Υπάρχουν αρκετοί ηθοποιοί, οι
οποίοι εκφράζουν δημόσια τη δυσαρέσκειά τους για τις αρνητικές κριτικές που
δέχονται είτε οι ίδιοι προσωπικά είτε οι παραστάσεις τους συνολικότερα από τους
κριτικούς θεάτρου. Πολύ σπάνια όμως οι αντιπαραθέσεις αυτές φτάνουν μέχρι την
αίθουσα των δικαστηρίων, καθώς στο τέλος υπερισχύει ο σεβασμός στην ελευθερία
του κάθε ανθρώπου – πόσο μάλλον ενός επαγγελματία κριτικού – να εκφράσει την τεκμηριωμένη
άποψή του. Άλλωστε, οι πιο εκρηκτικοί ηθοποιοί, αυτοί που ενοχλούνται περισσότερο
σε σημείο να εκφράζονται δημόσια κατά των αρνητικών κριτικών, είναι κατά κύριο
λόγο εκείνοι που σημειώνουν εμπορική επιτυχία, ώστε δεν μπορεί εύκολα να
χωρέσει ο νους τους ότι η εμπορική αυτή επιτυχία δεν αναγνωρίζεται και
καλλιτεχνικά. Τι γίνεται όμως όταν ένας θεατής αποφασίζει να μηνύσει έναν
κριτικό, επειδή αισθάνθηκε να θίγεται προσωπικά από το κείμενό του; Μοιάζει
ευφάνταστο σενάριο κι όμως συνέβη στην Αθήνα του 1950.
Όλα ξεκίνησαν από μια εξαιρετικά
αρνητικά κριτική του Άλκη Θρύλου (σ.σ. ψευδώνυμο της Ελένης Ουράνη) κατά του
θεατρικού έργου «Ερωτική καθοδήγηση», που ανέβαζε ο θίασος του σπουδαίου
κωμικού ηθοποιού Βασίλη Αργυρόπουλου σημειώνοντας μεγάλη εμπορική επιτυχία.
Στην κριτική του, που
δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία στις 1 Δεκεμβρίου 1949, ο Άλκης Θρύλος έστρεφε
ουσιαστικά τα πυρά του στο Μιχαήλ Κουναλάκη, συγγραφέα του θεατρικού έργου,
επειδή αυτός «δεν έπλεξε παρά σκηνές
ανιαρότατα πεζολογικές, συμβατικές, κοινότατες», ενώ παράλληλα «παρασύρθηκε και σε μακρηγορίες κ’
επαναλήψεις, χωρίς να διανθίσει το διάλογό του μ’ ένα οποιοδήποτε ευφυολόγημα».
Ως προς τις ερμηνείες, η κριτική
ήταν επίσης αμείλικτη: «Ο θίασος του κ.
Αργυροπούλου (σ.σ. με δυο εξαιρέσεις, που όμως “εξαφανίζονταν στο σύνολο”
κατά την κριτική του Άλκη Θρύλου) δεν μας
προσβάλλει μόνον με τις άθλιας ποιότητας ερμηνείες του· προπάντων προκαλεί την
αγανάχτησή μας. Μας στέρησε από κάτι πολύτιμο. Μέσα σ’ αυτό χάθηκε, χωρίς
ανάλογη απόδοση, και σιγά σιγά εξατμίσθηκε, το εξαίρετο, το μοναδικό ταλέντο
του κ. Β. Αργυρόπουλου».
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Άλκης
Θρύλος σχολίαζε αρνητικά τις ερμηνείες και τις παραστάσεις του θιάσου. Για
παράδειγμα, όταν το 1944 ο Αργυρόπουλος ανέβασε τη γερμανική κωμωδία «Βάστα
φρένο», στο κριτικό του σημείωμα, όπως δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία, ο Θρύλος έγραψε
πολύ χειρότερα σχολιάζοντας για τον ηθοποιό ότι αποτελούσε «το αναγλυφικότερο, το θλιβερότερο παράδειγμα
της πανωλεθρίας στην οποία μπορεί να οδηγήσει η μανία του να είναι κανένας
πρωταγωνιστής», καθώς «μόνον από δική
του υπαιτιότητα αυτοεκμηδένισε την εξαιρετική δύναμη με την οποία τον είχε
προικίσει η φύση και η οποία δεν του ανήκε κι αποκλειστικά, ήταν και χτήμα των
άλλων» (Νέα Εστία, τ.402-403, 1-15 Μαρτίου 1944).
Απαντώντας στην κριτική του Άλκη
Θρύλου στη Νέα Εστία στο τεύχος της 1ης Δεκεμβρίου 1949, ο
Αργυρόπουλος περιορίστηκε σε μια εξαιρετικά επιθετική απάντηση μέσω του
φιλολογικού περιοδικού Ελληνική Δημιουργία, εκδότης του οποίου ήταν ο Σπύρος
Μέλας, που παλιότερα είχε επιτεθεί σκαιότατα κατά της Ελένης Ουράνη (Άλκης
Θρύλος) αποκαλώντας την... «τσούλα» σ’ ένα ντελίριο σεξισμού!
Όμως τα πράγματα πήραν μια
εντελώς αναπάντεχη τροπή, όταν τον Ιανουάριο του 1950 υποβλήθηκε μήνυση κατά της
κριτικού από ένα δικηγόρο. Αυτός ήταν τακτικός θεατής των παραστάσεων του
θιάσου Αργυρόπουλου και ισχυρίστηκε ότι είχε θιγεί από ένα σχόλιο της Ουράνη, η
οποία επιχειρώντας να εξηγήσει την εμπορική επιτυχία της «Ερωτικής καθοδήγησης»
έγραψε: «Ίσως το κοινό του θεάτρου
Αργυροπούλου να είναι ένα κοινό ειδικό που αποτελείται από τα απομεινάρια ενός καθυστερημένου
τμήματος της κοινωνίας, ένα κοινό χωρίς καμιά καλλιέργεια, που δεν έχει καμιά
επαφή και σχέση με τους πνευματικούς ανθρώπους...».
Είναι αλήθεια ότι το σχόλιο αυτό
ήταν αρκετά επιθετικό για τους θεατές που επέλεγαν να παρακολουθήσουν κάποιες
πιο ανάλαφρες (ίσως και ατελείς καλλιτεχνικά) παραστάσεις, σε βαθμό ριψοκίνδυνα
αφοριστικό. Το όποιο κοινό του θεάτρου δεν αποτελεί μια ενιαία μάζα, αλλά
αποτελείται από διαφορετικές προσωπικότητες ανθρώπων, ο καθένας των οποίων επιλέγει
για τους δικούς του λόγους να παρακολουθήσει τη μια ή την άλλη παράσταση χωρίς
να πρέπει να απολογηθεί γι’ αυτό. Έχει όμως ένας θεατής το δικαίωμα να μηνύσει
μια κριτικό που απλά δημοσίευσε την άποψή της, χωρίς ν’ αναφέρεται σε κανέναν
ονομαστικά, άρα χωρίς να τον προσβάλλει προσωπικά ως άτομο;
Με αφορμή την πρωτοφανή αυτή μήνυση,
ο Νέστωρας Μάτσας διηγήθηκε με άρθρο του στον Εθνικό Κήρυκα την ανάλαφρη
ιστορία «κάποιου επαρχιώτου, που ήρθε στην Αθήνα και την επομένη έγραψε στον
πατέρα του, στο χωριό, ότι οι εφημερίδες ανάφεραν για την άφιξή του». Ο πατέρας
εκείνος έψαξε στις εφημερίδες, όμως το μόνο σχετικό δημοσίευμα που βρήκε, ήταν
ότι «με το πλοίο του τάδε αφίχθησαν χτες τόσοι επιβάται εις Αθήνας». Ρώτησε,
λοιπόν, το γιό του πού είχαν γράψει γι’ αυτόν, για να πάρει την απάντηση ότι κι
ο ίδιος ήταν ένας από τους επιβάτες του πλοίου!
Στην περίπτωση της μήνυσης κατά
του Άλκη Θρύλου το ενδιαφέρον είναι ότι ο Εισαγγελέας όχι απλά δεν την έβαλε στο
αρχείο, αλλά κάλεσε σε απολογία τον εκδότη της Νέας Εστίας, Ιωάννη Κολλάρο, το
διευθυντή της, Πέτρο Χάρη (ψευδώνυμο του Ιωάννη Μαρμαριάδη), αλλά και τον
προϊστάμενο του τυπογραφείου, όπου τυπωνόταν το περιοδικό, Χαρ. Μαυρομμάτη!
Σύμφωνα με το επίσημο κατηγορητήριο, οι τέσσερις κατηγορούμενοι «υπό κοινού συμφέροντος κινούμενοι
συναπεφάσισαν» και «εν γνώσει την
αναληθείας ισχυρίσθηκαν ενώπιον τρίτων ήτοι του αναγνωστικού κοινού και
διέδωσαν περί του Δημ. Κ. Παπαγιαννοπούλου, δικηγόρου, κατοίκου Αθηνών,
ωρισμένα ψευδή γεγονότα τα οποία δύνανται να βλάψωσι την τιμήν και την υπόληψιν
αυτού»!
Η υπόθεση εκδικάστηκε από το Α΄ Τριμελές
Πλημμελειοδικείο Αθηνών στις 9 Φεβρουαρίου 1950. Πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων
κατέθεσαν ως μάρτυρες υπεράσπισης, ενώ ο εκ των κατηγορουμένων Πέτρος Χάρης
επικαλέστηκε ένα παρόμοιο με του Άλκη Θρύλου κείμενο του Γρηγορίου Ξενόπουλου,
που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα Αθήναι στις 9 Ιουλίου 1909 σχετικά με μια
παράσταση του θεάτρου Αθήναιον. Τότε ο Ξενόπουλος είχε γράψει, χωρίς να
μηνυθεί από κανένα: «Οι ακροαταί του «Αθηναίου»
δεν είνε εκείνοι, βέβαια, οι οποίοι θα εσύχναζαν εις το «Βαριετέ» (θίασος
Κυβέλης) ή εις την «Νέαν Σκηνήν» (θίασος Κοτοπούλη). Είνε κατά τα εννέα δέκατα
οι θαμώνες της ταβέρνας, του προστυχοτέρου καφωδείου, του Καραγκιόζη».
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η
απολογία της Ελένης Ουράνη, το σχόλιο της οποίας για τους θεατές του θιάσου Αργυρόπουλου
έδωσε την αφορμή για τη δίκη αυτή, όπως δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία (τ.545,
15.03.1950). Ακολουθεί αναπαραγωγή του μεγαλύτερου μέρους της απολογίας της:
«Κύριοι Δικασταί.
Σας παρακαλώ να με δικαιολογήσετε
εάν στην απολογία μου εκδηλώσω κάποια ταραχή. Ύστερα από 25 περίπου χρόνια που
παρακολουθώ κριτικά το θέατρο και το βιβλίο, είναι η πρώτη φορά που
κατηγορούμαι· έως τώρα, κι όσοι δεν συμφωνούσαν με τις απόψεις μου, τις οποίες
άλλωστε προσπαθώ πάντα να μην εκφράσω δογματικά – σας παρακαλώ να προσέξετε ότι
και σ’ αυτή τη φράση για την οποία έχω μηνυθεί υπάρχει ένα «ίσως» – ποτέ δεν
αμφισβήτησαν την καλή μου πίστη. Η ταραχή και η κατάπληξή μου είναι τόσο πιο
ζωηρές που τον μηνυτή μου καθόλου δεν τον γνωρίζω, ούτε εξ όψεως, ούτε εξ
ακοής, ούτε εκ φήμης· πρώτη φορά πληροφορήθηκα την ύπαρξή του από τη μήνυσή
του, και σήμερα, καθώς έμπαινα σ’ αυτή την αίθουσα, ρωτούσα γύρω μου: «Ποιος
είναι επί τέλους ο άνθρωπος, ο οποίος θεωρεί ότι κακόβουλα τον δυσφήμισα
συκοφαντικά;»
Κύριοι Δικασταί, όταν λέμε πως ο
γαλλικός λαός είναι έξυπνος, ο αγγλικός λαός είναι προσκολλημένος στις παραδόσεις
του, ο ελληνικός λαός είναι ηρωικός, δεν εννοούμε φυσικά ότι δεν υπάρχουν στη
Γαλλία και κουτοί άνθρωποι, στην Αγγλία άνθρωποι ριζοσπαστικοί (παράδειγμα ο Ουάιλντ
και ο Σω), ότι όλοι οι έλληνες έχουν αναπτυγμένο στο έπακρο το ηρωικό στοιχείο.
Το ίδιο κι όταν εκφράζομε μια μομφή. Εννοούμε μια συνισταμένη· δεν αποκλείομε τις
άπειρες παραλλαγές, κι ακόμα και διαφορές. Δεν αγνοώ καθόλου ότι πηγαίνουν και
διανοούμενοι στο θέατρο Αργυροπούλου· αν ο μηνυτής μου με διαβεβαιώνει ότι
συγκαταλέγεται αναμεταξύ τους δεν έχω καμιά αντίρρηση να τον πιστέψω, αφού
μάλιστα δεν τον γνωρίζω. Αυτοί, όταν δεν δυσφόρησαν, συνήθως παραδέχονται
πρόθυμα ότι διασκέδασαν, επειδή απόχτησαν την ψυχολογία της ομάδας, κι ότι εν
πάση περιπτώσει η τέρψη που μπορεί κανένας να αισθανθεί σε μια χονδρή φάρσα δεν
είναι ίδιας ποιότητας με κείνη που προσφέρνει μια αρχαία τραγωδία, ή μια
αισθητική παράσταση. Δεν απολαμβάνει, δεν δονίζεται κανένας το ίδιο όταν
διαβάζει ένα καθαρά λογοτεχνικό μυθιστόρημα, κ’ ένα «μυθιστόρημα για θυρωρούς»·
αυτός είναι ο αναγνωρισμένος τίτλος για μια ολόκληρη κατηγορία βιβλίων· εν
τούτοις δεν ξέρω να διαμαρτυρήθηκε κανένας θυρωρός, κι ούτε και κανένας
αναγνώστης αυτών των βιβλίων, επειδή χαραχτηρίσθηκε (σ’ αυτήν την ειδική
περίπτωση με εμφανέστατη υποτιμητική πρόθεση) «θυρωρός».
Θα μπορούσα να σας φέρω χίλια
παραδείγματα χαραχτηρισμών που αποτελούν μια συνισταμένη, και που ακριβώς γι’
αυτό δεν θίγουν προσωπικά κανένα. Θα περιορισθώ σε ένα. Εάν με καταδικάσετε
σήμερα, κανένας δεν θα τολμήσει πια να γράψει ούτε την φράση που ταχτικά
διαβάζομε στις εφημερίδες και στα περιοδικά, ότι η εποχή μας είναι μια εποχή
παρακμής, ότι στην εποχή μας φανερώνεται «ύφεση της ηθικής συνειδήσεως»,
δικαιολογημένα θα φοβηθεί ότι όχι πια το οπωσδήποτε περιορισμένο κοινό του
θεάτρου Αργυροπούλου, αλλά κάθε πολίτης της υφηλίου, θα μπορεί να τον
καταγγείλει με την πρόφαση ότι τον είπε αυτόν προσωπικά ανήθικο. Εάν με
καταδικάσετε σήμερα, θα θέσετε φραγμό στην ελευθερία του λόγου· η ανησυχία μου
αυτή είναι ένας επί πλέον λόγος που δικαιολογεί την ταραχή μου· αισθάνομαι ότι
δεν υπερασπίζομαι μόνο τον εαυτό μου, αλλά προπάντων τις ιδέες στις οποίες
πιστεύω και για την επικράτηση των οποίων αγωνίζομαι, από τότε μάλιστα που
διέκρινα να διαγράφονται εναντίον τους απειλές, με όλες μου τις δυνάμεις.
Εν πάση περιπτώσει αρνούμαι
κατηγορηματικά ότι η υπόδικη φράση μου μπορεί να βλάψει, σύμφωνα με το
κατηγορητήριο, «την υπόληψη και την τιμή» του μηνυτού μου. Το αρνούμαι για δύο
βασικούς λόγους. Πρώτο γιατί το να είναι κανένας θεατής του θεάτρου
Αργυροπούλου δεν είναι κάτι που το αναγράφει στην ταμπέλλα του, στο
επισκεπτήριό του, σ’ ένα ένσημο που φορεί στη μπουτονιέρα του. Το κοινό ενός θεάτρου
είναι κινητό, εναλλασσόμενο, ανώνυμο, δεν σχηματίζει οργανισμό. Συνεπακόλουθα
είναι αδύνατο ο μηνυτής μου να έχει υποστεί στη συνείδηση κανενός μείωση.
Δεύτερο και κύριο, γιατί το να
είναι κανένας πνευματικός άνθρωπος δεν είναι υποχρέωση. Καθήκον του πολίτη είναι
μόνον να είναι τίμιος. Όλες οι άλλες ιδιότητες έχουν βέβαια σημαντική αξία, αλλ’
είναι εμπρόσθετες, ας πούμε διακοσμητικές. Οφείλουν να τις έχουν μόνο όσοι
εργάζονται στον κλάδο με τον οποίο είναι συνυφασμένες. Το να πω σ’ έναν άνθρωπο
ότι δεν έχει πνευματικότητα είναι ύβρις μόνον εάν αυτός είναι λογοτέχνης ή
καλλιτέχνης, εάν ασχολείται υπεύθυνα με τα πνευματικά ζητήματα. Εάν πουν στον
κ. Παπανδρέου, στον κ. Βενιζέλο, στον κ. Τσαλδάρη, ότι δεν έχουν πολιτικό
αισθητήριο είναι ύβρις, εάν μου το πουν εμένα αμέσως θα το παραδεχθώ· δεν
οφείλω να έχω πολιτικό αισθητήριο. Για να είμαι ακόμα πιο πειστική θα
περιορισθώ σε ένα σημείο που ανήκει σε μια περιοχή πολύ συγγενική με τη δική
μου. Δεν έχω μουσικό αυτί, κανένα μουσικό αίσθημα. Συνεπακόλουθα η μουσική μου
προκαλεί αφόρητη πλήξη, όπως άλλωστε – τηρουμένων όλων των αποστάσεων – και στον
Γκαίτε, ο οποίος έλεγε «η μουσική είναι ένας κρότος ακριβός και δυσάρεστος». Η
χειρότερη καταδίκη, την οποία θα μπορούσατε να μου επιβάλετε, είναι να με
υποχρεώσετε ν’ ακούσω απανωτά όλες τις συμφωνίες του Μπετόβεν. Εάν ο κ.
Καλομοίρης μου έλεγε δημόσια, όπως και στο Γκαίτε, ότι έχω μεσάνυχτα στα
μουσικά ζητήματα, ότι έχω στη μουσική φθηνότατα γούστα, θα έπρεπε να μου
κακοφανεί, και να τον μηνύσω; Γιατί; Μια ανεπάρκεια δεν είναι αμάρτημα [..]».
Τελικά και οι τέσσερις
κατηγορούμενοι αθωώθηκαν, όπως ήταν αναμενόμενο. Η ιστορία αυτή πάντως δεν παύει ν' αποτελεί μια φαιδρή όσο και θλιβερή στιγμή των ελληνικών δικαστικών χρονικών, από την οποία ωστόσο μπορούμε να συνάγουμε κάποια χρήσιμα και πάντα επίκαιρα συμπεράσματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου