Τον Ιούνιο του 1863, οκτώ μήνες μετά την ανατροπή του Όθωνα, τέσσερις μήνες μετά τα Φεβρουαριανά και εν αναμονή της ελεύσεως από τη Δανία του Γεωργίου ως νέου βασιλιά των Ελλήνων, η πολιτική ατμόσφαιρα ήταν ιδιαίτερα τεταμένη στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, καθώς οι δύο κυριότερες παρατάξεις της εποχής, οι "Ορεινοί" και οι "Πεδινοί", έδιναν μάχες επικράτησης στο Κοινοβούλιο, όπου η "ορεινή" κυβέρνηση Μπενιζέλου Ρούφου αμφισβητούνταν από τους "Πεδινούς" του Δημήτριου Βούλγαρη, ενός πολιτικού που πολλές φορές συνέδεσε το όνομά του με μαύρες σελίδες της ελληνικής ιστορίας.
Στις συνεδρίαση της Βουλής της 10ης Ιουνίου 1863, ο υπουργός Στρατιωτικών, Δημήτριος Μπότσαρης, υπέβαλε την παραίτησή του επικαλούμενος ότι δεν μπορούσε να συνεργαστεί με τους συναδέλφους του "ως αποδειξάντων κατά την υπόθεσιν του Σουλιέ μεγάλην ανικανότητα και αβελτηρία", αλλά και με αφορμή τα γεγονότα του Ναυπλίου το προηγούμενο διάστημα. Η υπόθεση Σουλιέ αφορούσε την απαγωγή και κακοποίηση μιας Αυστριακής ηθοποιού του θιάσου Σουλιέ από Έλληνες αξιωματικούς τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς, αλλά και την απαίτηση της γαλλικής κυβέρνησης για την καταβολή μεγάλης αποζημίωσης από το ελληνικό κράτος τόσο στον θιασάρχη, όσο και στη γυναίκα, που είχε κακοποιηθεί.
Η προφορική υποβολή παραίτησης του Μπότσαρη έδωσε στην αντιπολίτευση την αφορμή να ζητήσει την παραίτηση της κυβέρνησης Ρούφου, που είχε ορκιστεί μόλις στις 29 Απριλίου, δηλαδή μετρούσε περίπου 40 ημέρες ζωής. Λάβρος κατά της κυβέρνησης ήταν ο καθηγητής Εθνικού Δικαίου Νικόλαος Σαρίπολος, ο οποίος μετείχε στην Εθνοσυνέλευση ως πληρεξούσιος του Πανεπιστημίου και ο οποίος στην αγόρευσή του "εφάνη ανώτερος εαυτού", όπως σχολίαζε ειρωνικά ο Εθνοφύλαξ την επόμενη μέρα, αναφέροντας ότι "αι τρομεραί κατά του υπουργείου (σ.σ. κυβέρνησης) αποστροφαί του ήσαν το άκρον άωτον της ρητορικής τέχνης... το ύψος του λόγου και το πάθος της φωνής ήσαν ανάλογα προς το μέγεθος του ζητήματος", σε βαθμό ώστε σε μια στιγμή ρητορικής έξαρσης "και τα σκαμνία αυτά της Συνελεύσεως διερράγησαν υπό του γέλωτος".
Αξίζει ν' αναφέρουμε το σχόλιο της εφημερίδας Ελπίς (14.06.1863), που - με εξαίρεση την καθαρεύουσα - θα μπορούσε να θεωρηθεί επίκαιρο: "... Η Συνέλευσις κατήντησεν απλή παλαίστρα διαπληκτισμών, όπου έκαστος συνερίζεται πώς να υβρίση περισσότερον, πώς να φωνάξη περισσότερον, πώς να θορυβήση περισσότερον. Εις την περίστασιν ταύτην δεν πρόκειται ούτε περί πραγμάτων, ούτε περί συμφερόντων της πατρίδος. Πρόκειται διά τους μεν πώς να πέση το υπουργείον· πρόκειται διά τους άλλους πώς να διατηρηθή το υπουργείον. Και οι μεν επιθυμούντες να το κληρονομήσωσι φωνάζουσι ότι κατεστράφη ο τόπος, κατεπροδόθη ο τόπος, εξηυτελίσθη ο τόπος· οι δε εις την διατήρησιν αυτού συμφέρον έχοντες φωνάζουσιν ότι δεν είναι καιρός μεταβολής κυβερνήσεως, και ότι η παρούσα εξεπλήρωσε τα καθήκοντά της.
Δυστυχώς εν τω μέσω του χάους τούτου και αυτοί οι υπουργοί ηναγκάσθησαν να κατέλθωσιν εις δεινούς διαπληκτισμούς, και από του στόματός των εξήλθον λέξεις δειναί αν όχι διά πληρεξουσίους, διότι εις τούτο εσυνειθίσαμεν, τουλάχιστον δι' υπουργούς διευθύνοντας τας τύχας του έθνους. Η συνεδρίασις της τετάρτης διακοπείσα πολλάκις διελύθη τέλος εν μέσω οχλαγωγίας. Αδυνατούμεν να περιγράψωμεν τα λαβόντα χώραν εν τη Συνελεύσει, καθότι ταύτα την αποστροφήν παντός πολίτου προκαλούσιν..."
Στη συνεδρίαση της 14ης Ιουνίου και αφού την προηγούμενη μέρα η Συνέλευση υιοθέτησε την πρόταση της κυβέρνησης για καταβολή αποζημίωσης ύψους 60.000 δραχμών στον Σουλιέ, οι πληρεξούσιοι υιοθέτησαν ψήφισμα, που ανακήρυσσε ενήλικο τον νέο βασιλιά:
Επίσης, τέθηκε σε ψηφοφορία και η τύχη της κυβέρνησης. Καθώς προδιαγραφόταν η υπερψήφισή της, πολλοί από τους βουλευτές του αντιπολιτευόμενου Πεδινού κόμματος προσπάθησαν να αποσυρθούν από την αίθουσα, ώστε να υπάρξει αναβολή, όμως τελικά αυτή έγινε κανονικά. Υπέρ της κυβέρνησης ψήφισαν οι 119, 30 καταψήφισαν την κυβέρνηση, ενώ 40 αρνήθηκαν να ψηφίσουν.
Λύθηκε το πολιτικό πρόβλημα; Σίγουρα όχι. Πάντως, την επόμενη μέρα, 15 Ιουνίου, η εφημερίδα Εθνοφύλαξ επιχειρούσε να μεταδώσει ένα μήνυμα ενότητας, υποστηρίζοντας πως "ο γέγονε, γέγονεν", μιας και "αι μέχρι του νυν διαιρέσεις, αι φατρίαι, οιδιαπληκτισμοί, αι άσκοποι προγραφαί, αι ιδανικαί καταγγελίαι και αι δημιουργίαι ανυπάρκτων κινδύνων, γιγνόμενα υπό το πρίσμα του φατριασμού, αντί να ωφελήσουν έβλαψαν σημαντικώς την πατρίδα ημών..." Εξάλλου, στις 17 Ιουνίου η ίδια εφημερίδα εξέφρασε την εκτίμηση ότι "εφθάσαμεν εις το τέλος του δράματος", μόνο που το δράμα θα ξεκινούσε την ίδια κιόλας μέρα και θα έπαιρνε απρόβλεπτες διαστάσεις, εξελισσόμενο σε αιματηρή τραγωδία.
Στις 17 Ιουνίου 1863, η Συνέλευση εξέλεξε τον αρχηγό της εθνοφυλακής, Π. Κορωναίο, στη θέση του νέου υπουργού Στρατιωτικών με 128 ψήφους υπέρ - έναντι 91 που ψήφισαν τον έτερο διεκδικητή του αξιώματος, Αρτέμιο Μίχο. Ο Κορωναίος ορκίστηκε την ίδια κιόλας μέρα, ενώ ζήτησε να διατηρήσει την αρχηγία της Εθνοφυλακής, κάτι που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις από τους αντιπολιτευόμενους.
Εν τω μεταξύ, την ίδια μέρα, την εμφάνισή τους στην Αττική έκαναν ο αρχιληστής Κυριακός με την πολυάριθμη συμμορία του. Σύμφωνα με την Ελπίς (25.06.1863) αυτή αποτελούνταν από περίπου 70 άνδρες, ενώ η Αθηνά (22.06.1863) κατέβαζε τον αριθμό των ληστών σε 40. Ο δε Εθνοφύλαξ, στις 18.06 δημοσίευσε την πληροφορία ότι κατά το πρόσφατο παρελθόν η συμμορία του Κυριακού είχε συλληφθεί από την αστυνομία, όμως οι συλληφθέντες είχαν αφεθεί ελεύθεροι από τη διεύθυνση "κατ' επίμονον αίτησιν και τη εγγυήσει δύο ισχυρών στρατιωτικών και ενός ανθυπασπιστού", χωρίς όμως να δίνει περισσότερες λεπτομέρειες, ούτε ν' αναφέρει ονόματα. Ωστόσο, όλες οι πλευρές - και οι εφημερίδες της αντιπολίτευσης - αναγνώριζαν ότι ο Κυριακός δεν έδρασε τυχαία, αλλά βρισκόταν σε συνεννόηση με τους Πεδινούς.
Σύμφωνα με την περιγραφή της εφημερίδας Αθηνά (22.06.1863), η συμμορία του Κυριακού έκανε την εμφάνισή της στη μονή Ασωμάτων, όπου τα μέλη της υποκρίθηκαν ότι ήθελαν να πιούν νερό από το υδραγωγείο, που περνούσε κοντά από το μοναστήρι. Όμως αυτό που συνέβη, ήταν να οχυρωθούν οι ληστές μέσα σ' αυτό. Ο μόλις ορκισθείς υπουργός των Στρατιωτικών, Κορωναίος, διέταξε το πυροβολικό, το τάγμα του Λεωτσάκου, τη χωροφυλακή, ένα μέρος του ιππικού και διάφορους λόχους της Εθνοφυλακής να πολιορκήσουν το μοναστήρι και να συλλάβουν τους ληστές, οι οποίοι όμως αρνούνταν να παραδοθούν.
Η γενική αίσθηση ήταν ότι η στρατιωτική επιχείρηση θα έληγε γρήγορα και ότι θα ήταν πετυχημένη. Σύμφωνα με την Ελπίς (25.06) "Τοιαύτη δε ήτο η πεποίθησις του κοινού ότι ήθελον ούτοι συλληφθή και απαχθή δέσμιοι, ώστε χιλιάδες πολιτών, ων μέγα μέρος γυναίκες, πεζοί, εφ' ίππων ή εφ' αμαξών, είχον συρρεύσει εις το μεταξύ των Ανακτόρων και της Ριζαρείου Σχολής διάστημα, διά να παρασταθώσι θεαταί της σκηνής ταύτης. Μεταξύ δε των θεατών τούτων, πράγμα ακατανόητον, παρευρίσκοντο και τινές των υπουργών!"
Όπως περιέγραφε η ίδια εφημερίδα, οι ληστές "ήσαν συνεννοημένοι" με τη Χωροφυλακή, το τάγμα του Λεωτσάκου και το πυροβολικό, "των οποίων ήσαν σύμμαχοι", με αποτέλεσμα ο υπουργός των Στρατιωτικών "απαντήσας αίφνης εν τη πλατεία του Συντάγματος τον Λεωτσάκον, τον συλλαμβάνει και δέσμιον αποστέλλει αυτόν εις Πειραιά εντός του Ατμοδρόμωνος". Εν τω μεταξύ, οι στρατιώτες του συλληφθέντος Λεωτσάκου συνέλαβαν τους "προς διασκέδασιν περιφερόμενους" υπουργούς Κουμουνδούρο και Καλλιφρονά και τους οδήγησαν σιδηροδέσμιους στο στρατώνα τους, ενώ αργότερα, κατά τη διάρκεια των μαχών, οι δυο αιχμάλωτοι υπουργοί θ' ανταλλάσσονταν με τον Λεωτσάκο και θ' αφήνονταν ελεύθεροι.
Με το που οι δυο υπουργοί πιάστηκαν όμηροι, επικράτησε σύγχυση και πανικός. Φοβούμενος τα χειρότερα, ο Κορωναίος διέταξε τα υπόλοιπα στρατιωτικά σώματα να καταλάβουν τ' ανάκτορα και τους κήπους, που τα περιέβαλαν, για να τα προστατέψουν από τυχόν επιθετική ενέργεια. Οι πολίτες της Αθήνας κλείστηκαν έντρομοι στα σπίτια τους "και ζοφερά σιγή κατελάμβανεν ολόκληρον την πόλιν" (Ελπίς, 25.06.1863), όταν γύρω στις 11.30 το βράδυ ακούστηκαν παιάνες από το πυροβολικό, που διερχόταν τους δρόμους της πρωτεύουσας μαζί με πολίτες και αστυνομικούς κλητήρες, οι οποίοι φώναζαν "κάτω το υπουργείον, ζήτω ο Παπαδιαμαντόπουλος, ζήτω η πατρίς". (Ο Παπαδιαμαντόπουλος ήταν ο αρχηγός του πυροβολικού, που επίσης είχε στασιάσει.)
Στις 2 τα ξημερώματα ακούστηκαν πυροβολισμοί στο κέντρο της Αθήνας. Τι είχε συμβεί; Κοντά στο ναό της αγίας Ειρήνης, ο υπουργός των Στρατιωτικών και η συνοδεία του ήρθαν αντιμέτωποι με αντιφρονούντες χωροφύλακες και αστυνομικούς, οι οποίοι αρνήθηκαν να υποχωρήσουν, με αποτέλεσμα να επακολουθήσει "σπουδαία σύγκρουσις, ήτις αφήκεν επί της οδού δύο ή τρία πτώματα". Ήταν οι πρώτοι νεκροί μιας λίστας, που θα έπαιρνε εφιαλτικές διαστάσεις τις επόμενες ώρες.
Ήταν 4 το πρωί της 18ης Ιουνίου, όταν με το πρώτο εγερτήριο σάλπισμα άρχισαν ν' ακούγονται σφοδροί και συνεχείς πυροβολισμοί απ' όλα τα σημεία της Αθήνας. Το πυροβολικό, η χωροφυλακή, το τάγμα του Λεωτσάκου και αστυνομικοί, οι οποίοι διεκδικούσαν την παραίτηση της κυβέρνησης και υποστήριζαν την παράταξη των Πεδινών, επιτέθηκαν στον στρατό, που βρισκόταν στα ανάκτορα. Την ίδια ώρα δυνάμεις του πυροβολικού μαζί με άνδρες της συμμορίας του Κυριάκου, αλλά και πολίτες που έφεραν τη στολή του πανεπιστημίου κατέλαβαν την πλατεία Συντάγματος, αλλά και τα σπίτια που βρίσκονταν στην οδό Αδριανού και γύρω από το στρατιωτικό διοικητήριο και το φρουραρχείο, ενώ αδιάκοπα πυροβολούσαν από τα παράθυρα και τους εξώστες των σπιτιών αυτών.
Με τη σειρά του, ο υπουργός διέταξε την κατάληψη της Ακρόπολης και του Βαρβάκειου Λυκείου, όμως πολύ δύσκολη ήταν η κατάσταση πέριξ των ανακτόρων, όπου η μάχη διήρκεσε περίπου τρεις ώρες. Πολλοί στρατιώτες έπεσαν νεκροί και από τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις. Η Ελπίς συνέκρινε την ένταση ων πυροβολισμών με τη στιγμή κατά την οποία "πολυάριθμοι κυνηγοί επιπίπτουσι κατά του πλήθους των μεταβατικών πτηνών του φθινοπώρου, των τρυγόνων ή των ορτικίων". Όπως σχολίαζε η εφημερίδα, επικρατούσε "η αυτή μανία των πυροβολούντων, η αυτή προς τα θύματα αδιαφορία και περιφρόνησις. Η ζωή ενός ατόμου, ενός πλάσματος του Θεού, ουδαμώς εφαίνετο έχουσα περισσοτέραν αξίαν εις τα όμματα των μεθυόντων από αίμα, από την ζωήν μιας τρυγόνος· παίδες, γυναίκες, γέροντες, έπιπτον θύματα". Σύμφωνα με την εφημερίδα Αθηνά, οι πρώτες εκτιμήσεις έκαναν λόγο για 20-30 νεκρούς και 40-50 τραυματίες μόνο στην περιοχή των ανακτόρων.
Ένα άλλο σημείο σφοδρών συγκρούσεων ήταν η περιοχή της Εθνικής Τράπεζας. Υπήρχαν δύο εκδοχές για το πώς ξεκίνησαν εκεί τα επεισόδια γύρω στις 9 το πρωί της 18ης Ιουνίου. Η μία εκδοχή ήθελε να έχει διαδοθεί η είδηση, που για κάποιον λόγο πίστεψαν πολλοί, ότι δήθεν ο υπουργός των Στρατιωτικών είχε επιχειρήσει να εφορμήσει στο κτίριο της Τράπεζας για να διαρπάξει ό,τι μπορούσε. Αντίθετα, η κυβερνητική πλευρά υποστήριξε ότι ο Κωρναίος επιθεωρούσε την περιοχή συνοδευόμενος από διάφορα αποσπάσματα του στρατού, όταν ξαφνικά δέχτηκε απρόκλητη επίθεση με πυροβολισμούς.
Όπως γλαφυρά περιέγραφε η Αθηνά (22.06.1863), "Στρατιώται, πυροβολισταί, χωροφύλακες και αστυνομικοί κλητήρες διαβαίνοντες διά των οδών προσεβάλλοντο από εθνοφύλακας πνέοντας εκδίκησιν κατ' αυτών.. Φόνοι και πληγώσεις συνέβαινον παντού, πολλοί περισσότεροι όμως περί το κατάστημα της Τραπέζης, ώστε κατ' αυτήν την ημέραν εφονεύθησαν πολύ περισσότεροι παρά την προηγουμένην". Πόσοι; Ο ακριβής, συνολικός αριθμός των νεκρών είναι αδιευκρίνιστος, όμως χονδρικά εκτιμήθηκε σε 200 περίπου θύματα και στις δύο μέρες των συγκρούσεων.
Πεδίο συγκρούσεων αποτέλεσε και η πλατεία Ομονοίας, όπου "η πάλη υπήρξε πεισματώδης και παρατεταμένη", όπως περιέγραφε η Ελπίς. Οι δυο αντιμαχόμενες πλευρές είχαν καταλάβει κτίρια και αντάλλασσαν πυροβολισμούς. "Εκάστη οδός υπήρχε το κέντρον μιας συγκρούσεως, το θέατρον της αδελφοκτονίας· οι ισχυρότεροι τους αδυνατωτέρους κατεδίωκον, απαραλλάκτως όπως εν κυνηγεσίω τα άγρια θηρία καταδιώκονται".
Η λύση στο δράμα, το πρωτοφανές σε βιαιότητα και αίμα, δόθηκε από τους πρεσβευτές των μεγάλων δυνάμεων, οι οποίοι ζήτησαν από τα δύο εμπόλεμα μέρη να κηρύξουν ανακωχή 48 ωρών, ώστε να μπορέσει η Εθνοσυνέλευση να βρει το χρόνο και ν' αναλάβει τις απαραίτητες πρωτοβουλίες για να συμβιβάσει τα πράγματα. Έτσι και έγινε. Ύστερα από πολλές ασυνεννοησίες και διαφωνίες ακόμη και για το πού θα γινόταν η συνεδρίαση της Συνέλευσης, αποφασίστηκε όλος ο στρατός, το πυροβολικό και η χωροφυλακή ν' αποσταλούν από την πρωτεύουσα στις επαρχίες, να καταργηθεί το στρατιωτικό διοικητήριο Αθηνών, να καταργηθεί η διοικητική αστυνομία, η διοίκηση της οποίας περιήλθε στο υπουργείο Εσωτερικών, ενώ καταργήθηκε και το αρχηγείο της Εθνοφυλακής, η διοίκηση της οποίας περιήλθε στους δημάρχους Αθηνών και Πειραιά.
Επίσης, αποφασίστηκε ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης υπό την προεδρία του Μπενιζέλου Ρούφου και πάλι, όμως με τη συμμετοχή υπουργών και από τα δύο κόμματα: ο Αθανάσιος Πετμεζάς ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών, ο Ι. Κλίμακας υπουργός Στρατιωτικών, ο Γεώργιος Μπούμπουλης υπουργός Ναυτικών, ο Ευθύμιος Κεχαγιάς υπουργός Οικονομικών, ο Πέτρος Μαυρομιχάλης επί της Δικαιοσύνης, ο Π. Καλλιγάς επί των Εξωτερικών και ο Β. Νικολόπουλος διορίστηκε υπουργός Παιδείας. Κι επειδή η αναλογία των εκπροσώπων των δύο παρατάξεων ήταν 1:1, η νέα αυτή κυβέρνηση εθνικής ενότητας ονομάστηκε από το λαό "Κυβέρνηση του Οροπεδίου".
Η συμβιβαστική αυτή λύση έφερε και πάλι την ειρήνη, όμως δεν ικανοποίησε πλήρως τους Πεδινούς, διότι, όπως ανέφερε η Αθηνά, "διά των ληφθεισών αποφάσεων εστερήθη όλας τας στρατιωτικάς δυνάμειας τας οποίας είχεν η μερίς αύτη υπέρ εαυτής ως και την αστυνομίαν, και διότι διά του σχηματισμού του υπουργείου οι ορεινοί έλαβον τα τρία σπουδαιότατα εις τας σημερινάς περιστάσεις υπουργεία, ήτοι το των Στρατιωτικών, το των εσωτερικών, και το των ναυτικών, και προσέτι και την διοικητικήν αστυνομίαν. Εντούτοις όμως προς πρόληψιν της ανανεώσεως των εχθροπραξιών, τα Πεδινά μέλη του υπουργείου απεφάσισαν να δώσωσιν τον όρκον και εδέχθησαν τας θέσεις των διά 8 ημέρας, εις το τέλος των οποίων οφείλει να τους αντικαταστήση η Συνέλευσις". Τελικά, δεν αντικαταστάθηκαν, αλλά η κυβέρνηση, που ορκίστηκε την 21η Ιουνίου, παρέμεινε στην εξουσία περίπου τέσσερις μήνες, μέχρι τις 18 Οκτωβρίου 1863, οπότε έφτασε στην Ελλάδα ο Γεώργιος και λίγες μέρες αργότερα ορκίστηκε κυβέρνηση του Δημήτριου Βούλγαρη.
Τι έμεινε από όλα αυτά τα δραματικά γεγονότα; Το παρακάτω σχόλιο της εφημερίδας Ελπίς τα λέει όλα: "Εχύθη τόσον αδελφικόν αίμα διατί; ούτε πολιτικός σκοπός, ούτε διαφωνία περί εθνικού συμφέροντος ώπλισε τας χείρας των εις αλληλοσφαγίαν τραπέντων· εγένοντο θύματα ελεεινών εκατέρωθεν ραδιούργων οίτινες προς αλλήλους διεφιλονείκουν την κατάληψιν της Εξουσίας· ανάθεμα και τρις ανάθεμα επί της κεφαλής αυτών είτε πεδινοί, είτε ορεινοί είτε κοιλιαί ονομάζονται".
Τα Ιουνιανά, όπως ονομάστηκε ο διήμερος εμφύλιος πόλεμος της 17ης και 18ης Ιουνίου 1863, ξεχάστηκαν γρήγορα. Άλλωστε, όπως εύστοχα παρατήρησε η εφημερίδα, δεν υπέκρυπτε κάποιο βαθύτερο διχασμό της κοινωνίας (όπως π.χ. στον Εμφύλιο του 1945-1949), πέρα από τη διεκδίκηση μεγαλύτερου μεριδίου στη νομή της εξουσίας. Το τραγικό είναι ότι σήμερα, περισσότερο από εκατόν εξήντα χρόνια μετά από τα γεγονότα εκείνα του 1863, μπορεί μεν να μην καταφεύγουμε στα όπλα, όμως η νομή της εξουσίας αποτελεί το επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης και της εφαρμοζόμενης πολιτικής πρακτικής. Όλα μοιάζουν να γίνονται για το ποιος θα κάτσει στις καρέκλες της εξουσίας και πώς δεν θα σηκωθεί ποτέ - στο βαθμό που είναι δυνατό - από αυτές!
Τι είχε προηγηθεί των Ιουνιανών; Διαβάστε εδώ:
Τα Φεβρουαριανά
Η κατάλυση της δυναστείας του Όθωνα στις 10 Οκτωβρίου 1862.
Ίσως σας ενδιαφέρει:
Η αγγλογαλλική κατοχή και το μαύρο καλοκαίρι του 1854, όταν η χολέρα θέριζε και μετέτρεψε τον Πειραιά σ' έρημη πόλη
Η προφορική υποβολή παραίτησης του Μπότσαρη έδωσε στην αντιπολίτευση την αφορμή να ζητήσει την παραίτηση της κυβέρνησης Ρούφου, που είχε ορκιστεί μόλις στις 29 Απριλίου, δηλαδή μετρούσε περίπου 40 ημέρες ζωής. Λάβρος κατά της κυβέρνησης ήταν ο καθηγητής Εθνικού Δικαίου Νικόλαος Σαρίπολος, ο οποίος μετείχε στην Εθνοσυνέλευση ως πληρεξούσιος του Πανεπιστημίου και ο οποίος στην αγόρευσή του "εφάνη ανώτερος εαυτού", όπως σχολίαζε ειρωνικά ο Εθνοφύλαξ την επόμενη μέρα, αναφέροντας ότι "αι τρομεραί κατά του υπουργείου (σ.σ. κυβέρνησης) αποστροφαί του ήσαν το άκρον άωτον της ρητορικής τέχνης... το ύψος του λόγου και το πάθος της φωνής ήσαν ανάλογα προς το μέγεθος του ζητήματος", σε βαθμό ώστε σε μια στιγμή ρητορικής έξαρσης "και τα σκαμνία αυτά της Συνελεύσεως διερράγησαν υπό του γέλωτος".
Αξίζει ν' αναφέρουμε το σχόλιο της εφημερίδας Ελπίς (14.06.1863), που - με εξαίρεση την καθαρεύουσα - θα μπορούσε να θεωρηθεί επίκαιρο: "... Η Συνέλευσις κατήντησεν απλή παλαίστρα διαπληκτισμών, όπου έκαστος συνερίζεται πώς να υβρίση περισσότερον, πώς να φωνάξη περισσότερον, πώς να θορυβήση περισσότερον. Εις την περίστασιν ταύτην δεν πρόκειται ούτε περί πραγμάτων, ούτε περί συμφερόντων της πατρίδος. Πρόκειται διά τους μεν πώς να πέση το υπουργείον· πρόκειται διά τους άλλους πώς να διατηρηθή το υπουργείον. Και οι μεν επιθυμούντες να το κληρονομήσωσι φωνάζουσι ότι κατεστράφη ο τόπος, κατεπροδόθη ο τόπος, εξηυτελίσθη ο τόπος· οι δε εις την διατήρησιν αυτού συμφέρον έχοντες φωνάζουσιν ότι δεν είναι καιρός μεταβολής κυβερνήσεως, και ότι η παρούσα εξεπλήρωσε τα καθήκοντά της.
Δυστυχώς εν τω μέσω του χάους τούτου και αυτοί οι υπουργοί ηναγκάσθησαν να κατέλθωσιν εις δεινούς διαπληκτισμούς, και από του στόματός των εξήλθον λέξεις δειναί αν όχι διά πληρεξουσίους, διότι εις τούτο εσυνειθίσαμεν, τουλάχιστον δι' υπουργούς διευθύνοντας τας τύχας του έθνους. Η συνεδρίασις της τετάρτης διακοπείσα πολλάκις διελύθη τέλος εν μέσω οχλαγωγίας. Αδυνατούμεν να περιγράψωμεν τα λαβόντα χώραν εν τη Συνελεύσει, καθότι ταύτα την αποστροφήν παντός πολίτου προκαλούσιν..."
Στη συνεδρίαση της 14ης Ιουνίου και αφού την προηγούμενη μέρα η Συνέλευση υιοθέτησε την πρόταση της κυβέρνησης για καταβολή αποζημίωσης ύψους 60.000 δραχμών στον Σουλιέ, οι πληρεξούσιοι υιοθέτησαν ψήφισμα, που ανακήρυσσε ενήλικο τον νέο βασιλιά:
Ψήφισμα ΜΓ'
Η εν Αθήναις Β΄ των Ελλήνων Συνέλευσις
Διερμηνεύουσα τους πόθους του ελληνικού λαού ίνα ίδη την Α.Μ. τον Βασιλέα των Ελλήνων απολαμβάνουσα το ταχύτερον την συνταγματικήν αυτού εξουσίαν
Ψηφίζει. Α) Κηρύττει από τούδε ενήλικα την Α.Μ. τον Βασιλέα των Ελλήνων Γεώργιο Α΄.
Β) Εις την εκτελεστικήν εξουσίαν ανατίθησι την περαιτέρω ενέργειαν.
Επίσης, τέθηκε σε ψηφοφορία και η τύχη της κυβέρνησης. Καθώς προδιαγραφόταν η υπερψήφισή της, πολλοί από τους βουλευτές του αντιπολιτευόμενου Πεδινού κόμματος προσπάθησαν να αποσυρθούν από την αίθουσα, ώστε να υπάρξει αναβολή, όμως τελικά αυτή έγινε κανονικά. Υπέρ της κυβέρνησης ψήφισαν οι 119, 30 καταψήφισαν την κυβέρνηση, ενώ 40 αρνήθηκαν να ψηφίσουν.
Λύθηκε το πολιτικό πρόβλημα; Σίγουρα όχι. Πάντως, την επόμενη μέρα, 15 Ιουνίου, η εφημερίδα Εθνοφύλαξ επιχειρούσε να μεταδώσει ένα μήνυμα ενότητας, υποστηρίζοντας πως "ο γέγονε, γέγονεν", μιας και "αι μέχρι του νυν διαιρέσεις, αι φατρίαι, οιδιαπληκτισμοί, αι άσκοποι προγραφαί, αι ιδανικαί καταγγελίαι και αι δημιουργίαι ανυπάρκτων κινδύνων, γιγνόμενα υπό το πρίσμα του φατριασμού, αντί να ωφελήσουν έβλαψαν σημαντικώς την πατρίδα ημών..." Εξάλλου, στις 17 Ιουνίου η ίδια εφημερίδα εξέφρασε την εκτίμηση ότι "εφθάσαμεν εις το τέλος του δράματος", μόνο που το δράμα θα ξεκινούσε την ίδια κιόλας μέρα και θα έπαιρνε απρόβλεπτες διαστάσεις, εξελισσόμενο σε αιματηρή τραγωδία.
Στις 17 Ιουνίου 1863, η Συνέλευση εξέλεξε τον αρχηγό της εθνοφυλακής, Π. Κορωναίο, στη θέση του νέου υπουργού Στρατιωτικών με 128 ψήφους υπέρ - έναντι 91 που ψήφισαν τον έτερο διεκδικητή του αξιώματος, Αρτέμιο Μίχο. Ο Κορωναίος ορκίστηκε την ίδια κιόλας μέρα, ενώ ζήτησε να διατηρήσει την αρχηγία της Εθνοφυλακής, κάτι που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις από τους αντιπολιτευόμενους.
Εν τω μεταξύ, την ίδια μέρα, την εμφάνισή τους στην Αττική έκαναν ο αρχιληστής Κυριακός με την πολυάριθμη συμμορία του. Σύμφωνα με την Ελπίς (25.06.1863) αυτή αποτελούνταν από περίπου 70 άνδρες, ενώ η Αθηνά (22.06.1863) κατέβαζε τον αριθμό των ληστών σε 40. Ο δε Εθνοφύλαξ, στις 18.06 δημοσίευσε την πληροφορία ότι κατά το πρόσφατο παρελθόν η συμμορία του Κυριακού είχε συλληφθεί από την αστυνομία, όμως οι συλληφθέντες είχαν αφεθεί ελεύθεροι από τη διεύθυνση "κατ' επίμονον αίτησιν και τη εγγυήσει δύο ισχυρών στρατιωτικών και ενός ανθυπασπιστού", χωρίς όμως να δίνει περισσότερες λεπτομέρειες, ούτε ν' αναφέρει ονόματα. Ωστόσο, όλες οι πλευρές - και οι εφημερίδες της αντιπολίτευσης - αναγνώριζαν ότι ο Κυριακός δεν έδρασε τυχαία, αλλά βρισκόταν σε συνεννόηση με τους Πεδινούς.
Σύμφωνα με την περιγραφή της εφημερίδας Αθηνά (22.06.1863), η συμμορία του Κυριακού έκανε την εμφάνισή της στη μονή Ασωμάτων, όπου τα μέλη της υποκρίθηκαν ότι ήθελαν να πιούν νερό από το υδραγωγείο, που περνούσε κοντά από το μοναστήρι. Όμως αυτό που συνέβη, ήταν να οχυρωθούν οι ληστές μέσα σ' αυτό. Ο μόλις ορκισθείς υπουργός των Στρατιωτικών, Κορωναίος, διέταξε το πυροβολικό, το τάγμα του Λεωτσάκου, τη χωροφυλακή, ένα μέρος του ιππικού και διάφορους λόχους της Εθνοφυλακής να πολιορκήσουν το μοναστήρι και να συλλάβουν τους ληστές, οι οποίοι όμως αρνούνταν να παραδοθούν.
Η γενική αίσθηση ήταν ότι η στρατιωτική επιχείρηση θα έληγε γρήγορα και ότι θα ήταν πετυχημένη. Σύμφωνα με την Ελπίς (25.06) "Τοιαύτη δε ήτο η πεποίθησις του κοινού ότι ήθελον ούτοι συλληφθή και απαχθή δέσμιοι, ώστε χιλιάδες πολιτών, ων μέγα μέρος γυναίκες, πεζοί, εφ' ίππων ή εφ' αμαξών, είχον συρρεύσει εις το μεταξύ των Ανακτόρων και της Ριζαρείου Σχολής διάστημα, διά να παρασταθώσι θεαταί της σκηνής ταύτης. Μεταξύ δε των θεατών τούτων, πράγμα ακατανόητον, παρευρίσκοντο και τινές των υπουργών!"
Όπως περιέγραφε η ίδια εφημερίδα, οι ληστές "ήσαν συνεννοημένοι" με τη Χωροφυλακή, το τάγμα του Λεωτσάκου και το πυροβολικό, "των οποίων ήσαν σύμμαχοι", με αποτέλεσμα ο υπουργός των Στρατιωτικών "απαντήσας αίφνης εν τη πλατεία του Συντάγματος τον Λεωτσάκον, τον συλλαμβάνει και δέσμιον αποστέλλει αυτόν εις Πειραιά εντός του Ατμοδρόμωνος". Εν τω μεταξύ, οι στρατιώτες του συλληφθέντος Λεωτσάκου συνέλαβαν τους "προς διασκέδασιν περιφερόμενους" υπουργούς Κουμουνδούρο και Καλλιφρονά και τους οδήγησαν σιδηροδέσμιους στο στρατώνα τους, ενώ αργότερα, κατά τη διάρκεια των μαχών, οι δυο αιχμάλωτοι υπουργοί θ' ανταλλάσσονταν με τον Λεωτσάκο και θ' αφήνονταν ελεύθεροι.
Με το που οι δυο υπουργοί πιάστηκαν όμηροι, επικράτησε σύγχυση και πανικός. Φοβούμενος τα χειρότερα, ο Κορωναίος διέταξε τα υπόλοιπα στρατιωτικά σώματα να καταλάβουν τ' ανάκτορα και τους κήπους, που τα περιέβαλαν, για να τα προστατέψουν από τυχόν επιθετική ενέργεια. Οι πολίτες της Αθήνας κλείστηκαν έντρομοι στα σπίτια τους "και ζοφερά σιγή κατελάμβανεν ολόκληρον την πόλιν" (Ελπίς, 25.06.1863), όταν γύρω στις 11.30 το βράδυ ακούστηκαν παιάνες από το πυροβολικό, που διερχόταν τους δρόμους της πρωτεύουσας μαζί με πολίτες και αστυνομικούς κλητήρες, οι οποίοι φώναζαν "κάτω το υπουργείον, ζήτω ο Παπαδιαμαντόπουλος, ζήτω η πατρίς". (Ο Παπαδιαμαντόπουλος ήταν ο αρχηγός του πυροβολικού, που επίσης είχε στασιάσει.)
Στις 2 τα ξημερώματα ακούστηκαν πυροβολισμοί στο κέντρο της Αθήνας. Τι είχε συμβεί; Κοντά στο ναό της αγίας Ειρήνης, ο υπουργός των Στρατιωτικών και η συνοδεία του ήρθαν αντιμέτωποι με αντιφρονούντες χωροφύλακες και αστυνομικούς, οι οποίοι αρνήθηκαν να υποχωρήσουν, με αποτέλεσμα να επακολουθήσει "σπουδαία σύγκρουσις, ήτις αφήκεν επί της οδού δύο ή τρία πτώματα". Ήταν οι πρώτοι νεκροί μιας λίστας, που θα έπαιρνε εφιαλτικές διαστάσεις τις επόμενες ώρες.
Ήταν 4 το πρωί της 18ης Ιουνίου, όταν με το πρώτο εγερτήριο σάλπισμα άρχισαν ν' ακούγονται σφοδροί και συνεχείς πυροβολισμοί απ' όλα τα σημεία της Αθήνας. Το πυροβολικό, η χωροφυλακή, το τάγμα του Λεωτσάκου και αστυνομικοί, οι οποίοι διεκδικούσαν την παραίτηση της κυβέρνησης και υποστήριζαν την παράταξη των Πεδινών, επιτέθηκαν στον στρατό, που βρισκόταν στα ανάκτορα. Την ίδια ώρα δυνάμεις του πυροβολικού μαζί με άνδρες της συμμορίας του Κυριάκου, αλλά και πολίτες που έφεραν τη στολή του πανεπιστημίου κατέλαβαν την πλατεία Συντάγματος, αλλά και τα σπίτια που βρίσκονταν στην οδό Αδριανού και γύρω από το στρατιωτικό διοικητήριο και το φρουραρχείο, ενώ αδιάκοπα πυροβολούσαν από τα παράθυρα και τους εξώστες των σπιτιών αυτών.
Με τη σειρά του, ο υπουργός διέταξε την κατάληψη της Ακρόπολης και του Βαρβάκειου Λυκείου, όμως πολύ δύσκολη ήταν η κατάσταση πέριξ των ανακτόρων, όπου η μάχη διήρκεσε περίπου τρεις ώρες. Πολλοί στρατιώτες έπεσαν νεκροί και από τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις. Η Ελπίς συνέκρινε την ένταση ων πυροβολισμών με τη στιγμή κατά την οποία "πολυάριθμοι κυνηγοί επιπίπτουσι κατά του πλήθους των μεταβατικών πτηνών του φθινοπώρου, των τρυγόνων ή των ορτικίων". Όπως σχολίαζε η εφημερίδα, επικρατούσε "η αυτή μανία των πυροβολούντων, η αυτή προς τα θύματα αδιαφορία και περιφρόνησις. Η ζωή ενός ατόμου, ενός πλάσματος του Θεού, ουδαμώς εφαίνετο έχουσα περισσοτέραν αξίαν εις τα όμματα των μεθυόντων από αίμα, από την ζωήν μιας τρυγόνος· παίδες, γυναίκες, γέροντες, έπιπτον θύματα". Σύμφωνα με την εφημερίδα Αθηνά, οι πρώτες εκτιμήσεις έκαναν λόγο για 20-30 νεκρούς και 40-50 τραυματίες μόνο στην περιοχή των ανακτόρων.
Ένα άλλο σημείο σφοδρών συγκρούσεων ήταν η περιοχή της Εθνικής Τράπεζας. Υπήρχαν δύο εκδοχές για το πώς ξεκίνησαν εκεί τα επεισόδια γύρω στις 9 το πρωί της 18ης Ιουνίου. Η μία εκδοχή ήθελε να έχει διαδοθεί η είδηση, που για κάποιον λόγο πίστεψαν πολλοί, ότι δήθεν ο υπουργός των Στρατιωτικών είχε επιχειρήσει να εφορμήσει στο κτίριο της Τράπεζας για να διαρπάξει ό,τι μπορούσε. Αντίθετα, η κυβερνητική πλευρά υποστήριξε ότι ο Κωρναίος επιθεωρούσε την περιοχή συνοδευόμενος από διάφορα αποσπάσματα του στρατού, όταν ξαφνικά δέχτηκε απρόκλητη επίθεση με πυροβολισμούς.
Όπως γλαφυρά περιέγραφε η Αθηνά (22.06.1863), "Στρατιώται, πυροβολισταί, χωροφύλακες και αστυνομικοί κλητήρες διαβαίνοντες διά των οδών προσεβάλλοντο από εθνοφύλακας πνέοντας εκδίκησιν κατ' αυτών.. Φόνοι και πληγώσεις συνέβαινον παντού, πολλοί περισσότεροι όμως περί το κατάστημα της Τραπέζης, ώστε κατ' αυτήν την ημέραν εφονεύθησαν πολύ περισσότεροι παρά την προηγουμένην". Πόσοι; Ο ακριβής, συνολικός αριθμός των νεκρών είναι αδιευκρίνιστος, όμως χονδρικά εκτιμήθηκε σε 200 περίπου θύματα και στις δύο μέρες των συγκρούσεων.
Πεδίο συγκρούσεων αποτέλεσε και η πλατεία Ομονοίας, όπου "η πάλη υπήρξε πεισματώδης και παρατεταμένη", όπως περιέγραφε η Ελπίς. Οι δυο αντιμαχόμενες πλευρές είχαν καταλάβει κτίρια και αντάλλασσαν πυροβολισμούς. "Εκάστη οδός υπήρχε το κέντρον μιας συγκρούσεως, το θέατρον της αδελφοκτονίας· οι ισχυρότεροι τους αδυνατωτέρους κατεδίωκον, απαραλλάκτως όπως εν κυνηγεσίω τα άγρια θηρία καταδιώκονται".
Η λύση στο δράμα, το πρωτοφανές σε βιαιότητα και αίμα, δόθηκε από τους πρεσβευτές των μεγάλων δυνάμεων, οι οποίοι ζήτησαν από τα δύο εμπόλεμα μέρη να κηρύξουν ανακωχή 48 ωρών, ώστε να μπορέσει η Εθνοσυνέλευση να βρει το χρόνο και ν' αναλάβει τις απαραίτητες πρωτοβουλίες για να συμβιβάσει τα πράγματα. Έτσι και έγινε. Ύστερα από πολλές ασυνεννοησίες και διαφωνίες ακόμη και για το πού θα γινόταν η συνεδρίαση της Συνέλευσης, αποφασίστηκε όλος ο στρατός, το πυροβολικό και η χωροφυλακή ν' αποσταλούν από την πρωτεύουσα στις επαρχίες, να καταργηθεί το στρατιωτικό διοικητήριο Αθηνών, να καταργηθεί η διοικητική αστυνομία, η διοίκηση της οποίας περιήλθε στο υπουργείο Εσωτερικών, ενώ καταργήθηκε και το αρχηγείο της Εθνοφυλακής, η διοίκηση της οποίας περιήλθε στους δημάρχους Αθηνών και Πειραιά.
Επίσης, αποφασίστηκε ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης υπό την προεδρία του Μπενιζέλου Ρούφου και πάλι, όμως με τη συμμετοχή υπουργών και από τα δύο κόμματα: ο Αθανάσιος Πετμεζάς ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών, ο Ι. Κλίμακας υπουργός Στρατιωτικών, ο Γεώργιος Μπούμπουλης υπουργός Ναυτικών, ο Ευθύμιος Κεχαγιάς υπουργός Οικονομικών, ο Πέτρος Μαυρομιχάλης επί της Δικαιοσύνης, ο Π. Καλλιγάς επί των Εξωτερικών και ο Β. Νικολόπουλος διορίστηκε υπουργός Παιδείας. Κι επειδή η αναλογία των εκπροσώπων των δύο παρατάξεων ήταν 1:1, η νέα αυτή κυβέρνηση εθνικής ενότητας ονομάστηκε από το λαό "Κυβέρνηση του Οροπεδίου".
Η συμβιβαστική αυτή λύση έφερε και πάλι την ειρήνη, όμως δεν ικανοποίησε πλήρως τους Πεδινούς, διότι, όπως ανέφερε η Αθηνά, "διά των ληφθεισών αποφάσεων εστερήθη όλας τας στρατιωτικάς δυνάμειας τας οποίας είχεν η μερίς αύτη υπέρ εαυτής ως και την αστυνομίαν, και διότι διά του σχηματισμού του υπουργείου οι ορεινοί έλαβον τα τρία σπουδαιότατα εις τας σημερινάς περιστάσεις υπουργεία, ήτοι το των Στρατιωτικών, το των εσωτερικών, και το των ναυτικών, και προσέτι και την διοικητικήν αστυνομίαν. Εντούτοις όμως προς πρόληψιν της ανανεώσεως των εχθροπραξιών, τα Πεδινά μέλη του υπουργείου απεφάσισαν να δώσωσιν τον όρκον και εδέχθησαν τας θέσεις των διά 8 ημέρας, εις το τέλος των οποίων οφείλει να τους αντικαταστήση η Συνέλευσις". Τελικά, δεν αντικαταστάθηκαν, αλλά η κυβέρνηση, που ορκίστηκε την 21η Ιουνίου, παρέμεινε στην εξουσία περίπου τέσσερις μήνες, μέχρι τις 18 Οκτωβρίου 1863, οπότε έφτασε στην Ελλάδα ο Γεώργιος και λίγες μέρες αργότερα ορκίστηκε κυβέρνηση του Δημήτριου Βούλγαρη.
Τι έμεινε από όλα αυτά τα δραματικά γεγονότα; Το παρακάτω σχόλιο της εφημερίδας Ελπίς τα λέει όλα: "Εχύθη τόσον αδελφικόν αίμα διατί; ούτε πολιτικός σκοπός, ούτε διαφωνία περί εθνικού συμφέροντος ώπλισε τας χείρας των εις αλληλοσφαγίαν τραπέντων· εγένοντο θύματα ελεεινών εκατέρωθεν ραδιούργων οίτινες προς αλλήλους διεφιλονείκουν την κατάληψιν της Εξουσίας· ανάθεμα και τρις ανάθεμα επί της κεφαλής αυτών είτε πεδινοί, είτε ορεινοί είτε κοιλιαί ονομάζονται".
Τα Ιουνιανά, όπως ονομάστηκε ο διήμερος εμφύλιος πόλεμος της 17ης και 18ης Ιουνίου 1863, ξεχάστηκαν γρήγορα. Άλλωστε, όπως εύστοχα παρατήρησε η εφημερίδα, δεν υπέκρυπτε κάποιο βαθύτερο διχασμό της κοινωνίας (όπως π.χ. στον Εμφύλιο του 1945-1949), πέρα από τη διεκδίκηση μεγαλύτερου μεριδίου στη νομή της εξουσίας. Το τραγικό είναι ότι σήμερα, περισσότερο από εκατόν εξήντα χρόνια μετά από τα γεγονότα εκείνα του 1863, μπορεί μεν να μην καταφεύγουμε στα όπλα, όμως η νομή της εξουσίας αποτελεί το επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης και της εφαρμοζόμενης πολιτικής πρακτικής. Όλα μοιάζουν να γίνονται για το ποιος θα κάτσει στις καρέκλες της εξουσίας και πώς δεν θα σηκωθεί ποτέ - στο βαθμό που είναι δυνατό - από αυτές!
Τι είχε προηγηθεί των Ιουνιανών; Διαβάστε εδώ:
Τα Φεβρουαριανά
Η κατάλυση της δυναστείας του Όθωνα στις 10 Οκτωβρίου 1862.
Ίσως σας ενδιαφέρει:
Η αγγλογαλλική κατοχή και το μαύρο καλοκαίρι του 1854, όταν η χολέρα θέριζε και μετέτρεψε τον Πειραιά σ' έρημη πόλη
Τι ωραίες εποχές...
ΑπάντησηΔιαγραφή