Τη σεζόν 1962-63 η Τζένη Καρέζη και ο
Λάμπρος Κωνσταντάρας συνεργάστηκαν για πρώτη φορά στο θέατρο σημειώνοντας
τεράστια επιτυχία στη σκηνή του «Διονύσια» με το έργο «Κρατικές υποθέσεις» του Λουί Βερνέιγ. Ήταν μια ευτυχής θεατρική συνάντηση, η οποία λίγα
χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, όταν οι Ασημάκης Γιαλαμάς και
Κώστας Πρετεντέρης διασκεύασαν την ιστορία του Βερνέιγ για την επίσης πολύ
πετυχημένη κινηματογραφική ταινία «Τζένη Τζένη».
Η όμορφη εκείνη θεατρική συνύπαρξη μπήκε
στο στόχαστρο ανόητων φαρσέρ ένα βράδυ των γιορτών, κοντά στην Πρωτοχρονιά του
1963. Κι αν σήμερα οι περισσότεροι φαρσέρ συνηθίζουν να ικανοποιούν την
ανωριμότητά τους απειλώντας για έκρηξη ανύπαρκτης βόμβας, η φάρσα, που οι
άγνωστοι είχαν τότε διαλέξει να παίξουν σε βάρος της Τζένης Καρέζη, ήταν
περισσότερο μακάβρια, εκμεταλλευόμενη τη μεγάλη αδυναμία και αγάπη της λατρεμένης
ηθοποιού για τη μητέρα της.
Λίγο πριν ξεκινήσει η παράσταση λοιπόν, μια γυναίκα τηλεφώνησε στο θέατρο «Διονύσια» και με φωνή γεμάτη λυγμούς ζήτησε να ειδοποιήσουν την ηθοποιό «να τρέξει σπίτι της, γιατί η μητέρα της ζητούσε οπωσδήποτε να την δει». Τη συνέχεια αφηγήθηκε εμφανώς ταραγμένη η ίδια η Τζένη Καρέζη μιλώντας στο δημοσιογράφο του Έθνους, Γ. Καράγιωργα (04.01.1963):
«Εννοείται ότι εγώ παρέλυσα, όταν μου το είπαν. Όλοι ξέρουν ότι για τη μητέρα
μου τρέφω παθολογική αγάπη. Νομίζω ότι αν πάθει κακό, θα πεθάνω. Αμέσως σκέφθηκα
ότι, για να με καλεί κοντά της και με τέτοιο τρόπο, σήμαινε ότι βρισκόταν στα
τελευταία της. Κάποτε, που την χτύπησε ένα αυτοκίνητο και στο Σταθμό Πρώτων
Βοηθειών της έκαμαν τέσσερα ράμματα, έδωσε ψεύτικα στοιχεία για να μη τυχόν και
με ειδοποιήσουν.
Τη στιγμή που μου έδωσαν την είδηση, βρισκόμουν, όπως τώρα, εδώ στο
καμαρίνι και ετοιμαζόμουν να βγω στη σκηνή. Είπα να τηλεφωνήσουν σπίτι, αλλά
δεν απαντούσε κανείς. Ήξερα ότι η μητέρα μου επρόκειτο να πάει στον
κινηματογράφο, αλλά φαντάσθηκα ότι θά χε πάθει τίποτε ξαφνικό. Έτρεμα ολόκληρη
και δεν μπορούσα να σκεφθώ. Σ’ αυτήν την κρίσιμη ώρα έρχεται ο θεατρώνης, ο κ.
Μαρουλίδης, κι έκανε μια χειρονομία, που ομολογώ, είναι σπάνια.
Τζένη, μου είπε, έξω μας περιμένει ένα ταξί. Έλα όπως είσαι να σε πάω σπίτι
σου.
Κι αυτά τά λεγε τη στιγμή που η πλατεία ήταν γεμάτη κι εγώ ετοιμαζόμουν να
βγω.
Αυτό δεν πρόκειται να γίνει, του απήντησα. Θα βγω στη σκηνή. Ας τρέξουν όμως άλλοι να μάθουν τι συμβαίνει στη μητέρα μου.
Μετά τρία τέταρτα αγωνίας, που δεν άκουγα, δεν έβλεπα, δεν αισθανόμουν, έφεραν τη μητέρα μου. Ήμουν ακόμη στη σκηνή, όταν την είδα στα παρασκήνια και παραλίγο να με πάρουν τα δάκρυα. Τι είδους «φάρσα» ήταν αυτή, ομολογώ ότι ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω. Τι κέρδισαν; Τι θα κέρδιζαν; Η αλήθεια είναι ότι πέρασα για λίγο μαύρες στιγμές. Διερωτώμαι όμως, αν είναι ποτέ δυνατόν να αισθάνεται ευχάριστα ένας άνθρωπος που καταφεύγει σε τέτοια επινοήματα.»
Παρόμοια θέματα, που ίσως σας ενδιαφέρουν:
-- Ο πρώτος φαρσέρ διά του τηλεφώνου στην Ελλάδα, που καταδικάστηκε σε φυλάκιση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου