ΠΑΤΡΙΣ, 07.03.1913 |
H δολοφονία του Γεωργίου του Α' αποτελεί σημαντικό, κομβικό γεγονός στην ιστορία του ελληνικού κράτους, αφ' ενός γιατί είναι σπάνιο το να δολοφονείται ο ανώτατος άρχοντας ενός κράτους - σε μια εποχή, όπου οι φωνές κατά του βασιλικού θεσμού ήταν ακόμη αδύναμες - και αφετέρου διότι η συγκεκριμένη δολοφονία επηρέασε εμμέσως τις πολιτικές εξελίξεις και καθόρισε το μέλλον της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια με την άνοδο στο θρόνο του γιου του Κωνσταντίνου, ο οποίος μπορεί να ήταν καλός στρατιωτικός, όμως δεν είχε τα προσόντα ενός αρχηγού κράτους.
1. Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ
Ο Γεώργιος βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη από τις 29 Οκτωβρίου 1912, λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση της πόλης από τον ελληνικό στρατό και την υπογραφή της συμφωνίας παράδοσης της υπό ελληνική διοίκηση. Εκεί, συνήθιζε να κάνει τακτικούς περιπάτους προς τον Λευκό Πύργο ή προς το μικρό Καραμπουρνού. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ (07.03.1913), το μοιραίο απόγευμα, ο Γεώργιος έκανε το συνήθη περίπατο του με τη συνοδεία του Ιωάννη Φραγκούδη, ο οποίος είχε κερδίσει τρία μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896, ενώ ήταν υπασπιστής του βασιλιά.
"Όταν έφθασε των έμπροσθεν καφενείων παρά το Πασσά Λιμάνι, ο δολοφόνος επρόβαλεν από την γωνίαν εκ των όπισθεν, επλησίασε τον Βασιλέα εις απόστασιν δύο μέτρων, έσυρε Μαυροβουνιώτικον περίστροφον, και προτού αντιληφθή ο υπασπιστής επυροβόλησεν". Σύμφωνα με την περιγραφή του συντάκτη της εφημερίδας, τότε ο Φραγκούδης όρμησε αστραπιαία εναντίον του δράστη που ετοιμαζόταν να πυροβολήσει για δεύτερη φορά, ενώ στον τόπο του εγκλήματος έφτασαν αμέσως και δύο Κρήτες χωροφύλακες που βρίσκονταν 20 μέτρα μακρύτερα και αποτελούσαν τη φρουρά του Γεωργίου. Κλήθηκε μια άμαξα για να μεταφέρει τον πεσμένο βασιλιά στο Παπάφειο νοσοκομείο, ενώ ο Γεώργιος άφησε την τελευταία του πνοή κατά τη μεταφορά. Έγραφε η εφημερίδα: "Όταν προυχώρησε η άμαξα είκοσι περίπου μέτρα ο Βασιλεύς ήνοιξε αργά δύο φοράς τους οφθαλμούς και εξέπνευσεν αυθωρί".
Στις 12 Μαρτίου, η ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ δημοσίευσε την περιγραφή ενός αυτόπτη μάρτυρα, του λοχία Ευάγγελου Φαρμακίδη, ο οποίος ήταν υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα:
"Ο δείκτης του ωρολογίοθ έβαινε να σημειώση την 5ην μ.μ. ότε μεταβαίνων εις περίπατον προς την Νίλλαν Αλλατίνην διά της οδού Εξοχής, της θεωρουμένης ως αριστοκρατικής εδώ, μεθ' ενός στρατιώτου μου, αντίκρυσα τον Βασιλέα μετά του υπασπιστού του Φραγκούδη προ της πλατείας των Στρατώνων βαδίζοντας επί της οδού, ην είχον λάβει και εγώ, προς τα ανάκτορα.... Ήμεθα εις το μέσον ήδη της οδού προ του Αστυν. τμήματος Αγίας Τριάδος πέραν του οποίου ευρίσκεται οίκημα παρά Βουλγάρων φρουρούμενον, διό κατά πρότασιν του συνοδού μου εβαδίσαμεν ολίγον ακόμη φιά να διέλθωμεν εκ της Βουλγαρικής φρουράς πριν χαιρετίσωμεν τον διερχόμενον Βασιλέα, ιά να ίδωμεν αν οι Βούλγαροι θ' αποδόσωσι τας τιμάς αυθορμήτως.
Είχομεν παρέλθει το οίκημα τούτο και εβαίνομεν προς την γωνία να σταθώμεν, εν ω ο Βασιλεύς μετά του ακολούθου Του ήρχετο εκ του δεξιού πεζοδρομίου 20 βήματα μακράν μας. Αίφνης ακούομεν πυροβολισμόν προς το μέρος του, όπου ακριβώς στρίψαντες αντιλαμβανόμεθα και τον καπνόν. Με 5-6 άλματα ευρέθημεν επί τόπου. Προλαβών εις πολίτης έλαβεν εις χείρας του τον Βασιλέα κλονισθέντα και πίπτοντα εις τα γόνατα..."
Η είδηση γνωστοποιήθηκε στην Αθήνα μέσα σε λίγη ώρα μέσω τηλεγραφήματος:
"ΘΕΣ/ΝΙΚΗ, ώρα 6 μ.μ. -- Μετά μεγίστης θλίψεως αγγέλω ότι η Α.Μ. ο Βασιλεύς τραυματισθείς θανατηφόρος εν περιπάτω διά περιστρόφου, εκ των όπισθεν πυροβοληθείς, ετελεύτησε την 5 και 30΄ μ.μ. Δολοφόνοι ήσαν δύο, ων ο επιζήσας ονομάζεται Αλ. Σχοινάς, ανισόρροπος
ΜΠΟΥΡΤΖΟΥΚΟΣ".
Το ίδιο βράδυ δημοσιεύτηκε ανακοίνωση του Υπουργικού Συμβουλίου σε έκτακτο φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως:
"Συντετριμμένον υπό οδύνης το Υπουργικόν Συμβούλιον, αγγέλει εις τον Λαόν τον θάνατον της Α. Μεγαλειότητος του δημοφιλεστάτου Βασιλέως ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α΄.
Κακούργοι χείρες παραφρόνων εδολοφόνησαν σήμερον εν Θεσσαλονίκη τον Βασιλέα, βυθίσασαι εις βαθύτατον πένθος ολόκληρον το Έθνος, εν ημέραις αγαλλιάσεως διά την πλήρωσιν των πανελληνίων πόθων.
Η δολοφονική επίθεσις εγένετο περί ώραν 5ην μ.μ. της σήμερον εν περιπάτω διά περιστρόφου.
Η Α. Μεγαλειότης εξέπνευσε μετά ημίσειαν ώραν.
Το Υπουργικόν Συμβούλιον έσπευσε να ανακοινώση αυθωρί το οδυνηρόν άγγελμα εις την Α. Μεγαλειότητα τον Νέον Βασιλέα ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΝ.
Οι δημοσιογραφικές υπερβολές ήταν πολλές με τις εφημερίδες να πλέκουν επί ημέρες το εγκώμιο του νεκρού βασιλιά, ενώ ενέπλεξαν και το... μεταφυσικό στοιχείο στους λόγους της δολοφονίας του. Για παράδειγμα, οι εφημερίδες ΠΑΤΡΙΣ και ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ διαπίστωναν ότι ο Γεώργιος σκοτώθηκε ημέρα Τρίτη του... 1913, ενώ το άθροισμα των ετών που βασίλευσε στην Ελλάδα - 49 έτη συνολικά - σχημάτιζε τον αριθμό 13. Επίσης, "κακός οιωνός" ήταν και ο αριθμός 5, αφού ο τελευταίος πόλεμος είχε ξεσπάσει στις 5 Οκτωβρίου 1912 και ακριβώς πέντε μήνες στις 5 του Μάρτη ο Γεώργιος δολοφονήθηκε.
Από τους τόνους μελάνης που χύθηκαν στις εφημερίδες για την προσωπικότητα του Γεωργίου Α΄, αξίζει να σταθούμε σ' ένα κωμικό συμβάν που είχε συμβεί κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας του Γεωργίου στην Πελοπόννησο, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ (08.03.1913). Το τρένο που μετέφερε το βασιλιά είχε σταματήσει, λοιπόν, σ' ένα χωριό της Πελοποννήσου κι αμέσως έτρεξαν οι κάτοικοι και φυσικά οι επίσημοι για να τον υποδεχτούν. Όταν ο Γεώργιος βγήκε στον εξώστη του βαγονιού, ο δήμαρχος του χωριού, αφού χαιρέτισε με μια βαθιά υπόκλιση, ανέσυρε ένα χειρόγραφο, έβηξε ελαφρά, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιστάσεις, και άρχισε να εκφωνεί το λόγο που είχαν γράψει ο δάσκαλος και οι άλλοι λόγιοι του χωριού σε άπταιστη καθαρεύουσα.
Ωστόσο, ο δήμαρχος συνάντησε κάποιες δυσανάγνωστες λέξεις, τις οποίες δεν μπορούσε να διαβάσει, αφού δεν τις καταλάβαινε. Τότε, θέλοντας να τον βοηθήσει, ο Γεώργιος του είπε: "Τη γλώσσα σου, κύριε δήμαρχε. Μίλα τη γλώσσα σου. Δεν πειράζει". Ο δήμαρχος, που είχε έρθει σε δύσκολη θέση από την ατυχία του και είχε κοκκινίσει, δεν άκουσε τι του είπε ο βασιλιάς και τον ρώτησε, "Πώς είπατε, Μεγαλειότατε;". "Τη γλώσσα σου, τη γλώσσα σου, κύριε Δήμαρχε", επανέλαβε ο βασιλιάς και με χαρακτηριστική αφέλεια ο δήμαρχος αποκρίθηκε, "Ορίστε" και... έβγαλε τη γλώσσα του, σαν να εξεταζόταν από γιατρό!
Η σωρός του δολοφονηθέντος μονάρχη έφτασε στην Αθήνα στις, εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα, ενώ η κηδεία του πραγματοποιήθηκε στις 20 Μαρτίου παρουσία ξένων ηγετών.
Για το δολοφόνο Αλέξανδρο Σχινά γράφτηκαν πολλά, από τα οποία δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι ήταν αληθινό και τι όχι. Γενική ήταν η κατάπληξη για το ότι ο δολοφόνος ήταν Έλληνας, ενώ οι εφημερίδες δημοσίευαν μαρτυρίες ανθρώπων που ισχυρίζονταν ότι τον είχαν γνωρίσει κατά το παρελθόν, την περίοδο που διέμενε στην Αθήνα. Ο ίδιος πάντως φέρεται να δήλωσε στους αστυνομικούς ότι ήταν σοσιαλιστής κι επομένως "δεν είχε πατρίδα".
Όπως, όμως, εύστοχα παρατηρούσε δυο μέρες μετά η ΕΦΗΜΕΡΙΣ (08.03.1913), "Οι σοσιαλισταί ούτε εδίδαξαν, ούτε εξετέλεσαν βασιλοκτονίας ουδαμού του Κόσμου, όπου τόσα αυτών κόμματα υπάρχουσι και τόσος πολλάκις αναπτύσσεται πολιτικός φανατισμός. Εν Ελλάδι δε οι ολίγοι σοσιαλισταί, οι οποίοι υπάρχουσιν, άλλας έχουσι πολιτειακάς ιδέας και νομοταγώς εξεδήλωσαν πάντοτε αυτάς. Άλλο κρύπτει, προφανώς, μυστήριον ο δολοφόνος, και τούτο θα διαλευκάνη, βεβαίως, η ανάκρισις".
Χαρακτηρίστηκε από τις εφημερίδες ως "τέρας", "αναρχικός", "ανισόρροπος", "παιδεραστής" και οτιδήποτε άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Στις 09.03, η ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ τον σκιαγραφούσε ως "ένα ράκος ανθρώπινον, μαυροκίτρινος από την δυστυχίαν με αρχίζοντα ν' ασπρίζουν τα μαλλιά και με μαύρα τα μουστάκια και μαύρα κατάμαυρα, σαν πίσσα τα μάτια του, μάτια σκληρά και άγρια, με εκείνο το ανήσυχο της τρέλλας και τον σπινθήρα του μανιακού, μετρίου αναστήματος, με ρούχα λιγδιασμένα, πλατειά, αποφόρια φαίνεται κανενός, με λερωμένο πάνινο υποκάμισο, αξύριστος και με κουμπωτά παπούτσια και κάλτσες φιλ-ντε-κος παληές εις τα λιανά τα ξηρά πόδια νευρασθενικού και σαν ξερόκλαδα του χεριού τα δάχτυλα με ένα χρώμα δέρματος καπνισμένου".
Μάλλον θα ήταν ασφαλές ν' αναφέρουμε ότι ο Σχινάς καταγόταν από το Ασβεστοχώρι, ότι ήταν γιος γιατρού, ενώ είχε δύο αδελφές, την Πουλχερία και την Ελένη, οι οποίες ήταν παντρεμένες και ζούσαν στη Θεσσαλονίκη. Ως ξαδέλφη του φερόταν η Αγλαΐα Σχινά, διευθύντρια του Μαράσλειου Παρθεναγωγείου της πόλης. Κατά την περιγραφή της εφημερίδας ΑΘΗΝΑΙ (07.03), "εξ όλων των μελών της οικογενείας της λίαν ευϋπολήπτου, μόνον ο Αλέξανδρος ήτο κακός, οκνηρός και ζητών να ζη εις βάρος των άλλων".
Απ' ότι φαίνεται είχε κόψει κάθε επικοινωνία με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του για τουλάχιστον επτά χρόνια. Στην Αθήνα βρέθηκε για να σπουδάσει Ιατρική, όμως ουδέποτε πήρε πτυχίο. Οι πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες υποστήριζαν ότι είχε διοριστεί δάσκαλος σε σχολείο της Αγουλινίτσας - ίσως και της Κατερίνης. Δημοσιεύτηκαν μαρτυρίες ότι είχε βρεθεί και σε άλλες πόλεις, όπως ο Βόλος και η Καβάλα, ενώ γράφτηκε ότι είχε ζήσει επί σειρά ετών στη Γαλλία και στην Ιταλία σπαταλώντας την οικογενειακή του περιουσία.
Στις πρώτες ερωτήσεις των στρατιωτών, που τον συνέλαβαν αμέσως μετά την επίθεση στον Γεώργιο, ο Σχινάς φέρεται να απάντησε: "Έχετε δικαστήρια, όταν δικαστώ θα πω γιατί τον σκότωσα". Όταν εκείνοι του αποκρίθηκαν, "Και εδώ αστυνομία είμαστε", ο Σχινάς ανταπάντησε, "Πηγαίνετε με πρώτα στο τμήμα να μη με κακοποιήσει το πλήθος και εκεί θα σας πω", καθώς το πλήθος που έσπευσε στην περιοχή του φονικού μαινόταν εναντίον του.
Όταν οδηγήθηκε το αστυνομικό τμήμα έπεσε μάλλον σε αντιφάσεις, ισχυριζόμενος τη μια ότι η ενέργεια του ήταν αυθόρμητη ("Μπορούσα να σκοτώσω οποιονδήποτε άλλο, σκότωσα όμως τον βασιλιά. Ήταν μοιραίο... Ήθελα ν' αυτοκτονήσω κατόπιν του φόνου. Δυστυχώς, δεν πρόφτασα... Είμαι φθισικός. Ήξερα ότι η ζωή μου ήταν χαμένη. Ήθελα λοιπόν να την εξαγοράσω με την ζωή του βασιλιά") και την άλλη ότι είχε προηγούμενα με το θύμα ("Προ δύο ετών υπέβαλα μια αναφορά στο Παλάτι ζητώντας βοήθημα και ο υπασπιστής με έδιωξε με τρόπο βάναυσο").
Πάντως, σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, ο Σχινάς φέρεται να εξέφρασε ριζοσπαστικές απόψεις: "Θα έρθει ημέρα που θα είναι όλοι ίσοι. Δεν θα υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί. Οι εργάτες θα εργάζονται δύο ώρες μονάχα την ημέρα και θα είναι όλοι ευτυχείς" (ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, 10.03.1913) - όλα αυτά τις πρώτες στιγμές μετά τη σύλληψη του, καθώς στη συνέχεια ο δράστης αρνούνταν πεισματικά να καταθέσει στις αρχές.
Πάνω του βρέθηκε μια επιστολή με αποδέκτη τον Γεώργιο, η οποία όμως δεν ήταν γραμμένη με τον γραφικό του χαρακτήρα. Η επιστολή εκείνη έλεγε μεταξύ άλλων, "Και τι ενόμισες βασιλεύ των Ελλήνων καταλαμβάνων την Θεσσαλονίκην, ότι θα την κρατήσης, και ότι η Θεσσαλονίκη είνε καταδικασμένη να αποδοθή εις το άθλιον Ελληνικόν Έθνος....". Ο Σχινάς πάντως δεν ανέφερε περισσότερα για την επιστολή αυτή, ενώ άλλοτε υποστήριζε ότι την είχε γράψει ο ίδιος και άλλοτε ότι δεν θυμόταν ποιανού ήταν.
Πάνω του βρέθηκε και ένα ιδιόχειρο σημείωμα, κάτι σαν την αυτοβιογραφία του δράστη, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ (15.03) και που ενίσχυε τόσο το ανισόρροπο του χαρακτήρα όσο και την πρόθεση του Σχινά ν' αυτοκτονήσει. Το "αυτοβιογραφικό σημείωμα" ξεκινούσε ως εξής:
"Επάρατος ο δημοσιογράφος εκείνος Θεσσαλονίκης ή Αθηνών, όστις δεν ήθελε τα δημοσιεύσει. Αυτοκτόνησα παθών από καλπάζουσαν φθίσιν συνεπεία πείνης και κακής διαίτης συνεχούς εν Αθήναις, όπου σπείρα κακούργων με κατεδίκασε". Στη συνέχεια ανέφερε τα ονόματα αυτών των "κακούργων", τα οποία η εφημερίδα δεν δημοσίευσε, ενώ άφηνε υπονοούμενα για ερωτική του σχέση με κάποιον άνδρα με τον οποίο συγκατοικούσε στην Αθήνα και από τον οποίο είχε ζητήσει οικονομική βοήθεια, όμως εκείνος πλήρωσε δολοφόνο για να τον σκοτώσει. Μάλιστα, ανέφερε πολλά περιστατικά καταδίωξης του σε διάφορες πόλεις.
Στην ίδια μακροσκελέστατη "βιογραφία", που η εφημερίδα δημοσίευσε σε δύο συνέχειες παραλείποντας ορισμένα σημεία, εξαπέλυε επίθεση κατά συγγενικών προσώπων, που ουδεμία σχέση είχαν με τη δολοφονία, ενώ μνημόνευε και το περιστατικό, όπου είχε αποτανθεί στον υπασπιστή του βασιλιά, όπως είχε καταθέσει και στις αρχές. Και η "αυτοβιογραφία" κατέληγε ως εξής:
"Και ήδη αποτείνομαι προς σε μεγάλε κακούργε Μεγαλειότατε, όστις σήμερον μεσουρανείς χάρις εις την θρησκοληψίαν του Παλαιολόγου και των σημερινών θηριωδών συνθηκών, και σου λέγω ότι διά σε ήλθον εξ Αθηνών και θα αποθάνω ευχαριστημένος, εάν κατορθώσω να σε τιμωρήσω ω αιμοσταγές θηρίον, που στηρίζετε τον θρόνον σας επί αιμάτων και καταστροφών και διά να ζήσητε ολίγα έτη καλά καταπολεμείτε τον σοσιαλισμόν (καίτοι εν αυτώ θα ζήσητε πολύ καλλίτερα) και ούτω καταδικάζετε εις την δολοφονίαν και τον θάνατον εκατομμύρια ανθρώπων και γενεάς γενεών, ώ αφάνταστος θηριωδία....".
Ενάμιση μήνα μετά τη δολοφονία του Γεωργίου Α΄, στις 23 Απριλίου 1913, ο Αλέξανδρος Σχινάς αυτοκτόνησε ενώ μεταφερόταν συνοδεία δύο χωροφυλάκων και του επιστάτη της φυλακής στο γραφείο του ανακριτή γύρω στις 8.30΄ το πρωί. Όταν έφτασαν στο γραφείο, ο επιστάτης του αφαίρεσε τις χειροπέδες και κατέβηκε για να πληρώσει τον αμαξά. Ο Σχινάς βρήκε την ευκαιρία και πήδηξε από το παράθυρο, από ύψος 10-12 μέτρων, και σκοτώθηκε ακαριαία.
"Όταν έφθασε των έμπροσθεν καφενείων παρά το Πασσά Λιμάνι, ο δολοφόνος επρόβαλεν από την γωνίαν εκ των όπισθεν, επλησίασε τον Βασιλέα εις απόστασιν δύο μέτρων, έσυρε Μαυροβουνιώτικον περίστροφον, και προτού αντιληφθή ο υπασπιστής επυροβόλησεν". Σύμφωνα με την περιγραφή του συντάκτη της εφημερίδας, τότε ο Φραγκούδης όρμησε αστραπιαία εναντίον του δράστη που ετοιμαζόταν να πυροβολήσει για δεύτερη φορά, ενώ στον τόπο του εγκλήματος έφτασαν αμέσως και δύο Κρήτες χωροφύλακες που βρίσκονταν 20 μέτρα μακρύτερα και αποτελούσαν τη φρουρά του Γεωργίου. Κλήθηκε μια άμαξα για να μεταφέρει τον πεσμένο βασιλιά στο Παπάφειο νοσοκομείο, ενώ ο Γεώργιος άφησε την τελευταία του πνοή κατά τη μεταφορά. Έγραφε η εφημερίδα: "Όταν προυχώρησε η άμαξα είκοσι περίπου μέτρα ο Βασιλεύς ήνοιξε αργά δύο φοράς τους οφθαλμούς και εξέπνευσεν αυθωρί".
Στις 12 Μαρτίου, η ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ δημοσίευσε την περιγραφή ενός αυτόπτη μάρτυρα, του λοχία Ευάγγελου Φαρμακίδη, ο οποίος ήταν υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα:
"Ο δείκτης του ωρολογίοθ έβαινε να σημειώση την 5ην μ.μ. ότε μεταβαίνων εις περίπατον προς την Νίλλαν Αλλατίνην διά της οδού Εξοχής, της θεωρουμένης ως αριστοκρατικής εδώ, μεθ' ενός στρατιώτου μου, αντίκρυσα τον Βασιλέα μετά του υπασπιστού του Φραγκούδη προ της πλατείας των Στρατώνων βαδίζοντας επί της οδού, ην είχον λάβει και εγώ, προς τα ανάκτορα.... Ήμεθα εις το μέσον ήδη της οδού προ του Αστυν. τμήματος Αγίας Τριάδος πέραν του οποίου ευρίσκεται οίκημα παρά Βουλγάρων φρουρούμενον, διό κατά πρότασιν του συνοδού μου εβαδίσαμεν ολίγον ακόμη φιά να διέλθωμεν εκ της Βουλγαρικής φρουράς πριν χαιρετίσωμεν τον διερχόμενον Βασιλέα, ιά να ίδωμεν αν οι Βούλγαροι θ' αποδόσωσι τας τιμάς αυθορμήτως.
Είχομεν παρέλθει το οίκημα τούτο και εβαίνομεν προς την γωνία να σταθώμεν, εν ω ο Βασιλεύς μετά του ακολούθου Του ήρχετο εκ του δεξιού πεζοδρομίου 20 βήματα μακράν μας. Αίφνης ακούομεν πυροβολισμόν προς το μέρος του, όπου ακριβώς στρίψαντες αντιλαμβανόμεθα και τον καπνόν. Με 5-6 άλματα ευρέθημεν επί τόπου. Προλαβών εις πολίτης έλαβεν εις χείρας του τον Βασιλέα κλονισθέντα και πίπτοντα εις τα γόνατα..."
Η είδηση γνωστοποιήθηκε στην Αθήνα μέσα σε λίγη ώρα μέσω τηλεγραφήματος:
"ΘΕΣ/ΝΙΚΗ, ώρα 6 μ.μ. -- Μετά μεγίστης θλίψεως αγγέλω ότι η Α.Μ. ο Βασιλεύς τραυματισθείς θανατηφόρος εν περιπάτω διά περιστρόφου, εκ των όπισθεν πυροβοληθείς, ετελεύτησε την 5 και 30΄ μ.μ. Δολοφόνοι ήσαν δύο, ων ο επιζήσας ονομάζεται Αλ. Σχοινάς, ανισόρροπος
ΜΠΟΥΡΤΖΟΥΚΟΣ".
Το ίδιο βράδυ δημοσιεύτηκε ανακοίνωση του Υπουργικού Συμβουλίου σε έκτακτο φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως:
"Συντετριμμένον υπό οδύνης το Υπουργικόν Συμβούλιον, αγγέλει εις τον Λαόν τον θάνατον της Α. Μεγαλειότητος του δημοφιλεστάτου Βασιλέως ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α΄.
Κακούργοι χείρες παραφρόνων εδολοφόνησαν σήμερον εν Θεσσαλονίκη τον Βασιλέα, βυθίσασαι εις βαθύτατον πένθος ολόκληρον το Έθνος, εν ημέραις αγαλλιάσεως διά την πλήρωσιν των πανελληνίων πόθων.
Η δολοφονική επίθεσις εγένετο περί ώραν 5ην μ.μ. της σήμερον εν περιπάτω διά περιστρόφου.
Η Α. Μεγαλειότης εξέπνευσε μετά ημίσειαν ώραν.
Το Υπουργικόν Συμβούλιον έσπευσε να ανακοινώση αυθωρί το οδυνηρόν άγγελμα εις την Α. Μεγαλειότητα τον Νέον Βασιλέα ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΝ.
Εν Αθήναις τη 5 Μαρτίου 1913.
Το Υπουργικόν Συμβούλιον
Ελευθέριος Βενιζέλος, Λ.Α. Κορομηλάς, Εμμ. Ρέπουλης, Ιωάν. Τσιριμώκος, Αλ. Ν. Διομήδης, Α. Μιχαλακόπουλος, Ν. Στράτος".
Οι δημοσιογραφικές υπερβολές ήταν πολλές με τις εφημερίδες να πλέκουν επί ημέρες το εγκώμιο του νεκρού βασιλιά, ενώ ενέπλεξαν και το... μεταφυσικό στοιχείο στους λόγους της δολοφονίας του. Για παράδειγμα, οι εφημερίδες ΠΑΤΡΙΣ και ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ διαπίστωναν ότι ο Γεώργιος σκοτώθηκε ημέρα Τρίτη του... 1913, ενώ το άθροισμα των ετών που βασίλευσε στην Ελλάδα - 49 έτη συνολικά - σχημάτιζε τον αριθμό 13. Επίσης, "κακός οιωνός" ήταν και ο αριθμός 5, αφού ο τελευταίος πόλεμος είχε ξεσπάσει στις 5 Οκτωβρίου 1912 και ακριβώς πέντε μήνες στις 5 του Μάρτη ο Γεώργιος δολοφονήθηκε.
Από τους τόνους μελάνης που χύθηκαν στις εφημερίδες για την προσωπικότητα του Γεωργίου Α΄, αξίζει να σταθούμε σ' ένα κωμικό συμβάν που είχε συμβεί κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας του Γεωργίου στην Πελοπόννησο, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ (08.03.1913). Το τρένο που μετέφερε το βασιλιά είχε σταματήσει, λοιπόν, σ' ένα χωριό της Πελοποννήσου κι αμέσως έτρεξαν οι κάτοικοι και φυσικά οι επίσημοι για να τον υποδεχτούν. Όταν ο Γεώργιος βγήκε στον εξώστη του βαγονιού, ο δήμαρχος του χωριού, αφού χαιρέτισε με μια βαθιά υπόκλιση, ανέσυρε ένα χειρόγραφο, έβηξε ελαφρά, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιστάσεις, και άρχισε να εκφωνεί το λόγο που είχαν γράψει ο δάσκαλος και οι άλλοι λόγιοι του χωριού σε άπταιστη καθαρεύουσα.
Ωστόσο, ο δήμαρχος συνάντησε κάποιες δυσανάγνωστες λέξεις, τις οποίες δεν μπορούσε να διαβάσει, αφού δεν τις καταλάβαινε. Τότε, θέλοντας να τον βοηθήσει, ο Γεώργιος του είπε: "Τη γλώσσα σου, κύριε δήμαρχε. Μίλα τη γλώσσα σου. Δεν πειράζει". Ο δήμαρχος, που είχε έρθει σε δύσκολη θέση από την ατυχία του και είχε κοκκινίσει, δεν άκουσε τι του είπε ο βασιλιάς και τον ρώτησε, "Πώς είπατε, Μεγαλειότατε;". "Τη γλώσσα σου, τη γλώσσα σου, κύριε Δήμαρχε", επανέλαβε ο βασιλιάς και με χαρακτηριστική αφέλεια ο δήμαρχος αποκρίθηκε, "Ορίστε" και... έβγαλε τη γλώσσα του, σαν να εξεταζόταν από γιατρό!
Η σωρός του δολοφονηθέντος μονάρχη έφτασε στην Αθήνα στις, εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα, ενώ η κηδεία του πραγματοποιήθηκε στις 20 Μαρτίου παρουσία ξένων ηγετών.
ΠΑΤΡΙΣ, 21.03.1913 |
2. Ο ΔΡΑΣΤΗΣ
ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, 11.03.1913 |
Όπως, όμως, εύστοχα παρατηρούσε δυο μέρες μετά η ΕΦΗΜΕΡΙΣ (08.03.1913), "Οι σοσιαλισταί ούτε εδίδαξαν, ούτε εξετέλεσαν βασιλοκτονίας ουδαμού του Κόσμου, όπου τόσα αυτών κόμματα υπάρχουσι και τόσος πολλάκις αναπτύσσεται πολιτικός φανατισμός. Εν Ελλάδι δε οι ολίγοι σοσιαλισταί, οι οποίοι υπάρχουσιν, άλλας έχουσι πολιτειακάς ιδέας και νομοταγώς εξεδήλωσαν πάντοτε αυτάς. Άλλο κρύπτει, προφανώς, μυστήριον ο δολοφόνος, και τούτο θα διαλευκάνη, βεβαίως, η ανάκρισις".
Χαρακτηρίστηκε από τις εφημερίδες ως "τέρας", "αναρχικός", "ανισόρροπος", "παιδεραστής" και οτιδήποτε άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Στις 09.03, η ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ τον σκιαγραφούσε ως "ένα ράκος ανθρώπινον, μαυροκίτρινος από την δυστυχίαν με αρχίζοντα ν' ασπρίζουν τα μαλλιά και με μαύρα τα μουστάκια και μαύρα κατάμαυρα, σαν πίσσα τα μάτια του, μάτια σκληρά και άγρια, με εκείνο το ανήσυχο της τρέλλας και τον σπινθήρα του μανιακού, μετρίου αναστήματος, με ρούχα λιγδιασμένα, πλατειά, αποφόρια φαίνεται κανενός, με λερωμένο πάνινο υποκάμισο, αξύριστος και με κουμπωτά παπούτσια και κάλτσες φιλ-ντε-κος παληές εις τα λιανά τα ξηρά πόδια νευρασθενικού και σαν ξερόκλαδα του χεριού τα δάχτυλα με ένα χρώμα δέρματος καπνισμένου".
Μάλλον θα ήταν ασφαλές ν' αναφέρουμε ότι ο Σχινάς καταγόταν από το Ασβεστοχώρι, ότι ήταν γιος γιατρού, ενώ είχε δύο αδελφές, την Πουλχερία και την Ελένη, οι οποίες ήταν παντρεμένες και ζούσαν στη Θεσσαλονίκη. Ως ξαδέλφη του φερόταν η Αγλαΐα Σχινά, διευθύντρια του Μαράσλειου Παρθεναγωγείου της πόλης. Κατά την περιγραφή της εφημερίδας ΑΘΗΝΑΙ (07.03), "εξ όλων των μελών της οικογενείας της λίαν ευϋπολήπτου, μόνον ο Αλέξανδρος ήτο κακός, οκνηρός και ζητών να ζη εις βάρος των άλλων".
Απ' ότι φαίνεται είχε κόψει κάθε επικοινωνία με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του για τουλάχιστον επτά χρόνια. Στην Αθήνα βρέθηκε για να σπουδάσει Ιατρική, όμως ουδέποτε πήρε πτυχίο. Οι πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες υποστήριζαν ότι είχε διοριστεί δάσκαλος σε σχολείο της Αγουλινίτσας - ίσως και της Κατερίνης. Δημοσιεύτηκαν μαρτυρίες ότι είχε βρεθεί και σε άλλες πόλεις, όπως ο Βόλος και η Καβάλα, ενώ γράφτηκε ότι είχε ζήσει επί σειρά ετών στη Γαλλία και στην Ιταλία σπαταλώντας την οικογενειακή του περιουσία.
Στις πρώτες ερωτήσεις των στρατιωτών, που τον συνέλαβαν αμέσως μετά την επίθεση στον Γεώργιο, ο Σχινάς φέρεται να απάντησε: "Έχετε δικαστήρια, όταν δικαστώ θα πω γιατί τον σκότωσα". Όταν εκείνοι του αποκρίθηκαν, "Και εδώ αστυνομία είμαστε", ο Σχινάς ανταπάντησε, "Πηγαίνετε με πρώτα στο τμήμα να μη με κακοποιήσει το πλήθος και εκεί θα σας πω", καθώς το πλήθος που έσπευσε στην περιοχή του φονικού μαινόταν εναντίον του.
Όταν οδηγήθηκε το αστυνομικό τμήμα έπεσε μάλλον σε αντιφάσεις, ισχυριζόμενος τη μια ότι η ενέργεια του ήταν αυθόρμητη ("Μπορούσα να σκοτώσω οποιονδήποτε άλλο, σκότωσα όμως τον βασιλιά. Ήταν μοιραίο... Ήθελα ν' αυτοκτονήσω κατόπιν του φόνου. Δυστυχώς, δεν πρόφτασα... Είμαι φθισικός. Ήξερα ότι η ζωή μου ήταν χαμένη. Ήθελα λοιπόν να την εξαγοράσω με την ζωή του βασιλιά") και την άλλη ότι είχε προηγούμενα με το θύμα ("Προ δύο ετών υπέβαλα μια αναφορά στο Παλάτι ζητώντας βοήθημα και ο υπασπιστής με έδιωξε με τρόπο βάναυσο").
Πάντως, σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, ο Σχινάς φέρεται να εξέφρασε ριζοσπαστικές απόψεις: "Θα έρθει ημέρα που θα είναι όλοι ίσοι. Δεν θα υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί. Οι εργάτες θα εργάζονται δύο ώρες μονάχα την ημέρα και θα είναι όλοι ευτυχείς" (ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, 10.03.1913) - όλα αυτά τις πρώτες στιγμές μετά τη σύλληψη του, καθώς στη συνέχεια ο δράστης αρνούνταν πεισματικά να καταθέσει στις αρχές.
Πάνω του βρέθηκε μια επιστολή με αποδέκτη τον Γεώργιο, η οποία όμως δεν ήταν γραμμένη με τον γραφικό του χαρακτήρα. Η επιστολή εκείνη έλεγε μεταξύ άλλων, "Και τι ενόμισες βασιλεύ των Ελλήνων καταλαμβάνων την Θεσσαλονίκην, ότι θα την κρατήσης, και ότι η Θεσσαλονίκη είνε καταδικασμένη να αποδοθή εις το άθλιον Ελληνικόν Έθνος....". Ο Σχινάς πάντως δεν ανέφερε περισσότερα για την επιστολή αυτή, ενώ άλλοτε υποστήριζε ότι την είχε γράψει ο ίδιος και άλλοτε ότι δεν θυμόταν ποιανού ήταν.
Πάνω του βρέθηκε και ένα ιδιόχειρο σημείωμα, κάτι σαν την αυτοβιογραφία του δράστη, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ (15.03) και που ενίσχυε τόσο το ανισόρροπο του χαρακτήρα όσο και την πρόθεση του Σχινά ν' αυτοκτονήσει. Το "αυτοβιογραφικό σημείωμα" ξεκινούσε ως εξής:
"Επάρατος ο δημοσιογράφος εκείνος Θεσσαλονίκης ή Αθηνών, όστις δεν ήθελε τα δημοσιεύσει. Αυτοκτόνησα παθών από καλπάζουσαν φθίσιν συνεπεία πείνης και κακής διαίτης συνεχούς εν Αθήναις, όπου σπείρα κακούργων με κατεδίκασε". Στη συνέχεια ανέφερε τα ονόματα αυτών των "κακούργων", τα οποία η εφημερίδα δεν δημοσίευσε, ενώ άφηνε υπονοούμενα για ερωτική του σχέση με κάποιον άνδρα με τον οποίο συγκατοικούσε στην Αθήνα και από τον οποίο είχε ζητήσει οικονομική βοήθεια, όμως εκείνος πλήρωσε δολοφόνο για να τον σκοτώσει. Μάλιστα, ανέφερε πολλά περιστατικά καταδίωξης του σε διάφορες πόλεις.
Στην ίδια μακροσκελέστατη "βιογραφία", που η εφημερίδα δημοσίευσε σε δύο συνέχειες παραλείποντας ορισμένα σημεία, εξαπέλυε επίθεση κατά συγγενικών προσώπων, που ουδεμία σχέση είχαν με τη δολοφονία, ενώ μνημόνευε και το περιστατικό, όπου είχε αποτανθεί στον υπασπιστή του βασιλιά, όπως είχε καταθέσει και στις αρχές. Και η "αυτοβιογραφία" κατέληγε ως εξής:
"Και ήδη αποτείνομαι προς σε μεγάλε κακούργε Μεγαλειότατε, όστις σήμερον μεσουρανείς χάρις εις την θρησκοληψίαν του Παλαιολόγου και των σημερινών θηριωδών συνθηκών, και σου λέγω ότι διά σε ήλθον εξ Αθηνών και θα αποθάνω ευχαριστημένος, εάν κατορθώσω να σε τιμωρήσω ω αιμοσταγές θηρίον, που στηρίζετε τον θρόνον σας επί αιμάτων και καταστροφών και διά να ζήσητε ολίγα έτη καλά καταπολεμείτε τον σοσιαλισμόν (καίτοι εν αυτώ θα ζήσητε πολύ καλλίτερα) και ούτω καταδικάζετε εις την δολοφονίαν και τον θάνατον εκατομμύρια ανθρώπων και γενεάς γενεών, ώ αφάνταστος θηριωδία....".
Ενάμιση μήνα μετά τη δολοφονία του Γεωργίου Α΄, στις 23 Απριλίου 1913, ο Αλέξανδρος Σχινάς αυτοκτόνησε ενώ μεταφερόταν συνοδεία δύο χωροφυλάκων και του επιστάτη της φυλακής στο γραφείο του ανακριτή γύρω στις 8.30΄ το πρωί. Όταν έφτασαν στο γραφείο, ο επιστάτης του αφαίρεσε τις χειροπέδες και κατέβηκε για να πληρώσει τον αμαξά. Ο Σχινάς βρήκε την ευκαιρία και πήδηξε από το παράθυρο, από ύψος 10-12 μέτρων, και σκοτώθηκε ακαριαία.
ΠΑΤΡΙΣ, 14.03.1913 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου