25 Μαρτίου 2017

Ιστορικά κείμενα: Η επιστολή της Μαντώς Μαυρογένους στον Όθωνα λίγους μήνες πριν το θάνατό της διεκδικώντας ίση οικονομική μεταχείριση με τους άνδρες αγωνιστές



Σε ποίημά του αφιερωμένο στη Μαντώ Μαυρογένους, ο Γάλλος ποιητής Λεόν Μπαρά έγραψε: «Η αρχαιότητα θα της αφιέρωνε ναούς για να διαιωνίσει το λαμπρό της παράδειγμα και θα την έβλεπε σαν μια θεότητα». Όμως η Μαντώ Μαυρογένους δεν έτυχε τόσο μεγάλων τιμών, όσο ζούσε. Στην περίπτωση της ίσχυσε αυτό που έγραψε ένας άλλος Γάλλος φιλέλληνας, ο αξιωματικός Μαξίμ Ρενμπώ αναφορικά με τη Μαντώ: «Η πιο αγνή αγάπη στην πατρίδα, γεμάτη αυταπάρνηση και ανιδιοτέλεια, χωρίς κανένα προσωπικό συμφέρον και χωρίς καμία μέριμνα για το προσωπικό της μέλλον». 

Η Μαντώ Μαυρογένους γεννήθηκε στην Τεργέστη το 1797. Εκεί μεγάλωσε και μορφώθηκε. Οι ντόπιοι την αποκαλούσαν "Λα μπέλα Γκρέκα" ("Η ωραία Ελληνίδα"), εντυπωσιασμένοι από την εξωτερική της εμφάνιση, όποτε την έβλεπαν να κυκλοφορεί στους δρόμους της πόλης, πάντα ντυμένη με πλούσια παραδοσιακά φορέματα της Μυκόνου. Ο πατέρας της, Νικόλαος Μαυρογένης, ήταν πλούσιος έμπορος και φρόντισε για τη μόρφωση όλων των παιδιών του. Η Μαντώ μιλούσε ελληνικά, ιταλικά, γαλλικά και τουρκικά. Σε ηλικία 16 ετών έφτασε στην Τήνο, όπου συνέχισε τη μόρφωσή της στο πλευρό του θείου της παπα-Μαύρου. 

Μαζί του θα πρωτοστατούσε στην κινητοποίηση των Μυκονιατών μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης στην Πελοπόννησο και την Ύδρα. Διέθεσε όλη την περιουσία της για τους σκοπούς του αγώνα και οι συντοπίτες της αναγνώριζαν την προσφορά της. «Δόξα στην αρχηγό μας, δόξα στη Μαντώ Μαυρογένους» φώναζαν οι Μυκονιάτες αποθεώνοντάς τη στη δοξολογία μετά τη νίκη κατά του οθωμανικού στόλου τον Οκτώβριο του 1822. 

Ήδη το 1827 η Μαντώ Μαυρογένους είχε ξοδέψει ό,τι είχε και δεν είχε, ώστε αναγκάστηκε να προσφύγει στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ζητώντας να της παραχωρηθεί μια στέγη στο Ναύπλιο. Στο σπίτι αυτό την επισκέφτηκε ο Ιταλός φιλέλληνας Περιβιάνο Ζεκκίνι, ο οποίος περιέγραψε τη δυστυχία της ηρωίδας του αγώνα για την ελευθερία.

Παράλληλα βέβαια, στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας η Μαντώ ξεδίπλωσε και όλο το μίσος της κατά του πρώην αγαπημένου της, Δημητρίου Υψηλάντη, ένα μίσος που θεωρείται ότι συντέλεσε στο να περιπέσει σε γενική δυσμένεια. Όπως λέγεται, όταν η Μαντώ Μαυρογένους έμαθε για το θάνατο του Υψηλάντη, δεν δίστασε να εκδηλώσει τη χαρά της προσθέτοντας ότι «επνίγη διά του ιδίου του σιέλου»!

Το 1828, ο Καποδίστριας της απένειμε το βαθμό του αντιστρατήγου, όμως αργότερα - στα χρόνια του Όθωνα - θα βρισκόταν στο περιθώριο, ξεχασμένη, όπως και άλλοι αγωνιστές της ελληνικής επανάστασης, πόσο μάλλον που αυτή ήταν και γυναίκα. Το 1834 της παραχωρήθηκε μια μικρή και ανεπαρκής σύνταξη, η οποία δεν αντιστοιχούσε στην πραγματική, τεράστια συνεισφορά της στον αγώνα για την ελευθερία. 

Λίγους μήνες πριν το θάνατό της, η ηρωίδα του έπους του 1821 έστειλε προσωπική επιστολή στον Όθωνα περιγράφοντας το πρόβλημά της και διεκδικώντας αυτό που της άξιζε, ίση μεταχείριση με τους άνδρες αγωνιστές. Έχω την εντύπωση ότι αυτή ήταν η πρώτη αναμφισβήτητα φεμινιστική διεκδίκηση σε καιρό ειρήνης στην ιστορία του ελληνικού κράτους. (Άλλωστε, σ’ ένα δημοσίευμα της εφημερίδας Αθήναι με ημερομηνία 21.07.1906, η Μαντώ περιγραφόταν και ως η «πρώτη βουλευτίνα» λόγω της συμμετοχής της στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, έστω και υπό ιδιόμορφες συνθήκες).

Η Τζένη Καρέζη στην κινηματογραφική "Μαντώ Μαυρογένους" αναρωτιόταν: «Τι έχω προσφέρει στον αγώνα εγώ, εγώ η Μαντώ Μαυρογένους;» και με πίκρα απαντούσε «Τίποτα»! Η πραγματική Μαντώ Μαυρογένους το έγραψε έτσι:

Μεγαλειότατε,
Εις την εν Ναυπλίω εξεταστικήν επιτροπήν είχα δώσει τα έγγραφα των στρατιωτικών μου εκδουλεύσεων και των χρηματικών θυσιών μου, τας οποίας επρόσφερα διά την ανεξαρτησίαν της Πατρίδος.
Η Βασιλική Γραμματεία των Στρατιωτικών διά του από 18/30 Ιανουαρίου 1834 εγγράφου της προς την ρηθείσαν επιτροπήν, διέταξεν ώστε να ληφθώσιν υπ' όψιν αι εκδουλεύσεις και αι θυσίαι μου, και ιδιαιτέρως να προτείνη περί των οποίων ανέκτησα δικαιωμάτων και τον τρόπον της ανταμοιβής μου.
Η επιτροπή, εις απάντησιν, ως βεβαιούμαι, επρότεινε να μοι δοθή ικανή χρηματική ποσότης ή εις χρήματα ή εις γην και εν βραβείον, όπως η Υ. Μ. ήθελεν εγκρίνει. Αλλά έκτοτε μέχρι σήμερον δεν είδον ούτε βραβείον ούτε χρηματικήν αποζημίωσιν, ούτε εις γην, ούτε εις χρήματα, παρά μίαν μικράν σύνταξιν, ικανήν να πληρώνω το μηνιαίον της υπηρέτιδός μου.
Ως προς την περί ου ο λόγος σύνταξιν, η Γραμματεία με εθεώρησεν ως χήραν γυναίκα ή ως απόμαχον, αλλά η υποφαινομένη, Μεγαλειότατε, ούτε χήρα ήμην ποτέ, αλλά ουδέ υπανδρευμένη, διά να είνε δυνατόν να κατασταθώ χήρα και ούτε εις τον πόλεμον ποτέ επληγώθην διά να κατασταθώ απόμαχος, ως διά της ως άνω μνησθείσης διαταγής της δεν εγκρίνει να έμβω εις τα δικαιώματα των αξιωματικών στρατού, ως να ήσαν άλλης φύσεως αι προς την Πατρίδα εκδουλεύσεις μου από τας εκδουλεύσεις των άλλων αξιωματικών, και ως εάν το έθνος εις τας προκηρύξεις και θεσπίσματά του να έκαμε ποτέ διάκρισιν μεταξύ των ανδρών και γυναικών των στρατιωτικώς υπηρετησάντων την Πατρίδα ή άλλως πως θυσιασθέντων υπέρ αυτής.
Η Γραμματεία έπρεπε να με θεωρήση ως αγωνισαμένην προσωπικώς κατά των εχθρών της Πατρίδος, ως θυσιάσασαν υπερόγκους χρηματικάς ποσότητας ιδικάς μου, ως στρατολογήσασαν στρατιώτας και εκστρατεύσασαν κατά των εχθρών της Πατρίδος και εκπληρώσασαν καθήκοντα στρατιωτικά κατά τε ξηράν και θάλασσαν και τότε βέβαια δεν ήθελεν εξοκύλει εις το μέγα λάθος του να με εκλάβη ως χήραν και απόμαχον.
Έπρεπε να σταθμίση την Βασιλικήν Δικαιοσύνην με τας εκδουλεύσεις και θυσίας μου και ότι, αν δεν μοι ανήκε στρατιωτικώς βαθμός, καθ' ο γυνή, να μοι δοθή τουλάχιστον το ανήκον μοι αριστείον, το οποίον και εγώ δύναμαι να φέρω, να μοι δοθή και μία προικοδότησις, καθώς εδόθη και εις τους αξιωματικούς, διά να μην ευρίσκωμαι μόνον εγώ παραπεταμένη μεταξύ των αγωνιστών της Πατρίδος. 
Τούτο απαιτούσεν η Βασιλική Δικαιοσύνη και εις την Μεγαλειότητα πάλιν ελπίζω ότι θέλει ευδοκήσει, Βασιλεύ, να χορηγηθή και το αριστείον μου και  ανάλογος στρατιωτική μου προικοδότησις, προς ανταμοιβήν των εκδουλεύσεων και θυσιών μου.
Ελπίζουσα δε πάντοτε εις την Δικαιοσύνην Του, υποσημειούμαι η ευπειθεστάτη υπήκοος:
ΜΑΝΤΩ Ν. ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ
Αθήναι 30 Μαρτίου 1840

Οι Έλληνες είχαν την ευκαιρία να θυμηθούν τη Μαντώ Μαυρογένους πολλές δεκαετίες μετά το θάνατό της, μέσα από ένα αφιέρωμα της εφημερίδας Ακρόπολις στις 11 και 12 Μαρτίου 1899. Αφορμή αποτέλεσε το βιβλίο ενός Γάλλου συγγραφέα, του Θεόδωρου Βλανκάρ, γύρω από τη δράση διαφόρων μελών της ιστορικής οικογένειας των Μαυρογένηδων, αφιερωμένο στους λησμονεμένους Παριανούς, Τήνιους και Μυκονιάτες. Στο βιβλίο αυτό μάλιστα, η Μαντώ Μαυρογένους παρομοιαζόταν ως η «Ιωάννα Δ’ Αρκ της Ελλάδος»!

Με αφορμή το αφιέρωμα της Ακροπόλεως, ο Γεώργιος Μαυρογένης, ένα από τα επιζώντα τότε μέλη της ιστορικής οικογένειας, ευχαριστούσε την εφημερίδα, διότι «μετά τους Πουκαβέλ, Λοκρουά, Σονεσύ, Μαξίμ Ραϊμπό, Φαμπρ, Ζηνοβιέ, Φρένιτελ, Έδουαρδ κλπ γράψαντες περί αυτής, μόνον σεις εκ των Ελλήνων, απεφασίσατε να την καταστήσητε γνωστήν εις το Ελληνικόν, διότι οι άλλοι Έλληνες ιστορικοί ουδέν έγραψαν!!» Στην επιστολή του δε αυτή, ο Γεώργιος Μαυρογένης, ο οποίος διόρθωνε και κάποιες ανακρίβειες για τη Μαντώ, αποκάλυπτε ότι η αναφορά της ηρωίδας προς τον Όθωνα σώθηκε εντελώς τυχαία, όταν βρέθηκε στο παντοπωλείο κάποιου Μάνου!

-- Δεν ήταν βέβαια το μοναδικό ιστορικό έγγραφο από την περίοδο της Επανάστασης και των πρώτων χρόνων του ελληνικού κράτους που κατέληξε σε κάποιο παντοπωλείο και σώθηκε λίγο πριν γίνει σαρδελόχαρτο! Μπορείτε να διαβάσετε ένα σχετικό αφιέρωμα στον παρακάτω σύνδεσμο: Πώς ο ιστιοριοδίφης Γιάννης Βλαχογιάννης εντόπισε και έσωσε πολύτιμα ιστορικά έγγραφα από τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης λίγο πριν αυτά γίνουν περιτυλίγματα για σαρδέλες!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου