7 Φεβρουαρίου 2015

Οι τελευταίες μέρες της Μαρίας Πολυδούρη, όταν αργοπέθαινε στο φθισιατρείο "Σωτηρία" - Μία από τις τελευταίες της φωτογραφίες

Σε ηλικία 28 ετών και 28 ημερών, στις 29 Απριλίου 1930 η Μαρία Πολυδούρη έφυγε από την ζωή, αγνοώντας την εμβέλεια που θα αποκτούσε το ποιητικό της έργο μετά θάνατον, καθιερώνοντάς την ως μία από τους εκφραστές των Ελλήνων "καταραμένων ποιητών", όπως και ο μεγάλος έρωτας της ζωής της, Κώστας Καρυωτάκης. Άλλωστε, αν και είχε εμφανιστεί στα γράμματα από μικρή ηλικία, η πρώτη της ποιητική συλλογή δημοσιεύτηκε μόλις το 1928, ενώ τα τελευταία χρόνια της ζωής της τα πέρασε νοσηλευόμενη στο νοσοκομείο "Σωτηρία", καθώς έπασχε από φυματίωση.

Στις 9 Φεβρουαρίου 1930, η εφημερίδα Ημερήσιος Τύπος αφιέρωνε ένα ρεπορτάζ στη "φθισική ποιήτρια που πεθαίνει τρελλή" (όπως λαϊκίστικα αναγραφόταν στον τίτλο του δημοσιεύματος), επί της ουσίας συστήνοντάς την Πολυδούρη στο αναγνωστικό της κοινό, τόσο ως προς το ποιητικό της έργο, όσο και ως προς τον έρωτά της για τον Καρυωτάκη, η αυτοκτονία του οποίου τον Ιούλιο του 1928 είχε προκαλέσει αίσθηση.
Το πιο σημαντικό στοιχείο του ρεπορτάζ εκείνου ήταν η φωτογραφία της ποιήτριας στο κρεβάτι του νοσοκομείου, που είχε ληφθεί ειδικά για την εφημερίδα και ήταν μια από τις τελευταίες φωτογραφίες - αν όχι ίσως η τελευταία - της Πολυδούρη.



Σε μελοδραματικούς τόνους και γεμάτο συναισθηματικές υπερβολές ήταν κυμαινόταν το κείμενο του ρεπορτάζ, με ξεκάθαρο σκοπό να προκαλέσει τη συγκίνηση των αναγνωστών (όπως συνηθιζόταν στις λαϊκές, έως "κίτρινες" εφημερίδες της εποχής). Το κείμενο μεταφέρεται σύμφωνα με την ορθογραφία της εποχής, όπως δημοσιεύτηκε στον Ημερήσιο Τύπο το Φεβρουάριο του 1930:

"Γνωρίζετε την Μαρίαν Πολυδούρη; Μέχρι χθες ούτε και ημείς την εγνωρίζαμεν. Και όμως είνε μία ύπαρξις με την οποίαν προώρισται ν' ασχοληθή μεγάλως η εθνική γραμματολογία μας. Πότε; Όχι σε πολύν καιρόν, αλλά πάντως πολύ αργά γι' αυτήν, όταν πια δεν θα βρίσκεται εις την ζωήν!
Είνε μία ποιήτρια, μία μεγάλη Ελληνίς ποιήτρια, αληθινά, αλλά κυρίως αυτήν την στιγμήν είνε μία σπαρακτική ανθρώπινη τραγωδία, που ενώ το πρωτόλειο βιβλιαράκι με τους σπανίας αισθηματικότητος στίχους της γίνεται εις τα βιβλιοπωλεία ανάρπαστον, αυτή κοίτεται και πεθαίνει σ' ένα παληοκρέββατο της "Σωτηρίας" φθισική!
Είνε νέα, πολύ νέα ακόμη, παρθένος και βαδίζει κατ' ευθείαν προς τον θάνατο, χωρίς καμμιά απολύτως ελπίδα να σωθή! Και είνε και ωραία, πολύ ωραία, ή μάλλον ήταν προτού επισημανθούν τα νειάτα της από τον θάνατο!
Εκεί απάνω, στη φωνία του εξοχικού ωραίου δρόμου προς την Αγίαν Παρασκευήν, στο πένθιμον φθισιατρείο των απόρων των Αθηνών, δηλαδή ακριβέστερα στο άθλιο φθισιοκομείο της νεοελληνικής αναλγησίας, όπου μεταφέρονται οι άρρωστοι με την μελαγχολική βεβαιότητα ότι δεν θα ξαναβγούν από μέσα ζωντανοί, η νέα και ωραία και τρυφερή ψυχή της ποιητρίας Μαρίας Πολυδούρη σβύνει λίγο-λίγο και σώνεται ανάμεσα στα λουλούδια που της πηγαίνουν ακατάπαυστα οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών σαν σε προσκύνημα, και στα δάκρυα και τους λυγμούς που την πνίγουν όταν βλέπη κάθε στιγμή ότι αποχαιρετάει για πάντα τη ζωή...
Πηγαίνουμε αργά, μια ολόκληρη σκυφτή συνοδεία φίλων και θαυμαστών για να ιδούμε την άρρωστη ποιήτρια καρφωμένη στο κρεββάτι της αγωνίας της. Αλλά, προς μεγάλην μας έκπληξιν, βρίσκουμε αίφνης αδειανό το κρεββάτι της στο θάλαμο! Τι να συνέβη, λοιπόν; Προ ολίγων λεπτών της ώρας, στην είσοδο του θλιβερού νοσοκομείου είχαμε διασταυρωθή με μια νεκροφόρα που είχε απάνω της ένα φέρετρο λεπτό και μακρύ σαν αυτήν, την κόρη με την λιγερή κορμοστασιά. Αι; Επαγώσαμε όλοι σύγκορμα. Μήπως είχε κι' όλας πεθάνη; Είνε τόσο πιθανόν από στιγμή σε στιγμή... Αλλά, να την. Την ξαναβλέπουμε μπροστά μας σαν οπτασία να προχωρή δύσκολα με το άσπρο της φόρεμα που μοιάζει όσο πολύ σαν νεκρικό! Πού είχε πάει; Από πού νάρχεται;
Οι γιατροί της δίνουν συχνά "ηρωίνη" και άλλα δηλητήρια, της κάνουν προθύμως ό,τι ζητεί, αλλ' αυτό της δυναμώνει τις εξάψεις, και κάθε τόσο την καίει και σηκώνεται από το κρεββάτι της νευρικά. Είνε βέβαιον: Η δυστυχισμένη έχει πια πάθει παράκρουση φρενών! Είνε τρελλή! Θέλει να ζήση, και πηγαίνει κατ' ευθείαν σε μίαν ανθισμένη αμυγδαλιά, παραπέρα από το παραθύρι της και κόβει άνθη και στεφανώνει τα μαλλιά της, σα νύφη για το θάνατο!
Το κρύο είνε αρκετά τσουχτερό, αλλά δεν το φοβάται, δεν το αισθάνεται καν, ούτε μέσα στην κάμαρά της την παγερή, όπου κανείς δεν βρέθηκε να της δωρήση ούτε μια σόμπα με πετρέλαιο! Γιατί η Πολυδούρη είνε φτωχειά. Πάμπτωχη. Αλλά τόση υπερήφανη και ακατάδεχτη. Δεν περιμένει παρά μόνο από την πώλησι του βιβλίου της. Είκοσι δραχμάς το αντίτυπο. Κάποια νεοπλουτική εφημερίς της άνοιξε έρανο. Αλλ' αυτό την απεθηρίωσε, και περιμένει τα λεπτά, καθώς εξεμυστηρεύθη σε μια φίλη της "για να τους τα πετάξη κατάμουτρα που την ερεζίλεψαν"!
Το ξέρει, άρα γε, η Πολυδούρη ότι είνε στο τελευταίο στάδιο της φθίσεως; Ναι. Και αυτό είνε το τραγικώτερο. Το ομολογεί τόσο τραγικά στην "Ηχώ στο χάος" - έτσι τιτλοφορείται η συλλογή των ποιημάτων της.
Γύρω, ολόγυρά της, ενώ κλαίει κι' αυτή, δεν μπορούν να κρατήσουν τα δάκρυα η ποιήτρια "Μυρτιώτισσα" (Η ιδιαιτέρως πολυαγαπημένη της), η συγγραφεύς κ. Γαλάτεια Καζαντζάκη και άλλες λόγιες φίλες της. Θυμούνται τη μακαρίτισσα Ελένη Λάμαρη, που επέθανε το ίδιο φτωχά και τραγικά προ εικοσαετίας, στεφανωμένη κ' εκείνη με τους παθητικωτάτους στίχους της..."

Ακολουθούσε μια αναφορά στη σχέση της Πολυδούρη με τον Καρυωτάκη, που όμως δεν αξίζει ν' αναπαραχθεί εδώ, αφού προσέβλεπε περισσότερο στη συγκίνηση των αναγνωστών περιγράφοντας στοιχεία, που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα (όπως οι προσπάθειες της Πολυδούρη να μην φύγει ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα, η σκηνή του υποτιθέμενου αποχαιρετισμού της πριν την αναχώρηση εκείνου κλπ., που όμως δεν ίσχυαν, καθώς οι δυο τους είχαν χωρίσει πολλά χρόνια νωρίτερα).
Και το ρεπορτάζ έκλεινε στο ίδιο μελοδραματικό ύφος:
"... Η Μαρία Πολυδούρη πεθαίνει στη "Σωτηρία" σήμερα γεμάτη καημό, γιατί εστάθηκε η διάβασίς της από τον κόσμο τόσο άτυχη. Είχεν αγαπήσει τη ζωή και τώρα τη θρηνεί στα τραγούδια της.
Αλλοίμονο. Πόσο είνε σκληρά τα ανθρώπινα. Η Μαρία Πολυδούρη με τα νεκράνθεμα των στίχων της ραίνει τα πεθαμένα της νειάτα και την πεθαμένη αγάπη της, και όλοι γύρω θρηνούν με βουρκωμένα μάτια τα τραγούδια της..."

Και κάποια χαρακτηριστικοί στίχοι από την ποιητική δημιουργία της Μαρίας Πολυδούρη:
Έχω μια χάρη.
Στην άνθησή μου φορώ στεφάνι:
το μαρασμό!
Έχω μια χάρη. Τι μου χουν δώσει
και μου χουν πάρει
το γιορτασμό;

Γιατί πεθαίνω!
Γίνομαι ωραία, γίνομαι η Αγάπη
που την ποθούν.
Κι όλο πεθαίνω. Γύρω μου τ' άνθη 
να τα πληθαίνω
να μαραθούν!

Χάρμα κι ο πόνος. 
Στο βλέφαρό μου λάμπει το δάκρυ
του σπαραγμού.
Χάρμα κι ο πόνος κι ας αξιώθη
να γίνει θρόνος
του στοχασμού.

Έχω μια φλόγα
και πλάι η καρδιά σου βουβή ικεσία
μου τη ζητά.
Έχω μια φλόγα και δεν μου ανήκει
-Τη μοίρα ευλόγα, 
δεν απατά! 

Αυτή είναι η μοίρα
που μ' ομορφαίνει, αυτή είναι η φλόγα
του εξιλασμού.
Αυτή είναι η μοίρα μου· μη μ' αγγίζεις.
Φορώ τα μύρα 
του χωρισμού...



Σχετικά θέματα:
Η αυτοκτονία του Καρυωτάκη και το φιλολογικό μνημόσυνο από ένα φίλο του

"Η Γάμπα": Το σατιρικό περιοδικό του Κώστα Καρυωτάκη, που σκανδάλισε τα συντηρητικά ήθη της εποχής με τους ερωτικούς του στίχους. Ένα κείμενο που αναδεικνύει την αυτοσαρκαστική πλευρά του ποιητή (και "προφήτευε" την αυτοκτονία του)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου