφθη, οδηγήθηκε στην υποδιεύθυνση Γενικής Ασφάλειας και εκεί ομολόγησε ότι ο ίδιος διέπραξε το έγκλημα.
Ο Ζάγκας υποστήριξε ότι έτρεφε μίσος για τις γυναίκες ύστερα από μια ερωτική αποτυχία που είχε σε ηλικία 16 ετών, εξ αιτίας σεξουαλικής ανικανότητας που του είχε προκαλέσει μία εγχείρηση, στην οποία είχε υποβληθεί τρία χρόνια νωρίτερα, επειδή έπασχε από υποσπαδία. Εξάλλου, θεωρούσε ότι ήταν πολύ άσχημος, χειρότερος από τον Κουασιμόδο και ότι όλοι τον αποστρέφονταν εξ αιτίας της υποτίθεται άσχημης εμφάνισής του. Μάλιστα, φερόταν να είχε προτείνει σε φίλο του με "μειονεκτική" σωματική διάπλαση τη διάπραξη εγκλημάτων κατά γυναικών.
Δήλωνε θαυμαστής του "Τζακ του αντεροβγάλτη" και φανατικός θαυμαστής της ταινίας "Δράκουλας", ενώ κατά το παρελθόν, σε ηλικία 16 ετών, νοσηλεύτηκε επί πεντάμηνο σε ψυχιατρική κλινική. Υποστήριξε ότι την έμπνευση για τα εγκλήματα την απέκτησε, όταν διάβασε στην εγκυκλοπαίδεια την  περίπτωση ενός ιππότη της Βενετίας, ο οποίος σκότωνε για ευχαρίστηση. Είχε αποπειραθεί κι άλλες φορές να διαπράξει εγκλήματα κατά αγνώστων, επιτέθηκε ακόμη και στη γιαγιά του, όμως ποτέ δεν υπήρξε κάποια επίσημη καταγγελία στην αστυνομία. Μιλώντας στους δημοσιογράφους ανέφερε ότι είχε μετανιώσει για το έγκλημα που διέπραξε, το οποίο εξήγησε λέγοντας ότι "ήθελα εκείνη τη στιγμή να σκοτώσω μια γυναίκα νέα και ωραία".
Πώς, όμως, η ασφάλεια έφτασε στα ίχνη του Ζάγκα μέσω του μαχαιριού; Τελείως συμπτωματικά, ενώ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η ηθοποιός. Ο δράστης διέμενε το τελευταίο διάστημα με τη θεία του, Κούλα Αγαγιώτου και τη μητέρα της (δηλαδή τη γιαγιά του) Πασχαλία. Όταν η ηθοποιός επέστρεψε από τη Θεσσαλονίκη, όπου είχε βρεθεί περιοδεύοντας με το θίασο της Σμαρούλας Γιούλη, η μητέρα της της παραπονέθηκε για δύο επιθέσεις που είχε δεχτεί από το αγόρι. Η Αγαγιώτου ρώτησε τον ανιψιό της, αν είχε κάποιο πιστόλι κι εκείνος της μίλησε για το μαχαίρι. Του το ζήτησε, το παρέλαβε και αμέσως η ηθοποιό το παρέδωσε σ' ένα φίλο της ανθοπώλη, για να το πετάξει.
Εν τω μεταξύ, τρεις μέρες αργότερα, ο 19χρονος Δημήτρης Ζάγκας εξομολογήθηκε σε μια άλλη θεία του ότι είχε σκοτώσει μια γυναίκα. Όταν η ηθοποιός το πληροφορήθηκε αυτό από την ξαδέρφη της, συνέδεσε το μαχαίρι με το έγκλημα, το πήρε πίσω από τον φίλο της και το παρέδωσε σ' έναν δικηγόρο, εκφράζοντας υπόνοιες ότι ο ανιψιός της ήταν δολοφόνος. Ο δικηγόρος στη συνέχεια το παρέδωσε στην αστυνομία και έτσι ξετυλίχτηκε το περιπλεγμένο κουβάρι της δολοφονίας της Μαρίας Μπαβέα, για την οποία δεν υπήρχε ούτε ένα σημαντικό στοιχείο μέχρι τότε.

Η ΔΙΚΗ
Η δίκη του Ζάγκα πραγματοποιήθηκε ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούνιο του 1965, στο Κακουργιοδικείο Αθηνών.Η μητέρα του δράστη, Χρυσάνθη, κατέθεσε ότι ο γιος της έτρεφε μίσος εναντίον της, ενώ την αποκαλούσε πάντοτε με το όνομά της και όχι "μαμά". Επιπλέον καταφέρθηκε εναντίον της αδερφής της, Κούλας Αγαγιώτου, κατηγορώντας την ότι κάποτε είχε προτρέψει τον κατηγορούμενο να σκοτώσει την ίδια. "Μπροστά μου του είχε ειπή κάποτε: "Δημήτρη σκότωσέ την και εγώ θα σε βγάλω από την φυλακή"", κατέθεσε στο δικαστήριο. "Δυστυχώς είναι αδελφή μου και έχω καθήκον να να ειπώ ότι είναι καλή. Εγώ όμως δεν το πιστεύω", ανέφερε στη συνέχεια για την Κούλα Αγαγιώτου, την οποία κατηγόρησε και για το ότι παρέδωσε τον κατηγορούμενο στην αστυνομία "για να διαφημισθεί, επειδή είναι ηθοποιός".
Πολύωρη και επεισοδιακή ήταν η κατάθεση της Κούλας Αγαγιώτου, που διήρκεσε δυο μέρες. Στην κατάθεσή της ανέφερε ότι δεν θεωρούσε τον κατηγορούμενο ικανό να διαπράξει φόνο και μάλιστα σημείωσε ότι για την αθωότητά του αμφέβαλε μόνο κατά 1%. Όταν τον είχε επισκεφτεί στη φυλακή, μια από τις ελάχιστες φορές που εκείνος τη δέχτηκε, ο κατηγορούμενος της διατράνωσε την αθωότητά του. Άλλωστε, ο Ζάγκας ήταν δεξιόχειρας, τη στιγμή που το έγκλημα είχε διαπραχθεί από αριστερόχειρα, σύμφωνα με το ιατροδικαστικό πόρισμα, ενώ η ηθοποιός κατέθεσε ότι ποτέ δεν τον είχε δει να χρησιμοποιεί το αριστερό του χέρι.
Συγκλονισμένη και εν μέσω λυγμών αναφέρθηκε στη μεγάλη αγάπη που έτρεφε για τον ανιψιό της: "Γιατί να μη του κάμω όλα τα χατίρια, αφού ήταν άρρωστος και φοβόμουν το τέλος του; Γιατί να μη στερηθώ τα πάντα προς χάριν του;", ενώ συμπλήρωσε ότι αισθανόταν τύψεις, επειδή λόγω της κατάστασής του αναγκάστηκε κάποιες φορές να τον χτυπήσει. Σχολίασε, όμως, και την επίθεση που είχε εξαπολύσει προηγουμένως εναντίον της η αδερφή της και μάνα του κατηγορουμένου: "Η αδερφή μου κατέθεσε εναντίον μου διότι συνέτεινα εις την σύλληψιν του Δημήτρη. Είναι σχιζοφρενής. Η πάθησίς της εσημείωσεν έξαρσιν υπό την επήρειαν του θανάτου ενός παιδιού που είχαμε στο γκαράζ, το 1945. Τότε εγεννήθη ο Δημήτρης και ήρχισε αναπτυσσόμενος ανωμάλως".
Η Κούλα Αγαγιώτου περιέγραψε όλα όσα γνώριζε για την υπόθεση και στάθηκε ιδιαίτερα στην προσωπικότητα του ανιψιού της: "Επέστρεφε εις το σπίτι κατακουρασμένος, απογοητευμένος, κατακίτρινος και κάθιδρως. Διαρκώς ευρίσκετο εις τον κινηματογράφον. Η έμμονος ιδέα ότι είναι άσχημος του εδημιούργησε σύμπλεγμα ανθρωποφοβίας και την εντύπωσι ότι οι πάντες τον περιέπαιζαν. Τα μαχαίρια και το τσεκούρι δεν ήτο δυνατόν να τα ηγόρασε από κατάστημα, διότι ουδέποτε εισήρχετο. Δεν γνωρίζω την προέλευσίν των, ούτε - πλήν του πιστολίου και του μαχαιριού - είδα ποτέ τα άλλα σύνεργα. Ήτο ιδιότροπος. Ηδύνατο επί μίαν εβδομάδα να συντηρήται μόνον με νερό και κατόπιν να τρώγη όσο ποτέ άνθρωπος. Του έκαναν εντύπωσι τα εγκλήματα. Επίσης υποεδύετο διάφορα ιστορικά πρόσωπα: Τον Τιβέριον, τον Αγ. Δημήτριον, τον Αγ. Γεώργιον και τον Ριχάρδον τον Γ'. Διά τον τελευταίον έλεγεν ότι ήτο άσχημος όπως αυτός και επί τη θέα του εγαύγιζαν τα σκυλιά, ενώ τον ίδιον περιπαίζουν οι άνθρωποι. Οι ελάχιστοι φίλοι του ήσαν ελαττωματικοί διανοητικώς ή σωματικώς. Κάποτε μου εζήτησε να του αγοράσω ένα περίστροφο διά να  το φέρη - έστω και άσφαιρο - και να αισθάνεται "δυνατός". Εντύπωσιν μου έκαμε ότι μίαν ημέραν εδιάβαζα τα του εγκλήματος και μου εζήτησε την εφημερίδα. Εδημοσιεύετο η φωτογραφία της Μπαβέα και το βλέμμα του απερροφήθη, επί μακρόν από αυτήν..".
Επεισοδιακή ήταν η δεύτερη μέρα της κατάθεσης της Κούλας Αγαγιώτου. Η μητέρα του θύματος πλησίασε τη μάρτυρα φωνάζοντας: "Το δικό μου παιδί το σκότωσε αυτός που πάτε να δικαιολογήσετε", πριν διακοπεί η δίκη και η γυναίκα απομακρυνθεί από δυο χωροφύλακες. Αμέσως μετά, ο Ζάγκας σηκώθηκε από το εδώλιο του κατηγορουμένου και επιτέθηκε κι αυτός στη θεία του, την οποία κατηγορούσε με φράσεις, όπως: "Είσαι μια γελοία ηθοποιός", "Όλα τα έκανες για διαφήμιση επειδή δεν ήσουν τίποτα", "Αυτή με έθαψε μέσα στη φυλακή και τώρα κάθεται και κλαίει" κλπ. Η Αγαγιώτου, πάντως, όταν συνέχισε την κατάθεσή της δικαιολόγησε τη συμπεριφορά του ανιψιού της, ότι τη θεωρούσε υπεύθυνη για τη σύλληψή του, ενώ επέμεινε ότι τον θεωρούσε αθώο του εγκλήματος.
Στην κατάθεσή του ο κατηγορούμενος ομολόγησε τη διάπραξη του φόνου, ενώ περιέγραψε λεπτομερώς πώς παρακολουθούσε και πώς πλησίασε την Μπαβέα το βράδυ της δολοφονίας της. Ωστόσο, από μια πολυήμερη συζήτηση στο δικαστήριο, οι ένορκοι απάλλαξαν τον Ζάγκα των κατηγοριών θεωρώντας ότι βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση και διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών λόγω σχιζοφρένειας, ενώ το δικαστήριο αποφάσισε τον εγκλεισμό του στο Δημόσιο Ψυχιατρείο, κρίνοντας τον "επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια".


Όλες οι πληροφορίες προέρχονται από τα σχετικά ρεπορτάζ της εφημερίδας "Ελευθερία". Τα αποσπάσματα των καταθέσεων, που παρατίθενται πιο πάνω, είναι σύμφωνα με την ορθογραφία της εφημερίδας, που προφανώς τα αντέγραψε από τα πρακτικά του δικαστηρίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου