3 Ιουλίου 2016

Σχόλιο: Μια εβδομάδα μετά το Brexit, συζητώντας για τον λαϊκισμό και τη δημοκρατία

Το αντιλαμβανόταν κανείς πολύ πριν έρθει το Brexit, όμως πλέον έγινε σαφές και στον πιο απρόθυμο να το παραδεχτεί. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν γοητεύει πια ή - πιο ορθά - έχει χάσει πολλή από τη λάμψη παλιότερων εποχών. Το ερώτημα είναι πώς μπορεί ν' αντιστραφεί αυτή η εξέλιξη, όμως οι απαντήσεις είναι μάλλον αμήχανες και επιφανειακές. Ακούω για παράδειγμα την ερμηνεία του Brexit από μετριοπαθείς φιλοευρωπαίους, ανθρώπους σοβαρούς, οι οποίοι αποδίδουν την αντιδημοφιλία της Ενωμένης Ευρώπης κατά κύριο λόγο στο λαϊκισμό, πετούν ένα γενικό σύνθημα ότι ο λαϊκισμός πρέπει να αντιμετωπιστεί, αποφεύγοντας όμως να εξηγήσουν το πώς, και σταματούν εκεί.

Φυσικά και υπάρχουν λαϊκιστές πολιτικοί, όπως υπήρχαν σε κάθε εποχή, όμως το ερώτημα είναι γιατί παλιότερα ο λαϊκισμός βρισκόταν στο περιθώριο της πολιτικής ζωής πανευρωπαϊκά, ενώ τα τελευταία χρόνια διεκδικεί ένα ολοένα μεγαλύτερο μερίδιο απήχησης στην κοινή γνώμη. Οι ηλικιωμένοι Άγγλοι που πριν λίγες ημέρες ψήφισαν για Brexit, ήταν οι ίδιοι που πριν τέσσερις δεκαετίες ψήφισαν σ' ένα άλλο δημοψήφισμα υπέρ της εισόδου της Βρετανίας στην τότε ΕΟΚ.  Τι μεσολάβησε και οι ίδιοι άνθρωποι έκαναν μια τόσο θεαματική στροφή απόψεων; Τι δεν τους ικανοποίησε στην ΕΕ; Γιατί αντίστοιχα έχει ανέβει ο αντιευρωπαϊσμός στην κάποτε φιλοευρωπαϊκότατη Γαλλία - παρότι ευτυχώς εκεί δεν διεκδικεί ακόμη πλειοψηφικά ποσοστά - όπως και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες;

Είναι πολύ εύκολο να καταγγέλλουμε τους ψηφοφόρους του Brexit ότι είναι "αμόρφωτοι, παρασύρονται εύκολα από τις ακραίες φωνές, είναι ψεκασμένοι συνωμοσιολόγοι" κλπ., χαρακτηρισμοί που όντως αφορούν μια σημαντική μερίδα, η οποία συνήθως είναι και η πιο θορυβώδης, αλλά εκφράζει μόνο όσους θορυβούν - εκτός κι αν π.χ. θεωρούμε στα σοβαρά ότι οι μισοί Βρετανοί είναι "αμόρφωτοι". Όμως γεννώνται τα ερωτήματα: Όταν αυτοί οι "αμόρφωτοι και ψεκασμένοι" μέχρι πριν λίγα χρόνια ψήφιζαν τα παραδοσιακά - αποκαλούμενα και ως "συστημικά" - κόμματα και τις παραδοσιακές, πολιτικά ορθές πολιτικές τους, ήταν καλοί ψηφοφόροι και πολίτες ή μήπως ξαφνικά σημειώθηκε μια μετάλλαξη, που εξαπλώθηκε σ' όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς και πολλοί μορφωμένοι ξαφνικά έχασαν το μορφωτικό τους επίπεδο, πολλοί λογικοί ξαφνικά έχασαν τα λογικά τους και χειραγωγούνται ευκολότερα απ' ό,τι ένα πεντάχρονο παιδί από την καταπιεστική μαμά του;

Και να δεχτούμε ότι κάτι τέτοιο παίζει, ότι ξαφνικά μέσα σε λίγα χρόνια (σε μια πενταετία, άντε δεκαετία) συνέβη η εξάπλωση αυτής της επιδημίας με απροσδιόριστη αιτία. Πώς θα γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στους "λογικούς και συγκροτημένους" από τη μια και τους "παράλογους βλάκες" από την άλλη, ώστε οι τελευταίοι να μην είναι πλειοψηφία; Βρίζοντας τους, "είστε βλάκες"; Με αυτοεπαίνους τύπου "είμαστε οι έξυπνοι και να μας ακούτε"; Δεν νομίζω. Δεν είναι πραγματιστής όποιος έχει μια τέτοια αίσθηση. Γιατί ο αυτοέπαινος δεν είναι επιχείρημα ουσίας και η προσβολή του άλλου, ο οποίος έχει αντίθετη άποψη, πολύ απλά μεγαλώνει το χάσμα και δεν το γεφυρώνει ούτε στο ελάχιστο - ειδικά όταν ο άλλος είναι όντως χαμηλής ικανότητας.

Έχει επισημανθεί - με αφορμή το βρετανικό δημοψήφισμα, αλλά και με το ελληνικό ένα χρόνο νωρίτερα - ότι οι ειδικοί δεν πείθουν τις πλατιές μάζες, ότι οι απλοί πολίτες με μεγάλη ευκολία απορρίπτουν συλλήβδην καταξιωμένους οικονομολόγους, πολιτικούς επιστήμονες κλπ. Η διαπίστωση περιγράφει μια πραγματικότητα, όμως δεν προχωράει σε βάθος και περιορίζεται σε μια υπαινικτική νύξη για το θρίαμβο του λαϊκισμού. Το ουσιαστικό ερώτημα είναι γιατί συμβαίνει αυτό;

Η απάντηση θα έρθει μόνο μέσα από την αυτοκριτική. Ν' ανοίξω εδώ μια παρένθεση για να σημειώσω ότι γενικά έχω την άποψη πως οι σπουδαίοι άνθρωποι και οι πραγματικοί ηγέτες πάντα αναλαμβάνουν την αντικειμενική ευθύνη των πραγμάτων, όταν αυτά εξελίσσονται αρνητικά, ακόμη κι αν η δικιά τους ευθύνη είναι ελάχιστη ή τυπική και δεν σπεύδουν να μοιράσουν ευθύνες στους άλλους, έχοντας την αποκλειστική αγωνία πώς θα φανούν οι ίδιοι ανεύθυνοι. Μόνο οι ανίκανοι και οι μικροί ηγέτες, οι μικροί άνθρωποι σπεύδουν να καταγγείλουν ότι "φταίνε οι άλλοι" ή ότι "όλοι φταίμε το ίδιο" και ότι εν πάσει περιπτώσει οι ίδιοι "παρασύρθηκαν από τον κακό λαό" ή ότι οι ίδιοι πάντα τα έλεγαν σωστά αλλά φταίνε οι άλλοι, επειδή "δεν ήθελαν ν' ακούσουν".

Πίσω στο ερώτημα, γιατί η γλώσσα των τεχνοκρατών δεν πείθει. Μια εκτίμηση, όσον αφορά τα θέματα της οικονομίας, είναι και η εξής: Ωραία είναι τα νούμερα, όμως πολλές φορές είναι ελλιπή, όταν διαβάζονται σε συνθήκες εργαστηρίου. Αν παρακολουθήσεις τα νούμερα από το γραφείο σου, θα αποδείξεις ότι είσαι ένας καλός επιστήμονας και τεχνοκράτης, ο οποίος "ξέρει το μάθημά του". Αυτό όμως δεν αρκεί, όταν μιλάμε για ανθρώπους και όχι για νούμερα.

Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Βρετανίας σχολιάστηκε ιδιαίτερα ότι η ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1972 ευνόησε τη σημαντικό άνοδο του ΑΕΠ της χώρας. Βέβαια, η άνοδος του ΑΕΠ είναι ένα αντικειμενικό νούμερο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται στην πράξη θετικά αποτελέσματα για όλους. Συχνά σημαίνει ότι οι πλούσιοι έγιναν πολύ πλουσιότεροι και τα φτωχότερα στρώματα απλά έμειναν στάσιμα ή ενδεχομένως φτωχοποιήθηκαν, αλλά σε βαθμό τέτοιο που δεν επηρεάζει τον μέσο όρο. Ή μήπως θεωρούμε ότι οι άνθρωποι είναι τόσο ανόητοι, ώστε θεωρούν ότι οι ίδιοι έγιναν φτωχότεροι, απλά και μόνο επειδή κάποιος λαϊκιστής πολιτικός τους το λέει αυτό; Το ενδεχόμενο να ψηφίζει κάποιος με κριτήριο το αν (του λένε ότι) έγινε φτωχότερος ο γείτονάς του, νομίζω απορρίπτεται για ευνόητους λόγους ως μια εξαιρετικά ρομαντική στάση, που δεν ταιριάζει με τον εγωκεντρισμό της εποχής μας.

Μια ακόμα παρένθεση στο σημείο αυτό για να σημειώσω τη θέση μου ότι δεν πρέπει να συγχέουμε την φτώχεια εν έτει 2016 με τα κριτήρια που ίσχυαν προ 30ετίας ή ακόμη ακόμη και προ 15ετίας. Για παράδειγμα, η πρόοδος της τεχνολογίας έχει καταστήσει την πρόσβαση στο ίντερνετ ως ένα βασικό αγαθό για τα δεδομένα της εποχής, το οποίο δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως "πολυτέλεια" με το σκεπτικό ότι οι πατεράδες ή οι παππούδες μας δεν είχαν καν τηλεόραση, όταν ήταν παιδιά. (Αφού δεν υπήρχαν τηλεοπτικές συσκευές ή η τηλεόραση βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα, πώς να γινόταν αλλιώς;)

Το πρόβλημα είναι ότι οι πιο καπάτσοι λαϊκιστές πολιτικοί, αντιλαμβανόμενοι την αχίλλειο πτέρνα των εκπροσώπων αυτού που ονομάζεται "συστημική πολιτική και οικονομική ελίτ", δημιουργούν την ψευδαίσθηση ότι οι ίδιοι καταλαβαίνουν δήθεν καλύτερα τα προβλήματα του μέσου πολίτη, τον οποίο στη συνέχεια βομβαρδίζουν με αμέτρητες υπερβολές σε πολλά επίπεδα (με προνομιακό πεδίο τη μετανάστευση και το φόβο απέναντι σε κάθε τι το ξένο), υπερβολές τις οποίες αδυνατεί σε πρώτο επίπεδο να διαχειριστεί ο πολίτης, η εμπιστοσύνη του οποίου στις παραδοσιακές ελίτ είναι ήδη κλονισμένη. Παράλληλα, όμως, αυτός ο τζόγος φόβου περιβάλλεται από ένα ελπιδοφόρο μήνυμα, την "απελευθέρωση της καταπιεζόμενης μάζας από την καταπίεση των άσπλαχνων ελίτ", ώστε κατά κάποιον τρόπο - αν και σαφώς με οπορτουνιστική διάθεση - μεταδίδεται ένα ισχυρής εμβέλειας θετικό σλόγκαν ("περισσότερη δημοκρατία"), που σε μεγάλο βαθμό καλύπτει το κρεσέντο εκφοβισμού.

Κάτι αντίστοιχο συνέβη και στην περίπτωση του βρετανικού δημοψηφίσματος από τους θιασώτες του Brexit, την ώρα που οι υπερασπιστές του Bremain περιορίζονταν απλά στην ανάδειξη ενός άλλου είδους φόβου, να μην χαθεί η όποια ευημερία κατακτήθηκε στα πλαίσια της Ενωμένης Ευρώπης στο όνομα ενός αχαρτογράφητου ρίσκου, με τη σημαντική διαφορά ότι η "ευημερία" δεν εκλαμβάνεται με το ίδιο περιεχόμενο από όλες τις μερίδες της κοινωνίας, ώστε τελικά είχε ασθενέστερη ισχύ σε σχέση με το μήνυμα "απελευθέρωσης" και "δημοκρατίας" των Brexiters. Βασικά, το λάθος του στρατοπέδου του Bremain ήταν που εξαρχής ενεπλάκη σε μια αδιέξοδη πλειοδοσία φόβου χωρίς να μεταδίδει κάποιο συγκεκριμένο μήνυμα ελπίδας, νομιμοποιώντας ηθικά την τακτική των Brexiters.

Ας μην ξεχνάμε ότι ζούμε στην εποχή όπου οι απόψεις μοιράζονται πλέον με αστραπιαία ταχύτητα δευτερολέπτων μέσω των κοινωνικών δικτύων στο ίντερνετ, ώστε είναι εντελώς αψυχολόγητη και λανθασμένη η επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται ότι η άσκηση δημοκρατίας μέσω δημοψηφισμάτων.. βλάπτει την ίδια τη δημοκρατία. Αυτό που βλάπτει είναι η έλλειψη ουσιαστικής ενημέρωσης των πολιτών, καθώς και η απροθυμία των εκπροσώπων των ελίτ να κοπιάσουν για ν' ανακτήσουν την εμπιστοσύνη των κοινωνιών, θεωρώντας ότι αρκεί ένα τεμπέλικο - και φοβερά αυτάρεσκο - επιχείρημα τύπου "πιστέψτε μας, απλά και μόνο γιατί το λέμε εμείς"! Υπάρχουν μάλιστα και κάποιες - περιθωριακές προς το παρόν - φωνές, που εκδηλώνονται κυρίως μέσω αρθρογραφίας στον αγγλοσαξωνικό τύπο, ότι ίσως θα πρέπει να αλλάξει και το ισχύον μοντέλο αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας καθιστώντας λιγότερο καθολικό το δικαίωμα ψήφου!

Μα, μπορεί να θεωρηθεί λύση η επιστροφή στο 19ο αιώνα, πολύ περισσότερο όταν ζούμε σε μια εποχή, κατά την οποία η δημοκρατία έχει de facto καταστεί πιο άμεση από ποτέ μέσω - και εξαιτίας - του διαδικτύου; Είναι προφανές ότι τέτοιες απόψεις για μια πιο "εκλεκτική" δημοκρατία δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να κυριαρχήσουν στη σημερινή εποχή, όμως είναι ανησυχητικό ότι εκφράζονται καταχρηστικά στο όνομα της πολιτικής ορθότητας, ουσιαστικά αυτοϋπονομεύοντάς την. Έτσι, όχι μόνο ο λαϊκισμός δεν νικιέται, αλλά το χάσμα διευρύνεται και μειώνονται οι προοπτικές άμεσης αντιστροφής της τάσης για απομάκρυνση πλατειών κοινωνικών στρωμάτων από παραδοσιακές πολιτικές θεωρίες.

Πώς θα γεφυρωθεί το χάσμα στο εσωτερικό μιας βαθύτατα διαιρεμένης ευρωπαϊκής κοινωνίας (όπου η διαίρεση δεν συντελείται ευθύγραμμα με κριτήρια απλά ηλικιακά ή μορφωτικά, αλλά με πιο πολύπλοκα και πολυσχιδή κριτήρια), αυτή είναι η πρόκληση της σημερινής πραγματικότητας και αυτό ήθελα να αναδείξω μέσα από το μεγάλο σε έκταση άρθρο μου, που ελπίζω να κούρασε ελάχιστα τον αναγνώστη. Το πρόβλημα είναι ότι δεν βλέπω πολλές προσπάθειες γεφύρωσης του χάσματος, αλλά αισθάνομαι ότι κυριαρχούν οι (σχεδόν παιδιάστικοι) εγωισμοί. Μπορεί η συζήτηση για το μέλλον των ευρωπαϊκών κοινωνιών, για το μέλλον της ίδιας της Ενωμένης Ευρώπης, να περάσει σ' ένα πιο ώριμο, πιο ουσιαστικό επίπεδο;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου