27 Οκτωβρίου 2019

Η καταστρεπτική θύελλα τον Οκτώβριο του 1852, που προκάλεσε τεράστιες καταστροφές στην Αθήνα και γκρέμισε έναν από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός

Εικόνα μέρους της Αθήνας (Παραλίσσια), όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΤΑ ΟΛΥΜΠΙΑ στις 06.01.1896.
Δεξιά προς το κέντρο, φαίνονται οι Στύλοι του Ολυμπίου Διός.
Ήταν το βράδυ της 14ης Οκτωβρίου (ή, αν προτιμάτε, 26 Οκτωβρίου σύμφωνα με το γρηγοριανό ημερολόγιο) του 1852, όταν η Αθήνα χτυπήθηκε από μια τρομερή θύελλα σπάνιας έντασης, η οποία έμεινε στην ιστορία όχι για τον αριθμό των θυμάτων που άφησε πίσω της, ο οποίος άλλωστε ήταν ισχνός, όσο για τις τεράστιες καταστροφές που προκάλεσε σ’ όλη την πόλη, μεταξύ των οποίων και σ’ ένα από τα σημαντικότερα σωζόμενα μνημεία της αρχαιότητας, τους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Παράλληλα, η θύελλα της 14ης Οκτωβρίου 1852 ανέδειξε τις παθογένειες και τις δυσλειτουργίες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, που όμως δεν φαίνεται να πήρε το μάθημά του.

Η κακοκαιρία ξεκίνησε στις 6 το απόγευμα με σφοδρούς ανέμους και ισχυρή βροχή. Όμως τα φαινόμενα επιδεινώθηκαν ραγδαία γύρω στις 8 με 9 το βράδυ και με την ίδια ένταση συνεχίστηκαν για τρεις περίπου ώρες. Ισχυροί άνεμοι, έντονες βροχοπτώσεις και δύο ελαφρές σεισμικές δονήσεις, πιθανόν ως αποτέλεσμα των τεράστιων υλικών ζημιών, κατέστησαν την Αθήνα έρημη πόλη με όλους τους κατοίκους κλειδαμπαρωμένους στην ασφάλεια των σπιτιών τους, τα οποία όμως αποδείχτηκε ότι τελικά δεν ήταν και τόσο ασφαλή, αφού το επόμενο πρωί διαπιστώθηκε ότι σχεδόν όλα τα ιδιωτικά και δημόσια κτίρια είχαν υποστεί μικρές ή μεγάλες ζημιές: από σπασμένα φανάρια σκορπισμένα στους δρόμους της πόλης μέχρι πεσμένοι τοίχοι, σπίτια ολόκληρα, παραπετάσματα και γέφυρες.

Οι δρόμοι γέμισαν από ξεριζωμένα ή κατεστραμμένα δέντρα, μεταξύ των οποίων και πανύψηλα υπεραιωνόβια κυπαρίσσια. Τεράστια ήταν η καταστροφή στο Βασιλικό Κήπο (ο πρώτος δημόσιος κήπος της Αθήνας, που βρισκόταν στη μετέπειτα πλατεία Κλαυθμώνος χρονολογούμενος από το 1833), όπου είχαν ξεριζωθεί όλα τα φυτά και τα περισσότερα δέντρα. Γράφτηκε στον τύπο ότι το ύψος των ζημιών μόνο στα Ανάκτορα και στο Βασιλικό Κήπο εκτιμήθηκε σε 100.000 δραχμές!

Στην Πάτρα, όπου επίσης είχε ενσκήψει παρόμοια ισχυρή θύελλα, ξεριζώθηκε ο πανάρχαιος πλάτανος του Φρουρίου, ενώ μεγάλες ήταν οι ζημιές σε πλήθος δέντρων και κυρίως σε ελαιόδεντρα. Τέσσερις χιλιάδες ελαιόδεντρα καταστράφηκαν από την κακοκαιρία και στη Μεσσηνία, ενώ επλήγη γενικότερα η γεωργία της περιοχής.

Τεράστιες ζημιές υπέστησαν όσα εμπορικά και πολεμικά πλοία βρίσκονταν στο λιμάνι του Πειραιά, ενώ ναυάγησαν δύο πλοία φορτωμένα με 15 τόνους σιτάρι έκαστο. Μάλιστα, ο καπετάνιος του ενός από αυτά, το οποίο ανήκε στο βουλευτή Σπετσών Νικ. Χ. Αναργύρου, πνίγηκε στην προσπάθειά του να βοηθήσει ένα άλλο πλοίο, που επίσης κινδύνευε να βυθιστεί. Την ζωή του έχασε κι ένας υπαξιωματικός της κορβέτας «Λουδοβίκος», που επίσης λίγο έλειψε να βυθιζόταν. Μόνο ένα αγγλικό ατμόπλοιο δεν υπέστη την παραμικρή ζημιά, καθώς ο καπετάνιος του, προβλέποντας την κακοκαιρία, πήρε έγκαιρα την απόφαση να γυροφέρνει το πλοίο εντός του λιμανιού αποσοβώντας κάθε κίνδυνο.

Η κατάσταση στο λιμάνι του Πειραιά ήταν χαοτική, η δε αποκατάσταση της τάξης έγινε τις επόμενες μέρες κυρίως χάρη στις ακατάβλητες προσπάθειες του Γάλλου ναυάρχου Δεσφοσέ, ο οποίος όχι μόνο ανέσυρε πλοιάρια, τρεχαντήρια, λέμβους και εμπορεύματα από τον πυθμένα του λιμανιού, αλλά και με δικές του δαπάνες συνέβαλε στην επισκευή και την επιδιόρθωση όσων πλοίων είχαν υποστεί ζημιές. «Προστασίαν τοιαύτην, οίαν εχορήγησεν ο ανωτέρω Ναύαρχος προς το παθόν ναυτικόν του Πειραιώς, ουδ’ η κυβέρνησίς μας ηδύνατο να παρέξη, και αν είχε την διάθεσιν» σχολίαζε η εφημερίδα Αθηνά στις 30 Οκτωβρίου 1852 μεταφέροντας παράλληλα την «άπειρον ευγνωμοσύνην» των Πειραιωτών προς το πρόσωπο του Δεσφοσέ.

Η βασιλική κορβέτα «Αμαλία», που μάλιστα είχε πρόσφατα επισκευαστεί έναντι (του σημαντικού για εκείνη την εποχή ποσού των) 60.000 δραχμών, την ώρα της θύελλας ταξίδευε από το Ναύπλιο με προορισμό τον Πειραιά με κυβερνήτη τον Υδραίο Αναγνώστη Κριεμάδη. Το πλοίο διέθετε πλήρωμα 100 ναυτών, από τους οποίους οι 30 αποβιβάστηκαν στον Πόρο. Όμως οι εναπομείναντες δεν ήταν επαρκώς εκπαιδευμένοι ως νεοσύλλεκτοι (πολλοί δε εξ αυτών διορισμένοι ρουσφετολογικά), καθώς λίγες μέρες νωρίτερα το εκλεκτότερο μέρος του κανονικού πληρώματος της κορβέτας είχε αναχωρήσει με το ατμόπλοιο «Όθων» για τη Βενετία, απ’ όπου θα παραλάμβανε τον απουσιάζοντα βασιλιά.

Τελικά, η «Αμαλία» δεν κατάφερε να φτάσει σώα στον προορισμό της, αλλά ναυάγησε στη θέση Περιστέρια της Σαλαμίνας. Ένας ναύτης ονόματι Βώκος, ο τροφοδότης του πλοίου, έχασε την ζωή του. Ο αριθμός των θυμάτων θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερος, καθώς στην κορβέτα είχαν επιβιβαστεί παράνομα πολλές οικογένειες, οι οποίες είχαν επωφεληθεί από τον απόπλου του πολεμικού πλοίου για να ταξιδέψουν τζάμπα, όπως άλλωστε συνηθιζόταν τα χρόνια εκείνα. Μάλιστα, το πλοίο βρέθηκε εν πλω την ώρα που η θύελλα λυσσομανούσε ανελέητα, επειδή είχε καθυστερήσει ο απόπλους του εξαιτίας των πολλών παράνομων επιβιβάσεων! Εκείνο το βράδυ, πολλά γυναικόπαιδα έζησαν έναν πολύωρο νυχτερινό εφιάλτη κάτω από αντίξοες συνθήκες, καθώς μόλις το επόμενο πρωινό κατάφεραν ν’ αποβιβασθούν στην ξηρά.

Οι συνέπειες της σπάνιας σε ένταση θύελλας της 14ης Οκτωβρίου 1852 είναι ορατές μέχρι και σήμερα. Αρκεί να επισκεφτείτε τους Στύλους του Ολυμπίου Διός, κοντά στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί θα δείτε 15 όρθιους στύλους (από τους 101 που στήριζαν τον αρχαίο ναό του Ολυμπίου Διός) και έναν πεσμένο, θύμα της τρομερής εκείνης βραδιάς – ίσως στην πτώση του στύλου αυτού να οφείλονταν και οι μικρές σεισμικές δονήσεις, για τις οποίες έγινε λόγος πιο πάνω (σύμφωνα με τα όσα γράφτηκαν στον τύπο της εποχής).

Ο πεσμένος στύλος του αρχαίου Ολυμπείου σε φωτογραφία του Chris Fleming με ημερομηνία 15.01.2006
Ο συντάκτης του Αιώνα απέδωσε την καταστροφή αυτή, που λύπησε όλους τους κατοίκους της πρωτεύουσας, στην αδυναμία του ανθρώπου μπροστά στα σημεία της φύσης: «Είδομεν πρημνή τον γίγαντα τούτον αιώνων εικοσιδύω, φέροντα 18 σπονδύλους παμμεγέθεις, και θαυμάζοντες [..] τι δύναται η δύναμις του Θεού ενεργούσα είτε φυσικώς είτε ηθικώς, ησθάνθημεν, αν εις την δύναμιν ταύτην ισχύωσι (= έχουν τη δύναμη) να αντισταθώσι και αυταί αι με την αιωνιότητα αμιλλώμεναι μεγαλουργίαι της ανθρωπίνης χειρός και διανοίας» (εφημ. Αιών, 15.10.1852).

Αντίθετα, ο συντάκτης της εφημερίδας Αθηνά φάνηκε λιγότερο μοιρολάτρης αποδίδοντας την ευθύνη για την πτώση του στύλου «ένεκα της ακηδίας και της περί τα καλά και αρχαία μικράς επιβλέψεως των αρχόντων μας», ενώ μεμφόταν την αυλική κυβέρνηση του Αντωνίου Κριεζή και επειδή «δεν εφρόντισεν ουδέ καν την περαιτέρω βλάβη των τεμαχίων να προλάβη, τα οποία εκ κακώς εννοουμένου σεβασμού προς τα αρχαία εκκόπτουσιν απ’ αυτών τμήματα, τα ακρωτηριάζουσι και τα ασχημίζουσιν»! (εφημ. Αθηνά, 17.10.1852)

Ο Θεόδωρος Ορφανίδης συνέθεσε μια μεγάλης έκτασης ωδή αφιερωμένη στον πεσμένο στύλο, ο δε Κωνσταντίνος Πωπ δημοσίευσε το παρακάτω επίγραμμα:
Τεσσαράκοντα αιώνας ανηγείρεσο ω στήλη,
Κ’ ευμενές το μέτωπόν σου εις τα σύννεφα υψούτο.
Αλλ’ ως είδες το παν ότι γύρω σου εταπεινούτο,
Έπεσες και συ οργίλη.

Αν πάλι αναρωτιέστε τι απέγιναν όλα εκείνα τα ξεριζωμένα δέντρα, αντί τα ξύλα (κορμοί και κλαδιά) να μοιραστούν ως καυσόξυλα στις φτωχές οικογένειες της πόλης, που έπρεπε εξάλλου να επισκευάσουν και τα κατεστραμμένα τους σπίτια, ή έστω αυτά βγήκαν σε πλειστηριασμό από το Δημόσιο και κατακυρώθηκαν έναντι 1.65 ή 3.50 δραχμών (εδώ οι πηγές διαφωνούν για το ύψος των εσόδων του κράτους). Όσο δε αφορά την αντικατάσταση των δέντρων της πρωτεύουσας, ίσχυσε κι εδώ η γνωστή ελληνική δυσλειτουργία της διοίκησης διά της μετάθεσης των ευθυνών με τον υπουργό Οικονομικών, Δημήτριο Χρηστίδη, να φροντίζει για την αναφύτευση μόνο όσων δέντρων είχαν ξεριζωθεί στην είσοδο του υπουργείου του, ενώ για την αναφύτευση του Κήπου παρέπεμψε στο δήμαρχο της πόλης, στου οποίου την αρμοδιότητα άλλωστε υπαγόταν ο Κήπος!

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΕΝΟΣ ΣΤΥΛΟΥ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΕΙΟΥ ΕΠΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

Με αφορμή την ανάμνηση της καταστροφής ενός από τους περίφημους Στύλους του Ολυμπίου Διός το βράδυ της 14ης Οκτωβρίου 1852, ας θυμηθούμε και μια ακόμη καταστροφή – σωστός βανδαλισμός! – του μνημείου αυτού περίπου έναν αιώνα νωρίτερα, τον Απρίλιο του 1759, όταν ο Τουρκοκρητικός στην καταγωγή βοεβόδας της Αθήνας, κάποιος Τζισταράκης, πήρε την πρωτοβουλία ν’ αναγείρει το πέμπτο κατά σειρά τζαμί της πόλης στο Μοναστηράκι. Αφού, λοιπόν, συγκέντρωσε οικοδομικά υλικά από τα ερείπια της κατοικίας και του Συνοδικού του Μητροπολίτη Αθηνών, ο Τζισταράκης ανατίναξε με πυρίτιδα έναν από τους στύλους του Ολυμπείου.

Ο Ιωάννης Μπενιζέλος γράφει στην «Ιστορία των Αθηνών»: «Εις τα 1759 ήλθε ο βοεβόδας ο Τζισταράκης Αθηναίος. Ούτος ωκοδόμησε το τζαμί του Κάτω Παζαριού, εκρήμνισε μίαν κολώνα από εκείνας του Αδριανού διά της πυρίτιδος κόνεως, έλαβε και πολλά από την παλαιάν μητρόπολιν».

Ο βανδαλισμός του βοεβόδα διαιωνίστηκε και από το.. βανδαλισμό ενός αγανακτισμένου Αθηναίου, ο οποίος σ’ έναν από τους υπολειπόμενους στύλους χάραξε: «1759 Απριλίου 27 έρριξε την κολώνα».

Γενικότερα, οι Αθηναίοι της εποχής εκείνης (Έλληνες και Τούρκοι) διαμαρτυρήθηκαν έντονα για την ενέργεια αυτή του Τζισταράκη, στην οποία μάλιστα απέδωσαν το ξέσπασμα επιδημίας πανούκλας! Μάλιστα, ο πασάς του Ευρίπου απείλησε τον Τζισταράκη ότι θα τον κατήγγειλε στο Σουλτάνο, στον οποίο υποτίθεται ότι ανήκαν όλα τα αρχαία μνημεία στην επικράτεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ώστε ο Τζισταράκης αναγκάστηκε να καταβάλει στον πασά ως πρόστιμο δεκαέξι πουγκιά – σύμφωνα τουλάχιστον με τον ιστορικό Θεμιστοκλή Ν. Φιλαδελφέα, συγγραφέα του βιβλίου «Ιστορία των Αθηνών επί τουρκοκρατίας».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου