5 Μαρτίου 2025

Ο Κωστής Παλαμάς μέσα από τα λόγια των άλλων και τα δικά του - Οι τελευταίες του στιγμές, όπως τις αφηγήθηκε η κόρη του, Ναυσικά


«Δεν πενθούνε σήμερα μονάχα οι Μούσες. Πενθεί ολάκερο το ελληνικό έθνος. Ο μεγαλύτερος ποιητής δυο γενεών δεν υπάρχει πια. Ο Κωστής Παλαμάς. Επί εξήντα χρόνια στάθηκε ο πρώτος ποιητής της χώρας του και ο πνευματικός πατέρας όλων όσοι έχουν δοξαστή ως μεγάλοι τεχνίτες του στίχου. Όλοι πατήσανε πάνου στα φτερά του για να βρούνε τον εαυτό τους.

Ο Παλαμάς δεν ήτανε μονάχα ένας ποιητής καινοτόμος· δεν ήτανε μονάχα ένας διανοητής με πλατειές αντιλήψεις· δεν είχε μονάχα την υπέρτατη αρετή του λόγου παρά και του ήθους· και προπαντός μέγας γλωσσοπλάστης. Όποιες επιφυλάξεις κι αν έχουν οι νεώτεροι για το έργο του, κανείς δε θα μπορέση ν’ αρνηθή, πως ο Παλαμάς έφτ[ι]ασε τη νέα μας ποιητική γλώσσα και μετά απ’ αυτόν τίποτα δεν έχει να προσθέση κανείς παρά να χαλάση.»

Με τα παραπάνω σχόλια ο Κώστας Βάρναλης αποχαιρέτησε τον Κωστή Παλαμά μέσω της στήλης του στην εφημερίδα Πρωία στις 28 Φεβρουαρίου 1943, υποκλινόμενος στη δύναμη του πνευματικού έργου του αποθανόντα ποιητή και στα σπάνια χαρίσματα της προσωπικότητάς του. Έγραφε σε άλλα σημεία του άρθρου του:

«Ο Παλαμάς, ποιητής πρωτεϊκός κι ανήσυχος, ήτανε ακατάπαυστα συγχρονισμένος με όλα τα πνευματικά ρεύματα του καιρού του. Ρωμαντικός, νεοκλασσικός, παρνασσικός, συμβολιστής. Είνε ο πρώτος μετά το Σολωμό Ευρωπαίος ποιητής χωρίς να πάψη να ούτε στιγμή να είνε πάνου απ’ όλα Ρωμιός. Δεν είχε ούτε φανατισμούς ούτε μικροχαρείς αυτοερωτισμούς. Δεν είχε μισαλλοδοξίες και δε φθονούσε κανένα. Στάθηκε πάντα ο Δάσκαλος και ο παραστάτης των νεωτέρων του.

[...] Τον ωνομάσανε ποντίφικα των ελληνικών γραμμάτων. Αλλ’ ήτανε κάτι παραπάνου: πατέρας. Κ’ επί εξήντα χρόνια υπήρξε η φωνή του έθνους. [...]

Το έργο του το ποιητικό, το πεζογραφικό, το κριτικό είνε απέραντο. Κι αν το έργο του αυτό έχη ανισότητες, αυτό ακριβώς αποδείχνει, πόσο ήτανε μεγάλος. Οι μέτριοι δεν έχουνε πεσίματα· αυτό είνε προνόμιο των μεγάλων. Κι όπως ο αετός του Κάλβου, “αν έπεσεν, αφ’ υψηλού όμως έπεσεν”.

Δεν υπήρξε όχι μονάχα τεχνοτροπία παρά και ιδεολογία, που να μη την αγκάλιασε. Και σ’ αυτό το κεφάλαιο στάθηκε ο πρώτος, που άνοιξε το δρόμο στους άλλους. Και ποτές δεν εκανόνιζε τη γνώμη του ανάλογα με τη γνώμη των άλλων γι’ αυτόν. Είτε ήσαν θαυμαστές του είτε επικριτές του, εννοούσε πάντα να είνε δίκιος. Κι’ όταν κάποτες ένας νεώτερός του τον έβρισε σ’ ένα του στιχούργημα, ο Παλαμάς δεν είπε τίποτα παρά τα λίγα αυτά λόγια, που δείχνουνε την ανωτερότητα του ανθρώπου: “Κι όμως είνε ποιητής”.

[...] Ήτανε ο πραγματικός Διγενής Ακρίτας του στίχου. Κι’ αν πέθανε, το έργο του δε θα πεθάνη».

Πολυγραφότατος από παιδί, ο Κωστής Παλαμάς τηρούσε ημερολόγιο, στο οποίο κατέγραφε τις μύχιες σκέψεις του. Δυστυχώς ελάχιστες σελίδες του ημερολογίου αυτού διασώθηκαν, σε μία από αυτές όμως διαβάζουμε ένα απόσπασμα αυτοβιογραφικού σημειώματος που χρονολογείται το 1872, όταν δηλαδή ο ποιητής ήταν μόλις 13 ετών.

«Ήλθον εις τον κόσμον την 13ην Ιανουαρίου 1859 εν τη γείτονι πόλει της ηρωίδος το πάλαι πόλεως ταύτης. [σ.σ. γεννήθηκε στην Πάτρα, στο σπίτι της οδού Κορίνθου 77 τότε, ημέρα Τετάρτη και ώρα 2 μ.μ.]. Τι να ενθυμηθώ εκ της νεότητός μου; Ενθυμούμαι τα φιλήματα των γονέων μου, τας τρυφεράς επιπλήξεις του πατρός, της μητρός τα βαυκαλήματα, και παντοία θωπειών άσματα, την μικράν μου κοιτίδα, τα τόσα μου παίγνια, τους μικρούς μου φίλους, το σχολείο μου, τα μαθήματά μου, ενθυμούμαι τους γέλωτάς μου και τα διαταράσσοντα την συνοικίαν άσματά μου, τόσα άλλα ενθυμούμαι. Δύναμαι τα πάντα όμως να ενθυμηθώ; Ενθυμούμαι μίαν ωραίαν αυγήν έαρος τέλος, ενθυμούμαι την πρωτίστην ηλικίαν, προ πάντων όμως ενθυμούμαι τας μητρικάς περιπτύξεις και επί της χειρός ταύτης, εφ’ ης πύρινον δάκρυ τώρα...» και εδώ σταματάει το σωζόμενο κείμενο, όπως το αναδημοσίευσε η εφημερίδα Ακρόπολις στις 6 Ιουνίου 1943.

Σε άλλη σελίδα του εφηβικού εκείνου ημερολογίου διαβάζουμε:

«Φαίνεται ότι η διάνοιά μου, η μνήμη μου, κατακλυζόμεναι υπό χειμάρρου αισθημάτων, σκέψεων, αναμνήσεων, ατελευτήτου, απεράντου χειμάρρου, ακινητούσι, ναρκούνται, καταβάλλονται. Διά να γράψω πρέπει ο νους μου να ηρεμή, διά να ψάλλω, πρέπει η καρδία μου να κατέχεται υπό συγκινήσεως ή χαράς ή λύπης, υπό συγκινήσεως παρθένου, ομαλής και αιδήμονος, και ή εκ των οφθαλμών μου σιγηλόν να ρέη δάκρυ ή επί των χειλέων μου μελιχρόν επικάθηται μειδίαμα· άλλως τε τα πάντα μου διαφεύγωσι. Όταν ο ποταμός ήρεμα κελαρύζων κατά το έαρ ρέει, δύνασαι ν’ ατενίσης επί της όχθης αυτού ευθαλή ανθύλλια κοσμούντα αυτόν· όταν όμως τον χειμώνα το ρεύμα του μελαινόν και επαφρίζον, ορμά, ως γενναίος μαχητής εις την έφοδον, καταβρέχει, εκριζώνει, παρασύρει, κατακαλύπτει τα πτωχά άνθη...».

Σ’ ένα άλλο απόσπασμα, από τα ελάχιστα που σώθηκαν, με ημερομηνία «1874, Σάββατον 12 Ιανουαρίου», δηλαδή μια μέρα πριν τα δέκατα πέμπτα γενέθλια του, ο μικρός Κωστής Παλαμάς έγραφε:

«Τόσαι παρήλθον ημέραι και εισέτι δεν έρριψα βλέμμα επί των πτωχών τούτων σημειώσεών μου. Συνέβη τι; Αφού γνωρίζω μόνον, ότι άλλαι ενασχολήσεις με απέτρεπον τούτο οσάκις ενεθυμούμην το ημερολόγιόν μου, ανέβαλλον πάντοτε να ρίπτω επ’ αυτού τας εντυπώσεις και τας ιδέας μου, διότι η χειρ μου ήτο δεσμευμένη υπό του πλήκτρου της τοσούτω προσφιλούς μοι λύρας. Αύτη είνε η μόνη παρήγορος εις τας λύπας μου και η μόνη αιτία και μέτοχος της χαράς μου, είνε τα πλούτη μου, οι θησαυροί μου, η αδελφή μου, είνε το τιμαλφές μου, εις αυτήν αείποτε καταφεύγω. Μετ’ αυτής θέλω βιώσει και το έσχατόν μοι βλέμμα θα απευθύνεται προς αυτήν.

Αλλ’ ήδη ακατάσχετος πόθος με παρεκίνησε να ενθυμηθώ και πάλιν το κυανούν μου τετράδιον. Αύριον είνε η ημέρα των γενεθλίων μου, καθ’ ην τελειώσας το 15ον της ηλικίας μου έτος, εισέρχομαι εις το 16ον, από της παιδικής ηλικίας εις την ήβην· και όμως προ πολλού δεν είμαι πλέον παις... Ω!! πόσας συγκινήσεις θα παρέξη η αύριον ημέρα, πόσον θα γίνη αίτιος αναμνήσεων! Προ της μνήμης μου, προ της φαντασίας μου, θα διέλθωσιν ως εν κατόπτρω τόσα έτη, τόσαι μεταβολαί. Ε! πόσον θα συγκινηθώ, πόσον από τώρα συγκινούμαι. Ες αύριον· ωραίον αύριον σε αναμένω!»

Το παιδικό του όνειρο ήταν να γίνει ηθοποιός και πράγματι, μια μέρα κατάφερε να συμμετάσχει σ’ ένα θίασο που περνούσε από το Μεσολόγγι. Ο ρόλος ήταν ενός φτωχού ορφανού παιδιού, του Γουλιέλμου, ο οποίος σε μια σκηνή έπρεπε να φωνάξει: «Πάτερ! ω! πάτερ, διατί με εγκαταλείπεις!». Όμως τη στιγμή που έπρεπε να πει τα λόγια του, ο μικρός Κωστής αναλύθηκε σε λυγμούς. «Τόση ήταν η συγκίνησή μου, που δεν μπόρεσα ν’ αρθρώσω λέξη! Έτσι αδόξως τελείωσε η θεατρική μου καριέρα», θυμόταν ο ποιητής σε μια συνομιλία του με τη Λιλίκα Νάκου στο πλαίσιο ενός αφιερώματος της δημοσιογράφου και λογοτέχνη για την εφημερίδα Ακρόπολις (01.12.1935), με αφορμή εκδηλώσεις για τον εορτασμό της πεντηκονταετηρίδας του Κ. Παλαμά.

«Ήταν ένα παιδί ρεμβώδες και που ξεχώριζε από τα άλλα. Στα χέρια του πάντα τον θυμάμαι να κρατά ένα βιβλίο. Άμα του άρεσε κάτι, γινόταν έξαλλος και ερχόταν και μας το διάβαζε», θυμόταν στο ίδιο αφιέρωμα η αγαπημένη του σύζυγος, Μαρία, στην οποία ο ποιητής είχε αφιερώσει πολλά από τα έργα του, υπενθυμίζοντας όμως μ’ ένα χαμόγελο στο σύζυγό της: «Ξεχνάς ακόμα να πεις πως ήσουν διαρκώς ερωτευμένος με όλα τα κορίτσια του Μεσολογγίου»· για ν’ απαντήσει εκείνος γελώντας «Ερωτευμένος; Ναι! Πάντα ήμουν».

Στο ίδιο αφιέρωμα η Λιλίκα Νάκου έγραφε τις δικές της σκέψεις για τον ποιητή:

«Όλοι γνωρίζομε πως υπάρχει στον τόπον μας ένας μεγάλος ποιητής, ένας μεγάλος παγκόσμιος ποιητής, που λέγεται Κωστής Παλαμάς και πως είνε το στολίδι της χώρας μας. Συνηθίσαμε ν’ ακούμε και να σεβώμεθα την υπεροχή του. Ξεύρομε πως ζη στην καρδιά της Αθήνας και χαιρόμαστε να τον βλέπωμε καμμιά φορά έξω στον δρόμο. Το πράγμα αυτό μας φαίνεται απλό και φυσικό, όπως και τα τραγούδια του δεν μπορούν να είνε παρά ωραία. Όπως όλα τα ώμορφα και τα μεγάλα πράγματα στον τόπον μας, τοπία ή μνημεία, τα βλέπομε σαν να ήταν υποχρεωμένα να υπάρχουν έτσι και όχι αλλοιώς. Αυτό συμβαίνει με τους περισσότερους Έλληνας και διά τα τραγούδια του Παλαμά. Η δόξα του ανήκει σε όλους μας λίγο και το βρίσκομε φυσικό. Δεν ξαφνιαζόμαστε όταν λόγιοι Έλληνες ή ξένοι από τα πέρατα της γης του προσφέρουν τιμές. Λέμε: “Α! ο Κωστής Παλαμάς μας είνε μεγάλος και ανήκει σε μας!”. Δεν μας περνά καθόλου από τον νου πως μπορεί μια μέρα να τον χάσωμε. [...] Είνε ο μόνος άνθρωπος που ζώντας εξαγνίζει τον τόπο μας. Ξαφνίζεσαι μάλιστα να σκεφθής πως σ’ αυτήν την αθλίαν ατμόσφαιραν μίσους και παθών, ζη ένας άνθρωπος, ένας σύγχρονός μας, τόσο αθόρυβα και σεμνά, και όμως είνε τόσο μεγάλος».

Όμως η Λιλίκα Νάκου περιέγραψε και τις εντυπώσεις της από τη συνάντηση που είχε μαζί του, δίνοντας στους αναγνώστες μια εικόνα από τον τρόπο ζωής του ποιητή:

«Είχα καιρόν πολύ να δω τον Παλαμά. Το γήρας, του έχει φτιάξει μιαν πονεμένη φυσιογνωμία και έχει πάρει μιαν έκφρασι τέτοια, που σου σφίγγει την καρδιά. Τα χρόνια δουλεύουν το πρόσωπο και για όποιον ξεύρει να βλέπη το κάνουν πλέον ενδιαφέρον. Ζη αποτραβηγμένος στο καινούργιο σπίτι του της Πλάκας, κλεισμένος μέσα στο γραφείο του. Πότε-πότε πηγαίνει ως το Σύνταγμα, βλέπει τον κόσμο και γυρίζει πίσω. Την ημέρα της υποδοχής του Βασιλέως βγήκε και περπάτησε στους απομακρυσμένους δρομάκους της Πλάκας και από μακρυά άκουσε τη βοή του πλήθους... Η ψυχή του, που δεν γέρασε καθόλου, πάλλει σαν χορδή, σαν ένας δέκτης συγκινήσεων και το κάθε τι που τον συγκινεί, μέσα του κατεργάζεται, ως που να πάρη μια ποιητική μορφή. Ο Κωστής Παλαμάς παρακολουθεί όλην την ξένη και ελληνική φιλολογία. Στο γραφείο του απάνω, είδα όλα τα ελληνικά βιβλία, που κυκλοφόρησαν φέτος. Μου μίλησε με συμπάθεια για τον νέον ποιητή Γιάννη Ρίτσο και του βρίσκει πλούσιο ψυχικό υλικό και σπουδαίο τάλαντο. Είχε στο τραπέζι του ανοιχτό το τελευταίο βιβλίο του “Πυραμίδες”. Και όταν του είπα πως ο νέος αυτός ποιητής ήταν στην Σωτηρία, ο Κωστής Παλαμάς σούφρωσε τα φρύδια του και άρχισε να βηματίζη στο γραφείο του ταραγμένος.

Περνά τις ώρες του κλεισμένος στο γραφείο, βλέποντας λιγοστούς φίλους, περιτριγυρισμένος από την αφοσίωσι των δικών του. Τα γεράματά του τα θερμαίνει με την φιλία του ο νέος Κατσίμπαλης, ο εξαιρετικός αυτός λόγιος, που μετέφρασε και στα αγγλικά μερικά από τα έργα του Παλαμά.

Κατά το βραδάκι πηγαίνει και ο κ. Κ. Τσάτσος και του διαβάζει κεφάλαια από ένα έργο κριτικό και αναλυτικό που ετοιμάζει για τον Κωστή Παλαμά.

“Ναι, είνε αλήθεια, στην αρχή ένοιωσα λίγο σαν εξόριστος στο καινούργιο αυτό σπίτι, μου λέει ο ποιητής. Είχα ζήσει τόσα χρόνια στο παληό της οδού Ασκληπιού!...” [...]».

Ο τρόπος ζωής του, μακριά από τις κοσμικότητες και τις πολλές κοινωνικές συναναστροφές, δεν είχε διαφοροποιηθεί πολύ από τα χρόνια της νιότης του. Ένα πορτρέτο της καθημερινής ζωής του ποιητή σε ηλικία 34 ετών, γραμμένο από τον επίσης λογοτέχνη και δημοσιογράφο Δημήτρη Χατζόπουλο (Μποέμ) δημοσίευσε η εφημερίδα Το Άστυ στις 23 Μαρτίου 1893:

«Ο κ. Παλαμάς κοιμάται αργά πάντοτε, το βράδυ αναγινώσκει πάντοτε, εγείρεται από την κλίνην του πρωί, και κυλίεται εις το πάτωμα, και παίζει και γελά, και λησμονεί τους στίχους του και την δημοσιογραφίαν του ανάμεσα εις τα δύο παιδιά του, τον μικρό του και την μικράν του. Η δημοσιογραφική του εργασία τον απασχολεί φοβερά από την ποίησιν, εις τας αγκάλας της οποίας προσφεύγει, όποτε του μένει καιρός και οπόταν έχη διάθεσιν. [...]

Ο Παλαμάς ζη ηρέμως, οικογενειακώς, σχεδόν ακοινωνήτως. Πουθενά δεν πηγαίνει, το πολύ, πολύ να πάη μίαν ώραν εις του κ. Δροσίνη, και μένει πάντοτε το πρωί εις το σπίτι του και το απόγευμα μέχρι νυκτός βαθείας εις τα γραφεία της Εφημερίδος. Εις την οικίαν του συχνάζουν πολλοί και γνωστότατοι άνθρωποι της πέννας, μεταξύ των οποίων τακτικός θαμών είνε ο κ. Μητσάκης και σπανιώτερος διά τα ταξείδια του ο κ. Καρκαβίτσας».

Στο αφιέρωμα εκείνο, ο Χατζόπουλος δεν παρέλειψε ν’ αφιερώσει λίγες γραμμές και για τη σχέση του Παλαμά με τη σύζυγό του, Μαρία:

«Σήμερον το γλυκύ ζεύγος, αν και παρήλθον έτη, αν και έγιναν τόσον μεγάλοι και τόσον σοβαροί, εξακολουθεί όμως ακόμη να αλληλοβλέπεται με την αυτήν παιδικήν έκπληξιν, να αλληλολατρεύεται με την αυτήν παιδικήν τρυφερότητα. Πλούσιοι δεν είνε, αλλ’ είνε ετυχείς. Ο ποιητής εργάζεται, εργάζεται πάντοτε, κερδίζει τόσα, όσα αρκούν διά την ολιγάρκειάν των, η σύντροφός του συμπληροί με την οικοκυροσύνην της και την αγάπην της την ευτυχίαν των».

Η καθημερινότητά του ήταν βέβαια χαμηλών τόνων, μακριά από τα φώτα της περιττής δημοσιότητας, όμως ο Κωστής Παλαμάς δεν φοβήθηκε να πάρει ανοιχτά και με παρρησία θέση στο γλωσσικό ζήτημα, που δίχαζε την ελληνική κοινωνία επί σειρά ετών.

«Ξέρω πως η αδιαφορία, ακατάδεχτη, και η σιωπή, καταφρονετική, αξίζουνε στην ώρα τους, κι έχουνε χάρη και νόημα. Μα ξέρω πως είνε κάποιες κρίσιμες ώρες, κάποιες στιγμές, που παρουσιάζονται σα να μέλλεται ν’ αποφασιστή κάτι τι σημαντικό, και πως τότε κάθε άνθρωπος που φωτίζεται από μια συνείδηση, και που φέρνεται από μίαν ιδέα, όπου και όπως με όποιους κι αν έχη να κάνη, πρέπει να δίνη το παρών, και να στέκεται στρατιώτης», έγραφε σε επιστολή του, που δημοσιεύτηκε στο φιλολογικό περιοδικό Νουμάς στις 20 Φεβρουαρίου 1911.

Στην επιστολή εκείνη όρθωνε για ακόμη μια φορά, με τον πλέον δημόσιο τρόπο, το ανάστημά του με αφορμή τη συζήτηση στη Βουλή για την αναθεώρηση του Συντάγματος και ειδικότερα για το αν έπρεπε η δημοτική να κατοχυρωθεί ως η επίσημη γλώσσα. Με παρρησία ο Κ. Παλαμάς υπερασπιζόταν στην επιστολή εκείνη τη θέση του:

«Κι απάνου απ’ όλα ξέρω πως είμαι, στρογγυλά και χτυπητά μαλλιαρός απολύτως, και πως, βλέποντας ποιοι σημαδεύτηκαν και ποιοι σημαδεύονται με την ετικέττα τούτη, το θεωρώ έπαινό μου και το λογαριάζω δόξα μου μαλλιαρός να κράζομαι. Και ο μαλλιαρισμός, το είπα και  το ξαναλέω, είνε η αρετή μου».

Η θέση του αυτή ξεσήκωσε πλήθος αντιδράσεων από τους πλέον συντηρητικούς φοιτητές της εποχής, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν –και συνέχισαν να συγκεντρώνονται επί βδομάδες– στα προπύλαια του Πανεπιστημίου ζητώντας την απόλυση του Παλαμά από τη θέση του γενικού γραμματέα του ιδρύματος, στην οποία είχε διοριστεί από το 1897.

Ο φιλέλληνας Γερμανός φιλόλογος Αλεξάντερ Στάινμετς έγραψε μεταξύ πολλών άλλων σε άρθρο του στην εφημερίδα Εθνικός Παρατηρητής του Μονάχου (από αναδημοσίευση του άρθρου στο περιοδικό Μηνιαίος Εικονογραφημένος Εθνικός Κήρυξ, Φεβρουάριος 1935):

«[...] Κατά την εποχή του γλωσσικού αγώνα, στην αρχή του εικοστού αιώνα, ήταν ο ποιητής μία από τις πιο μισητές προσωπικότητες της Ελλάδας. Και μόνο σιγά-σιγά κατόρθωσε να επιβληθεί ως ο πρώτος ποιητής νεότερης Ελλάδας και να πάρει την αντάξια θέση του στον νεοελληνικό Παρνασσό. Προ πάντων, συνίσταται η μεγάλη αξία του Παλαμά στην ικανότητά του να συμπεριλάβει τον Ελληνισμό μέσα στα έργα του, στην ιστορική και εκπολιτιστική ολοκληρότητα του Έθνους. Με τον τρόπο αυτό ήταν δυνατόν να πάρει με τον καιρό και τους οπαδούς της καθαρεύουσας, τους άκαμπτους αντιπροσώπους του αρχαίου κόσμου, με το μέρος του.

[…] Το αξίωμα της ολοκληρότητας δεν αφήνει τον ποιητή Παλαμά σε κανένα από τα έργα του. Ίσως αυτό είναι ένας λόγος που μερικοί δεν τον καταλαβαίνουν καλά. Πολλοί που δεν είναι σε θέση να τον διαβάσουν με την άποψη της ολοκληρότητας του Ελληνισμού, ισχυρίζονται ότι ο Παλαμάς δεν είναι ποιητής, αλλά φιλόσοφος. Δεν έχουν δίκαιο. Ο Κωστής Παλαμάς είναι ποιητής και φιλόσοφος. Εδώ βρίσκεται το μεγαλείο του. Μήπως δεν ήταν και ο ποιητής του “Φάουστ” συγχρόνως φιλόσοφος; [...]»

Από το 1926 μέχρι το 1940, κάθε χρόνο πλην του 1939 ο Κωστής Παλαμάς ήταν υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Μπορεί να μην κέρδισε το βραβείο, είχε όμως κερδίσει την εκτίμηση κορυφαίων λογοτεχνών όλου του κόσμου. «Εάν υπάρχει ποιητής σήμερα πραγματικά άξιος του διεθνούς φιλολογικού βραβείου Νόμπελ, αυτός είναι ο μεγάλος Έλληνας εθνικός ποιητής και μαζί λαμπρός υπέρμαχος της ιδέας της παγκόσμιας ειρήνης Κωστής Παλαμάς», δήλωσε ο καθηγητής Μπγιόρκμαν του πανεπιστημίου του Ρόστοκ (εφημερίδα Έθνος, 28.04.1930).

Ο διάσημος Γάλλος συγγραφέας Ρομέν Ρολάν δήλωσε: «Αν άξιζε που έζησα ως τα τώρα και γέρασα, είναι γιατί μόνο τελευταία ανακάλυψα έναν τεράστιο ποιητή Ευρωπαίο και διάβασα το έργο του Κωστή Παλαμά». (εφημερίδα Ακρόπολις, 01.12.1935).

Το δε 1930 ο Ρομέν Ρολάν έγραφε στον Έλληνα ποιητή:

«Αγαπητέ Κωστή Παλαμά,

Είμαι βαθύτατα συγκινημένος από το ολοφώτεινο άγγελμα που μου στέλνετε. Είναι θλιβερό για μένα που περίμενα ως τα εξήντα τέσσερα χρόνια μου για να γνωρίσω τον μεγαλύτερο ποιητή της εποχής μου, αλλά και χαρά μου που έζησα αρκετά για να μπορέσω ακόμη να λούσω τα μάτια μου μέσα στο αττικό φως και στη μενεξεδένια του πνοή. Θα ήθελα να ελπίζω πως θα μπορέσουμε να ιδωθούμε σ’ αυτήν την ζωή. Ό,τι κι αν συμβεί στο εξής, το πνεύμα μου άγγιξε το δικό σας. Και είναι αυτό το άγγιγμα στενότερο και ιερότερο από το άγγιγμα των βλεμμάτων και των χεριών.

Σας παρακαλώ να πιστέψετε στην αγάπη μου και στον αδελφικό μου σεβασμό.»

Πώς εισέπραττε ο ίδιος ο ποιητής όλους αυτούς τους επαίνους; Μάλλον με μεγάλη μετριοφροσύνη, όπως φαίνεται ξεκάθαρα από μια επιστολή του προς τον Γεώργιο Παπανδρέου με ημερομηνία 17 Ιανουαρίου 1930.  Στην επιστολή εκείνη, ο Παλαμάς ήθελε να ευχαριστήσει τον πολιτικό για την τιμητική προσφώνησή που είχε επιφυλάξει προς τιμήν του σε γεύμα της Ακαδημίας Αθηνών και του έγραφε: «Ακόμη απηχούν μέσα μου τ’ ασυνήθιστα λόγια με τα οποία ένας από τους Πρώτους της Πολιτείας, επικαλούμενος τους ωραίους καιρούς της νεότητός του, που και σ’ εκείνους μέσα επρώτευεν, επισημοποίησε τη συμπάθειά του προς ένα ποιητή που άλλη δεν είχε ούτ’ έχει φιλοδοξία στη ζωή του παρά να μένη απλός τραγουδιστής». (Εντόπισα την επιστολή, από το αρχείο του λογοτέχνη Ευάγγελου Ασπιώτη, δημοσιευμένη στη σερραϊκή εφημερίδα Η Πρόοδος στις 3 Μαρτίου 1976· σ’ αυτήν δε, ξεχωρίζει και μια άλλη αποστροφή του ποιητή, ο οποίος θύμιζε στον Γ. Παπανδρέου πώς «Ένα βράδι από το Πανεπιστήμιο που εγραμμάτευα, σε κάποιες νομίζω τρικυμισμένες ώρες, νεαρός φοιτητής με είχατε συνοδεύσει ως την πόρτα του σπιτιού μου με κάποια ωραία λόγια ενθουσιαστικά, ενθαρρυντικά, που συχνά δεν ακούγονται και από τα στόματα των νέων», κάνοντας προφανώς αναφορά στην περίοδο που είχε δεχθεί έντονες επικρίσεις για τη θέση που είχε πάρει δημόσια υπέρ της δημοτικής, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω).

Στην Ελλάδα, όλοι οι σύγχρονοι του Κ. Παλαμά παραδέχονταν την ποιητική του αξία, παρόλο που θεωρούσαν τα ποιήματά του δυσνόητα. «Κοντεύω να το παραδεχτώ κι εγώ», ήταν η απάντηση του ποιητή σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Εβδομάς το Νοέμβριο του 1930, «γιατί, πιστέψτε με, πως σήμερα φτάνει να δη κανείς κάτω από ένα ποίημα την υπογραφή Παλαμάς για να το χαρακτηρίσει δυσνόητο ή και γω δεν ξέρω τι. Έχουν την αντίληψη πως όταν εγώ γράφω πιρούνι, θέλω κουτάλι!». Και ανέσυρε από τη μνήμη του ένα σχετικό αστείο συμβάν –από πολλά παρόμοια.

Αντιγράφω από το περιοδικό (περιγραφή του δημοσιογράφου και αφήγηση του  συμβάντος από τον ποιητή):

«Στέκεται λίγο, κατεβάζει τα φρύδια του σαν να θέλη να θυμηθή κάτι ή σαν η αναμνήσεις που του πλημμυρίζουν το μυαλό, να τον δυσαρεστούνε, και σε λίγο, ξεσπώντας σ’ ένα παιδιάστικο, ανοιχτόκαρδο γέλοιο, προσθέτει:

- Να, θα σας πω κάτι που θα γελάσετε. Όπως σας είπα, εμένα με θεωρούν έναν άνθρωπον που είνε αδύνατο να γράψη απλά πράγματα. Αυτού άλλως τε στηρίζεται όλη αυτή η παρεξήγησις που δημιουργήθηκε. Μια φορά, λοιπόν, με επισκέφτηκαν δυο κυρίες. Σε μια απ’ αυτές, ύστερα απ’ τα συνηθισμένα κομπλιμέντα, ξέφυγε και μούπε πως δεν με καταλαβαίνει. Δεν ξέρω γιατί, ίσως-ίσως για να την ευχαριστήσω, θέλησα να της διαβάσω ένα ποίημα μου, δίδοντάς της έτσι την ευκαιρία να με καταλάβη. Και της διάβασα αυτό.

Ο ποιητής σταμάτησε για λίγο και παίρνοντας ένα τόμο πάνω απ’ το γραφείο του, τον φυλλομέτρησε λίγο και στάθηκε σε μια σελίδα:

- Να, αυτό ήταν το ποίημα· ακούστε το [σ.σ. πρόκειται για το ποίημα Δυο Μάτια]:

Του λύχνου μου το λάδι σώθηκε

και ξαγρυπνώ. Τι νύχτα! Άστρο κανένα·

στην άκρη απ’ το κρεββάτι μου ένα φάντασμα,

κι’ απάνω μου δυο μάτια καρφωμένα.

Ο κόσμος δεν υπάρχει. Από της άβυσσος

ρουφήχτηκε τα στόματα… Σκοτάδια!

Μόνο δυο μάτια στα σκοτάδια φέγγουνε·

όλα κοιμούνται, χάνονται, όλα σβούνε,

μόνο δυο μάτια με κοιτάζουν άγρυπνα,

δεν κλείσανε, ποτέ δε θα κλειστούνε...».

- Ξέρετε λοιπόν τι γίνηκε; εξακολουθεί ο ποιητής. Μόλις τέλειωσε το διάβασμα, η κυρία γυρνά και μου λέει: “Τι εννοείτε, κύριε Παλαμά;”. Εμένα με περιέλουσε κρύος ιδρώς. Την απάντηση αυτή ασφαλώς δεν την περίμενα...

Κατεβάζει λίγο τα φρύδια του και σε λίγο: - Αλλά τι τα θέτε... είπαμε: Παλαμάς ίσον με γρίφος, έστω κι αν μιλά για δυο μάτια...»


Οι τίτλοι του τέλους έπεσαν στις 27 Φεβρουαρίου 1943. Επί πολλούς μήνες ο ποιητής υπέφερε από γενική εξάντληση λόγω ηλικίας. Η αντίστροφη μέτρηση όμως ξεκίνησε το βράδυ που πέθανε η πολυαγαπημένη σύζυγός του, Μαρία, παρότι ο ίδιος δεν πληροφορήθηκε ποτέ  το θάνατό της. «Το βράδυ που έφευγε Εκείνη, ο Ποιητής εδοκιμάζετο φοβερά στο κρεββάτι του. Λες και αντιλαμβανόταν ότι λίγο παρέκει, στο πλαϊνό δωμάτιο, χαροπάλευε η σύντροφος της ζωής του», θυμόταν η κόρη του, Ναυσικά, σε συνέντευξή της στο δημοσιογράφο Αχιλλέα Μαμάκη, όπως δημοσιεύτηκε στο Έθνος στις 27.02.1948. Και συνέχιζε:

«Έως τις αρχές Φεβρουαρίου έμενε μεν στο κρεββάτι, αλλά τον μεταφέραμε πότε-πότε και στο γραφείο ή την ταράτσα. Δεκαπέντε μέρες όμως πριν φυγής, η κατάστασή του δεν επέτρεπε πια την παραμικρότερη μετακίνηση. Έβηχε πολύ και σχεδόν δεν έβλεπε καθόλου. Γι’ αυτό –άλλως τε– ευρίσκετο σ’ αδυναμία να δεχθεί επισκέψεις, έστω και των πιο στενών φίλων του. Εγώ μόνον και ο αδελφός μου ο Λέανδρος του παραστέκαμε και η νοσοκόμος που του είχαμε για την πιστότερη εκτέλεση των ειδικών εντολών, που έδινε ο γιατρός Διαμαντόπουλος. Ζητούσε μόνο πότε-πότε και του διάβαζα στίχους. Αυτό συνέβη και το βράδυ που πέθανε η μητέρα μας. Από τις 9 έως τις 12 του διάβασα μερικά τραγούδια και την επομένη την κηδεύσαμε διακριτικά για να μην πάρει είδηση και τον συγκλονίσει το θλιβερό άγγελμα. Αλλά –όπως σας είπα ήδη– εκείνος αισθανότανε περίεργα, σαν μια μυστηριώδης διαίσθηση τον αναστάτωνε εκείνο το βράδυ, και από την ώρα αυτή η κατάστασή του επιδεινώθηκε».

Στη συνέντευξή της, η Ναυσικά Παλαμά περιέγραψε με λεπτομέρειες τις τελευταίες στιγμές του πατέρα της:

«Κατά τις 9 το βράδυ παρακάλεσα τον αδελφό μου τον Λέανδρο και τη γυναίκα του τη Δωροθέα –που ήταν φιλάσθενη και μετά ένα χρόνο την χάσαμε κι εκείνη στην Ελβετία– ν’ αποσυρθούν και να ξαναέλθουν το πρωί να με διαδεχθούν στην προσμονή πλάι στο προσκέφαλο του πατέρα. Υπέκυψαν. Έτσι μείναμε στο σπίτι η υπηρέτρια, που την έστειλα και εκείνη να κοιμηθεί, και η νοσοκόμος. Από τις 9.30 που έφυγε ο αδελφός μου, έως τα μεσάνυκτα, ήμουν μόνη στο δωμάτιο. Λίγο πριν από τις δώδεκα ήλθε να με συντροφεύσει η φίλη μου ζωγράφος κ. Διαμαντοπούλου-Στύλου, που έως την ώρα εκείνη βοηθούσε μερικούς πατριώτες, που έφευγαν για να ενισχύσουν τον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης. Μόλις τελείωσε το ιερό εκείνο καθήκον της ήλθε κοντά μου. Εγώ αποσύρθηκε σε μια γωνία για να ξεκουρασθώ λίγο και στην αγρύπνια πλάι στον Ποιητή, που έσβηνε ήρεμα και γαλήνια –τόσο που δεν το καταλαβαίναμε ότι πλησίαζε το τέλος– με διαδέχθηκε η κ. Διαμαντοπούλου. Όσες ώρες έμεινε πήρε το κραγιόνι της και απέδωσε στο χαρτί μερικά σκίτσα του πατέρα μου με την έκφρασή του στις τελευταίες στιγμές. Κατά τις δύο η αναπνοή του πατέρα έγινε δυσκολότερη. Η κ. Διαμαντοπούλου ήλθε τότε κοντά μου και μου ψιθύρισε: “Ναυσικά, έλα”. Είχε πια επέλθει ο κάματος στον Ποιητή... [Υπέκυψε] στις 3.20΄ το πρωί ακριβώς. Στις τελευταίες ώρες του δεν είπε απολύτως τίποτε Δεν ήταν σε θέση να μιλήσει. Ό,τι ψιθύρισε για τελευταία φορά, πρέπει ν’ αναζητηθεί από νωρίς το βράδυ και ήσαν ελάχιστοι φθόγγοι, σαν να ζητούσε κάτι. Μετά η αναπνοή του γινόταν διαρκώς και πιο βαριά –τα σκίτσα της κ. Διαμαντοπούλου έχουν αποδώσει μ’ ενάργεια και πιστή ζωντάνια αυτήν την επιθανάτιο πορεία– και ξαφνικά έγειρε το κεφάλι. Τ’ ακούμπησε ενστικτωδώς στο δεξί χέρι –στη γνωστή αγαπημένη του στάση– και έσβησε με το τρεμοσάλεμα ενός πουλιού...»

Η κηδεία του Κωστή Παλαμά στις 28 Φεβρουαρίου εξελίχθηκε σε ειρηνική, πλην όμως δυναμική εκδήλωση διαμαρτυρίας κατά των δυνάμεων κατοχής. Η Ναυσικά Παλαμά θυμόταν:

«Μη μεταχειρίζεστε λέξεις που ταιριάζουν σε κηδεία. Γιατί από την ώρα που βγήκε η σωρός του Ποιητού –σήκωσαν ψηλά το σκήνωμα για να περάσει από τις μυρμηγκιές του κόσμου που ήσαν έξω από το σπίτι– δεν είχαμε πια την ιδέα πως ακολουθούμε νεκρό στην ύστατη κατοικία του. Έμοιαζε σαν ένα καράβι, που ξεκινούσε για να φέρει τον Ποιητή στον κόσμο των ημιθέων και των ηρώων, αυτή η μετακομιδή της σορού του. Ο Λαός διαδήλωνε με σεβασμό, αλλά και σταθερότητα, στο κάθε βήμα της νεκρικής πομπής την αδάμαστη εθνική του θέληση. Δεν κλαίγανε. Περνούσε ένα Σύμβολο και ήταν τέτοια ιερή η στιγμή, τέτοια ελληνική πέρα έως πέρα η ατμόσφαιρα, τόσο έντονος ο διάχυτος εθνικός παλμός, που και οι δικοί του ακόμη, εμείς, δεν αισθανόμαστε την διάθεση να θρηνήσουμε. Το ίδιο και ακόμη περισσότερο όταν πια η νεκρική συνοδεία έφθασε στο Νεκροταφείο. Είναι πασίγνωστες οι συγκινητικές εκδηλώσεις ακράτητου ελληνικού παλμού που έγιναν εκεί. Μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία μίλησε ο Αρχιεπίσκοπος και έδωσαν τους υψηλούς τόνους του πατριωτικού σαλπίσματος ο Σικελιανός και ο Σκίπης. Τόνους που αποκορυφώθηκαν την ώρα της ταφής».

Το κλίμα που επικρατούσε στην κηδεία του Κ. Παλαμά περιέγραψε ο λογοτέχνης Πέτρος Χάρης στο βιβλίο του «Όταν η ζωή γίνεται όνειρο» (σελ.137):

«Το ξόδι έφτασε σε λίγο στον τάφο. Και τότε ήρθε η δύσκολη, η κρίσιμη στιγμή. Όταν ο ένας από τους καταχτητές, ο Γερμανός αντιπρόσωπος, πλησίασε για να καταθέσει το στεφάνι του και να ασεβήσει, με τη μισητή φωνή του, στην ιερότητα της ώρας, η Μαρίκα Κοτοπούλη έριξε βαρύ, προκλητικό λόγο, κι ο Γιώργος Κατσίμπαλης δεν κρατήθηκε κι άρχισε να ψάλλει, σε τόνο κραυγής, την πρώτη στροφή του Εθνικού Ύμνου. Κανείς δεν εκιότεψε και κανείς δεν εκράτησε κλειστά τα χείλη μπροστά στον κατάπληχτο κατακτητή. Ο λαός όλος δεν ήταν πια σε κηδεία, ήταν σε εθνική εκδήλωση, και έψαλλε τον Εθνικό Ύμνο. Κι ο Ποιητής περίμενε στον ανοιχτό τάφο του. Ακούστηκε πρώτα ο Ύμνος σαν πολεμική ιαχή, ύψωσε πρώτα ο λαός ολόκληρο το ανάστημά του στον καταχτητή, κι έπειτα κατέβηκε ο Ποιητής στον τάφο του».

Το κλίμα εθνικής συσπείρωσης και διέγερσης γύρω από το φέρετρο του Κωστή Παλαμά αποτυπώθηκε εύστοχα από τον Άγγελο Σικελιανό στους στίχους που ο ίδιος απήγγειλε στην κηδεία τιμώντας τον εθνικό ποιητή:

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,

δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...

Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές

σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !


Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό

με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,

κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,

ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;


Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,

Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ' αστέρια,

μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά

της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια


γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας

που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,

πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: "Ο Παλαμάς !",

ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη !


Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,

δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...

Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές

σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !


Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός,

σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει...

κι ακέριος φλέγεται ως με τ' άδυτο ο Ναός,

κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.


Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός

της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα

Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός

την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,


που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά

στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,

τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο

με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.


Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,

δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...

Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές

της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

……………………………………………………..

Το 1906 ο Κωστής Παλαμάς έγραψε τον επικήδειό του. Πρόκειται για το ποίημα με τίτλο «Ο πιο τρανός καημός μου», που περιλήφθηκε στη συλλογή «Η πολιτεία και η μοναξιά».


 Παρόμοια θέματα που ίσως σας ενδιαφέρουν:

-- Ο θάνατος του Άλκη Παλαμά και ο "Τάφος"

-- Ο θάνατος και η κηδεία του Κωστή Παλαμά

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου