Η Μεγάλη Παρασκευή είναι μια μέρα
πένθους για τους Χριστιανούς, το οποίο στην Ελλάδα παραδοσιακά εκδηλώνεται με
τη συμμετοχή των πιστών στη βραδινή περιφορά του Επιταφίου μέσα σε μια
κατανυκτική ατμόσφαιρα. Ή μήπως η ατμόσφαιρα δεν είναι και τόσο κατανυκτική; Δεν
ξέρω πόσο διαφορετικό είναι το κλίμα στο χωριό, αλλά η περιφορά του Επιταφίου στην
πόλη αποτελεί μάλλον ευκαιρία για κοινωνικές συναναστροφές, να συνυπάρξουν στον
ίδιο χώρο γείτονες που υπό κανονικές συνθήκες θα περιορίζονταν σ’ ένα μισό «καλημέρα»
έξω από το ασανσέρ, και βέβαια για άφθονο κουτσομπολιό σε αρκετά εύθυμους
τόνους. Ειδικά αν κάποιος βρεθεί στη μέση του πλήθους που συνοδεύει τον
Επιτάφιο, δεν ακούει παρά μια γενική βαβούρα διανθισμένη με γελάκια από όλες τις
κατευθύνσεις, η οποία ελάχιστη σχέση έχει με το πένθιμο γεγονός που βρίσκεται
σε εξέλιξη την ίδια ώρα.
Ο εκκοσμικευμένος χαρακτήρας της Μεγάλης
Παρασκευής, έστω και με διαφορετικές αφορμές, απασχόλησε στο μακρινό παρελθόν δύο
σημαντικούς συγγραφείς: τον προοδευτικό αλλά και ευσεβή απέναντι στις παραδόσεις
Γρηγόριο Ξενόπουλο (ο οποίος συχνά ανατρέχει στις τρυφερές αναμνήσεις των
παιδικών και εφηβικών του χρόνων στην πολυαγαπημένη ιδιαίτερη πατρίδα του, την
Ζάκυνθο) και τον αιρετικό Ανδρέα Λασκαράτο, ο οποίος δεν έχανε την ευκαιρία να
κατακεραυνώνει την υποκρισία όπου την έβλεπε και ειδικά στο χώρο της εκκλησίας,
πέφτοντας όμως συχνά στην παγίδα της ισοπέδωσης, κάτι που οδήγησε στον (άδικο) αφορισμό
του.
Στο άρθρο του, που δημοσιεύτηκε
στο περιοδικό Ελλάς στις 3 Απριλίου 1914, ο Ξενόπουλος επέκρινε την κοσμικότητα
που επικρατούσε στις θρησκευτικές εκδηλώσεις της Μ. Παρασκευής στην πρωτεύουσα,
όπου το προσκύνημα του Επιταφίου αποτελούσε περισσότερο αφορμή για βόλτες και
δημόσιες σχέσεις, συγκρίνοντάς την με την πιο ήσυχη και ευλαβική ατμόσφαιρα
στην Ζάκυνθο των παιδικών του χρόνων.
ΟΙ ΕΠΙΤΑΦΙΟΙ
Όταν ήμουν παιδί, ο Διονύσιος
Λάτας, ο μεγάλος ιεροκήρυξ, αρχιμανδρίτης τότε ακόμη εις τας Αθήνας, εξέδιδε
μίαν θρησκευτικήν εφημερίδα, την «Σιών». Ποτέ δεν θα λησμονήσω την εντύπωσιν
που έκαμεν εις την παιδικήν μου ψυχήν έν άρθρον αυτής της «Σιών» περί του
προσκυνήματος των Επιταφίων. Ο Λάτας είχεν αναλάβει το φραγγέλιον διά του
οποίου εξεδίωξεν ο Χριστός τους μεταβάλλοντας τον οίκον του Πατρός του εις
οίκον εμπορίου. Κ’ έλεγε, μεταξύ των άλλων, προς τους ιερείς των Αθηνών, τους
καθιερώσαντας και ανεχομένους το παράδοξον, το ανίερον, το ανευλαβές, το
σκανδαλώδες αυτό προσκύνημα: «Το κάμνετε διότι δεν έχετε να φάτε; Να κλείσετε
τους Ναούς και ν’ αποθάνετε και σεις από την πείναν, όπως απέθανε διά σας και ο
Χριστός». Εις την ηλικίαν που ήμουν τότε, ενόμιζα ότι το ευκολώτερον πράγμα του
κόσμου είνε ν’ αποφασίση κανείς ν’ αποθάνη της πείνας, όταν, διά να ζήση, θα
ήτο ηναγκασμένος να κάμη κάτι κακόν. Διά τούτο ήμουν βέβαιος, ότι οι ιερείς των
Αθηνών θα επείσθησαν εις το επιχείρημα και θ’ απεφάσισαν, με κάθε θυσίαν, να
καταργήσουν το έθιμον του προσκυνήματος.
Αλλ’ οποία υπήρξεν η έκπληξίς μου
όταν, μετ’ ολίγα έτη που ήλθα ως φοιτητής εις τας Αθήνας, την Μεγάλη Παρασκευήν
το απόγευμα, είδον όλους τους Ναούς ανοικτούς και το προσκύνημα, ανευλαβές και
σκανδαλώδες όπως το περιέγραφεν ο Λάτας, εις όλην του την ακμήν! Δεν είχαν
πεισθή λοιπόν αυτοί οι άνθρωποι, κ’ εξηκολούθουν να μεταβάλουν τους οίκους του
Θεού εις οίκους εμπορίου; Δεν έβλεπαν, δεν ήκουαν, δεν εννοούσαν τι εγίνετο από
την ανθοστόλιστον και γελαστήν νεολαίαν, γύρω εις τους Επιταφίους, των οποίων
το απογευματινόν προσκύνημα δεν ήτο παρά μία πρόφασις συναντήσεων, συνθλίψεων
επαφών και ανταλλαγής βλεμμάτων και λόγων, όχι βέβαια θρησκευτικών;... Διατί
άλλως τε οι νέοι εκείνοι και τα κορίτσια επέμενον να περιέλθουν ως το βράδυ
όλους τους Ναούς; Αν ήτο από ευλάβειαν, δεν τους έφθανε ν’ ασπασθούν ένα μόνον
Επιτάφιον και να επιστρέψουν εις τα σπίτια των;...
Έκτοτε, κάθε Μεγάλην Παρασκευήν,
είνε αδύνατον να μην ενθυμηθώ το παλαιόν εκείνο άρθρον της «Σιών». Διότι το
έθιμον εξακολουθεί απαράλλακτον όπως εις τον καιρό του Λάτα. Οι ναοί μένουν
ανοικτοί όλην την ημέραν, οι κώδωνες αντηχούν διαρκώς, και οι ιερείς πωλούν
άνθη των Επιταφίων εις τους προσκυνητάς, οι οποίοι εννοούν να τους επισκεφθούν
όλους. Τίποτε το ευλαβές, το πένθιμον, το μεγαλοπαρασκευάτικον, δεν έχει το
πολλαπλούν αυτό προσκύνημα. Καταντά απλή διασκέδασις και υπενθυμίζει το
πανηγύρι που γίνεται εις το Νεκροταφείον το ψυχοσάββατον. Δεν υποθέτω ότι αυτό
που γίνεται εις τας Αθήνας, το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής γίνεται εις
κανένα μέρος του κόσμου. Εις την πατρίδα μου τουλάχιστον, η οποία φημίζεται διά
τας θρησκευτικάς εορτάς της, κάθε χριστιανός θα υπάγη εις μίαν εκκλησίαν και θ’
ασπασθή ένα μόνον Επιτάφιον. Και η Μεγάλη Παρασκευή είνε μία ημέρα πάθους
αληθινού. Ούτε καμπάνες κτυπούν, ούτε φεγγοβολούν. Αι κυρίαι φορούν μαύρα και
δεν βγαίνουν από το σπίτι παρά μόνον το πρωί, όταν πηγαίνουν εις την ακολουθίαν
των Ωρών. Νέοι και νέαι λησμονούν διά μίαν ημέραν, ότι επλάσθησαν διά ν’
αγαπώνται... Το απόγευμα άκρα ησυχία. Οι άνδρες, με αληθινήν ευλάβειαν και
κατάνυξιν, παρακολουθούν την σεμνήν λιτανείαν του Εσταυρωμένου. Το βράδυ πάλιν,
χωρίς καμπάνες, ανοίγουν αι Εκκλησίαι διά την ακολουθίαν του Επιταφίου. Και την
νύκτα, προς τα χαράγματα, λιτανεύεται θαυμασίως ένας μόνον Επιτάφιος, ο της
Μητροπόλεως.
Τόσον ιεράν, πένθιμον, σιωπηλήν,
κατανυκτικήν, εσυνήθισα από παιδί την Μεγάλην Παρασκευήν εις την πατρίδα μου.
Και δι’ αυτό όπως γίνεται εδώ εις τας Αθήνας, - με καμπάνες, με κόκκινα
βεγγαλικά, με τράκες, με λούσα, με γέλια και προ πάντων με το προσκύνημα του
απογεύματος, - ομολογώ ότι δεν μου αρέσει καθόλου. Ως θέαμα είνε ωραίον, ως
πανηγύρι θαυμάσιον. Αλλά δεν έχει τον πένθιμον χαρακτήρα που θα ήρμοζε. Και
μολονότι δεν πιστεύω πλέον, ότι οι άνθρωποι, κληρικοί ή λαϊκοί, ημπορούν εύκολα
ν’ αποφασίσουν, όχι πλέον ν’ αποθάνουν της πείνας, αλλ’ ούτε να στερηθούν το
μαύρο των χαβιάρι χάριν μιας ιδέας, πάλιν απορώ πώς δεν ενόησαν ακόμη, ότι το
πάθος της Μεγάλης Παρασκευής δεν άγεται εις τας Αθήνας κατά τον πρέποντα
τρόπον.
Από την άλλη, το μακρινό 1853 στο
βιβλίο του «Τα μυστήρια της Κεφαλλονιάς», που αποτέλεσε και την αφορμή για τον
αφορισμό του από το Μητροπολίτη του νησιού, ο Λασκαράτος επέκρινε με σφοδρότητα
αυτό που ο ίδιος περιέγραφε ως «θεατρική παράσταση», αλλά και την υποκρισία όσων
συντοπιτών του συμμετείχαν στις θρησκευτικές εκδηλώσεις και τις παραδόσεις της Μεγάλης
Παρασκευής χωρίς να συναισθάνονται την ιερότητα των παραδόσεων αυτών
σχολιάζοντας τόσο την πανηγυρτζίδικη διάθεση με την οποία συμμετείχαν στα
διάφορα έθιμα, όσο και το... πανηγύρι των κλεφτών την ώρα του Επιταφίου, που
προφανώς και δεν αποτελεί μόνο σύγχρονο φαινόμενο.
«[...] Η Σταύροση είναι μία θεατρική παράσταση. Οι διεφθαρμένοι τούτοι
χριστιανοί, οι οποίοι διατηρούν ακόμη το όνομα χριστιανοί, ουσιωδώς όμως είναι
ειδωλολάτρες, έχουν ένα είδολο ξύλινο το οποίο λατρέβουνε, και κάθε Μεγάλη
Παρασκεβή το σταυρόνουνε. Η σταύροση τούτη χρησιμεύει για να ξανανεόνη και να
δυναμόνη μέσ’ στην ψυχή τους το μίσος όπου νομίζουνε να είναι σε χρέος να
θρέφουνε εναντίον εις τους Εβραίους. Είναι για τούτο που τούτην την ημέρα
βγαίνουν από την εκκλησιά τους πουλιό θηρία παρά ποτέ. Σήμερα η ακολουθία
βαστάει τέσσαρες ώρες!... Ο μοναχός ιεροκήρυκας θα μιλήσει τρεις ώρες… Μιλεί
τρεις ώρες για την πρόληψη που υπάρχει στον τόπο, πως όσο περισσότερο κανείς
μιλεί, τόσο περισσότερα λέει· όσο περισσότερο μιλεί, τόσο αξιότερος είναι.
Έτσι, ο ένας ιδρόνει μιλόντας, οι άλλοι ιδρόνουν ακούοντες… Κρίμα, τόσος
ίδροτας χωρίς διάφορο. Τέλος-πάντων τελειόνει, και η ευχαρίστηση του τέλους
κάνει ώστε να λησμονηέται το βάσανο. Οι χριστιανοί γυρίζουνε σπήτι τους, και
βρίσκουνε τα πράματά τους κλεμένα. Εκείνοι που συνηθούνε κάθε χρόνο σα σήμερα
ν’ ανοίγουν τα σπήτια, ξεμολογηόνται και μεταλαβαίνουνε λίγες ημέρες προτήτερα
για να “βγάλουν” την έγνοια, και να ναι ελεύθεροι τη Μεγάλη Παρασκευή όντες η
φαμελιές ολάκερες λημεριάζουνε στο Λόγο. Τότες απογυρίζουν από τους κήπος, από
θέσες έρημες, τσακίνουν πόρτς ή παραθύρια και μπαίνουνε και παίρνουν ό,τι
μπορέσουνε. Το βράδι βγάνουν τους Νιπιτάφιους.
Νιπιτάφιοι και Ανάστασες είναι
του χριστιανού τα μεγαλήτερά του θρησκευτικά ξεφαντόματα, τα οποία τον
ενθουσιάζουνε, τόνε φανατίζουνε και του μεθούνε το νου σε τρόπο, που δεν μπορεί
πουλιό να υποκριθή και να κρύψη τη χτηνώδη του φύση. Ο χριστιανός όλον το χρόνο
υποκρίνεται χριστιανικότητα, και μόνον εις το κρυφό είναι αντίχριστος και
άθεος· μα την Μεγάλη-Παρασκεβή το βράδι στους Νιπιτάφιους, και το
Μεγάλο-Σάββατο την αυγή στες Ανάστασες, η μέθη του φανατισμού τόνε σκοτίζει σε
τρόπο, που γένεται θέαμα εις όποιον
θέλει να ιδή τι εννοούμε για χριστιανοσύνη στον τόπο μας. Μόλις τελειόση
η ακολουθία αρπάζουν το Νιπιτάφιο και ξεπορτίζουνε με φωνές και αλλαλαγμούς, με
παπάδες ή και δίχως παπάδες, με το σταυρό το μεγάλονε, με αγγελούδια, και μ’
έναν αναρίθμητον αριθμό από φανάρια χάρτινα, από κειά τα φανάρια που οι
μπακάλιδες συνηθούνε στα σαρδελοβάρελα. Όλα τούτα τα διάφορα πράγματα που
σχηματίζουν τη λιτανεία πηένουνε χωρίς τάξη, και χωρίς διεύθυνση. Όσοι
ακολουθούνε είναι σε χρέος να φωνάζουνε με τη μεγαλήτερή τους δύναμη· φωνές
άναρθρες και σουριξιές διαπεραστικότατες, ανάμεσα στες οποίες ξεχωρίζουνται από
φοράν τη φορά άλλοι που ψάλλουνε, και άλλοι που τραγουδούνε1. Με το
Νιπιτάφιο στους ώμους παρατρέχουνε και γυρίζοντες γειτονιές κ’ ενορίες, όπου
τους δέχονται με φωνές παρόμοιες, με σουριξές, με εμπαιγμούς κάθε είδους, και
πολύ συχνά με πετριές και με λεμονιές...2 Αφού με τούτον τον τρόπο
γυρίσουνε όλην τη χώρα έρχουνται καθένας στην εκκλησιά του, “πιθόνουν” το
Νιπιτάφιο, και πάνε σπήτι τους να νηστέψουνε.»
Υποσημείωση 1:
Σε μία τέτοια λιτανεία που
επέρασ’ εφέτο, 1853, απουκάτου από τα παρεθύρια μου ετραγουδούσανε,
«Ποιος είδε ποιος απάντησε
Βαπόρο δίχως ρόδες κ.τ.λ.
Και σε μίαν άλλη ένα
τραγούδι ιταλικό που ετέλειωνε με το Ritornello.
«Vieni, Marieta, vieni,
«Ti voglio consolar
Υποσημείωση 2:
Κάθε ενορία βάνει την υπόληψή της
εις το να ντύση τον εδικόν της νιπιτάφιο καλήτερα. Εδώθε γεννηέται ξεσυνερεσιά
και ζήλεια. Από κάθε εκκλησιά που περάση ένας Νιπιτάφιος τόνε φωνάζουνε πουγάδα,
σαπουνάδα, κ.τ.λ. Τες πέτρες και τα λεμόνια δεν τα ρίχνουνε πάρι στα φανάρια.
Αν καμμιά εύρη το σταυρό είναι εξ απροσεξίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου