"ΤΡΕΜΕ ΑΝΔΡΙΚΟΝ ΦΥΛΟΝ!" προειδοποιούσε η εφημερίδα Εσπερινή στις 12 Φεβρουαρίου 1928. Ο λόγος ήταν "μια επιδημία που απειλεί τας Αθήνας", δηλαδή οι γυναίκες που είχαν ήδη αρχίσει να μαθαίνουν μποξ. Ένας δημοσιογράφος της εφημερίδας είχε επισκεφτεί τον Σύνδεσμο Πυγμάχων Αθηνών, που βρισκόταν στην οδό Χαλκοκονδύλη και είχε 80 μέλη, μεταξύ των οποίων και οι τρεις πρώτες γυναίκες μποξέρ.
Η επίσημη πρώτη του μποξ στην Ελλάδα θεωρείται ότι έγινε το 1922, όταν στο θέατρο Απόλλων δόθηκε το πρώτο ματς ανάμεσα στον Έλληνα αθλητή Δημοσθένη Γεωργιάδη και τον Ρουμάνο πυγμάχο Μανζέλου. Εξάλλου, για τη διάδοση του αθλήματος τα επόμενα χρόνια, ως πρωτεργάτες εμφανίζονταν ο Γεωργιάδης κι ένας ακόμη Έλληνας πυγμάχος, ο Περλάτος.
Κάπως έτσι, το 1928 το μποξ είχε καταφέρει να προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών, ενώ οι ανερχόμενοι αστέρες του αθλήματος, σύμφωνα με το συγκεκριμένο δημοσίευμα, ήταν οι Τζανετόπουλος, Ηλιόπουλος, Πετρίδης, Βάσκος, Κόντος, Ορφανιτόπουλος, Κριτσιδήμας, Μηλιαράκης και Κρυσταλλίδης.
Μεταξύ των ανδρών αθλητών προπονούνταν και τρεις γυναίκες, οι πρώτες Ελληνίδες μποξέρ. Ήταν οι κυρίες Κοέν, Αντωνοπούλου και η ηθοποιός Κούλα Γκιουζέπε (ή Γκιουζέππε), για τις οποίες ο προπονητής τους, ο Γεωργιάδης, είχε μόνο επαίνους: "Μπορώ να σας πω ότι είναι οι καλύτεροι μαθηταί! Σωστά ξεφτέρια στο μποξ!".
Βέβαια, ο δημοσιογράφος της Εσπερινής αντιμετώπισε το θέμα με αρκετή ελαφρότητα, συμβαδίζοντας με τις επικρατούσες αντιλήψεις της εποχής του. Έγραφε: "Ως τώρα, πολλές γυναίκες δέρνουν τους άνδρες των, χωρίς να ξέρουν μποξ. Φαντασθήτε λοιπόν τι έχει να γίνη τώρα που θα μάθουν! Ο κ. Γεωργιάδης μας εβεβαίωσεν, ότι ο σύζυγος μιας εκ των μαθητριών του, του παραπονείται συχνά ότι τον πήρε στο λαιμό του με το μποξ που μαθαίνει στη γυναίκα του. Όχι ότι τον δέρνει στα σοβαρά, αλλά διότι, λέει... εξασκείται στο στομάχι του για να μαθαίνη καλύτερα. Είτε στα σοβαρά, λοιπόν, είτε στ' αστεία, οι άνδρες είναι υποχρεωμένοι να τις τρώνε και έχομεν την γνώμην ότι πρέπει να σπεύσουν να λάβουν τα μέτρα των". Και κατέληγε αναφωνώντας, "Αλλοίμονόν μας άνδρες Αθηναίοι!".
Το δημοσίευμα εκείνο φιλοξενούσε και μια μικρή συνέντευξη με την Κούλα Γκιουζέπε, η οποία έκανε την προπόνησή της την ώρα του ρεπορτάζ, ενώ ετοιμαζόταν να δώσει έναν αγώνα επίδειξης λίγες μέρες αργότερα. Στην ερώτηση του δημοσιογράφου τι έβρισκε στο μποξ, αφού πρόκειται για ένα ανδρικό άθλημα, η ηθοποιός και αθλήτρια ξεσπάθωσε:
"Γιατί; Μονάχα αυτοί θα έχουν το προνόμιο να επιδίδονται στα σπορ; Άλλωστε, καθώς ξέρετε, το γυναικείο φύλλο έχει κάνει αρκετές προόδους τελευταία σε βάρος του ανδρικού φύλου... Γιατί να μην ανεβεί και στο ριγκ; Εξάλλου, η γυναίκα επιδόθηκε τελευταία σε όλα τα σπορ. Θα ήταν λοιπόν παράλειψη να μην επιδοθεί και στο μποξ, εφόσον κι αυτό είναι σπορ".
Όμως δεν ήταν μόνο αυτός ο λόγος, καθώς η Γκιουζέπε έβλεπε την πυγμαχία και ως ένα μέσο αυτοάμυνας των γυναικών: "Αίφνης, στο δρόμο μια γυναίκα είναι υποχρεωμένη να δέχεται χίλια δυο πρόστυχα πειράγματα που της πετούν πολλοί άνδρες. Αυτοί οι κύριοι, λοιπόν, με μια ωραία γροθιά, ένα γκροσσέ π.χ. διορθώνονται μια χαρά και μαθαίνουν και λίγη καλή ανατροφή".
Σε κάποια στιγμή ο δημοσιογράφος είχε προσπαθήσει να την τσιγκλίσει ρωτώντας για τη δύναμη της γροθιάς της, μια πρόκληση που η ηθοποιός και αθλήτρια τη σήκωσε: "Θέλετε να δοκιμάσετε;", τον προκάλεσε και εκείνος υποχώρησε εκφράζοντας πίστη στα λόγια της.
Περίπου δυο μήνες αργότερα, στις 8 Απριλίου 1928 πραγματοποιήθηκε και ο πρώτος επίσημος αγώνας γυναικείου μποξ ανάμεσα στην Κούλα Γκιουζέπε, που κατέβηκε με τη φανέλα του ποδοσφαιρικού Παναθηναϊκού με προπονητή τον Γεωργιάδη, και την Ερασμία Βελλιανίτου, αθλήτρια του Συλλόγου Πυγμαχίας, μαθήτρια του Τζανετόπουλου. Και οι δύο κοπέλες ήταν 19-20 ετών.
Ο αγώνας θεωρήθηκε νίκη του φεμινιστικού κινήματος. "Ο φεμινισμός. εν Ελλάδι φαίνεται ότι δεν θέλει να έχη και μίαν στάσιν εν τη εξελίξει του, ένα σταθμόν! Προχωρεί ακάθεκτος διά να καταλάβη τα πάντα", σχολίαζε την επόμενη μέρα η εφημερίδα Πατρίς. "Η Ατθίς από τα παλαιότατα κοπανέλλια, χορεύουσα σήμερον φοξ, περιβληθείσα την τήβεννον του δικηγόρου και ζητούσα ψήφον, ήρπασε το ακόντιον, τον δίσκον και ήρχισε να εκγυμνάζεται εις ταύτα μανιωδώς.... Το ποδόσφαιρον το άφησε προς στιγμήν διά να περιβληθή τα γάντια του μποξέρ. Ίσως της εχρειάζετο να μάθη να δίδη πρώτα καλές γροθιές και κατόπιν να εξασκηθή εις τις καλές κλωτσιές..".
Διαβάζοντας την περιγραφή του αγώνα από το σχετικό ρεπορτάζ της εφημερίδας Πατρίς, βγαίνει το συμπέρασμα ότι η νίκη της Γκιουζέπε ήταν αρκετά εύκολη. Ο αγώνας άρχισε με "γενναία" επίθεση της ηθοποιού κατά της Βελλιανίτου, η οποία προσπάθησε μάταια ν' αμυνθεί, μιας και η Γκιουζέπε κατάφερε να της δώσει γερά χτυπήματα στο πρόσωπο. Στο δεύτερο γύρο, η Βελλιανίτου προσπάθησε ν' αντεπιτεθεί δίνοντας κι αυτή μερικές γροθιές στην αντίπαλό της, όμως στον τρίτο και τελευταίο γύρο δεν είχε την απαιτούμενη αντοχή.
"Ο διαιτητής μετρά: ένα, δύο, τρία, τέσσερα... η δις Βελλιανίτου αδυνατεί να συνεχίση τον αγώνα και αποσύρεται. Το κοινόν παρακολουθούν με αρκετόν ενδιαφέρον τον αγώνα, χειροκροτεί και επευφημεί την νικήτριαν δίδα Γκιουζέπε, εις την οποίαν απονέμεται μετάλλιον και ο τίτλος της πρωταθλητρίας και ήτις σπεύδει να εναγκαλισθή και ν' ανταλλάξη ασπασμόν με την αντίπαλόν της, δίδα Βελλιανίτου, λίαν συγκεκινημένην".
Πέντε χρόνια μετά, η ενασχόληση των γυναικών με την πυγμαχία συνεχιζόταν ακάθεκτη. "Αι Ατθίδες προπονούνται στο μποξ και δίνουν τις πιο δυνατές γροθιές", έγραφε το Έθνος στις 25 Μαρτίου 1933. Βέβαια, δεν ήταν μόνο οι γυναίκες που έδειχναν ενδιαφέρον για το άθλημα, αλλά και οι άντρες. Όπως σημείωνε η εφημερίδα, μέσα σε τέσσερα χρόνια ο αριθμός των Ελλήνων μποξέρ είχε δεκαπλασιαστεί, ενώ η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρούνταν στην επαρχία. Έτσι, ο Βόλος φερόταν να έχει τους καλύτερους πυγμάχους και ακολουθούσαν η Θεσσαλονίκη, η Μυτιλήνη, η Χαλκίδα, η Λαμία, η Πάτρα, η Καλαμάτα, η Καβάλα και η Αμαλιάδα, πόλεις που διέθεταν ειδικά ρινγκ και φιλοξενούσαν αγώνες πυγμαχίας..
Κορυφαίος Έλληνας μποξέρ εκείνη την εποχή ήταν ο Τζανετόπουλος, ενώ μεταξύ των γυναικών που επιδίδονταν στο άθλημα με επιτυχία ήταν οι Βελλιανίτου, Παπασυμεών, Αντωνιάδου, Λιπιτάκη, Ελένη Χριστοφορίδου και η Γκιουζέππε, η οποία επιδιδόταν μεν "με μανία" στην πυγμαχία, όμως, όπως έγραφε χαιρέκακα ο συντάκτης της εφημερίδας, "σε κάποια τελευταία συνάντησί της με την δίδα Βελλιανίτου έφαγε τόσες γροθιές, ώστε ξαπλώθηκε κάτω και άρχισε κάτι κλάμματα, που, κατά τους παρευρεθέντας θεατάς, έτρεχαν "ποτάμι" τα δάκρυα από τα μάτια της...".
Και ενώ η Βελλιανίτου έπαιρνε ρεβάνς από την Γκιουζέπε τέσσερα χρόνια μετά την ιστορική πρώτη αναμέτρησή τους, ως το μεγάλο όνομα του γυναικείο μποξ στην κατηγορία των ημιμέσων βαρών εν έτει 1933 εμφανιζόταν μία δακτυλογράφος, η δεσποινίς Βλάχου, η οποία εργαζόταν σ' ένα γραφείο της στοάς Φέξη και παράλληλα τα χέρια της ήταν εξασκημένα "να δίνουν δυνατές γροθιές με την ίδια ευκολία που κτυπούν και τα πλήκτρα της γραφομηχανής", όπως σημείωνε ο δημοσιογράφος του Έθνους.
Αυτή ήταν μια φωτογραφία της Βλάχου, που δημοσίευσε η ίδια εφημερίδα:
Η επίσημη πρώτη του μποξ στην Ελλάδα θεωρείται ότι έγινε το 1922, όταν στο θέατρο Απόλλων δόθηκε το πρώτο ματς ανάμεσα στον Έλληνα αθλητή Δημοσθένη Γεωργιάδη και τον Ρουμάνο πυγμάχο Μανζέλου. Εξάλλου, για τη διάδοση του αθλήματος τα επόμενα χρόνια, ως πρωτεργάτες εμφανίζονταν ο Γεωργιάδης κι ένας ακόμη Έλληνας πυγμάχος, ο Περλάτος.
Κάπως έτσι, το 1928 το μποξ είχε καταφέρει να προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών, ενώ οι ανερχόμενοι αστέρες του αθλήματος, σύμφωνα με το συγκεκριμένο δημοσίευμα, ήταν οι Τζανετόπουλος, Ηλιόπουλος, Πετρίδης, Βάσκος, Κόντος, Ορφανιτόπουλος, Κριτσιδήμας, Μηλιαράκης και Κρυσταλλίδης.
Μεταξύ των ανδρών αθλητών προπονούνταν και τρεις γυναίκες, οι πρώτες Ελληνίδες μποξέρ. Ήταν οι κυρίες Κοέν, Αντωνοπούλου και η ηθοποιός Κούλα Γκιουζέπε (ή Γκιουζέππε), για τις οποίες ο προπονητής τους, ο Γεωργιάδης, είχε μόνο επαίνους: "Μπορώ να σας πω ότι είναι οι καλύτεροι μαθηταί! Σωστά ξεφτέρια στο μποξ!".
Βέβαια, ο δημοσιογράφος της Εσπερινής αντιμετώπισε το θέμα με αρκετή ελαφρότητα, συμβαδίζοντας με τις επικρατούσες αντιλήψεις της εποχής του. Έγραφε: "Ως τώρα, πολλές γυναίκες δέρνουν τους άνδρες των, χωρίς να ξέρουν μποξ. Φαντασθήτε λοιπόν τι έχει να γίνη τώρα που θα μάθουν! Ο κ. Γεωργιάδης μας εβεβαίωσεν, ότι ο σύζυγος μιας εκ των μαθητριών του, του παραπονείται συχνά ότι τον πήρε στο λαιμό του με το μποξ που μαθαίνει στη γυναίκα του. Όχι ότι τον δέρνει στα σοβαρά, αλλά διότι, λέει... εξασκείται στο στομάχι του για να μαθαίνη καλύτερα. Είτε στα σοβαρά, λοιπόν, είτε στ' αστεία, οι άνδρες είναι υποχρεωμένοι να τις τρώνε και έχομεν την γνώμην ότι πρέπει να σπεύσουν να λάβουν τα μέτρα των". Και κατέληγε αναφωνώντας, "Αλλοίμονόν μας άνδρες Αθηναίοι!".
Το δημοσίευμα εκείνο φιλοξενούσε και μια μικρή συνέντευξη με την Κούλα Γκιουζέπε, η οποία έκανε την προπόνησή της την ώρα του ρεπορτάζ, ενώ ετοιμαζόταν να δώσει έναν αγώνα επίδειξης λίγες μέρες αργότερα. Στην ερώτηση του δημοσιογράφου τι έβρισκε στο μποξ, αφού πρόκειται για ένα ανδρικό άθλημα, η ηθοποιός και αθλήτρια ξεσπάθωσε:
"Γιατί; Μονάχα αυτοί θα έχουν το προνόμιο να επιδίδονται στα σπορ; Άλλωστε, καθώς ξέρετε, το γυναικείο φύλλο έχει κάνει αρκετές προόδους τελευταία σε βάρος του ανδρικού φύλου... Γιατί να μην ανεβεί και στο ριγκ; Εξάλλου, η γυναίκα επιδόθηκε τελευταία σε όλα τα σπορ. Θα ήταν λοιπόν παράλειψη να μην επιδοθεί και στο μποξ, εφόσον κι αυτό είναι σπορ".
Όμως δεν ήταν μόνο αυτός ο λόγος, καθώς η Γκιουζέπε έβλεπε την πυγμαχία και ως ένα μέσο αυτοάμυνας των γυναικών: "Αίφνης, στο δρόμο μια γυναίκα είναι υποχρεωμένη να δέχεται χίλια δυο πρόστυχα πειράγματα που της πετούν πολλοί άνδρες. Αυτοί οι κύριοι, λοιπόν, με μια ωραία γροθιά, ένα γκροσσέ π.χ. διορθώνονται μια χαρά και μαθαίνουν και λίγη καλή ανατροφή".
Σε κάποια στιγμή ο δημοσιογράφος είχε προσπαθήσει να την τσιγκλίσει ρωτώντας για τη δύναμη της γροθιάς της, μια πρόκληση που η ηθοποιός και αθλήτρια τη σήκωσε: "Θέλετε να δοκιμάσετε;", τον προκάλεσε και εκείνος υποχώρησε εκφράζοντας πίστη στα λόγια της.
Περίπου δυο μήνες αργότερα, στις 8 Απριλίου 1928 πραγματοποιήθηκε και ο πρώτος επίσημος αγώνας γυναικείου μποξ ανάμεσα στην Κούλα Γκιουζέπε, που κατέβηκε με τη φανέλα του ποδοσφαιρικού Παναθηναϊκού με προπονητή τον Γεωργιάδη, και την Ερασμία Βελλιανίτου, αθλήτρια του Συλλόγου Πυγμαχίας, μαθήτρια του Τζανετόπουλου. Και οι δύο κοπέλες ήταν 19-20 ετών.
Ο αγώνας θεωρήθηκε νίκη του φεμινιστικού κινήματος. "Ο φεμινισμός. εν Ελλάδι φαίνεται ότι δεν θέλει να έχη και μίαν στάσιν εν τη εξελίξει του, ένα σταθμόν! Προχωρεί ακάθεκτος διά να καταλάβη τα πάντα", σχολίαζε την επόμενη μέρα η εφημερίδα Πατρίς. "Η Ατθίς από τα παλαιότατα κοπανέλλια, χορεύουσα σήμερον φοξ, περιβληθείσα την τήβεννον του δικηγόρου και ζητούσα ψήφον, ήρπασε το ακόντιον, τον δίσκον και ήρχισε να εκγυμνάζεται εις ταύτα μανιωδώς.... Το ποδόσφαιρον το άφησε προς στιγμήν διά να περιβληθή τα γάντια του μποξέρ. Ίσως της εχρειάζετο να μάθη να δίδη πρώτα καλές γροθιές και κατόπιν να εξασκηθή εις τις καλές κλωτσιές..".
Διαβάζοντας την περιγραφή του αγώνα από το σχετικό ρεπορτάζ της εφημερίδας Πατρίς, βγαίνει το συμπέρασμα ότι η νίκη της Γκιουζέπε ήταν αρκετά εύκολη. Ο αγώνας άρχισε με "γενναία" επίθεση της ηθοποιού κατά της Βελλιανίτου, η οποία προσπάθησε μάταια ν' αμυνθεί, μιας και η Γκιουζέπε κατάφερε να της δώσει γερά χτυπήματα στο πρόσωπο. Στο δεύτερο γύρο, η Βελλιανίτου προσπάθησε ν' αντεπιτεθεί δίνοντας κι αυτή μερικές γροθιές στην αντίπαλό της, όμως στον τρίτο και τελευταίο γύρο δεν είχε την απαιτούμενη αντοχή.
"Ο διαιτητής μετρά: ένα, δύο, τρία, τέσσερα... η δις Βελλιανίτου αδυνατεί να συνεχίση τον αγώνα και αποσύρεται. Το κοινόν παρακολουθούν με αρκετόν ενδιαφέρον τον αγώνα, χειροκροτεί και επευφημεί την νικήτριαν δίδα Γκιουζέπε, εις την οποίαν απονέμεται μετάλλιον και ο τίτλος της πρωταθλητρίας και ήτις σπεύδει να εναγκαλισθή και ν' ανταλλάξη ασπασμόν με την αντίπαλόν της, δίδα Βελλιανίτου, λίαν συγκεκινημένην".
Πέντε χρόνια μετά, η ενασχόληση των γυναικών με την πυγμαχία συνεχιζόταν ακάθεκτη. "Αι Ατθίδες προπονούνται στο μποξ και δίνουν τις πιο δυνατές γροθιές", έγραφε το Έθνος στις 25 Μαρτίου 1933. Βέβαια, δεν ήταν μόνο οι γυναίκες που έδειχναν ενδιαφέρον για το άθλημα, αλλά και οι άντρες. Όπως σημείωνε η εφημερίδα, μέσα σε τέσσερα χρόνια ο αριθμός των Ελλήνων μποξέρ είχε δεκαπλασιαστεί, ενώ η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρούνταν στην επαρχία. Έτσι, ο Βόλος φερόταν να έχει τους καλύτερους πυγμάχους και ακολουθούσαν η Θεσσαλονίκη, η Μυτιλήνη, η Χαλκίδα, η Λαμία, η Πάτρα, η Καλαμάτα, η Καβάλα και η Αμαλιάδα, πόλεις που διέθεταν ειδικά ρινγκ και φιλοξενούσαν αγώνες πυγμαχίας..
Κορυφαίος Έλληνας μποξέρ εκείνη την εποχή ήταν ο Τζανετόπουλος, ενώ μεταξύ των γυναικών που επιδίδονταν στο άθλημα με επιτυχία ήταν οι Βελλιανίτου, Παπασυμεών, Αντωνιάδου, Λιπιτάκη, Ελένη Χριστοφορίδου και η Γκιουζέππε, η οποία επιδιδόταν μεν "με μανία" στην πυγμαχία, όμως, όπως έγραφε χαιρέκακα ο συντάκτης της εφημερίδας, "σε κάποια τελευταία συνάντησί της με την δίδα Βελλιανίτου έφαγε τόσες γροθιές, ώστε ξαπλώθηκε κάτω και άρχισε κάτι κλάμματα, που, κατά τους παρευρεθέντας θεατάς, έτρεχαν "ποτάμι" τα δάκρυα από τα μάτια της...".
Και ενώ η Βελλιανίτου έπαιρνε ρεβάνς από την Γκιουζέπε τέσσερα χρόνια μετά την ιστορική πρώτη αναμέτρησή τους, ως το μεγάλο όνομα του γυναικείο μποξ στην κατηγορία των ημιμέσων βαρών εν έτει 1933 εμφανιζόταν μία δακτυλογράφος, η δεσποινίς Βλάχου, η οποία εργαζόταν σ' ένα γραφείο της στοάς Φέξη και παράλληλα τα χέρια της ήταν εξασκημένα "να δίνουν δυνατές γροθιές με την ίδια ευκολία που κτυπούν και τα πλήκτρα της γραφομηχανής", όπως σημείωνε ο δημοσιογράφος του Έθνους.
Αυτή ήταν μια φωτογραφία της Βλάχου, που δημοσίευσε η ίδια εφημερίδα:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου