3 Μαΐου 2014

Ένα ποίημα του Ιωάννη Πολέμη για την αυτοθυσία και την ανυπέρβλητη αγάπη της μάνας

Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η αγάπη της μάνας; Θυσία θα γίνει για να σώσει το παιδί της, ενώ η μητρική αγάπη μπορεί να ημερέψει ακόμη και θεριό. Σ' αυτές τις παραδοχές στηρίχτηκε ο Ιωάννης Πολέμης και δημιούργησε ένα ποίημα για "μια μητέρα", που δανείζεται στοιχεία από τη δημοτική παράδοση για να διηγηθεί μια σύντομη, έμμετρη ιστορία. Η γιορτή της μητέρας πλησιάζει κι αυτό το ποίημα αποτελεί μια καλή πρόταση.Ρίξτε του μια ματιά.


ΜΙΑ ΜΗΤΕΡΑ
Πίσω στον κάμπο τον πλατύ, στην παραπάνω χώρα
κάποιος στα χρόνια τα παλιά κατάρα είχε δώσει
να βγει στη μάνα του νερού θεριό ξαγριεμένο
να μην αφήνει το νερό τη χώρα να ποτίσει,
και τα σπαρτά να ξεραθούν και να διψούν οι ανθρώποι.
Και το θεριό παράγγειλε στο βασιλιά της χώρας
πως αν του στέλνει κάθε αυγή να τρώγει ένα κορίτσι
θ' αφήνει λίγο το νερό να τρέχει μες στον κάμπο·
κι η κόρη να ναι από γενιά κι απ' όλες διαλεγμένη
μοναχοκόρη κι όμορφη και μοσχαναθρεμμένη.
Κι ο βασιλιάς σαν τ' άκουσε βγάζει πικρό φιρμάνι,
κάθε πρωί στην έλεψη τον κλήρο να τραβούνε
στις όμορφες, στις διαλεκτές και στις μοναχοκόρες,
κι όποια είν' εκείνη η άτυχη που θα της πέσει ο κλήρος
να τήνε πάνε στο θεριό για τάμα να την φάγει. 
Πηγαίνουν μια, πηγαίνουν δυο, πηγαίνουν τρεις και πέντε
και κάθε αυγή μιαν όμορφη και μια μοναχοκόρη.
Μαυροφορούν οι χωριανοί, μαυροφορούν μανάδες
και κλείνουν τ' αρχοντόσπιτα και μοιρολόγια βγάζουν.
Μα μιαν αυγή, μια Κυριακή, μια πίσημη ημέρα
ο κλήρος πήγε κι έπεσε σε μιαν αρχοντοπούλα
πούχε τ' αμέτρητα προικιά, τα κάλλη τα περίσσια.
Κι η  μάνα της σαν τ' άκουσε βαριά λιγοθυμάει
και κλαίει και σκοτώνεται και σαν τρελή φωνάζει·
"Θε μου μεγαλοδύναμε, μια χάρη σου γυρεύω,
εσύ που βλέπεις τ' ουρανού το διαμαντένιο πλάτος,
τα πιο βαθιά της θάλασσας και την καρδιά της μάνας,
κοίτα και την καρδούλα μου και μη με ξεστοχιάσεις,
και δώσ' μου σε παρακαλώ για μια στιγμή μονάχα
την ευμορφιά της κόρης μου και τα γλυκά της νιάτα".
Κι ο Θειός την ελυπήθηκε κι εχάρισε στη μάνα
την ευμορφιά της κόρης της και τα γλυκά της νιάτα,
κι η μάνα εξεκίνησε μυριοκαμαρωμένη
για να την φάγει το θεριό, να ζήσει η κόρη πίσω.
__________________
Ήταν η ώρα που 'τρεμε το τελευταίο αστέρι
κι επρόβαλλ' ο Αυγερινός κι εκρύβουνταν η Πούλια
κι ερόδιζ' η Ανατολή κι εφεγγοβόλα η Δύση.
Η μάνα παίρνει το στρατί και το βουνό ανεβαίνει 
και φθάνει απάνω στου νερού τη στοιχειωμένη μάνα
κι ακούει άγριο μουγκρητό απ' του θεριού το στόμα,
και βλέπει σπίθες που 'βγαιναν απ' του θεριού τα μάτια.
Ανατριχιάζει σύσσωμη και πνίγετ' η φωνή της,
μα παίρνει δύναμη απ' το Θειό κι απ' την πολλήν αγάπη
κι εφτέρωσαν τα πόδια της κι εθέριεψεν ο νους της,
κι αστόχιασε το θάνατο για τη ζωή της κόρης
κι έσκυψε μόνη στου θεριού το πεινασμένο στόμα.
Μα 'ταν η ώρα θεϊκή κι ευλογημέν' η ώρα
και μες στα σπλάχνα του θεριού ζωντάνεψ' η καρδιά της
και το θεριό απόκτησε καρδιά που δεν την είχε. 
Κι όσα κορίτσια επήγαιναν για να τα φάει για τάμα
τα κοίταζε, τα πόναγε με την καρδιά της μάνας
κι άφηνε πάλι το νερό χωρίς να φάει κανένα,
ως ότου πια ξεψύχησε απ' την πολλή του πείνα..
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ



Διαβάστε επίσης:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου