18 Αυγούστου 2014

Όταν η πανώλη αποδεκάτισε τον πληθυσμό του Πόρου την άνοιξη του 1837

Η πιο μαύρη σελίδα στην ιστορία του Πόρου, του μικρού αυτού νησιού του Σαρωνικού κόλπου, γράφτηκε την άνοιξη του 1837, στον "καιρό του μεγάλου θανατικού", όπως θα λέγαν οι Ποριώτες τα επόμενα χρόνια, αναφερόμενοι στην τρομερή επιδημία. Στις 19 Μαρτίου 1837, έφτασε στο νησί ένα καράβι από τη Μακεδονία, που τότε ανήκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Στη διάρκεια του ταξιδιού, ένας ναύτης, ονόματι Ανδρέας Στέργιος, πέθανε από άγνωστη κατ' αρχήν αιτία. Όμως ο πλοίαρχος, Γεώργιος Φάρσας, για κάποιον ακατανόητο λόγο δήλωσε ψευδώς ότι ο ναύτης πέθανε από ατύχημα πέφτοντας δήθεν από το κατάρτι. Λίγες μέρες αργότερα, ακόμη ένας ναύτης του ίδιου καραβιού, ο Ιωάννης Κατζαράπης, έχασε κι αυτός την ζωή του, ύστερα από ολιγοήμερη ασθένεια. Ο καπετάνιος απέδωσε αυτόν τον θάνατο σε κάποιο υποτιθέμενο μεθύσι του Κατζαράπη, κάτι που επιβεβαίωσε και ο ανίδεος γιατρός του νησιού, ένας Γάλλος ονόματι Μπερνάρ. Καθώς, όμως, ήταν Μεγάλη Εβδομάδα και οι κάτοικοι επικοινωνούσαν μεταξύ τους και μαζεύονταν στις εκκλησιές, η επιδημία άρχισε να εξαπλώνεται στο νησί. 

"Με μεγάλην μας λύπην μανθάνομεν, ότι πλοίον μολευμένον φθάσαν προ ολίγων ημερών εις Πώρον διέδοσεν εκεί την πανώλην, ότι έως τώρα εμολεύθησαν τινές, και ότι ολίγοι εξ αυτών απέθαναν· η Κυβέρνησίς μας διά προφυλάξη τα λοιπά μέρη του Κράτους καθώς και αυτήν την νήσον εξέδωκε τας απαιτουμένας διαταγάς και ελπίζομεν να προληφθή το κακόν".
Αυτή ήταν η πρώτη αναφορά στην εφημερίδα Αθηνά στις 24 Απριλίου 1837. Οι πληροφορίες ήταν ακόμη συγκεχυμένες, κι ας είχαν περάσει αρκετές ημέρες από την εμφάνιση των πρώτων κρουσμάτων - τα μέσα της εποχής δεν επέτρεπαν τη γρήγορη διάδοση των ειδήσεων. Έτσι, υπήρχε ανησυχία, αλλά και κρυφή ελπίδα ότι το κακό θα σταματούσε εκεί. Την επομένη, ο Σωτήρ είχε περισσότερες λεπτομέρειες:
"Η επάρατος μάστιξ της Πανώλης ανεφάνη κατ' αυτάς εις τον Πόρον, κοινοποιηθείσα από πλοίον έλθον από τα παράλια της Συρίας (σ.σ. ήταν λάθος η πληροφορία. Η πανώλη ξεκίνησε από πλοίο, που ερχόταν από τη Μακεδονία, ίσως από το Άγιο Όρος). Μέχρι τούδε έγειναν πέντε θύματα της τρομεράς αυτής νόσου. Τα περιστατικά της μεταδόσεως του μιάσματος εις την Νήσον δεν μας είναι εντελώς γνωστά· ελπίζομεν όμως το κακόν να περιορισθή, και να μην έχη άλλας μεγαλητέρας συνεπείας. Η Κυβέρνησις έσπευσεν αμέσως να λάβη τα δραστηριώτερα και καταλληλότερα μέτρα. Ο Πόρος είναι εις πολιορκίαν και διά ξηράς και διά θαλλάσης. Πάσα συγκοινωνία μεταξύ της Νήσου και των λοιπών μερών του Ελληνικού Κράτους έπαυσε. Κατά διαταγήν υψηλήν, όσα μέρη έλαβον συγκοινωνίαν με τον Πόρον από της 4 Απριλίου ευρίσκονται υπό ενδεκαήμερον κάθαρσιν..."
Ήδη, στο νησί είχαν σπεύσει ως έφοροι υγείας ο γιατρός Ιωάννης Τομπακάκης και ο Γάλλος γιατρός και φιλέλληνας Δουμόντ (Ντουμόντ).. Επίσης, ο στρατός στάλθηκε στην Τροιζήνα, ώστε να επιβλέψει τη διακοπή κάθε επικοινωνίας με το νησί, καταλήφθηκε το μοναστήρι του Δαφνίου, ακριβώς για να διασφαλιστεί η διακοπή της επικοινωνίας με την υπόλοιπη επικράτεια, ενώ ο Πόρος αποκλείστηκε και από δύο κανονιοφόρους. 
Τις πρώτες ημέρες υπήρχαν ενδείξεις ότι τα κρούσματα είχαν περιοριστεί μόνο στα σπίτια του πλοιάρχου και των ναυτών του μολυσμένου πλοίου κι ότι επομένως το πρόβλημα θ' αντιμετωπιζόταν σε σύντομο χρονικό διάστημα.  Όμως ήδη την 1η Μαΐου η Αθηνά ανακοίνωνε ότι 18 άνθρωποι είχαν χάσει την ζωή τους εξαιτίας της πανώλης, ενώ ακόμη 6 ήταν ασθενείς. Την επόμενη εβδομάδα, ο αριθμός των κρουσμάτων θα αυξανόταν κατακόρυφα. Μέχρι τις 8 Μαΐου ο αριθμός των νεκρών θα ανέβαινε στους 45 σε σύνολο 62 ασθενών.
Εξοργιστική ήταν η αντίδραση των φιλοκαθεστωτικών εφημερίδων. Αναδεικνύοντας το γεγονός ότι δεν είχε εμφανιστεί κανένα κρούσμα εκτός του νησιού, κατηγορούσαν τους κατοίκους του Πόρου για την εξάπλωση της νόσου στο νησί. Στις 13.05.1837, ο Σωτήρ έγραφε τα παρακάτω απίστευτα εκτοξεύοντας πρωτοφανείς κατηγορίες και διατυπώνοντας χαρακτηρισμούς άνευ προηγουμένου:
"Καμμία προφύλαξις εκ μέρους των (σ.σ. των κατοίκων του Πόρου), καμμία συνδρομή εις τους απεσταλμένους της Κυβερνήσεως, διά να λάβουν τα απαιτουμένα μέτρα εις την εξάλειψιν του κακού. Αν όλα ταύτα ήναι αληθή, οι κάτοικοι του Πόρου αποδεικνύονται ανάξιοι να αποτελώσι μέρος της Ελληνικής οικογενείας, ήτις λαμβάνει τόσην συμπάθειαν υπέρ αυτών. Εκθέττοντες την ζωήν των και τας ημέρας των γυναικών και τέκνων των εις προφανή κίνδυνον, ως και όλον το Ελληνικόν Κράτος, δίδουν τρανώτατα δείγματα, ότι αν ελευθερώθησαν από την τυραννίαν των Τούρκων, δεν απεχωρίσθησαν όμως και από τα ήθη, τας ιδέας και τας συνηθείας των τυράννων των. Έμειναν Τούρκοι, εν ω ονομάζονται Έλληνες"!
Ακόμη και η πιο αποστασιοποιημένη Αθηνά κατηγόρησε τους κατοίκους του νησιού, τους οποίους χαρακτήριζε "αναίσθητους", διότι "ενώ μαστίζονται από την φθοροποιάν ταύτην της πανώλης μάστιγα, φιλονεικούν και ξυλίζονται εις τας δημαιρεσίας των", αναγκάζοντας την κυβέρνηση να αποστείλει χωροφύλακες στο νησί, ώστε να επιβάλλουν την τάξη. 
Ήταν, όμως, οι Ποριώτες οι πραγματικοί υπαίτιοι για την εξάπλωση της επιδημίας; Σίγουρα, αρνητικός ήταν ο ρόλος του καπετάνιου, που υποτίμησε εξ αρχής τη σοβαρότητα της κατάστασης, ώστε δεν ήταν δυνατή η λήψη προληπτικών μέτρων, όμως τεράστια ήταν και η ευθύνη των αρχών. Στα τέλη Απριλίου έγινε ένα περιστατικό, λεπτομέρειες για το οποίο αντλούμε από το ημερολόγιο του γιατρού Ηπίτη, που θα ερχόταν στο νησί, για να βοηθήσει την κατάσταση:
"[Στις 24 Απριλίου] απέθανεν γυνή του Τζέλιου, της οποίας τον άνδρα εβίασαν (σ.σ. ανάγκασαν) να την δέση με μακρύ σχοινίον από τον λαιμόν και να την σύρη από τα ύψη του ορεινού και βραχώδους Πόρου εις τον αιγιαλόν. Το αίμα, ο ιχώρ και ο εγκέφαλος, εξελθών από το εις το τράβηγμα κτυπούμενον εις τους λίθους κρανίον, εσημάδευσαν σχεδόν όλην την οδόν έως εις τον αιγιαλόν.
Φθάσαν ούτω καταξεσχισμένον και καθημαγμένον το πτώμα εις την θάλασσαν, παρέλαβεν αυτό εις την λέμβον του ο υπόλοιμος Νικόλαος Κουκούλης διά να το παραδώση προς ταφήν".
Αντιλαμβάνεστε πόσο μεγάλωσε ο κίνδυνος έκθεσης των κατοίκων μετά από την απαράδεκτη πρωτοβουλία των αρμοδίων.
Καθώς η επιδημία εξαπλωνόταν στον Πόρο, αυξήθηκαν και τα μέτρα. Στάλθηκαν περισσότεροι γιατροί των ταγμάτων Τζέλλερς και Έσμαν, ενώ αποφασίστηκε: να εκκενωθούν τα μαγαζιά του Εϊδέκ στον Πόρο και να χρησιμοποιηθούν ως ιατρεία για τους ασθενείς, αν κρινόταν απαραίτητο, να καούν όσα πράγματα είχαν αγγίξει οι ασθενείς, να σκοτωθούν όλα τα αδέσποτα ζώα του νησιού, ενώ δόθηκε στον επίτροπο το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει ακόμη και ένοπλη βία κατά όσων αντιστέκονταν στα λαμβανόμενα μέτρα. 
Μέσα στη δυστυχία που περνούσαν οι κάτοικοι του Πόρου, δεν έλειψαν και σκηνές απείρου κάλλους. Όταν η υπηρέτρια του δημάρχου ασθένησε από πανώλη, εκείνος "αφ' ου είδε τούτο εξήλθε πανοικώς εις την εξοχήν, ομού και ο Έκτακτος απεσταλμένος  και ο Β. ιατρός οίτινες συγκατοίκουν εις την ιδίαν οικίαν και μετοίκησαν εις άλλην", όπως περιέγραφε η Αθηνά στις 15.05.  Την ίδια μέρα, η εφημερίδα φάνηκε για πρώτη φορά επικριτική απέναντι στις αρχές, οι οποίες, ενώ καθημερινά ανακοίνωναν τη λήψη αυστηρών μέτρων, "τίποτε, ακόμη δεν είδαμεν εις ενέργειαν". Άλλωστε, σύμφωνα με εκτιμήσεις, από την πανώλη είχε ήδη πληγεί ο μισός πληθυσμός του Πόρου!
Και ενώ στα μέσα προς τέλη Μαΐου ο έντονα φιλοκαθεστωτικός τύπος διέδιδε ότι η κατάσταση τελούσε υπό έλεγχο, δύο γράμματα κατοίκων προς συγγενικά τους πρόσωπα, που δημοσιεύονταν στην Αθηνά, έδιναν μια τελείως διαφορετική εικόνα:
"Έλαβον το από 15 τρέχοντος γράμμα σου, είδον τα εν αυτώ... Το κακόν δε, αδελφέ, της νόσου, εκεί όπου ευρίσκεται σήμερον αυξάνει μάλλον παρά να ελαττούται· και εκείνα οπού γράφουν τινές εφημερίδες τα περισσότερα είναι κολοκύνθια· αν γλυττώσωμεν καμμιάν φοράν θεία τις δύναμις θα μας λυπηθή να μας ελευθερώση... Ο αριθμός των κτυπηθέντων θα κοντεύει, ως συμπεραίνω, τους εκατόν, από τους οποίους τέσσαρες μόνον πιθανόν να ζήσουν. Δεν επέρασεν ακόμη καμμία ημέρα να μη μας αναγγείλη τα ιδικά της κτυπήματα. Οι στρατιώται της γραμμής εξήλθον από την πόλιν, ως περιττοί, και είναι μόνον οι χωροφύλακες, οίτινες είναι αρκετοί, και δεν παύουν από το να βιάζουν (σ.σ. ασκούν βία), μερικούς πολίτας, όσοι αντιτείνουν εις τα περί υγείας μέτρα".
Ακόμη μία επιστολή με ημερομηνία 20 Μαΐου, που έδινε μια ζοφερή κατάσταση της καθημερινότητας στο νησί:
"Το δυστύχημα (της πανώλους) εξακολουθεί ακόμη με την ιδίαν τάσιν· αφίνω τα πολλά κτυπήματα τα οποία εις το μεταξύ συνέβησαν, και λέγω μόνον ότι και πλησίον μας προ δύω ημερών εκτυπήθη μία γυναίκα εις το σπήτι της και χθες την έστειλαν εις την νήσον των πανουκλιασμένων. Σήμερον εκτυπήθη εις την πόλιν εις δούλος Ποριώτης του Υπομοιράρχου κ. Μπαλάσκα, έξω συνέβησαν και άλλα, αλλά πόσα και ποία δεν ηξεύρω· Η πόλις ερημώθη από κατοίκους, οίτινες κατά διαταγήν του Εκτάκτου διεσκορπίθησαν ένθεν κακείθεν, ολίγαι δε οικογένειαι ευρίσκονται πλέον μέσα εις τον Πόρον και εξ αυτών οι περισσότεραι πάροικοι. Και ελπίζομεν η πόλις θα καθαρισθή προτήτερα από τα έξω μέρη· το κακόν είναι ακόμη, επειδή η συγκοινωνία δεν διεκόπη με τους έξω, διότι υστερούμεθα τροφίμων οι άνθρωποι εις τα διάφορα μέρη όπου διαμένουν βιάζονται να καταφεύγουν εις την πόλιν να προμηθεύωνται, και ούτω κοινωνούντες με τα όσα πράγματα έμειναν εις τας οικίας των, καταντούν το ίδιον ως να ευρίσωνται και μέσα εις αυτάς".
Μέχρι το απόγευμα της 25ης Μαΐου, ο αριθμός των νεκρών από την πανώλη ανερχόταν σε 115, 16 ήταν ασθενείς υπό θεραπεία, ενώ υπήρχαν και 7 άτομα που κατάφεραν να θεραπευθούν (σύνολο 138 κρούσματα). Οι ασθενείς απομακρύνθηκαν από την πόλη και οδηγήθηκαν σε ερημικές τοποθεσίες, ενώ στον Πόρο μετέβη και ο γιατρός Ηπίτης και ο προσωπικός φαρμακοποιός του Όθωνα, ο Λάνδερερ. Με δική του πρωτοβουλία έφτασε στον Πόρο και ο Βαυαρός γιατρός Ροτλάουφ, ο οποίος εξέθεσε την ζωή του σε κίνδυνο και πράγματι, περίπου δυο εβδομάδες αργότερα προσβλήθηκε κι ο ίδιος από την πανώλη και λίγες μέρες αργότερα πέθανε. Το σώμα του θάφτηκε σ' ένα νησάκι απέναντι από τον Πόρο.
"Η Ελλάς χρεωστεί ευγνωμοσύνη ειλικρινή εις τον άνδρα, όστις διά να σώση την ζωήν των τέκνων της, εθυσίασε τας ιδίας ημέρας της ζωής του, τας οποίας εξόδευε προς παρηγορίαν της πασχούσης ανθρωπότητος", έγραφε ο Σωτήρ στις 27 Ιουνίου. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι ο Βαυαρός γιατρός υπήρξε από τους τελευταίους ασθενείς, καθώς το τελευταίο κρούσμα πανώλης εμφανίστηκε στις 10 Ιουνίου, όπως βεβαίωνε και μια επιστολή με ημερομηνία 22 Ιουνίου, που δημοσιεύτηκε στην Αθηνά (26.06.1837): 
"Ημείς ημπορούμε τώρα να ομολογήσωμεν, ότι η νόσος έπαυσεν ολοτελώς από το να μας μαστίζη, διότι είναι σήμερον 12 ημέραι αφού δεν μας έδοσεν ούτ' υποψίαν. Όλοι οι εξελθόντες κάτοικοι εξαιρουμένου μέρους των υπόπτων, μόλις το εν δέκατον των κατοίκων, επανήλθον εις την πόλιν και διαμένουν ήδη εις τας οικίας των. Ο κόσμος εξεφοβήθη και πολλοί μεταξύ των κοινωνούν. Ο εις το λοιμοκαθαρτήριον κτηπηθείς ιατρός απέθανε χθες (σ.σ. πιθανότατα να εννοείται ο Ροτλάουφ)· όλοι τον ελυπήθησαν διά την απαραδειγμάτιστον φιλανθρωπίαν του. Πολύ περισσότερον κατέθλιψε άπαντας η παύσις του ιατρού κ. Ηπήτου, του οποίου η άφιξις εις τον τόπον, όσον μας ενεψύχωσεν άλλο τόσον βαθυτάτην λύπην άφησε εγχαραγμένην εις τας ψυχάς μας δια την στέρησίν του".
Εν τω μεταξύ, αξίζει να σταθούμε και στην καταγγελία ενός κατοίκου κατά του έκτακτου απεσταλμένου της κυβέρνησης στον Πόρο, που δημοσιεύτηκε στην Αθηνά στις 16.06. Σύμφωνα με τα καταγγελλόμενα, αναζητώντας οικία για να διαμείνουν ο γιατρός Ηπίτης και o φαρμακοποιός του Όθωνα, o έκτακτος απεσταλμένος προσπάθησε να κάνει έξωση από το σπίτι της σε ενδεκαμελή οικογένεια, κανένα μέλος της οποίας δεν είχε αρρωστήσει από την πανώλη. Εκείνοι του αντέταξαν ότι "κανένας νόμος δεν υποχρεώνει τον αδύνατον να αφήση τον δυνατόν να του καταπατήση τα ιερά του δίκαια και το άσυλόν του". Ο έκτακτος απεσταλμένος όχι απλά δεν κάμφθηκε, αλλά έδωσε τελεσίγραφο δύο ωρών στην οικογένεια, ώστε να εγκαταλείψει το σπίτι, το οποίο πολιορκήθηκε από χωροφύλακες, "ως εις φρούριον από εχθρούς". Τι έγινε τελικά; Το δίκαιο του ασύλου καταπατήθηκε, το δίκαιο του δυνατού υπερίσχυσε και η οικογένεια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το ίδιο της το σπίτι! Ήταν η εποχή της απόλυτης μοναρχίας, όταν κανένα ατομικό δικαίωμα δεν ήταν κατοχυρωμένο, αφού δεν υπήρχε καν Σύνταγμα - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μετά την επανάσταση του 1843 άλλαξε και πολύ η κατάσταση!


Σχετικά θέματα:
Η αγγλογαλλική κατοχή και το μαύρο καλοκαίρι του 1854, όταν η χολέρα θέριζε και μετέτρεψε τον Πειραιά σ' έρημη πόλη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου