14 Ιανουαρίου 2019

Πώς ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης αναστάτωσε την Αθήνα και τον Πειραιά τον Ιανουάριο του 1889

Πορτρέτο του Τζακ του Αντεροβγάλτη,
όπως το οραματίστηκε ο πνευματιστής
Στιούαρτ Κάμπερλαντ το 1889
Ο πιο γνωστός, όσο και αινιγματικός σίριαλ κίλερ, την πραγματική ταυτότητα του οποίου ποτέ δεν θα μάθουμε, υπήρξε αναμφίβολα ο περιβόητος Τζακ ο Αντεροβγάλτης. Τα ειδεχθή εγκλήματά του, για τον ακριβή αριθμό των οποίων επίσης δεν είμαστε απόλυτα σίγουροι, με θύματα εκδιδόμενες γυναίκες στη συνοικία Ουαϊτσάπελ του Λονδίνου το φθινόπωρο του 1888, τον κατέστησαν διάσημο παγκοσμίως. Το ψευδώνυμό του αυτό, καθώς ο άγνωστος αυτός άνδρας ξεκοίλιαζε τα θύματά του, τον κατέστησε συνώνυμο της απόλυτης φρίκης ακόμα και στην Ελλάδα, όπου μάλιστα ξέσπασε μια μικρή ταραχή στις αρχές του 1889 εξαιτίας μιας φήμης, που ήθελε τον Αντεροβγάλτη να έχει ταξιδέψει μέχρι τον Πειραιά προς αναζήτηση νέων θυμάτων!


«Αν θέλετε γελάσατε, αν θέλετε ανατριχιάσατε! Ο αιμοσταγής ήρως του Ουιτεσσάπελ, ο αποτρόπαιος σφαγεύς των ελαφρών γυναικών του Λονδίνου, ο μυθιστορικός και ασύλληπτος φονεύς ευρίσκεται μεταξύ ημών πράγματι; ή πρόκειται περί ανόστου και απεχθούς αστειότητος φιλοσκώμμονος τινός ανέργου;» Με αυτά τα σχόλια στις 9 Ιανουαρίου 1889 η εφημερίδα Εφημερίς δημοσίευσε επιστολή, που είχε σταλεί στα γραφεία της τρεις μέρες νωρίτερα, γραμμένη στα... ρωσικά!

ΠΕΙΡΑΙΑΣ, 5/17 Ιανουαρίου 1889
Αξιότιμε Κύριε,
Σας γνωρίζω ότι χθες έφθασα στον Πειραιά, όπου και ήδη κατοικώ, διά του γαλλικού ατμοπλοίου «Πηλίου».
Πριν από κάθε πράξη μου θεωρώ καθήκον μου να προειδοποιήσω την ηρωική σας αστυνομία.
Ίδωμεν, θα είναι άξια της τιμής αυτής.
Διατελώ μετά υπολήψεως
Ο εκ Λονδίνου JACK.

Περιττό ν’ αναφερθεί ότι το κείμενο που δημοσίευσε η Εφημερίς ήταν στην καθαρεύουσα της εποχής, δεδομένου όμως ότι το αυθεντικό κείμενο της επιστολής ήταν γραμμένο στα ρωσικά, δεν υπήρχε λόγος ν’ αναπαραχθεί ακριβώς όπως δημοσιεύτηκε (εκτός κι αν υπήρχε και καθαρεύουσα ρωσικής προέλευσης).

Άλλοι αδιαφόρησαν παντελώς, ενώ άλλοι σχολίαζαν ειρωνικά τη δήθεν άφιξη του Αντεροβγάλτη σε καφενεία και λέσχες της Αθήνας και του Πειραιά.. Άλλωστε, αντίστοιχες επιστολές είχαν δημοσιευθεί δύο με τρεις εβδομάδες νωρίτερα και στο Βερολίνο, χωρίς να επιβεβαιωθεί η παρουσία του Αντεροβγάλτη ή οποιουδήποτε άλλου σειριακού δολοφόνου στη γερμανική πρωτεύουσα.

Κάτι όμως που ένα σενάριο των ξένων εφημερίδων ήθελε τον Τζακ (ή Ιάκωβο ή Γιάννη ή Γιάγκο) Αντεροβγάλτη να ήταν Ρώσος σπουδαστής, κάτι μια γενικότερη τάση μερίδας του πληθυσμού στον πανικό, αρκετοί ήταν οι κάτοικοι της Πλάκας και του Πειραιά (κυρίως), οι οποίοι δεν αντιμετώπισαν την επιστολή αυτή ως φάρσα, όπως πραγματικά ήταν, αλλά τρομοκρατήθηκαν στην κυριολεξία.

Εξάλλου, διαδόθηκε στον Πειραιά η φήμη, την οποία υποτίθεται ότι όλοι είχαν ακούσει από κάποιον τρίτο που με τη σειρά του την είχε μάθει από κάποιον τέταρτο και εκείνος από κάποιον «αξιόπιστο» πέμπτο, ότι κατά την άφιξη του ατμοπλοίου «Πήλιον» ένας λεμβούχος συνόδεψε ξανθό και ψηλό κύριο αλλοδαπής προέλευσης μ’ ένα μάτι φοβερό σαν αστραπή, ο οποίος μάλιστα αποβιβάστηκε σε απόκεντρο σημείο του λιμανιού και κατά την αποβίβασή του εξαφανίστηκε στη στιγμή! Ε, δεν μπορούσε να είναι αλλιώς... αυτός ο ξανθός κύριος που δεν έκατσε να πιάσει κουβέντα με το λεμβούχο, αν υποθέσουμε ότι αποτελούσε υπαρκτό πρόσωπο, θα έπρεπε οπωσδήποτε να ήταν ο Αντεροβγάλτης!

Όχι ότι όλοι οι άνδρες ήταν ατρόμητοι, επειδή όμως τα θύματα του Τζακ του Αντεροβγάλτη στο Λονδίνο ήταν αποκλειστικά γυναίκες, τα κρούσματα πανικού ήταν περισσότερα μεταξύ του γυναικείου φύλου. Μια μέρα μάλιστα, μια ομάδα δεκαπέντε γυναικών μαζί με τα παιδιά τους περικύκλωσαν τον υπαστυνόμο Κολοκοτρώνη ζητώντας πληροφορίες σχετικά με τον απαίσιο Τζακ και εκείνο κόπιασε πολύ να τις καθησυχάσει.

Υπήρχαν βέβαια και οι ανόητοι φαρσέρ, οι οποίοι συνέβαλαν στην αναστάτωση αυτή. Χαρακτηριστικό ήταν το παρακάτω περιστατικό, που έλαβε χώρα σε μια συνοικία του Πειραιά νωρίς το απόγευμα της 16ης Ιανουαρίου. Κάποια κυρά-Γιάννενα βρήκε κολλημένη στο παράθυρο του σπιτιού της την παρακάτω επιστολή:
Κυρά Γιάννενα
Σε ειδοποιώ να φυλάξεις την κόρη σου.
ΤΖΑΚ Ο ΑΝΤΕΡΟΒΓΑΛΤΗΣ

Πλήθος κόσμου και αστυνομικοί κλητήρες έσπευσαν στο σπίτι της γυναίκας, η οποία φώναζε σπαρακτικά ζητώντας βοήθεια. Και μόνο η διάδοση του ονόματος «Ο Αντεροβγάλτης» σκόρπισε τον πανικό με τα παιδιά να τρέχουν να κρυφτούν στις αγκαλιές των μανάδων τους. Η δε κυρά Γιαννούλα δεν πειθόταν από τις προσπάθειες του υπαστυνόμου Κολοκοτρώνη να την καθησυχάσει, συνδυάζοντας την απειλητική επιστολή μ’ ένα τρομερό όνειρο που είχε δει στον ύπνο της λίγες μέρες νωρίτερα! Πήρε την κόρη της, την οποία προφανώς είχε βάλει στο μάτι κάποιος γείτονάς τους, και κλείστηκαν στο φτωχικό τους με τη δύση του ήλιου!

Λίγες μέρες αργότερα, νέα αναστάτωση προκλήθηκε σε μια λαϊκή αθηναϊκή συνοικία, πιθανότατα στο Ψυρρή, όταν σε διάφορα καταστήματα τοιχοκολλήθηκαν φυλλάδια που έφεραν την υπογραφή του Αντεροβγάλτη. Μάλιστα, όταν κάποιες εργαζόμενες σ’ ένα κατάστημα νεωτερισμών εντόπισαν ένα τέτοιο φυλλάδιο την ώρα που έφευγαν από τη δουλειά τους, τρομοκρατήθηκαν τόσο πολύ, ώστε γύρισαν πίσω στο μαγαζί ζητώντας συνοδούς για να επιστρέψουν στα σπίτια τους!

Όπως προκύπτει από έναν «πόλεμο» επιστολών, όπως δημοσιεύτηκαν στη Νέα Εφημερίδα, επρόκειτο για σειρά φυλλαδίων με γενικό τίτλο «Τα κακουργήματα του αντεροβγάλτου», που περιέγραφαν διάφορες φανταστικές ιστορίες με ειδεχθή εγκλήματα κάποιου σίριαλ κίλερ, ο οποίος προφανώς είχε ως πρότυπό του – ή ήταν ο ίδιος; - το λονδρέζο Τζακ. Τα φυλλάδια υπέγραφαν οι Γρίβας και Παναγιώτης Θεοδοσίου, οι οποίοι ήθελαν να εξασκήσουν τις λογοτεχνικές τους δυνατότητες και να βγάλουν δυο φράγκα παραπάνω, όμως το έκαναν με άκομψο τρόπο και σε λάθος στιγμή, όταν οι ανυπόστατες φήμες για παρουσία του Τζακ του Αντεροβγάλτη στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας οργίαζαν προκαλώντας πανικό. Μάλιστα, οι διαδόσεις ξεπέρασαν τα γεωγραφικά όρια της πρωτεύουσας, ώστε σχετική παραφιλολογία αναπτύχθηκε ακόμα και στο Ναύπλιο, την Πάτρα (όπου τοπική εφημερίδα ανήγγειλε την άφιξη του «εντεροβγάλτου») και την Κέρκυρα!

Οι πιο ψύχραιμοι πάντως δεν άφησαν την ευκαιρία να πάει χαμένη. Συνέστησαν όμιλο με την επωνυμία ο «Αντεροβγάλτης» και έδωσαν το παρόν στις αποκριάτικες εκδηλώσεις της χρονιάς εκείνης σατιρίζοντας την πολυθρύλητη άφιξη του μυστηριώδη εγκληματία στον Πειραιά. Εξάλλου, όλη αυτή η αναστάτωση που είχε καταλάβει μερίδα του πληθυσμού, ενέπνευσε στον Ανδρέα Καρκαβίτσα το διήγημα «Αντεροβγάλτης», το οποίο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην Εφημερίδα στις 23 Ιανουαρίου 1889 (και αρκετά χρόνια αργότερα στη συλλογή «Διηγήματα του γυλιού» υπό τον τίτλο «Τζακ» με αρκετές διαφορές τόσο στη γλώσσα - έχοντας εγκαταλείψει πλέον την καθαρεύουσα - όσο και στην ίδια την ιστορία). 

Ένα απόσπασμα από την αρχική μορφή του διηγήματος (η εισαγωγή):
«- Ωχ, κακό που μας ηύρε, κακό που μας ηύρε!...
- Μπα να πάη και να μην έρθη!
- Να χε καή η ώρα που τον έβγανε!...
Ευρύς κύκλος εκ γυναικών της γειτονιάς είχε σχηματισθή ήδη προ της αυλείου θύρας της κυρά Γερασιμίνας. Η κυρά Κατερινιώ, η διδασκάλισσα του συνοικισμού Βαθρακονησίου, η Χριστίνα η παχουλή και δροσερά σύζυγος του οπωροπώλου, η Μαρή του φούρναρη και άλλαι τινές, εκπροσωπούσαι όλας τας ηλικίας και όλους τους χαρακτήρας του γυναικείου φύλου, ήσαν συνηγμέναι εκεί και συνωμίλουν θορυβωδώς και πολυτρόπως. Και δεν είνε μεν σπάνιαι αι συναθροίσεις και αι θορυβώδεις ομιλίαι των γυναικών κατά τα μέρη εκείνα, αλλά τώρα είχον ενταθή είπερ ποτέ περισσότερον. Διότι  θέμα της ομιλίας αυτών ήτο ο Τζακ, ο φοβερός του Λονδίνου Αντεροβγάλτης.
Από μηνός ήδη αι εφημερίδες είχον αναγγείλει ότι ούτος, βαρυνθείς τα στυγερά αυτού κακουργήματα, τα οποία διέπραξεν εις τας άλλας μεγαλοπόλεις της Ευρώπης, ήλθε και ενταύθα προς εξακολούθησιν αυτών. Από στόματος εις στόμα, από του εγγραμμάτου εις τον αγράμματον, μετεδόθη τούτο ολίγον κατ' ολίγον εις όλας τας τάξεις της κοινωνίας. Εφοβήθησαν πολλοί άνδρες, ετρόμαξαν πολλά παιδία, αλλά προ παντός άλλου εξαφνίσθησαν αι γυναίκες. Ήτο έκτοτε γνωστόν ότι αυτάς και μόνας καταδιώκει· ως να κατέχητε υπό δαίμονος φοβερού ευθύς μόλις ίδη γυναίκα, ανασπά την μακράν μάχαιράν του και την εμπήγει εις την κοιλίαν αυτής μετ' αστραπιαίας ταχύτητος. Και μήπως τον γνωρίζει κανείς να προφυλαχθή; Λέγουν ότι είνε νέος, μόλις εικοσιτριών ετών, με μαύρους οφθαλμούς και μαύρον μύστακα· τουλάχιστον ούτω περιέγραψεν αυτόν το τελευταίον εν Λονδίνω θύμα του, το οποίον ως εκ θαύματος επέζησεν. Αλλά μήπως ένας και δύο είνε οι νέοι με τους μαύρους οφθαλμούς και τον μαύρον μύστακα. Και αι γυναίκες ήδη συνήρχοντο εκεί και συνεζήτουν περί αυτού, φρικιώσαι εις το όνομά του, αλλά και μη παύουσαι ν' αναζητώσι την αιτίαν, διά την οποίαν ούτος κατεφέρετο τόσον κατά του γυναικείου φύλου.
- Εγώ βάνω το κεφάλι μου πως κάποια τον έκαψε, τον κουρούνι· έλεγε μετά πεποιθήσεως η κυρά Γερασιμίνα.
- Δεν το αφίνεις το τέρας, προσέθηκεν η διδασκάλισσα, καμμύουσα τους οφθαλμούς (= κλείνοντας τα μάτια) κατά την συνήθειαν της υψηλής αριστοκρατίας· αιμοβόρος άνθρωπος!...
- Αχ και να τον έπιαναν να πάη κανείς να τον ιδή! είπε περιέργως η Μαρή.
- Ποιος να τον πιάση, καλέ· δεν τον πιάνουν άλλαις κι άλλαις αστυνομίαις κ' η δική μας, η φαγοκοιμίστρα! απήντησε μετά τινος πείσματος η κυρά Φρόσω, νεαρά και καλοθρεμμένη χήρα· δεν μπόρεσαν να πιάσουν τον κλέφτη της μπουγάδας μου και θα πιάσουν τον Αντεροβγάλτη...
- Αμ δεν ακούς, καλότυχη, πώς της ξεκοιλίαζει· προσέθηκεν η κυρά Γιαννού, κατερρυτιδωμένη εξηκοντούτις γραία, οικτρώς μορφάζουσα.
Και διηγήθη εις τας εκπλήκτους και περιφόβους γυναίκας, το μυστήριον διά του οποίου ο φοβερός Τζακ δολοφονεί τας γυναίκας. Τα μόνα του όπλα είνε μία πλατεία αμφίστομος μάχαιρα και εν φιαλίδιον ναρκωτικού. Ενώ πορεύεται εις τον δρόμον η γυνή, ο Τζακ φέρει τεχνηέντως προς την ρίνα (= μύτη) αυτής το φιαλίδιον, ναρκώνει αυτήν εν τω άμα και  διά της μαχαίρας του πράττει το στυγερόν κακούργημα.
- Μήσθητί μου Κύριε· ο άδης τον έβγαλε! εψιθύρισεν η κυρά Γερασιμίνα σταυροκοπούμενη.
Και αι άλλαι δε γυναίκες του ομίλου εφρικίων από κεφαλής μέχρι ποδών εις τους λόγους της γραίας και συνεταράσσοντο, πελιδναί την όψιν (= κατάχλωμες) και διεσταλμένους έχουσαι τους οφθαλμούς, ως να έβλεπον τον φοβερόν άνθρωπον έμπροσθεν αυτών.
- Και κυνηγάει όλο της χήραις!
Βεβαίως η Μαρή έλεγε τούτο ίνα φοβήση την κυρά Φρόσω. Πλην αυτής ευθύς έκαμεν εν τω νω της τον συλλογισμόν ότι δεν ήτο πλέον χήρα, αφού είχεν αγαπητικόν τον πλούσιον εκείνον εκ Σύρου τελειόφοιτον, ο οποίος άμα έδιδεν εξετάσεις θα την εστεφανώνετο.
- Τι της χήραις; όλο τα κοριτσάκια τ' ανύπαντρα· εφώναξε μεσόκοπος γυνή, υψηλή και λεπτή ως λινόξυλον, από της απέναντι θύρας· όποιος έχ' ανύπαντρα ας βρη γαμπρούς!
Και ετόνισε τον τελευταίον της λόγον μετ' εμφάσεως η γυνή, προσβλέπουσα πονηρώς εις τους οφθαλμούς την κυρά Γερασιμίνα [...]».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου