Ως μεγάλος τηλεορασάκιας, που μάλιστα για ένα διάστημα είχα εντρυφήσει στα αμερικάνικα σίριαλ παρακολουθώντας δυο και τρία την ημέρα (από ένα επεισόδιο, για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις), έχω τη συνήθεια να παρακολουθώ τα νέα των αμερικανικών καναλιών λίγο πριν την έναρξη της κάθε τηλεοπτικής σεζόν. Σ' ένα τέτοιο πλαίσιο, την πρώτη φορά που διάβασα για το "How To Get Away With Murder", λίγο προτού αυτό ξεκινήσει να προβάλλεται στο ABC, έμεινα με την εντύπωση ότι θα ήταν μια ακόμη δικαστική σειρά σε πιο προκλητικό ίσως τόνο, όπως προδιαθέτει και ο τίτλος που υπόσχεται την αθώωση φονιάδων, και την απέκλεισα από τη λίστα των προτιμήσεών μου για τον πολύ απλό λόγο ότι βαριέμαι τις σειρές με αυτοτελή επεισόδια. Ομολογώ ότι ήταν μια λανθασμένη απόφαση.
Διάβαζα βέβαια κατά καιρούς διάφορα ενθουσιώδη σχόλια γύρω από τη σειρά αυτή και το προκλητικό της ύφος, που στην πράξη σήμαινε πολλές σκηνές σεξ με μια αρκετά πιο ανοιχτόμυαλη προσέγγιση (σε σχέση με ό,τι μας έχει συνηθίσει η μη καλωδιακή αμερικανική tv) και χαρακτήρες έτοιμους για όλα, που δικαιολογούν τους χειρότερους χαρακτηρισμούς που έχουν ειπωθεί για τους δικηγόρους (ότι είναι ψεύτες και χωρίς ηθικούς φραγμούς, μετέρχονται όλα τα μέσα για ν' αθωώσουν τους πελάτες τους και άλλα τέτοια).
Και ενώ πράγματι στα πρώτα επεισόδια εξιστορούνταν αυτοτελείς δικαστικές υποθέσεις, υπήρχε κι ένα μυστήριο γύρω από μια σοκαριστική δολοφονία κεντρικού προσώπου, για την οποία δεν διάβαζα πολλές λεπτομέρειες, γιατί ξαφνικά όσα διάβαζα άρχισαν να με ιντριγκάρουν και να με ψήνουν να βάλω το "How To Get Away With Murder" στον προγραμματισμό μου, που όμως για πρακτικούς λόγους δεν ήταν εφικτό. Τελικά, συνέβη το καλοκαίρι, όταν το Fox Life πρόβαλλε μεσημεριάτικα τα επεισόδια του πρώτου κύκλου σε επανάληψη, αν και λογοκριμένα ως προς κάποιες σκηνές σεξ. Νομίζω ότι ήταν η πρώτη φορά στη μετά "Lost" εποχή, που μια καινούρια σειρά με ενθουσίασε τόσο πολύ ανεβάζοντας την αδρεναλίνη μου στα ύψη.
Κατ' αρχήν λίγα λόγια για τη σειρά, για την οποία είναι πολύ πιθανό να μην έχετε ιδέα όσοι δεν είστε συνδρομητές στις πλατφόρμες Nova και OTE TV.
Κεντρικό πρόσωπο είναι η Αναλίζ (Άννα Μέι) Κίτινγκ, την οποία υποδύεται εξαιρετικά η Βαϊόλα Ντέιβις. Η Αναλίζ Κίτινγκ είναι μια αήττητη δικηγόρος μεγάλων ποινικών υποθέσεων, τις οποίες πάντα κερδίζει φυσικά, χρησιμοποιώντας όμως αμφιλεγόμενες τακτικές. Δεν την ενδιαφέρει - ή τέλος πάντων μοιάζει να μην την ενδιαφέρει - αν οι πελάτες της είναι αθώοι ή ένοχοι, αρκεί να έχουν πάντα κάποιο νομικό πάτημα (ή ένα άλλοθι, αν προτιμάτε), ώστε να κηρύσσονται αθώοι από τους ενόρκους. Παράλληλα, η Αναλίζ είναι και καθηγήτρια πανεπιστημίου διδάσκοντας τις γνώσεις της σε φιλόδοξους φοιτητές της νομικής. Κι επειδή στις ΗΠΑ η άσκηση στη δικηγορία γίνεται παράλληλα με τις σπουδές, η Αναλίζ επιλέγει πέντε φοιτητές από την αρχή κιόλας του ακαδημαϊκού έτους, οι οποίοι θα γίνουν οι προσωπικοί βοηθοί της (και παράλληλα θα έχουν το σχετικό πλεονέκτημα την περίοδο των εξετάσεων εξ αιτίας αυτής της απίστευτης διαπλοκής ακαδημαϊκών καθηκόντων και προσωπικής εκδούλευσης, που είναι παντελώς ξένη με τα ελληνικά ήθη).
Ποιοι είναι αυτοί οι 5 τυχεροί - ή μήπως όχι και τόσο τυχεροί τελικά - φοιτητές;
- Ο Κόνορ: ένας γοητευτικός, πανέξυπνος, υπερφιλόδοξος άνδρας, που τυγχάνει να είναι ομοφυλόφιλος και μάλιστα να έχει μια ροπή στο πολύ σεξ.
- Η Μικαέλα: μια υπερβολικά φιλόδοξη, έξυπνη φυσικά, τελειομανής κοπέλα κάπως συντηρητικών αντιλήψεων, που ονειρεύεται να παντρευτεί τον αγαπημένο της από το σχολείο, ο οποίος ονειρεύεται μια λαμπρή πολιτική καριέρα, ώστε μαζί να κατακτήσουν τον κόσμο στο μέλλον.
- Η Λόρελ: μοιάζει πιο εύθραυστη από τους υπόλοιπους, προέρχεται από πλούσια οικογένεια ισπανόφωνων, όμως θέλει απεγνωσμένα να ξεφύγει από την ασφάλεια της οικογένειάς της, ενώ αμφιβάλλει συχνά για τις ικανότητές της - στην αρχή τουλάχιστον.
- Ο Άσερ: το απόλυτα κακομαθημένο πλουσιόπαιδο, γιος δικαστή, που θεωρεί σχεδόν αυτονόητο ότι θα βαδίσει στα χνάρια του πατέρα του, τον οποίο και θαυμάζει, χωρίς όμως να προσπαθήσει και πολύ (αφού όλες οι πόρτες είναι ήδη ανοιχτές γι' αυτόν), είναι ο πιο εκνευριστικός χαρακτήρας, εξαιρετικά αντιπαθής από τους συμφοιτητές του, οι οποίοι αγανακτούν με το ανώριμο, εφηβικού επιπέδου χιούμορ του.
- Ο Γουές, που μοιάζει να μην έχει κανένα κοινό με τους προηγούμενους τέσσερις: είναι ορφανός, προέρχεται από ένα φτωχό ή μεσαίο οικονομικά περιβάλλον, δεν είναι ανελέητα φιλόδοξος αλλά περισσότερο διακατέχεται από έναν ρομαντισμό για την υψηλή αποστολή του δικηγορικού επαγγέλματος, όλοι απορούν γιατί τον επέλεξε η Αναλίζ ως έναν από τους πέντε συνεργάτες της δείχνοντάς του μάλιστα μια ανεξήγητη εύνοια.
Γύρω από αυτά τα έξι πρόσωπα βρίσκονται επίσης:
- η Μπόνι: δικηγόρος και συνεργάτης της Αναλίζ επί χρόνια, που όμως φαίνεται ότι δεν έχει τις ίδιες ικανότητες με εκείνη, αλλά βρίσκεται συνεχώς - και οικειοθελώς - στη σκιά της
- ο Φρανκ: βοηθός στο γραφείο της Αναλίζ, αλλά όχι δικηγόρος, είναι ένα αινιγματικό πρόσωπο, ικανό για κάθε βρωμοδουλειά, αλλά και εξαιρετικά επιρρεπής στις γυναίκες
- ο Σαμ: ο σύζυγος της Αναλίζ, που δεν θέλει ν' ανακατεύεται στις επαγγελματικές υποθέσεις της συζύγου, αλλά πόσο εύκολο είναι αυτό, όταν το δικηγορικό γραφείο της βρίσκεται... μέσα στο ίδιο τους το σπίτι; (Οκ, ο ρόλος του Σαμ έχει μεγαλύτερο βάθος και περισσότερο μυστήριο απ' όσα έχω περιγράψει, αλλά δείτε τη σειρά καλύτερα για να σας χαλάσω τα spoiler)
- ο Νέιτ: αστυνομικός και - παρότι παντρεμένος - εραστής της Αναλίζ, η οποία προφανώς γοητεύτηκε από το υπερβολικά γυμνασμένο σώμα και την υπερβολικά μπάσα φωνή του, αλλά δεν διστάζει να τον βάλει σε μπελάδες με την υπηρεσία του, προκειμένου να κερδίσει μια δίκη (όπως και πολλές φορές στη συνέχεια)
- ο Όλιβερ: εραστής του Κόνορ, ο πιο αγαθός απ' όλους, αλλά και ο πιο χρήσιμος για τις αμφιβόλου ηθικής πρακτικές του δικηγορικού γραφείου της Αναλίζ Κίτινγκ, αφού χακάρει τους πάντες και τα πάντα (μόνο και μόνο επειδή του ζητάει ο Κόνορ και χωρίς να ρωτάει πολλές λεπτομέρειες στην αρχή).
Αν και η σειρά ξεκινάει με αυτοτελείς δικαστικές υποθέσεις ανά επεισόδιο, παράλληλα εκτυλίσσεται ένα μυστήριο γύρω από τη δολοφονία μιας φοιτήτριας, που μπορεί να μην σπουδάζει στο πανεπιστήμιο, όπου διδάσκει η Κίτινγκ, όμως με κάποιον τρόπο θα αλλάξει την ζωή της ανεπανόρθωτα. Αυτή η ιστορία σταδιακά αποκτά μεγαλύτερη έμφαση και στοιχειώνει όλους σχεδόν τους ήρωες της σειράς, οι οποίοι φτάνουν σ' ένα απίστευτο αδιέξοδο, η έξοδος του οποίου προκαλεί πονοκεφάλους. Τα απόνερα αυτής της ιστορίας, περιπλεγμένα με μια νέα, άσχετη ωστόσο, υπόθεση δολοφονίας κυριαρχούν στο μεγαλύτερο μέρος και της δεύτερης σεζόν, κατά την οποία οι Κίτινγκ, οι συνεργάτες και οι φοιτητές της μοιάζουν να βουλιάζουν σε μια κινούμενη λάσπη έτοιμη να τους πνίξει ανά πάσα στιγμή με τους τηλεθεατές να μη μπορούν ν' αποφασίσουν αν θα άξιζαν μια τέτοια εξέλιξη ή όχι.
Οι σεναριογράφοι κινούνται μ' ένα βασικό άξονα: πώς θα προκαλούν στους τηλεθεατές άνοιγμα του σαγονιού και απανωτά "OMG!". Αυτό στην αρχή (δηλαδή την πρώτη σεζόν) πετυχαίνει απόλυτα, καθώς ο ρυθμός εξέλιξης των γεγονότων είναι καταιγιστικός, οι χαρακτήρες μοιάζουν να μην έχουν ιδιαίτερες αντιστάσεις και συνέχεια εκπλήσσουν, οι καταστάσεις γίνονται οριακές και το μόνο καθησυχαστικό είναι το συνεχές "ΙI can fix this" (δηλ. "Μπορώ να το διορθώσω") της Αναλίζ Κίτινγκ, η οποία πράγματι μοιάζει να μπορεί να ξεπεράσει κάθε δύσκολη κατάσταση, τόσο για την ίδια όσο και για τους άλλους, ανεξάρτητα από το όποιο ρίσκο, καταλήγοντας όμως να μοιάζει με μια γυναίκα χωρίς κανέναν ηθικό φραγμό.
Το πρόβλημα είναι ότι στη δεύτερη σεζόν, ο υποψιασμένος πλέον τηλεθεατής κουράζεται από τις απανωτές OMG στιγμές, ορισμένες των οποίων είναι τελείως ξεκάρφωτες και άστοχες, δηλαδή γίνονται απλά για να προκαλέσουν αίσθηση, ώστε τελικά πλέον καταλήγουν προβλέψιμα ή - έστω - παύουν να προκαλούν την εντύπωση που επιδιώκουν οι σεναριογράφοι. Η ηθική υπόσταση των ηρώων αμφισβητείται ακόμη και από τα πιο ανοιχτόμυαλα και καλοπροαίρετα άτομα, αφού η "διόρθωση" των ακραίων καταστάσεων προϋποθέτει απανωτές και ακραίες παραβιάσεις του νόμου, ενώ οι τοίχοι βάφονται υπερβολικά συχνά κόκκινοι από το αίμα, σε σημείο ν' απορεί κανείς πώς στο καλό αυτοί οι άνθρωποι έχουν την ψυχική ηρεμία να διαβάζουν τα μαθήματα για το πανεπιστήμιο, να λύουν άλλες δικαστικές υποθέσεις ή και γενικότερα να έχουν και μια άλλη, πιο χαλαρή ζωή, κάποιο χόμπι για παράδειγμα, πέρα απ' ό,τι βλέπουμε στην οθόνη.
Στα συν της σειράς οι εξαιρετικά γρήγοροι ρυθμοί, τα λίγα επεισόδια (μόλις 15 κάθε σεζόν βάσει ειδικού όρου που έχει θέσει η ίδια η Ντέιβις), που δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ξεχειλώματος των ιστοριών (κάτι που ωστόσο οριακά αποφεύγεται στη δεύτερη σεζόν), οι πολύ καλές ερμηνείες από το μεγαλύτερο μέρος του καστ με πρώτη και καλύτερη τη Βαιόλα Ντέιβις, αλλά και οι εξαιρετικές μουσικές επιλογές που συμπληρώνουν ιδανικά την ατμόσφαιρα.
Σ΄όσους δεν την έχετε δει, τη συνιστώ ανεπιφύλακτα, τουλάχιστον γιατί είναι μια προσεγμένη δουλειά και από τα πιο σύγχρονα δείγματα γραφής της αμερικανικής τηλεόρασης. Προϋπόθεση βέβαια να σουλουπωθούν, όσο αυτό γίνεται, οι σεναριακές ακρότητες στην τρίτη σεζόν, ώστε να μην υπάρξει υπέρβαση της λεπτής γραμμής που χωρίζει το θεαματικό από το γελοίο. Τόσες ακρότητες δεν γίνονταν ούτε στην - τραβηγμένη από τα μαλλιά - "Δυναστεία". Καλά είναι τα ανοίγματα του σαγονιού, όμως σκοπός είναι αυτά να μην συνοδεύονται από γέλια και αποδοκιμασίες. Οι αμερικανοί τηλεθεατές πάντως προειδοποίησαν σχετικά, καθώς η τηλεθέαση των τελευταίων επεισοδίων της δεύτερης σεζόν έπεσε θεαματικά.
Και μην περιμένετε να δείτε σύντομα το "How To Get Away With Murder" κάποιο ελληνικό κανάλι ελεύθερης λήψης, γιατί τα πρόστιμα του ΕΣΡ θα πέσουν σύννεφο.
- Ο Άσερ: το απόλυτα κακομαθημένο πλουσιόπαιδο, γιος δικαστή, που θεωρεί σχεδόν αυτονόητο ότι θα βαδίσει στα χνάρια του πατέρα του, τον οποίο και θαυμάζει, χωρίς όμως να προσπαθήσει και πολύ (αφού όλες οι πόρτες είναι ήδη ανοιχτές γι' αυτόν), είναι ο πιο εκνευριστικός χαρακτήρας, εξαιρετικά αντιπαθής από τους συμφοιτητές του, οι οποίοι αγανακτούν με το ανώριμο, εφηβικού επιπέδου χιούμορ του.
- Ο Γουές, που μοιάζει να μην έχει κανένα κοινό με τους προηγούμενους τέσσερις: είναι ορφανός, προέρχεται από ένα φτωχό ή μεσαίο οικονομικά περιβάλλον, δεν είναι ανελέητα φιλόδοξος αλλά περισσότερο διακατέχεται από έναν ρομαντισμό για την υψηλή αποστολή του δικηγορικού επαγγέλματος, όλοι απορούν γιατί τον επέλεξε η Αναλίζ ως έναν από τους πέντε συνεργάτες της δείχνοντάς του μάλιστα μια ανεξήγητη εύνοια.
Γύρω από αυτά τα έξι πρόσωπα βρίσκονται επίσης:
- η Μπόνι: δικηγόρος και συνεργάτης της Αναλίζ επί χρόνια, που όμως φαίνεται ότι δεν έχει τις ίδιες ικανότητες με εκείνη, αλλά βρίσκεται συνεχώς - και οικειοθελώς - στη σκιά της
- ο Φρανκ: βοηθός στο γραφείο της Αναλίζ, αλλά όχι δικηγόρος, είναι ένα αινιγματικό πρόσωπο, ικανό για κάθε βρωμοδουλειά, αλλά και εξαιρετικά επιρρεπής στις γυναίκες
- ο Σαμ: ο σύζυγος της Αναλίζ, που δεν θέλει ν' ανακατεύεται στις επαγγελματικές υποθέσεις της συζύγου, αλλά πόσο εύκολο είναι αυτό, όταν το δικηγορικό γραφείο της βρίσκεται... μέσα στο ίδιο τους το σπίτι; (Οκ, ο ρόλος του Σαμ έχει μεγαλύτερο βάθος και περισσότερο μυστήριο απ' όσα έχω περιγράψει, αλλά δείτε τη σειρά καλύτερα για να σας χαλάσω τα spoiler)
- ο Νέιτ: αστυνομικός και - παρότι παντρεμένος - εραστής της Αναλίζ, η οποία προφανώς γοητεύτηκε από το υπερβολικά γυμνασμένο σώμα και την υπερβολικά μπάσα φωνή του, αλλά δεν διστάζει να τον βάλει σε μπελάδες με την υπηρεσία του, προκειμένου να κερδίσει μια δίκη (όπως και πολλές φορές στη συνέχεια)
- ο Όλιβερ: εραστής του Κόνορ, ο πιο αγαθός απ' όλους, αλλά και ο πιο χρήσιμος για τις αμφιβόλου ηθικής πρακτικές του δικηγορικού γραφείου της Αναλίζ Κίτινγκ, αφού χακάρει τους πάντες και τα πάντα (μόνο και μόνο επειδή του ζητάει ο Κόνορ και χωρίς να ρωτάει πολλές λεπτομέρειες στην αρχή).
Αν και η σειρά ξεκινάει με αυτοτελείς δικαστικές υποθέσεις ανά επεισόδιο, παράλληλα εκτυλίσσεται ένα μυστήριο γύρω από τη δολοφονία μιας φοιτήτριας, που μπορεί να μην σπουδάζει στο πανεπιστήμιο, όπου διδάσκει η Κίτινγκ, όμως με κάποιον τρόπο θα αλλάξει την ζωή της ανεπανόρθωτα. Αυτή η ιστορία σταδιακά αποκτά μεγαλύτερη έμφαση και στοιχειώνει όλους σχεδόν τους ήρωες της σειράς, οι οποίοι φτάνουν σ' ένα απίστευτο αδιέξοδο, η έξοδος του οποίου προκαλεί πονοκεφάλους. Τα απόνερα αυτής της ιστορίας, περιπλεγμένα με μια νέα, άσχετη ωστόσο, υπόθεση δολοφονίας κυριαρχούν στο μεγαλύτερο μέρος και της δεύτερης σεζόν, κατά την οποία οι Κίτινγκ, οι συνεργάτες και οι φοιτητές της μοιάζουν να βουλιάζουν σε μια κινούμενη λάσπη έτοιμη να τους πνίξει ανά πάσα στιγμή με τους τηλεθεατές να μη μπορούν ν' αποφασίσουν αν θα άξιζαν μια τέτοια εξέλιξη ή όχι.
Οι σεναριογράφοι κινούνται μ' ένα βασικό άξονα: πώς θα προκαλούν στους τηλεθεατές άνοιγμα του σαγονιού και απανωτά "OMG!". Αυτό στην αρχή (δηλαδή την πρώτη σεζόν) πετυχαίνει απόλυτα, καθώς ο ρυθμός εξέλιξης των γεγονότων είναι καταιγιστικός, οι χαρακτήρες μοιάζουν να μην έχουν ιδιαίτερες αντιστάσεις και συνέχεια εκπλήσσουν, οι καταστάσεις γίνονται οριακές και το μόνο καθησυχαστικό είναι το συνεχές "ΙI can fix this" (δηλ. "Μπορώ να το διορθώσω") της Αναλίζ Κίτινγκ, η οποία πράγματι μοιάζει να μπορεί να ξεπεράσει κάθε δύσκολη κατάσταση, τόσο για την ίδια όσο και για τους άλλους, ανεξάρτητα από το όποιο ρίσκο, καταλήγοντας όμως να μοιάζει με μια γυναίκα χωρίς κανέναν ηθικό φραγμό.
Το πρόβλημα είναι ότι στη δεύτερη σεζόν, ο υποψιασμένος πλέον τηλεθεατής κουράζεται από τις απανωτές OMG στιγμές, ορισμένες των οποίων είναι τελείως ξεκάρφωτες και άστοχες, δηλαδή γίνονται απλά για να προκαλέσουν αίσθηση, ώστε τελικά πλέον καταλήγουν προβλέψιμα ή - έστω - παύουν να προκαλούν την εντύπωση που επιδιώκουν οι σεναριογράφοι. Η ηθική υπόσταση των ηρώων αμφισβητείται ακόμη και από τα πιο ανοιχτόμυαλα και καλοπροαίρετα άτομα, αφού η "διόρθωση" των ακραίων καταστάσεων προϋποθέτει απανωτές και ακραίες παραβιάσεις του νόμου, ενώ οι τοίχοι βάφονται υπερβολικά συχνά κόκκινοι από το αίμα, σε σημείο ν' απορεί κανείς πώς στο καλό αυτοί οι άνθρωποι έχουν την ψυχική ηρεμία να διαβάζουν τα μαθήματα για το πανεπιστήμιο, να λύουν άλλες δικαστικές υποθέσεις ή και γενικότερα να έχουν και μια άλλη, πιο χαλαρή ζωή, κάποιο χόμπι για παράδειγμα, πέρα απ' ό,τι βλέπουμε στην οθόνη.
Στα συν της σειράς οι εξαιρετικά γρήγοροι ρυθμοί, τα λίγα επεισόδια (μόλις 15 κάθε σεζόν βάσει ειδικού όρου που έχει θέσει η ίδια η Ντέιβις), που δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ξεχειλώματος των ιστοριών (κάτι που ωστόσο οριακά αποφεύγεται στη δεύτερη σεζόν), οι πολύ καλές ερμηνείες από το μεγαλύτερο μέρος του καστ με πρώτη και καλύτερη τη Βαιόλα Ντέιβις, αλλά και οι εξαιρετικές μουσικές επιλογές που συμπληρώνουν ιδανικά την ατμόσφαιρα.
Σ΄όσους δεν την έχετε δει, τη συνιστώ ανεπιφύλακτα, τουλάχιστον γιατί είναι μια προσεγμένη δουλειά και από τα πιο σύγχρονα δείγματα γραφής της αμερικανικής τηλεόρασης. Προϋπόθεση βέβαια να σουλουπωθούν, όσο αυτό γίνεται, οι σεναριακές ακρότητες στην τρίτη σεζόν, ώστε να μην υπάρξει υπέρβαση της λεπτής γραμμής που χωρίζει το θεαματικό από το γελοίο. Τόσες ακρότητες δεν γίνονταν ούτε στην - τραβηγμένη από τα μαλλιά - "Δυναστεία". Καλά είναι τα ανοίγματα του σαγονιού, όμως σκοπός είναι αυτά να μην συνοδεύονται από γέλια και αποδοκιμασίες. Οι αμερικανοί τηλεθεατές πάντως προειδοποίησαν σχετικά, καθώς η τηλεθέαση των τελευταίων επεισοδίων της δεύτερης σεζόν έπεσε θεαματικά.
Και μην περιμένετε να δείτε σύντομα το "How To Get Away With Murder" κάποιο ελληνικό κανάλι ελεύθερης λήψης, γιατί τα πρόστιμα του ΕΣΡ θα πέσουν σύννεφο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου